Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Αραξοβόλι

Κρέμονταν βαριά τα δίχτυα
Στα πλαινά του ψαροκάικου...
Κουρασμένα κι αυτά
Σαν το γέρικο σκαρί
Μετά από μια ακόμη μέρα
Που όργωνε τα πέλαγα...
Μόνα χαρούμενα τα γλαροπούλια
Περίμεναν το δικό τους μερτικό
Από την ψαριά του μόχθου...




*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*



Ηλιοβασίλεμα


Μονοπάτι στενό...
Δέντρα γυμνά, αλλόκοτα...
Απειλητικά κλαδιά απλώνονταν
Σαν χέρια που απαιτούσαν
Κάτι από σένα...
Μα συ δεν τρόμαξες...
Δεν έκανες πίσω...
Γιατί στο βάθος σε πρόσμενε
Φλογάτο το ηλιοβασίλεμα...
Κι ο βασιλιάς της μέρας
Σου έγνεφε τόσο φιλικά!


*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου

Φώτη Ασπρομάτη*









Πυργόσπιτο

Σκοτεινό ορθωνόταν το πυργόσπιτο
Απειλητικό θαρρείς
Με τον όγκο του να δεσπόζει 
Στο τέρμα του μονοπατιού
Με τη στέγη του να τρυπά 
Τον βαρύ συννεφιασμένο θόλο πάνωθέ του
Και τα μικρά, σαν πολεμίστρες, παραθύρια του
Να κοιτάζουν σαν μισόκλειστα καχύποπτα μάτια

Άραγες τι μυστικά 
Να κρύβανε ζηλότυπα;


*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*




Θάλασσα αγκαλιά

Κατέβαινα τα σκαλάκια
Τρέχοντας...
Και με περίμενες εκεί
Πάντα... 
Μικρή μου αμμουδιά
Μεγάλη μου αγκαλιά
Θάλασσά μου ακύμαντη
Αγαπημένη...


*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*



Κόκκινη ομπρέλα

Την έβλεπα να απομακρύνεται...
Να χάνεται...
Να γίνεται ένα με την αχλύ της βροχής
Και της ομίχλης...
Τα μαλλιά της στο χρώμα της φωτιάς
Κρατούσαν τη ματιά μου φυλακισμένη
Μέχρι που χάθηκαν κι αυτά
Στο γκρίζο, το μολυβί της νύχτας...
Πάσχιζα να ξεδιακρίνω
Την κόκκινη ομπρέλα της
Ενώ η βροχή μούσκευε το πρόσωπό μου...

Ή μήπως ήταν δάκρυα;


*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου

Φώτη Ασπρομάτη*





Βροχή στο Παρίσι

Η βροχή ήταν μονάχα η αφορμή

Για να αγκαλιαστούμε σφιχτά
Κάτω από τη σκέπη της ομπρέλας...
Πέρασες το χέρι γύρω στους ώμους μου
Κι ένιωσα τη ζεστασιά σου
Να με τυλίγει - και ρίγησα...
Κι όλα χάθηκαν 
Σ' ένα τοπίο ονειρικό...
Κι έμεινε μόνο η ανάσα σου
Να χαιδεύει το πυρωμένο μου μάγουλο...


*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*




Μαύρο κολ 

Μάρκαρες τα βλέφαρα

Με μαύρο κολ
Θαρρώντας πως θα κρύψεις
Την απόγνωση
Στα χείλη το κόκκινο κραγιόν
Κάλυπτε τη χλωμάδα της παραίτησης
Και κραύγαζε την οδύνη σου
Κι έτσι καλά ταμπουρωμένη 
Πίσω από την εφήμερη μάσκα
Άνοιξες την πόρτα
Για να συναντήσεις το πεπρωμένο σου...



*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*






Μόνιππο


Απόβροχο
Η βροχή έχει ξεπλύνει
 τους σκονισμένους δρόμους
Κι εγώ μέσα στο μόνιππο σεργιανίζω
Στην παλιά μου γειτονιά, την αγαπημένη
Χρόνια μετά αφ' ότου έφυγα
Μετανάστης σ' άλλη γη
Με μόνη μου παρέα τη μοναξιά
Και τη νοσταλγία...



*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*


Η γεύση των λέξεων

Οι λέξεις έχουν γεύση. Όχι όλες. Όχι πάντα. Κάποιες ιδιαίτερες, σημαντικές και για αυτό ξεχωριστές λέξεις είναι αυτές που αφήνουν τη γεύση τους. Γεύση γλυκιά, γεύση πικρή. Γυρίζουμε τη λέξη στο στόμα μας σαν καραμέλα – κι εκείνη λιώνει, απλώνεται στον ουρανίσκο μας και μας γεμίζει συναισθήματα. Νοσταλγία και τρυφερότητα – λέξεις γλυκές! Οργή και αγανάκτηση – λέξεις πικρές! Είναι εντυπωσιακό το πώς μια λέξη μπορεί να μας ταξιδέψει, να μας κάνει αισιόδοξους, να μας μελαγχολήσει. Κι όχι μόνο σαν άκουσμα – αλλά και σαν γεύση!
Το όνομα της μάνας μας. Η ίδια η λέξη «μάνα» – ίδια για όλους και μοναδική για τον καθένα. Το όνομα της πρώτης μας αγάπης. Το όνομα ενός νησιού που περάσαμε αξέχαστες διακοπές. Το όνομα ενός φίλου χαμένου στο χρόνο και ξεχασμένου από καιρό. Και πόσες άλλες! Λέξεις απλές, γράμματα στη σειρά, που τις ψιθυρίζεις και γεμίζει ο νους εικόνες, ήχους και χρώματα. Και γεύσεις! Γλυκές, πικρές, γλυκόπικρες! Σαν τις εμπειρίες που ανασύρουν! Σαν τη ζωή μας την ίδια!
Αιμάτινο το δάκρυ

       I.             
Βαρύ το συρματόπλεγμα
Έδενε την ψυχή σου
Πιότερο κι απ’ το σώμα σου
Καθόσουν με τις ώρες
Κι αγνάντευες το πέλαγο
Με βλέμμα παγωμένο
Αλλιώς σου τα μιλήσανε
Κι άλλα φανερωθήκαν

   II.             
Ξεκίνησες ελπίζοντας
Πιστεύοντας, ζητώντας
Την άκρη στην απελπισιά
Αχτίδα στο σκοτάδι
Το δάκρυ σου το στέγνωσες
Πριν φτάσει στην καρδιά σου
Και κίνησες αχάραγα
Με την ευχή της μάνας
Και το στερνό της το φιλί
Μονάχο κατευόδιο


III.             
Τις νύχτες που παράδερνες
Στην άγρια φουρτούνα
Μέσα στο σαπιοκάραβο
Εσύ ονειρευόσουν
Τα πυρωμένα μάτια σου
Τρυπούσαν το σκοτάδι
Ψάχναν του κόσμου μια γωνιά
Τ’ όνειρο ν’ απαγγιάσουν

 IV.             
Τώρα το συρματόπλεγμα
Τ’ όνειρο στραγγαλίζει
Και σου καρφώνει στην ψυχή
Αγκάθινο στεφάνι
Έχεις τα μάτια σου σβηστά
Άψυχα, παγωμένα
Και καρτεράς το τίποτε
Νάρθει να σε τελειώσει

     V.             
Κι είναι στα μάτια της ψυχής
Αιμάτινο το δάκρυ...

Αδελφέ μου...
Από κερί και κεχριμπάρι


Τις νύχτες η σκιά σου ξαγρυπνά
Στα μυστικά λαγούμια της ψυχής μου
Τα λόγια που ψιθύριζες δειλά
Στοιχειώνουν τα συντρίμια της ζωής μου
Η θύμησή σου δάκρυ που κυλά
Σαν στάλα από κερί και κεχριμπάρι
Κι ακούω τη φωνή μου να μιλά
Με λόγια που ο άνεμος θα πάρει
Ξεκίνησες ταξίδι μακρινό
Στ’ απέραντα λιβάδια του ονείρου
Και μ’ άφησες σαν ρούχο αδειανό
Να χάνομαι στους δρόμους του απείρου



(Το ποίημα μπορείτε να το δείτε μελοποιημένο από τον εξαιρετικό συνθέτη και τραγουδιστή Χρήστο Ρενιέρη στο link

http://www.youtube.com/watch?v=meqsEmGZqVs&feature=youtu.be   )
Καρέκλες ορφανές...
Τους έβλεπα πάντα μαζί.
Ο καπεταν-Γιώργης, απόμαχος εργάτης της θάλασσας... που παρέδωσε το καΐκι στο γιο του που συνέχισε να οργώνει τα νερά του Αιγαίου ακολουθώντας την παράδοση της οικογένειας.
Ο δάσκαλος κύριος Λεωνίδας, συνταξιούχος εκπαιδευτικός... που μεγάλωσε και έμαθε γράμματα σε γενιές και γενιές παιδιών – και που όλοι τον προσφωνούσαν με σεβασμό «δάσκαλο», τίτλος τιμής γι αυτόν.
Κι ο «στρατηγός» κύριος Χαράλαμπος... που αποστρατεύτηκε πρόωρα με τον βαθμό του συνταγματάρχη αλλά όλοι στο νησί τον φώναζαν στρατηγό – κι εκείνος κορδώνονταν και ψήλωνε κάτι πόντους.
Ο καπετάνιος, ο στρατηγός, ο δάσκαλος. Φίλοι αχώριστοι χρόνων με μέσο όρο ηλικίας τα ογδόντα πέντε πλέον – λίγο πάνω λίγο κάτω δεν έχει σημασία, από κάποια στιγμή και μετά όλοι γινόμαστε συνομήλικοι.
Γέννημα θρέμμα του νησιού μας οι δυο πρώτοι, αρνήθηκαν πεισματικά να το εγκαταλείψουν κλείνοντας τ’ αυτιά στις σειρήνες της μεγαλούπολης – κι έμειναν εδώ, να φυλάγουν Θερμοπύλες. Ο στρατηγός, «νησιώτης εκ μεταγραφής» όπως έλεγε χαριτολογώντας ο δάσκαλος μιας και περνούσε εδώ όλα του τα καλοκαίρια, εγκαταστάθηκε στο νησί μετά την αποστράτευση και τον απροσδόκητο χαμό της γυναίκας του.
Μόνοι τους και οι άλλοι δυο. Χήρος από χρόνια ο καπετάνιος, γεροντοπαλίκαρο εκ πεποιθήσεως (ή από τύχη; ή ατυχία;) ο δάσκαλος, είχαν κατοχυρώσει το ακριανό τραπεζάκι στο βαμμένο με άσπρη και γαλάζια μπογιά καφενείο του χωριού μας και κάθονταν με τις ώρες στις έναν τόνο πιο σκούρες γαλαζωπές ψάθινες καρέκλες του. Άλλοτε αγναντεύοντας αμίλητοι το πέλαγος με μόνο ήχο το ρυθμικό τακ τακ από το κομπολόι του στρατηγού και τα γλαροπούλια που έκρωζαν. Άλλοτε σχολιάζοντας τα νέα των εφημερίδων και στήνοντας ομηρικούς καυγάδες για τα πολιτικά, που ωστόσο πάντα τελείωναν με γενναία ουζοκατάνυξη. Κι άλλοτε παίζοντας τάβλι ο δάσκαλος με τον καπετάνιο στο σιδερένιο τραπεζάκι, με τον στρατηγό να τραβά την καρέκλα «του», την έξω αριστερά, και να κάνει τον διαιτητή στις αψιμαχίες τους.
Τους έβλεπα και τους χαιρόμουν. Τρεις ογδοντάρηδες έφηβοι που απολάμβαναν τη ζωή του απόμαχου και δεν τόβαζαν κάτω.
Μέχρι που είδα τη μια καρέκλα αδειανή. Την μεσαία, του καπετάνιου. Σάλπαρε, έμαθα... για το ύστερο ταξίδι, το δίχως επιστροφή. Αφήνοντας απαρηγόρητους, χαμένος τους άλλους δυο. Σώπασαν τα γέλια, σώθηκαν οι ψυχές. Απόμεινε κλειστό το τάβλι, σταμάτησαν τα πούλια να βροντούν. Αμίλητοι οι άλλοι δυο, ν’ αγναντεύουν μοναχά το πέλαγο... πασχίζοντας , λες, να ξεδιακρίνουν τη φιγούρα του ταξιδεμένου φίλου τους πάνω στα κύματα που τόσο αγάπησε.
Ο στρατηγός ήταν ο πρώτος που λύγισε. Έφυγε στα ξαφνικά κάτι μήνες μετά τον καπετάνιο. Ήσυχα, στον ύπνο του. «Καρδιά» είπε ο γιατρός. Αυτή η ίδια καρδιά που αγάπησε το νησί μας τόσο πολύ... που δεν άντεξε τον χαμό του φίλου... που κουράστηκε να χτυπά.
Ρήμαξε ο δάσκαλος. Όλη μέρα ριζωμένος στην καρέκλα του, την ακριανή από τα δεξιά, με τα μάτια στυλωμένα στις άλλες δυο τις ορφανεμένες. Που κανείς δεν έκανε καν τη σκέψη να τις ακουμπήσει, να τις καθίσει. Από σέβας στους ταξιδεμένους... από σέβας στον απομείναντα της παρέας... που έβλεπε, θαρρείς, τους άλλους δυο να κάθονται ακόμα σταυροπόδι πάνω τους. Ώρες ώρες τους μιλούσε κιόλας. Τον έβλεπα να σαλεύει τα χείλη σε μιαν άηχη κουβέντα... σ’ ένα παράπονο που τον άφησαν στερνό να βολοδέρνει στη μοναξιά του. Σ’ ένα παρακάλιο στον βαρκάρη να έρθει να τον πάρει κι αυτόν... να τον περάσει στην αντίπερα όχθη. Να τους ξανάβρει...
Κι ο βαρκάρης τον άκουσε... του τόκανε το χατίρι. Το μάντεψα γυρνώντας στο νησί από μεγάλο ταξίδι. Όταν ξεμπάρκαρα κι είδα και τις τρεις καρέκλες αδειανές, ερημωμένες να με κοιτάζουν με παράπονο. Μια θλίψη να τις βλέπεις... και ν’ αναθυμιέσαι.
Αλλά και μια παρηγοριά. Αλλόκοτη, παράλογη παρηγοριά. Τους ζωγράφιζα μέσα μου και τους τρεις στον καφενέ εκεί ψηλά. Αχώριστοι πλέον. Για πάντα μαζί. Να διαβάζουν την εφημερίδα. Να τσακώνονται και να φιλιώνουν στη στιγμή τσουγγρίζοντας τα ουζοπότηρα. Να χτυπούν με δύναμη τα πούλια. Και ν’ αγναντεύουν το απέραντο γαλάζιο του ουρανού... του Αιγαίου... το ταπεινό, αγαπημένο γαλάζιο του τοίχου πίσω από τις καρέκλες τους... τις πολυκαιρισμένες... τις ορφανές...
Και να χαμογελούν.





ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... η λαϊκή
--Λαϊκή πας;
--Πώς το κατάλαβες;
--Απ’ το καρότσι....
--Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις!
--Εξυπνάδες... Έτσι ρώτησα, για να κάνουμε κουβέντα...
--Περί λαϊκής;
--Έχω απορίες...
--Για τη λαϊκή;
--Ναι, γιατί;
--Ότι θα είχες φιλοσοφικές αναρωτήσεις για ένα τέτοιο θέμα δεν θα μου περνούσε από το μυαλό! Για λέγε;
--Γιατί πας λαϊκή;
--Τέτοιο μεταφυσικό ερώτημα!
--Υπεκφεύγεις!
--Επειδή έχει φρέσκα φρούτα και λαχανικά μήπως; Επειδή έχει ΚΑΙ καλύτερες τιμές;
--Κι ο μανάβης έχει φρέσκα... κι όσο για τις τιμές, δεν σου λείπουν τα λεφτά... προς τι η ταλαιπωρία και το σούρσιμο του καροτσιού;
--Σωστά , δεν μου λείπουν τα λεφτά... θα μου λείψει όμως η ατμόσφαιρα αν δεν πάω!
--Η ποια;
--Η ατμόσφαιρα, ο χαβαλές, το τζέρτζελο!
--Παρακαλώ;
--Είναι μια απόδραση αν το δεις με ευρύ πνεύμα... Μανάβηδες που φωνάζουν, κόσμος που σκουντιέται, καρότσια που τρακάρουν, παππούδες που τσακώνονται αν είναι φρέσκο το ψάρι, γιαγιάδες που ζουλάνε τις ντομάτες και ωρύεται ο ντοματάς, ο σουβλατζής παραδίπλα... ένας ολόκληρος μικρόκοσμος που μετακινείται κάθε μέρα και σ’ άλλη γειτονιά και που πολύ το απολαμβάνω να τον χαζεύω!
--Πολύ;
--Τουλάχιστον για κανα δίωρο! Χαζεύω, ψωνίζω, κάθομαι στο παγκάκι και κάνω τσιγάρο, πιάνω την κουβέντα για τα πολιτικά και την κρίση – το ξέρεις ότι οι μανάβηδες είναι οι καλύτεροι σχολιαστές της επικαιρότητας;
--Σοβαρά;
--Λόγω τιμής!
--Πάμε λαϊκή;
--Πάμε για φρέσκα;

Κυριακή 27 Απριλίου 2014










ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... η σημαία   

--Έλα, καλημέρα...
--Έγινε κάτι; Με τρομάζουν τα πρωινά τηλεφωνήματα.
--Ησύχασε – για τη σημαία σε παίρνω.
--Τη σημαία;
--25 Μαρτίου σήμερα – θέλω να βάλω τη σημαία στο μπαλκόνι μου, το ξέχασα χτες...
--Και θες βοήθεια γι αυτό; Είναι βαριά;
--Η ψυχή μου είναι βαριά... και δεν θέλω βοήθεια, συμπαράσταση θέλω...
--Για πες...
--Θυμάσαι στο σχολείο; Που κάναμε κάθε πρωί έπαρση της σημαίας;
--Αν θυμάμαι λέει... Όλα τα παιδιά σε στάση προσοχής να ψέλνουμε τον Εθνικό μας  Ύμνο και να την καμαρώνουμε καθώς ανέβαινε περήφανα στον ιστό...
--Και να βουρκώνουμε... και να ριγούμε... και να νιώθουμε εκείνο το πετάρισμα μέσα μας...
--Τι μου θύμισες τώρα... όμορφα χρόνια, γιορτές στο σχολείο, απαγγελίες, θεατρικά...
--Χορωδία, σκηνικά, πανηγυρικοί...
--Θυμάσαι που έκανες τον Καραϊσκάκη;
--Κι εσύ τον Παπαφλέσσα; Και σε στήσαμε στο «δέντρο» να σε φιλήσει ο Ιμπραήμ στο μέτωπο;
--Θυμάσαι που κανείς δεν ήθελε να κάνει τον Ιμπραήμ; Όλοι θέλαμε να κάνουμε Έλληνες ήρωες...
--Και έριξε ο δάσκαλος κλήρο; Και μούτρωσε ο Παντελής που τούλαχε ο Τούρκος;
--Αιγύπτιος ήταν, αλλά ας μην το κάνουμε θέμα..
---Πάντα ήσουν καλός στην Ιστορία!
--Αξέχαστα  χρόνια... πόσες εικόνες ριζωμένες μεσα μας βαθιά...
--Αλήθεια, γίνονται σήμερα τέτοιες σχολικές γιορτές;
--Θα σε γελάσω...
--Γι αυτό σου λέω είναι βαριά η ψυχή μου... γίνονται;
--Κάθε γενιά με τη δική της διαδρομή... τι να πω...
--Θάρθεις τελικά για τη σημαία;
--θα πούμε και τον Ύμνο;
--Εννοείται!
--Κλείσε κι έφτασα!











ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... το νερό   

--Παγκόσμια μέρα του νερού σήμερα...
--Γιορτάζει η ΟΥΛΕΝ;
--Πού τη θυμήθηκες αυτή; ΕΥΔΑΠ τη λένε σήμερα...
--Εγώ με την ΟΥΛΕΝ μεγάλωσα...
--Και με σκάφη μεγάλωσες αλλά ας μην το κάνουμε θέμα!
--Εννοείς βαπόρια;  Είχα μπαμπά εφοπλιστή και δεν το ξέρω;
--Εννοώ τη σκάφη τη σιδερένια, την ασήκωτη, που έβαζαν οι μανάδες μας μια φορά τη βδομάδα, κάθε Σάββατο, καταμεσής στην κουζίνα και μας έκαναν μπάνιο με τον κούτουλα!
--Τον ποιον;
--Τον κούτουλα... το κατσαρόλι με το χερούλι που παίρναμε το νερό από το καζάνι και κάναμε μπάνιο – λέμε τώρα!
--Πω πω τι μου θύμισες... Και γινόταν η κουζίνα λίμπα κολύμπα κι άντε να την συμμαζέψεις... Μπάνιο κάθε Σάββατο... για φαντάσου, η αποθέωση της καθαριότητας!
--Και πάλι καλά να λέμε – που είχαμε τρεχούμενο νερό στο σπίτι... Άσχετο αν δεν είχαμε μπανιέρες και τα ρέστα... Άλλοι κουβαλούσαν το νερό με τους γκαζοτενεκέδες από τη βρύση του Δήμου...
--Έλα!
--Αυτοί να δεις πώς έρχονταν!  Φορτωμένοι σαν υποζύγια, λυγισμένοι στα δυο, για να γεμίσουν τα βρυσάκια – τα θυμάσαι τα βρυσάκια;
--Καλά λες! Είχε η γιαγιά μου στο χωριό – πού δίκτυο ύδρευσης τότε... Το τεπόζιτο πάνω από τον πέτρινο νεροχύτη με τη βρυσούλα... και να κουβαλά ο παππούς το νερό από την  πλατεία... δύσκολα χρόνια...
--Στους νεότερους να τα πεις, που ανοίγουν τη βρύση και ξεχνούν να την κλείσουν! Μια βδομάδα μόνο να ζούσαν με σκάφη και βρυσάκι και θα σούλεγα τι οικονομία νερού θα είχαμε!
--Φεύγω...
--Πού πας;
--Να ρυθμίσω το ποτιστικό του κήπου – παγκόσμια μέρα του νερού σήμερα!











ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... η γυναίκα         

--Σήμερα γιορτάζει η Γυναίκα...
--Η δική σου; Αφού χωρίσατε, ακόμα τη γιορτάζεις;
--Η Μέρα της Γυναίκας, απληροφόρητε...
--Α, μάλιστα... μια ακόμη μέρα...
--Αυτή είναι σημαντική, δεν είναι σαν άλλες..
--Πώς αυτό;
--Για σκέψου το λιγάκι. Γυναίκα μας φέρνει στη ζωή, γυναίκες κυνηγούμε σε όλη μας τη ζωή...
--Είμαστε βιτσιόζοι εμείς οι άντρες, δε λέω!
--Μη με διακόπτεις. Έλεγα λοιπόν ότι - μάνα, γκόμενα, σύζυγος, κόρη... μια ζωή γεμάτη γυναίκες. Αν το καλοσκεφτείς, είναι πανταχού παρούσες από την ώρα που γεννιόμαστε μέχρι την ώρα που μας κλαίνε (αν είμαστε τυχεροί και φύγουμε πρώτοι)...
--Μπα σε καλό σου! Και γιατί τυχεροί παρακαλώ;
--Και βέβαια... Έχεις δει άντρες χήρους; Σπάνιο είδος πρέπει να πω, στα κοιμητήρια όλο χήρες βλέπεις – αλλά έχεις δει πώς τη βγάζουν;
--Τώρα που το λες, δεν νομίζω...
--Εγώ έχω έναν φίλο τέτοιο. Από την ώρα που έχασε τη γυναίκα του, ρήμαξε. Και δεν μιλώ για την μοναξιά, αυτή ισχύει για όλους. Μιλώ για τα απλά, τα καθημερινά. Μαγείρεμα, σιδέρωμα... άσε το ράψιμο...
--Μόδιστρος είναι;
--Μην το κοροϊδεύεις... Έχεις δοκιμάσει ποτέ να ράψεις κουμπί; Να περάσεις κλωστή σε βελόνα; Να τρυπήσεις ΟΛΑ τα δάχτυλα και το κουμπί να κρέμεται; Καλύτερα τόχω να λύσω το πρόβλημα του ΕΟΠΥΥ..
--Ράβει ο Άδωνις κουμπιά;;;
--Ε, δεν τρώγεσαι! Εγώ σου μιλάω σοβαρά για τις γυναίκες της ζωής μας κι εσύ με δουλεύεις... Πού πας;
--Να πάρω λουλούδια για τη μάνα μου – και να με μάθει να ράβω κουμπιά!







ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ...  ο καιρός    

--Είσαι για κανα ουζάκι;
--Να τελειώσουν οι ειδήσεις πρώτα
--Λένε κάτι ενδιαφέρον;
--Α, δεν προσέχω...
--Παρακαλώ;
--Λέω – δεν προσέχω, όλο τα ίδια και τα ίδια..
--Και τότε;
--Τότε τι;
--Γιατί δεν φεύγουμε αφού δεν παρακολουθείς;
--Περιμένω τον καιρό...
--Τον καιρό;
--Ναι, στο τέλος... δε λέει τον καιρό;
--Κι εσένα τι σε νοιάζει, θα πας πουθενά αύριο;
--Όχι, με τι λεφτά...
--Θα σπείρεις, θα θερίσεις, έχεις τις πορτοκαλιές γεμάτες και φοβάσαι μη σου τις κάψει ο βοριάς που τ΄αρνάκια παγώνει;
--Με ξέρεις για γεωργό;
--Γεωργός δεν είσαι, ταξιδιώτης δεν είσαι – τι τον θες τον καιρό;
--Μα να μην ξερω τι μέρα θα ξημερώσει;
--Για να κατεβάσεις το μαγιό από το πατάρι;
--Παρακαλώ εγώ τώρα;
--Λέω – μπας κι είσαι χειμερινός κολυμβητής και κόπτεσαι τόσο πολύ... κι όσο για την μέρα που θα ξημερώσει, μακάρι όλο της το ζόρι να ήταν στον καιρό της...
--Αλλά πού είναι;
--Στον δικό μας τον καιρό... που πάει από το κακό στο χειρότερο... και που δεν χρειάζεται να μας το πει η ΕΜΥ, μας τόχουν πει άλλοι...
--Άλλοι;
--Οι Τροϊκάνοι!










ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... ο πόνος    

--Έχω έναν πόνο χαμηλά...
--Στις πατούσες;
--Στην κοιλιά...
--Κακό αυτό...
-- Με τρομάζεις... Γιατί , τι μπορεί να είναι;
--Τα πάντα... πολύ ζόρικο πράγμα η κοιλιά...
--Λες;
--Εγώ δε λέω τίποτε, οι γιατροί το λένε...
--Δηλαδή;
--Έχει τα πάντα μέσα – στομάχια, συκώτια, έντερα, σπλήνες, νεφρά... τι άλλο ξεχνάω;
--Έχει κι άλλα;
--Κι αυτά φτάνουν για να μην ξέρεις πού και τι πονάει... άντε να βγάλεις άκρη...
--Τώρα κι αν με τρομάζεις...
--Εγώ για το καλό σου το λέω, μη σούρθει κανένα ξαφνικό...
--Τι ξαφνικό από την κοιλιά... δεν είναι καρδιά, να πεις θα πάθω έμφραγμα...
--Μην το λες! Παθαίνει κι η κοιλιά έμφραγμα καμιά φορά...
--Τι βλακείες είναι αυτές;
--Καθόλου! Φράζει το έντερο (έμφραγμα δεν είναι κι αυτό;), παθαίνεις ειλεό κι άμα δεν σε προλάβουν, χαιρετίσματα στον Κολοκοτρώνη!
--Φεύγω...
--Πού πας;
--Νοσοκομείο... να κάνω κολονοσκόπηση, ακτινογραφία, υπέρηχο, αξονική, μαγνητική... κι ό,τι άλλο χρειαστεί... μην πάω σαν τον γέρο-Μασούρα...
--Σωστό σε βρίσκω – και να δεις που θα φύγει αμέσως ο πόνος!
--Και πού θα πάει;
--Στην τσέπη και στον πισινό σου!











ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... η πίτσα     

--Για πού τόβαλες νυχτιάτικα;
--Πάω να χτυπήσω μια πίτσα – είσαι;
--Πίτσα; Όχι, είμαι στρέιτ!
--Κρυάδες... Να την χτυπήσουμε μαζί εννοώ...
--Γιατί, τι μας έφταιξε να την βαρέσουμε;
--Ε, δεν τρώγεσαι...
--Δεν είμαι πίτσα, γι αυτό... Τέλος πάντων, πάμε...
--Πώς την τρως;
--Ψημένη!
--Εννοώ με τι, έξυπνε! Ζαμπόν, μανιτάρια...τι;
--Με απ’ όλα!
--Και μπέικον;;; Από χοληστερίνη πώς πας;
--Δεν πάω – βασικά δεν πάω να κάνω εξετάσεις...
--Δεν ξέρεις ΑΝ έχεις χοληστερίνη;
--Αν έχω γενικά αυτήν την ουσία ή αν είναι στα ύψη;
--Ότι την έχεις, την έχεις... αν είναι μεγάλη είναι το ζήτημα...
--Θα σούλεγα τώρα τι την έχω αλλά θα μας κόψει η λογοκρισία...και, σε κάθε περίπτωση, τι σχέση έχει το μπέικον;
--Έχει σχέση, και μάλιστα στενή, με πολλά λιπαρά – κολλητάρια είναι!
--Και;
--Ανεβάζει τη χοληστερίνη, παθαίνεις αρτηριοσκλήρωση, κάνεις πίεση, σούρχεται το εγκεφαλικό και πας καλλιά σου!
--Όλα αυτά το μπέικον; Που την ανεβάζει την ρημάδα;
--Όλα!
--Ενώ το ζαμπόν και τα τυριά που θα σαβουρώσεις δεν την ανεβάζουν;
--.....
--Δεν μιλάς;
--Να σου πω... σαν να μην πολυπεινάω πια...
--Πάμε σπίτι μου, να μας τραπεζώσει η μάνα μου;
--Κάτι καλό;
--Γιαουρτάκι με μηδέν λιπαρά!