Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Δεν υπάρχει σωστή στιγμή να αναφερθείς σε μια οδυνηρή απώλεια... Ποτέ δεν είναι νωρίς, ποτέ δεν είναι αργά... Κι από την άλλη, κάθε στιγμή είναι σωστή - και μόνο η δική σου ψυχή το ξέρει αυτό...

Κι όταν αποφασίσει εκείνη, θα σου πει και το πότε και το τι θα ακουμπήσεις σαν κατάθεση πάνω στη μνήμη εκείνων που έφυγαν... σαν ένα λουλούδι, σαν ένα χάδι... 

Μια κατάθεση που θα κάνεις ξανά... και ξανά... με την ίδια γλυκόπικρη γεύση κάθε φορά... Μόνο που ο πόνος θα γίνεται πιο γλυκός... και θα νιώθεις μια τρυφερή νοσταλγία να παίρνει σιγά σιγά τη θέση του...

Καληνύχτα, αγαπημένοι μας Απόντες...

Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Γλαροπούλια

Καθισμένη στην πρύμνη 
Αγναντεύω το πέλαγο
Και τα γλαροπούλια 
Που μας ακολουθούν...
Πλανάρουν πάνω στο αφρισμένο μονοπάτι 
Που ανοίγει στο διάβα του 
Το καράβι...
Κυρίαρχοι στο γαλάζιο της θάλασσας
και τ΄ουρανού...
Κι έχει τόση δύναμη αυτή η πτήση
Και τόση ομορφιά!

Να είστε πάντα καλοτάξιδοι
Γλάροι μου...
Φίλοι μου...



Δευτέρα 19 Μαΐου 2014


Η ζωή μας είναι αέρας... 
νερό που κυλά ανάμεσα στα δάχτυλα... 
Κι οι μεγαλύτερες χαρές της
 είναι οι μικρές... οι "ασήμαντες"... 

Ευλογημένοι όσοι το κατάλαβαν νωρίς...







Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Για να αγαπήσεις και να αποδεχτείς
 τους άλλους 
πρέπει πρώτα να αγαπήσεις και να αποδεχτείς 
τον εαυτό σου...




Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Χιόνι


Σςςςς... μη μιλάς
Θα σκορπίσεις το χιόνι...
Θα ταράξεις τη γαλήνη...
Θα ραγίσεις τη σιωπή...

Κι έχει τόση γλύκα
Τούτο το χλωμό
Δείλι...
Κι έχει τόση ανάγκη
Από γαλήνη
Η ψυχή...

Σςςςς... μη μιλάς...
Αφουγκράσου μόνο
τον ήχο της σιωπής..


*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 

και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*



Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Μάνα μου    


Φέτος δεν πρόλαβα να  φέρω λουλούδια
Για τη γιορτή σου
Φέτος με πρόλαβε η Μοίρα...
Σού 'κανε εκείνη
Το πιο μεγάλο δώρο...

Κι είστε και πάλι μαζί
Όπως μια ολόκληρη ζωή...

Σού 'στειλα μ’ Εκείνον
Την αγάπη μου...
Πες του κι εσύ
Πόσο πολύ τον αγαπώ...
Πόσο πολύ μου λείπει...

Πες του πως είναι πάντα εδώ
Μαζί μου...
Πως δεν έφυγε ποτέ...
Όπως δεν έφυγες κι εσύ
Ποτέ...

Μάνα μου...

11 Μαΐου 2014



Τρίτη 6 Μαΐου 2014

ΕΦΥΓΕΣ...     4/5/2014


Έφυγες, Ορέστη μου...
Γλίστρησες μέσα από τα δάχτυλά μου
Σαν αέρας
Όσο κι αν πάσχισα να σε κρατήσω...

Με τύλιξες μ’ ένα βλέμμα
Όλο αγάπη και στοργή...
Κι ύστερα διάβηκες την Πύλη του Ονείρου
Για ν’ ανταμώσεις τη Χριστίνα σου...

Δώσε στη μάνα την αγάπη μου...
Κι εγώ κρατώ για φυλαχτό
Αυτό σου το βλέμμα το στερνό
Να με παρηγορεί και να με σκέπει...

Πόσο απέραντα πονά η ψυχή μου...
Πόσο απέραντα μου λείπεις...

Καλό σου ύστερο ταξίδι
Φίλε μου... Δάσκαλέ μου...
Πατέρα μου ακριβέ και λατρεμένε...


Πατέρα μου...



Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Χάραμα  

Χαράζει. Λιγοστό το φως μπαίνει από τις γρίλιες  και φιλτράρεται στις κουρτίνες με τα ανάγλυφα φύλλα φτέρης. Κάνει λεπτές γραμμές και διαθλάται στον απέναντι καθρέφτη με το μπρούτζινο πλαίσιο. Μια γραμμή αντανακλάται στο μαξιλάρι μου και δίνει, λες, το σύνθημα. «Ξημερώνει -  σήκω να δεις τον ήλιο να ξεμυτίζει πίσω από το βουνό και να διώχνει τις σκιές της νύχτας...»

Σηκώνομαι ακροπατώντας για να μην ξυπνήσω τον καλό μου. Βγαίνω στην αυλή κι ανοίγω τα χέρια σε μια αγκαλιά. Ίσα που προλαβαίνω το άρμα του Φαέθοντα να προβάλει και να γεμίζει τη θάλασσα χρυσόσκονη. Τον καλημερίζω με μια κοφτή κίνηση του χεριού κι ανταποδίδει στέλνοντας όλο και περισσότερες ακτίνες στα γεράνια και τα δεντρολίβανα του κήπου.

Στρέφω τη ματιά από τον ήλιο, που πια την πληγώνει, προς τον φάρο στο έμπα του λιμανιού. Τον «δικό μου» φάρο! Λευκό κτίσμα στην κορφή του λόφου δίνει το στίγμα στα καράβια που περνούν αδιάφορα από μπροστά του. Και σε μένα.  Τη νύχτα την ασέληνη είναι το μόνο φως στο μελανί του πελάγου - αυτός, και τ’ αστέρια στο μελανί του ουρανού. Εκεί ακουμπώ το βλέμμα τις νύχτες που στέλνω το νου να ταξιδέψει μαζί με τον Καββαδία - εκεί το αφήνω και τώρα σ’ ένα φιλικό καλημέρισμα. Κάποια μέρα θα γράψω την ιστορία του. Αυτή που θα μου έχει εμπιστευτεί στις ατέλειωτες ώρες των μυστικών μας ψιθύρων!



Πέμπτη 1 Μαΐου 2014


ΣΚΕΨΕΙΣ  

Αν δεν μπορείς να με αγαπήσεις γι αυτό που είμαι - μη με αγαπάς καθόλου...

Τι κι αν βρέχει – εμείς ζωγραφίζουμε ένα ήλιο στο τζάμι και ξορκίζουμε τη βροχή που το μουσκεύει απ' έξω!  

 Όσο πιο νωρίς συμφιλιωθούμε με την γνώση ότι όλα έχουν αρχή/διαδρομή/τέλος τόσο πιο έντονα και ουσιαστικά θα μπορέσουμε να ζήσουμε την διαδρομή - κι αυτό θα είναι το μεγάλο μας κέρδος και το μόνο που μετράει... 
        
 Τα φτερά της φαντασίας μας... ίσως τα μόνα που δεν μας προδίδουν ποτέ - που δεν λιώνουν σαν του Ίκαρου... και που έχουν τη δύναμη να μας πάνε  παντού!        

Τα πάθη είναι για να τα τιθασεύουμε - τα λάθη για να τα ξεπερνούμε!  

 Δεν έχει νόημα να κρατάς αμάχη - εσύ ο ίδιος πληρώνεις το τίμημα της ψυχικής φθοράς... Ωστόσο δεν ξεχνάς - όχι γιατί είσαι ελέφαντας αλλά από απλή αυτοάμυνα... για να μην πληγωθείς ξανά, όσο αυτό είναι εφικτό!      

Μην εκλαμβάνεις την σιωπή μου για αδυναμία – η πραγματική δύναμη βρίσκεται στην αυτοσυγκράτηση την ώρα της αγανάκτησης...  

Αγάπη, αρμονία και κατανόηση - αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο στις σχέσεις... ας φροντίσουμε να το θυμόμαστε...   

Διστάζεις να μιλήσεις μη τυχόν και τα κάνεις χειρότερα... τρομάζεις στη σκέψη ότι μπορεί να χάσεις κι αυτό το λίγο που έχεις... αλήθεια, αξίζει;   




Οι άντρες δεν κλαίνε...


Τα τζάμια είχαν θολώσει από το κρύο. Δεκέμβρης μήνας κι ο χειμώνας είχε εγκατασταθεί για τα καλά στην πόλη. Στο Σέλι είχε πέσει το πρώτο χιόνι κι ο Τριπόταμος, φουσκωμένος από τις τελευταίες βροχές,  κυλούσε αφρισμένος κάτω από το ξύλινο γεφυράκι και συνέχιζε θυμωμένος στη βαθιά ρεματιά κάτω από την Εβραϊκή συνοικία.
            Μα ο Δημήτρης δεν έβλεπε τίποτε από όλα αυτά. Και δεν έφταιγαν τα θολωμένα τζάμια – ούτε η βροχή που έπεφτε με μανία και σχημάτιζε χοντρά, ακανόνιστα αυλάκια πάνω τους. Καθισμένος σ’ ένα ακριανό τραπεζάκι στο μικρό καφενεδάκι της Μπαρμπούτας, με τον καφέ να παγώνει στο φλιτζάνι και το τασάκι ξέχειλο στα αποτσίγαρα, παρακολουθούσε αφηρημένος τα δρομάκια που άνοιγε το νερό στα τζάμια ενώ το μυαλό του έτρεχε σε άλλα, σκοτεινά μονοπάτια, σ’ έναν λαβύρινθο εφιαλτικών σκέψεων που ένιωθε να τον καταπίνει και να τον εξοντώνει.
            Από χτες το απόγευμα ήταν έτσι. Από τη στιγμή που άκουσε το φοβερό, το απίστευτο μαντάτο.
            Στην αρχή δεν καταλάβαινε τι ακριβώς του έλεγε η γιατρός. Θες επειδή ήταν εντελώς ανυποψίαστος, θες επειδή του τα έλεγε λίγο γενικόλογα, λίγο αόριστα (για να μπορέσει να τον ενημερώσει όσο το δυνατόν πιο ήπια, πιο ανώδυνα όπως του εξήγησε αργότερα), δεν είχε δώσει και πολλή σημασία. Παλιός αιμοδότης, έδινε αίμα από τα φοιτητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και συνέχισε να δίνει εθελοντικά στην Αιμοδοσία του Νοσοκομείου της πόλης του, της Βέροιας, τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο. Μάλιστα πέρσι, στα 35 του, είχε πάρει και τιμητικό δίπλωμα από το Υπουργείο γι αυτή του «την προσφορά ζωής», όπως έλεγε το χαρτί κι όπως κι ο ίδιος την θεωρούσε.
            Τότε; Τι ήταν αυτό που προσπαθούσε να του πει με τρόπο η γιατρός Βασιλειάδου, με την οποία είχαν γίνει και φίλοι μετά από τόσα χρόνια συνεργασίας;
            «Ξέρεις... Δημήτρη...» είχε ξεκινήσει διστακτικά, «την τελευταία φορά που έδωσες αίμα, πριν δυο βδομάδες, οι εξετάσεις δεν ήταν και τόσο καλές...»
            «Θα ζήσω γιατρέ μου;» της απάντησε αστειευόμενος ανέμελα, «ή να αρχίσω να ανησυχώ; Πάλι ανέβηκε η χοληστερίνη;»
            Μα η γιατρός δεν χαμογέλασε με το αστείο του όπως άλλες φορές. Αντίθετα την είδε να συννεφιάζει και να παίζει νευρικά με το στυλό που κρατούσε στα χέρια.
            «Μακάρι να ήταν κάτι τόσο απλό... αλλά φοβάμαι πως τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά...»
            «Δηλαδή;» σοβάρεψε με τη σειρά του.
            «Δηλαδή... να... ξέρεις καλά ότι κάθε φορά που δίνεις αίμα γίνονται κάποιες εξετάσεις για τα λεγόμενα μεταδιδόμενα νοσήματα... ηπατίτιδα, σύφιλη, AIDS…» σταμάτησε και τον κοίταξε προσεκτικά. Ο Δημήτρης δεν μίλησε.

«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι... κάτι πολύ σημαντικό», συνέχισε εκείνη. «Συνέβη κάτι στη ζωή σου... την προσωπική εννοώ... κάποια σχέση... ή κάτι άλλο... που να μπορεί να σε έβαλε σε κίνδυνο... να κολλήσεις κάτι... κάποιον ιό... με καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;»
            «Τίποτε απολύτως», απάντησε κατηγορηματικά, «και καταλαβαίνω πολύ καλά τι θέλετε να πείτε. Με την Ελένη είμαστε μαζί πάνω από δύο χρόνια, σε μια σχέση που υπήρχε και τις προηγούμενες φορές που έδωσα αίμα – και δεν είχε υπάρξει ποτέ πρόβλημα, σωστά; Όσο για τον άλλο πιθανό τρόπο μετάδοσης, τα ναρκωτικά, αυτό κι αν δεν παίζει καθόλου σαν σενάριο», είπε και γέλασε νευρικά, βεβιασμένα. «Οπότε; Μήπως έγινε κάποιο λάθος στις εξετάσεις; Και, για να ’χουμε καλό ρώτημα, σε τι ακριβώς αναφέρεστε;»
            Την είδε να συννεφιάζει ακόμα πιο πολύ.
 «Δημήτρη θα σου μιλήσω καθαρά γιατί πιστεύω ότι είσαι ένα ώριμο άτομο, μια συγκροτημένη προσωπικότητα και θα μπορέσεις να το διαχειριστείς ψύχραιμα... να το διαχειριστούμε δηλαδή γιατί θα είμαστε σε στενή συνεργασία. Οι εξετάσεις σου έδειξαν ότι είσαι θετικός για τον ιό του AIDS… δυστυχώς... και το αρχικό τεστ και τα επιβεβαιωτικά είχαν το ίδιο αποτέλεσμα...»
            Για μια στιγμή, ατέλειωτη και για τους δυο, την κοίταξε εμβρόντητος.
            «Αποκλείεται!» ύψωσε ασυναίσθητα τον τόνο της φωνής του. «Δεν υπάρχει περίπτωση! Σίγουρα κάποιο λάθος έγινε, να μου πάρετε δείγμα να κάνετε κι άλλα τεστ... αποκλείεται...» Έγυρε βαρύς στη ράχη της καρέκλας.
            «Τα ελέγξαμε όλα πολλές φορές, Δημήτρη μου... κι εδώ και σε εργαστήριο αναφοράς... κι όλα τα τεστ...»

Μα ο Δημήτρης δεν την άκουγε πια. Είχε σηκώσει ένα παραπέτασμα ανάμεσα στον εαυτό του και στον έξω κόσμο, τον κόσμο που μόλις πριν ένα λεπτό είδε να σωριάζεται σε συντρίμια μπροστά στα πόδια του. AIDS; Αυτός; Που ήταν πάντα τόσο προσεχτικός στις σχέσεις του; Που η Ελένη ήταν η μόνη γυναίκα στη ζωή του εδώ και πάνω από δύο χρόνια; Και που είχαν σταματήσει να παίρνουν προφυλάξεις γι αυτόν ακριβώς τον λόγο;
            «...το να είσαι οροθετικός δεν σημαίνει ότι είσαι και ασθενής, προς Θεού... θεωρείσαι υγιής φορέας και...»
Άκουγε τη φωνή της Βασιλειάδου να έρχεται από κάπου μακριά, σαν από πηγάδι... ή μάλλον αυτός ήταν μέσα σ΄ένα πηγάδι που τον ρουφούσε όλο και πιο βαθιά... Τι θα πει «υγιής φορέας»... ήταν οροθετικός, οροθετικός που να πάρει... κι ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει αυτό...
«... και θα πρέπει να ενημερώσεις και...»
Στην Ελένη... τι θα έλεγε στην Ελένη... πώς θα της το έλεγε... Χριστέ μου... την είχε πάρει κι εκείνη στο λαιμό του... σίγουρα θα την είχε κολλήσει...
«... να ψάξουμε να δούμε τι έγινε, πώς μπορεί να κόλλησες και...»
Αυτό πάλι; Πώς κόλλησε αυτός; Από πού; Ένιωσε να ζαλίζεται, να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Καλά που ήταν καθιστός, αλλιώς θα έπεφτε κάτω. Περισσότερο ένιωσε παρά είδε το ποτήρι με το νερό που του έβαλε στο χέρι η γιατρός.
«Σε παρακαλώ Δημήτρη... πιες λίγο νερό και άκουσέ με... δεν είσαι άρρωστος... Θα πας στο ειδικό κέντρο  που θα σου πω, θα κάνεις κι άλλες εξετάσεις και θα μπεις σε ένα πρόγραμμα παρακολούθησης και αγωγής με φάρμακα. Η έρευνα έχει προχωρήσει πολύ, τα φάρμακα βελτιώνονται συνεχώς, οι θεραπείες έχουν θεαματικά αποτελέσματα και υπάρχουν φορείς που διαγνώσθηκαν εδώ και πάρα πολλά χρόνια, κάνουν την αγωγή τους  και είναι καλά, ζουν φυσιολογικά... Καταλαβαίνω ότι είναι τρομερά δύσκολο να το διαχειριστείς όλο αυτό αλλά πρέπει... Μαζί θα το αντιμετωπίσουμε και μαζί θα το ξεπεράσουμε».
«Ευχαριστώ γιατρέ» της απάντησε βρίσκοντας την ψυχραιμία του σιγά σιγά. «Καταλαβαίνετε... όλο αυτό, όπως το λέτε, θέλει τον χρόνο του για να βρει τον δρόμο για το μυαλό μου... για να καταφέρω να το επεξεργαστώ, να το αποδεχτώ, να το αντιμετωπίσω... Θα σας τηλεφωνήσω μόλις μπορέσω...»
Λίγη ώρα αργότερα έβγαινε από το Νοσοκομείο με την διεύθυνση του κέντρου αντιμετώπισης AIDS στην τσέπη και την απόγνωση στην ψυχή.
Πέρασε όλη  τη νύχτα άυπνος μπροστά στον υπολογιστή του να ψάχνει φρενιασμένα. Άρθρα, ανακοινώσεις, ιατρικές εγκυκλοπαίδειες. Τίποτε δεν άφησε που να μη διαβάσει, να μην ελέγξει. Το ξημέρωμα τον βρήκε με τα μάτια κατακόκκινα από την αγρύπνια και την προσήλωση στην οθόνη και το στόμα φαρμάκι – από τα τσιγάρα και την πικρή γεύση που του άφησε όλη αυτή η έρευνα. Ναι, δεν ήταν άρρωστος... ακόμα... και μπορεί να μην αρρώσταινε ποτέ αν όλα πήγαιναν καλά... Μπορεί... Αν... Δυο λέξεις τόσο μικρές... που όμως θα καθόριζαν από δω και στο εξής τη ζωή του.
Την Ελένη την πήρε τηλέφωνο κατά το μεσημέρι, όταν πλέον είχε αρχίσει να βρίσκει κάπως την ψυχραιμία του και να εγείρονται νέα εφιαλτικά ζητήματα. Έπρεπε να της το πει και άμεσα, να κάνει κι εκείνη έλεγχο, να δει, να τρέξει. Και πώς το λένε κάτι τέτοιο; Της μίλησε αόριστα για κάποιο σοβαρό θέμα που έπρεπε να συζητήσουν από κοντά και κανόνισαν να βρεθούν νωρίς το απόγευμα στο συνηθισμένο τους στέκι, στο καφενεδάκι της Μπαρμπούτας.
Και τώρα ήταν εδώ και την περίμενε.
Την είδε να έρχεται τρέχοντας, με την ομπρέλα της να ταλαντεύεται επικίνδυνα από τον αέρα, κι ένιωσε ένα μούδιασμα να απλώνεται στο κορμί του. Τι θα της έλεγε Χριστέ μου; Πώς θα της τόλεγε;
«Καλησπέρα αγάπη μου», τον φίλησε πεταχτά στο στόμα τινάζοντας τα νερά από την καπαρντίνα της. «Τι βρωμόκαιρος! Κόντεψε να με πετάξει στο ρέμα ο αέρας. Θανάση», φώναξε στον καφετζή, «φέρε μου έναν καφέ σε παρακαλώ – ή μάλλον δύο» διόρθωσε βλέποντας το μισοάδειο παγωμένο φλιτζάνι του. «Καλά, πόση ώρα είσαι εδώ; Και τι χάλια τασάκι είναι αυτό; Πάλι κάπνισες όλον τον Παπαστράτο; Θα σε σκοτώσει αυτό, να το ξέρεις... στα λέω μα δεν μ’ ακούς...»
Μακάρι να με σκότωνε το τσιγάρο, σκέφτηκε παράλογα εκείνος... άλλο πράγμα θα με σκοτώσει...
«Δε βαριέσαι αγάπη μου», της χαμογέλασε ψεύτικα, βεβιασμένα. «Τουλάχιστον θα πάω ευχαριστημένος».
«Μμμμ... εξυπνάδες κι άνοστα αστειάκια», γέλασε εκείνη. «Για πες, τι είναι αυτό το τόσο σοβαρό που μούλεγες στο τηλέφωνο;»

Ο Θανάσης έφερε τους καφέδες και καινούργιο τασάκι. Ο Δημήτρης άναψε τσιγάρο και την κοίταξε στα μάτια επίμονα, αμίλητος για λίγο.
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα... σοβαρό... Θα προσπαθήσω να σου το εξηγήσω όσο πιο απλά μπορώ αλλά σε παρακαλώ να μη με διακόψεις, δεν είναι εύκολο έτσι κι αλλιώς, και θα γίνει ακόμη πιο δύσκολο αν χάσω τον ειρμό μου».
Με το βλέμμα καρφωμένο στον καφέ του που άχνιζε και φωνή χαμηλή, που έσπαζε κάθε τόσο από την ένταση, της ανέφερε όλα αυτά που του είχε πει η γιατρός κι εκείνα που είχε βρει ο ίδιος στο διαδίκτυο. Όταν τέλειωσε και σήκωσε το βλέμμα, την είδε να τον κοιτάζει με πρόσωπο αναστατωμένο και μάτια που γυάλιζαν από δάκρυα και ένταση.
 «Είσαι... είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε με χείλη που έτρεμαν. «Θέλω να πω... δεν μπορεί να έχει γίνει λάθος; Τόσα και τόσα ακούμε... μπορεί...»
«Αγάπη μου» την διέκοψε μαλακά παίρνοντας το χέρι της στο δικό του. Ήταν παγωμένο κι αυτό τον πόνεσε πολύ. «Δεν είναι λάθος, οι εξετάσεις έγιναν ξανά και ξανά. Αυτό που με τρελαίνει είναι ότι μπορεί να έχω κολλήσει κι εσένα... δεν το χωράει το μυαλό μου... όπως δεν μπορεί να χωρέσει το πώς το κόλλησα εγώ... Η γιατρός ήταν σαφής - μεταδίδεται σχεδόν αποκλειστικά με την σεξουαλική επαφή και με την χρήση μολυσμένης βελόνας... κι εγώ δεν έχω κάνει χρήση ναρκωτικών... ποτέ... και η μόνη γυναίκα που υπάρχει στη ζωή μου είσαι εσύ... οπότε...»
Ένιωσε το χέρι της να παγώνει ακόμη πιο πολύ και να αποτραβιέται από τη χούφτα του. Ξαφνιάστηκε, την κοίταξε. Είδε στα μάτια της έναν φόβο, μια ενοχή, ένα σοκ. Ήταν η σειρά της να καρφώσει το βλέμμα στο φλιτζάνι και να χλομιάσει.
«Ελένη... τι συμβαίνει; Αγάπη μου τι έπαθες; Μίλα μου σε παρακαλώ».
Εκείνη ξέσπασε σε αναφιλητά. Βουβά, ήσυχα, απελπισμένα. Με το πρόσωπο χωμένο στις παλάμες της, με τους ώμους να τραντάζονται από τους λυγμούς, με φωνή ψιθυριστή, που χανόταν κάθε τόσο, άρχισε να του μιλάει. Κι όσο εκείνη μιλούσε τόσο το πρόσωπό του σκλήραινε και γινόταν μια μάσκα που έκρυβε την καταιγίδα μέσα του. Άναβε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο κι άκουγε σιωπηλός φράσεις κομματιασμένες.
Για το περασμένο καλοκαίρι. Που εκείνος είχε πάει στις Βρυξέλλες για δυο μήνες σταλμένος από την δουλειά του. Κι εκείνη πήγε με δυο φίλες της διακοπές σε κάποιο νησί. Για το βράδυ που είχε γενέθλια μια από αυτές. Και που είπαν να το γλεντήσουν ξέφρενα. Για το ολονύχτιο πάρτυ στο κλαμπ. Μαζί με μια παρέα ξένους τουρίστες, άντρες και γυναίκες, που είχαν γνωρίσει εκεί.  Για το μεθύσι που τις άφησε σχεδόν αναίσθητες. Για τον άγνωστο άντρα που βρήκε το άλλο μεσημέρι δίπλα της, στο κρεβάτι. Και που δεν θυμόταν καθόλου πώς βρέθηκε εκεί. Ούτε τι είχε προηγηθεί. Για τις φωνές που έβαλε πετώντας τον έξω από το δωμάτιο. Για τον πανικό και την ντροπή που ένιωσε. Για το δίλημμα που την ταλάνιζε τόσους μήνες - να του το πει ή όχι;
Και τώρα αυτό. Η αρρώστια. Η απόγνωση. Οι τύψεις - γιατί ήταν σίγουρη, εκείνη έφταιγε. Εκείνη και η απύθμενη βλακεία της, η ασυγχώρητη επιπολαιότητά της. Που πήρε κι εκείνον στο λαιμό της. Τον άντρα που αγαπούσε. Που δεν θα μπορούσε να τον ξανακοιτάξει ποτέ στα μάτια. Που πέρα από μια τεράστια «συγνώμη» δεν είχε κάτι άλλο να του πει. Ποτέ ξανά. Γιατί δεν θα την ξανάβλεπε. Ποτέ ξανά. Αυτό τουλάχιστον του το χρωστούσε. Και μπορούσε να το κάνει - να εξαφανιστεί από τη ζωή του.
Την άκουγε παραζαλισμένος, μουδιασμένος. Τόσο που, όταν με την τελευταία της φράση σηκώθηκε απότομα, άρπαξε την καπαρντίνα της και ξεχύθηκε στο καλντερίμι αψηφώντας τη βροχή που συνέχιζε να πέφτει με μανία, εκείνος έμεινε ασάλευτος. Με το μυαλό μουδιασμένο όσο και το σώμα, προσπαθούσε να βάλει σε τάξη όλα τα απίστευτα που είχε ακούσει.

Η Ελένη; Η δική του Ελένη; Πώς μπόρεσε κι έκανε κάτι τέτοιο; Και κυρίως, πώς μπόρεσε και του το έκρυβε τόσο καιρό; Ξαφνικά, μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, είχε δει την ζωή του να καταρρέει... και δεν ήξερε για τι να πρωτοθρηνήσει... Για τον πέλεκυ της αρρώστιας που ένιωθε να ακουμπά στον λαιμό του; Για την προδοσία της γυναίκας που αγαπούσε; Για την υποκρισία και την διπλοπροσωπία της; Αλήθεια... πώς άντεχε να τον κοιτάζει κατάματα και να του λέει ότι τον αγαπά; Αυτό τον πονούσε πάνω απ’ όλα, ακόμα κι από το μαντάτο για την υγεία του - η ψευτιά, το θέατρο που του έπαιζε όλους αυτούς τους μήνες.
Ένιωσε ξαφνικά να πνίγεται, να του λείπει αέρας. Άφησε στο τραπέζι ένα χαρτονόμισμα και βγήκε έξω σαν κυνηγημένος. Ούτε και κατάλαβε τον αέρα που τον άρπαξε, τη βροχή που τον μούσκεψε την επόμενη στιγμή. Περπατούσε (παραπατούσε καλύτερα) χωρίς να βλέπει, τυφλωμένος από τα δάκρυα και την νεροποντή, με το βλέμμα στραμμένο στην θύελλα που λυσσομανούσε μέσα του κι έσβηνε την καταιγίδα γύρω του.
Στο γεφυράκι πάνω από την ρεματιά του Τριπόταμου, στα Εβραίικα, σταμάτησε. Το βουητό του ποταμού, που ξεχύνονταν ορμητικός παρασέρνοντας κλαριά και χώματα και κάνοντας τις κροκάλες του βυθού να κατρακυλούν με θόρυβο, έφτανε απειλητικό ως εδώ πάνω. Απόμεινε να κοιτάζει τα αγριεμένα νερά χαμένος σε σκέψεις ζοφερές, σε αξεδιάλυτα συναισθήματα. Μια ριπή του αέρα τον έστειλε ξαφνικά πάνω στο ξύλινο κιγκλίδωμα και ίσα που πρόλαβε να κρατηθεί την τελευταία στιγμή.
«Και γιατί να κρατηθείς;» άκουσε μια φωνή μέσα του. «Μπορεί αυτό να είναι μια κάποια λύση... η τέλεια λύση... Για σκέψου το... ένα δρασκέλισμα, λίγες στιγμές... και μετά τέλος... σκοτάδι... ανυπαρξία... Ούτε σκέψεις, ούτε πόνος, ούτε προδοσία... Τίποτε... μόνο γαλήνη... Η οριστική έξοδος από το αδιέξοδο, η μεγάλη απόδραση από την αγωνία για το αύριο που φαντάζει τόσο απειλητικό... για το σήμερα που κουρέλιασε τα όνειρα... για το χτες που ήταν τόσο κάλπικο, τόσο σαθρό...»
Του φάνηκε τόσο ελκυστική αυτή η προοπτική, τόσο γοητευτική. Έσκυψε και κοίταξε πάλι το χάος που ξανοίγονταν κάτω από τα πόδια του. Ένα μικρό βήμα, μια τόση δα κίνηση κι όλα θα τέλειωναν οριστικά. Γεύτηκε την αλμύρα από τα δάκρυα που κυλούσαν ανεξέλεγκτα κι έφταναν ως την άκρη των χειλιών του. «Οι άντρες δεν κλαίνε», σκέφτηκε άκαιρα την κατηγορηματική δήλωση του πατέρα του σαν ήταν μικρό παιδάκι κι έβαζε τα κλάματα κάθε που μάτωνε στο παιχνίδι.
«Κλάψε γιόκα μου». Η μορφή της μάνας του ξεπρόβαλε ολοζώντανα μπροστά του. «Δεν πειράζει που κλαις επειδή έπεσες και πονάς... φτάνει που σηκώθηκες... Αύριο, μεθαύριο θα σκοντάψεις και πάλι... και θα πέσεις... και θα ξανασηκωθείς... Αυτή είναι η παλικαριά, και δεν ξεχωρίζει άντρες και γυναίκες - να σηκώνεσαι κάθε φορά που πέφτεις... Όχι αυτό που λέει ο πατέρας σου, πως οι άντρες δεν κλαίνε...»
Έκανε ένα βήμα πίσω. Ύστερα κι άλλο ένα. Κοίταξε ξανά τον Τριπόταμο που συνέχιζε να βουίζει στο βάθος, αδιάφορος για το δράμα του. «Έχασες φίλε», μουρμούρισε. «Παρά λίγο να με κερδίσεις, να με πείσεις...» Πήρε μια πέτρα από κάτω και τίναξε το χέρι με δύναμη. Την παρακολούθησε να κάνει μια μεγάλη καμπύλη και να χάνεται ανάμεσα στα κλαδιά και στα φύλλα των θεόρατων δέντρων που φύτρωναν δεξιά κι αριστερά στις σχεδόν κάθετες πλαγιές της ρεματιάς. Ύστερα γύρισε την πλάτη κι άρχισε να ανηφορίζει το καλντερίμι που έβγαζε στο Ρολόι. Η βροχή είχε κοπάσει σαν και να συνταίριαζε τα βήματά της με το καταλάγιασμα της καταιγίδας μέσα του.
Καθώς ανέβαινε κοντοστάθηκε για λίγο κι έριξε μια ματιά τριγύρω. Θυμήθηκε τις αμέτρητες φορές που είχε πέσει εδώ, στις ίδιες λειασμένες από τα χρόνια πέτρες, τις καλυμμένες με μούσκλια από την υγρασία. Ειδικά τον χειμώνα, που έπιαναν πάγο στα σκιερά σημεία του μονοπατιού, τα γλιστρήματα ήταν καθημερινή υπόθεση και τα γόνατά του μόνιμα γδαρμένα και μελανιασμένα. Έπεφτε... ναι. Μα πάντα σηκωνόταν... πάντα... και συνέχιζε να ανεβαίνει. Έτσι θάκανε και τώρα... θα ανηφόριζε παλικαρίσια την αναπάντεχη αναποδιά της Μοίρας του.
Έστειλε νοερά την αγάπη του στην μάνα του, έβγαλε από την τσέπη του το κινητό και σχημάτισε το νούμερο της γιατρού Βασιλειάδου.





            
Παγκάκι και φως



-Καλησπέρα!
- Καλώς το! Άργησες απόψε κι είπα με ξέχασες...
- Εγώ;;; Να σε ξεχάσω εγώ; Αποκλείεται... γιατί με πληγώνεις τώρα;
- Μα... είναι ώρα αυτή που ήρθες; Τουλάχιστον τρία τέταρτα καθυστέρηση, μ’ έφαγε το σκοτάδι, η μοναξιά και το αγιάζι... 
- Συγνώμη καλό μου... δεν φταίω εγώ, είχαμε κάποιο πρόβλημα στα κεντρικά κι άργησα να ξεκινήσω για νάρθω να σε βρω... και κάνει κι ένα κρύο απόψε...
- Κι εγώ περίμενα... και περίμενα... ήρθαν τα καράβια, έφυγαν... κι εσύ πουθενά... 
- Ήρθα όμως – δεν ήρθα; Και δεν θα φύγω ούτε λεπτό από κοντά σου όλη νύχτα! Μαζί θα ακούμε τη θάλασσα να σιγομουρμουρίζει και μαζί θα δούμε τον ήλιο να ξεπροβάλλει από το βουνό! Σύμφωνοι;
- Μου το υπόσχεσαι;
- Στο υπόσχομαι!
- Εντάξει τότε... χαλάλι η αναμονή... Καλό μας βράδυ, αγαπημένο μου φως!
- Καλό μας ξημέρωμα, αγαπημένο μου παγκάκι!



Ο σκελετός του λεωφορείου


 Δεύτερο έτος Ιατρικής κι είχαμε αρχίσει Ανατομική – ζόρικο μάθημα, χιλιάδες ονόματα και λεπτομέρειες, σκέτος πονοκέφαλος. Μέσα σ΄όλα και το «ερειστικόν σύστημα του ανθρώπου» - ήτοι τα... κοκκαλάκια μας! Πολλά, ατέλειωτα - και το καθένα με το σχηματάκι του και το ονοματάκι του! Κι έπρεπε να τα ξέρουμε τέλεια! Ο καλύτερος τρόπος ήταν να έχουμε εποπτικά μέσα – ίσον αληθινά οστά. Αλλά πού να τα βρούμε;
Είπαμε λοιπόν, μια παρέα 4-5 θαρραλέων φοιτητών, να πάμε στο νεκροταφείο και να ζητήσουμε να μας δώσουν. Μπήκαμε στο λεωφορείο (δεν είχαμε ΙΧ τότε, εννοείται) και πήγαμε σε ένα από τα μεγαλύτερα νεκροταφεία της Αττικής. Στόχος να βρούμε τα απαραίτητα οστά για να συναρμολογήσουμε με σύρμα, ο καθένας, τον δικό του σκελετό...
Ο φύλακας ήταν άκρως εξυπηρετικός. Μας πήγε σε ένα καμαράκι με κασελάκια και μας είπε «εδώ είναι τα αζήτητα, πάρτε ό,τι νομίζετε», κι αρχίσαμε να ψάχνουμε - κρανία, μηριαία, κνήμες, όλα μαζί γιατί είχαν πάει, προφανώς, κι άλλοι πριν από μας και τάχαν ανακατέψει. Βρεθήκαμε κάποια στιγμή άλλος να έχει τρία μηριαία και ένα βραχιόνιο, άλλος δυο κνήμες και μία ωλένη – χαμός. Κι αρχίσαμε τις ανταλλαγές.
Κάποια στιγμή διαπιστώσαμε το μάταιον της προσπάθειας να αποκτήσουμε ολόκληρο  σκελετό κι είπαμε να φεύγουμε σιγά σιγά με όσα είχαμε καταφέρει να βρούμε (μέσα σε τσάντες νάυλον) και να τα πάμε την άλλη μέρα στο απολυμαντήριο (για να μπορούμε να τα χρησιμοποιούμε). Μπήκαμε λοιπόν στο λεωφορείο με τις «τσάντες» μας - κύριοι.
Άδειο το λεωφορείο, καθίσαμε ο καθένας σε διπλό κάθισμα και ακουμπήσαμε τον «συνοδό» μας δίπλα μας – ήταν και βαριές οι τσάντες. Ωστόσο το λεωφορείο άρχισε σιγά σιγά να γεμίζει – και  κάποια στιγμή με ρώτησε ένας κύριος, δείχνοντας τη θέση που είχα την τσάντα μου
«Δεσποινίς, μπορώ να καθίσω;»
Κι εγώ, χαρίζοντάς του το πιο γλυκό κι αθώο μου χαμόγελο, απάντησα:
«Λυπάμαι... είναι πιασμένη»!

Περιττό να σας πω πως η μάνα μου φρίκαρε με τον κοκκαλίνο φίλο που της κουβάλησα στο σπίτι – όχι ότι τρόμαξε, άλλες ήταν οι φοβίες της, με τους πεθαμένους τα είχε καλά. Το θεώρησε όμως ιεροσυλία, βεβήλωση νεκρού, διατάραξη της γαλήνης του πεθαμένου (όλα αυτά, και με το δίκιο της από μια άποψη) κι είχα μόνιμη γκρίνια να τον επιστρέψω στον χώρο του – πράγμα που δεν το συζητούσα βέβαια, το είχα βάλει πείσμα να τον στήσω.
Ωστόσο αποδείχτηκε τζάμπα και ο κόπος και η απολύμανση. Τα ευρήματά μου με τίποτε δεν συναρμολογούνταν σε αξιοπρεπή σκελετό, έστω και ανάπηρο. Μου έλειπε ένα πόδι, είχα λειψά χέρια,  κάτι λίγα από πλευρές, οι σπόνδυλοι ήταν φύρδην μίγδην και, το κυριότερο, δεν είχε κεφάλι (τα κρανία γίνονταν ανάρπαστα).
Άρα;  Άνθρακες ο θησαυρός - διότι το θέμα δεν ήταν να μάθω απλά τα οστά, αυτά τα έβλεπα και στον Άτλαντα της ανατομίας. Το θέμα ήταν να στηθεί ένας υποφερτός σκελετός – κι αυτό δεν γινόταν. Έπρεπε λοιπόν κάπως να τον «αποσύρω» από το σπίτι, το οποίο μύριζε απολυμαντήριο.
Κι  εκεί άρχισαν τα προβλήματα. Να τον κάνω τι; Να τον πάω πού; Να τον επιστρέψω αδύνατον. Να τον ξεφορτωθώ ελαφρά τη καρδία ούτε λόγος - ήταν προσβολή και ιεροσυλία... Να τον θάψουμε στο εξοχικό, στον κήπο, θα ήταν μια λύση αλλά η μάνα μου ούτε να το ακούσει -  και πώς να την κατηγορήσω, ένα δίκιο τόχε όσο νάναι... Οπότε;
Και τότε σκέφτηκα την Μιράντα, φίλη και συμμαθήτριά μου από το λύκειο, με την οποία είχαμε δώσει μαζί εξετάσεις για Ιατρική αλλά δεν πέρασε κι έκανε φροντιστήριο να ξαναδώσει.
Η Μιράντα ενθουσιάστηκε με την ιδέα. Ίσως της φάνηκε ότι ερχόταν έτσι πιο κοντά στο στόχο της, δεν ξέρω - πάντως μου είπε ότι τα θέλει τα κόκκαλα. Κανονίσαμε λοιπόν να της τα πάω στο φροντιστήριο, κάπου στην Ακαδημίας, κάποια μέρα που θα πήγαινα στη σχολή, στο Γουδί (η αφετηρία των λεωφορείων ήταν πίσω από το κτίριο της Ακαδημίας).
Έτσι ο σκελετούλης μου ξαναμπήκε στο λεωφορείο της Δάφνης για να κατέβει Αθήνα. Αγκαλιά μου αυτή τη φορά, σε περιποιημένο σακβουαγιάζ (η μάνα μου, για να λυθεί το πρόβλημα, δεν είχε καμία αντίρρηση να μου το δώσει).


Έφτασα στο φροντιστήριο, περίμενα να κάνουν διάλειμμα κι όταν βγήκε η Μιράντα τής τον παρέδωσα – για να την ακούσω να μου λέει ότι τόπε στη μάνα της και σκοτώθηκαν. Η γυναίκα είχε γίνει έξαλλη κι αρνήθηκε κατηγορηματικά να βάλει τον πεθαμένο σπίτι της. Και μου το λέει η φίλη μου ενώ πηγαίνω στη σχολή! Τι να κάνω με το σακ βουαγιάζ στο χέρι, μου λέτε;
Μούρθε νε τη σκοτώσω. Τι να τον έκανα τον κοκκαλίνο μου εκείνη την ώρα; Να τον πάρω μαζί μου αδύνατον - είχα και μάθημα και εργαστήριο... Η Μιράντα δεν τον κράταγε, οπότε; Της τάψαλλα ένα χεράκι που δεν με είχε ενημερώσει έγκαιρα -  τουλάχιστον να τον άφηνα σπίτι και θάβλεπα τι θάκανα. Το κατάλαβε και μου πρότεινε να τον αφήσουμε προσωρινά στο φροντιστήριο και μου υποσχέθηκε ότι θα το κανόνιζε εκείνη κάπως.
Στο φροντιστήριο... ΟΚ, αλλά πού;
Στην είσοδο του φροντιστηρίου υπήρχε ένας ξεχωριστό δωμάτιο, σαν αποθήκη, με κρεμάστρες για τα παλτά των παιδιών και με μια πόρτα που άνοιγε προς τον τοίχο κάνοντας μεγάλη γωνία κι αφήνοντας χώρο πίσω της. Εκεί τον κρύψαμε  τον σκελετούλη αφού του ζητήσαμε συγγνώμη για την ταλαιπωρία και του δώσαμε τον λόγο μας ότι θα φροντίζαμε πάση θυσία για την ανάπαυσή του.
Ωστόσο δεν μάθαμε ποτέ τι απέγινε ο καημένος - οι καημένοι μάλλον... Το σακβουαγιάζ εξαφανίστηκε μυστηριωδώς - κάποιος το εντόπισε και το πήρε νομίζοντας τι... κι όταν το άνοιξε κάπου με την ησυχία του, θα έπαθε ή εγκεφαλικό ή έμφραγμα... Πάντως εμείς δεν ακούσαμε τίποτε (ούτε κι έγραψαν κάτι οι εφημερίδες).
Με την Μιράντα χαθήκαμε στην πορεία της ζωής. Η επιτυχία τής χαμογέλασε στην δεύτερή της προσπάθεια και πέρασε στην Ιατρική Θεσσαλονίκης, οπότε χώρισαν οι δρόμοι μας. Ξαναβρεθήκαμε χρόνια μετά, σε μια συγκέντρωση παλιών συμμαθητριών, και μέσα στα πολλά που θυμηθήκαμε ήταν κι η ιστορία του σκελετού του λεωφορείου, την οποία και αφηγηθήκαμε στην υπόλοιπη παρέα. Μετά τα πρώτα επιφωνήματα και ποικίλα σχόλια, βάλαμε το ερώτημα «τι τέλος πιστεύετε πως μπορεί να είχε αυτή η παράξενη ιστορία;» και οργανώσαμε στα πρόχειρα ένα είδος διαγωνισμού για το πιο πρωτότυπο τέλος.

Ακούστηκαν διάφορες εκδοχές, από εντελώς πεζές έως άκρως εξωφρενικές. Εκείνη ωστόσο που κέρδισε παμψηφεί το έπαθλο (πληρώσαμε οι υπόλοιπες το μερίδιό της στον λογαριασμό!) ήταν η ιστορία της Φωτεινής, η οποία μας εντυπωσίασε, μας συγκίνησε και μας έκανε, εμένα και την Μιράντα, να νιώσουμε κάτι σαν εξιλέωση για τις τρέλες της νιότης μας. Σας την μεταφέρω όσο πιο πιστά γίνεται να την θυμάμαι μετά από τόσα χρόνια.
«Τους έπεσε λίγο βαρύ να κείτονται παραπεταμένοι σε μια απόμερη γωνιά. Ακόμη δεν είχαν ξεκαθαρίσει καλά καλά το πόσοι ήταν μέσα στο σακβουαγιάζ  (ένα μηριαίο από δω, μια κνήμη από κει) - πάντως οι συχωρεμένοι, αν και στην ζωή ανήκαν στους περιθωριακούς, στα «αζήτητα», ήθελαν και εύχονταν να κατασταλάξουν επιτέλους κάπου για να ευχαριστηθούν τον ύπνο τον αιώνιο.
Η κυρά Κατίνα, η καθαρίστρια, αν και φτωχή, φτωχότατη, ήταν άνθρωπος με αρχές. Όταν πρωτοείδε το ξεχασμένο (έτσι νόμισε) σακβουαγιάζ, το περιμάζεψε για να το παραδώσει στο γραφείο. Έλα όμως που ο κυρ Δήμος, ο άντρας της, δεν είχε πού να βάλει το κολατσιό και την αλλαξιά κάθε πρωί που έφευγε με το χάραμα για να δουλέψει οικοδόμος σε μεγάλο εργολάβο... Έκανε λοιπόν την αμαρτία της και κράτησε τον βαρύ καινούργιο σάκο η ταπεινή γυναικούλα - και στο ημιυπόγειό τους, κάπου κοντά στο νεκροταφείο, τον απόθεσε στο τραπέζι για να δει μαζί με τον άντρα της τι είχε τελικά κλέψει. Ντρεπόταν πολύ για την πράξη της και ήξερε ότι θα τα άκουγε χοντρά από τον Δήμο της – ωστόσο, καλές οι εντολές αλλά μάλλον ήταν φτιαγμένες για τους πλούσιους που δεν αναγκάζονταν να βολοδέρνουν συνεχώς για δυο τρεις πενταροδεκάρες.

«Κοίτα άντρα τι βρήκα» του είπε - και, κάτω από το αυστηρό βλέμμα του, άνοιξε τον σάκο. Κόπηκαν τα πόδια τους και η φωνή μπερδεύτηκε κάπου μέσα στο λαρύγγι τους χωρίς να μπορεί να βρει τον δρόμο  να βγει. Σαν υπνωτισμένοι έβγαλαν τα κόκκαλα ένα ένα και, σαν ρομπότ, τα ξανάβαλαν προσεκτικά πίσω στην θέση τους. Κεραυνοβολημένοι, με την καρδιά στο στόμα και το δωμάτιο να φέρνει γύρα από την σκοτοδίνη, κοιτούσαν μια το  σακβουαγιάζ και μια ο ένας τον άλλον κάνοντας την ίδια σκέψη - δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσουν εκείνο το βράδυ στο σπιτικό τους.
Κάποια στιγμή ο κυρ Δήμος συνήλθε. Σηκώθηκε αποφασιστικά, πήρε το παλιό του μπουφάν, φόρεσε την τραγιάσκα του, άρπαξε και την γυναίκα του από το χέρι και της είπε να κάνει γρήγορα, η ώρα ήταν περασμένη και στον γυρισμό ίσως έχαναν το τελευταίο λεωφορείο.  «Χριστιανέ μου, πού με τραβάς νυχτιάτικα;» έκανε να γκρινιάξει αυτή αλλά τα μάτια του ήταν αγριεμένα.
«Πάρε την καταραμένη λεία σου και βιάσου να πάμε στην Πλατεία της Νίκης όπου χτίζουμε τη βάση για ένα άγαλμα. Θα βάλουμε τα κόκκαλα κάτω από το χαλίκι που έχουμε απλώσει στα θεμέλια πριν ρίξουμε αύριο το τσιμέντο. Βιάσου γυναίκα - να προλάβουμε..»
Έτσι οι άγνωστοι νεκροί βρέθηκαν στυλοβάτες σ’ ένα όμορφο μνημείο που όρθωσε ο δήμαρχος για τους πεσόντες στους αγώνες κατά των Γερμανών. Η ρόδα της τύχης τούς ξανάφερε στην τελευταία γειτονιά τους και, για να τους ξεπληρώσει θαρρείς για την παράδοξη περιπέτειά τους με τους ζωντανούς, τους έκανε μεταθανάτιους ήρωες».

 Ποιος δεν θα ήθελε να ταφεί κάτω από ένα μνημείο υπέρ της Πατρίδας και της Ελευθερίας!