Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... το ψυγείο

--Έχω πρόβλημα με το χέρι μου...
--Αρθριτικό;
--Όχι, αναρχικό!
--Έλα μου;
--Πρόβλημα αυτονομίας...
--Πάλι δε σε πιάνω...
--Εκείνο πάλι πιάνει... ό,τι βρει στο ψυγείο...
--Πάμε πάλι από την αρχή γιατί - ΔΕΝ...
--Δώσε προσοχή - πάω στο ψυγείο και το ανοίγω  για να πάρω ένα μήλο..
--ΟΚ
--Αλλά αντί για μήλο πιάνω το μιλφέιγ...
--Καμία σχέση... αλλά πού πάει το αναρχικό;
--Παιδάκι μου – θέλω το μήλο αλλά το χέρι αυτονομείται και παίρνει το μιλφέιγ...
--Και πού το ‘χεις το μυαλό σου;
--Εδώ είναι το θέμα – το μυαλό λέει μήλο και το στομάχι μιλφέιγ!
--Σκεφτεται και το στομάχι;
--Το ψυγείο φταίει...
--Ώπα... αχταρμά μου τα ‘κανες  - το ψυγείο;;;
--Ναι, έχει αυτήν την καταλυτική επίδραση το άνοιγμα της πόρτας του - μπλοκάρει το μυαλό μου, επιδρά στο στομάχι μου, επηρεάζεται το χέρι μου και απλώνεται στα γλυκά...
--Μια απλή ερώτηση πριν τα παίξω εντελώς από από την παρανοϊκή σου προσέγγιση – είναι κακό το μιλφέιγ;
--Αν κάνεις δίαιτα, ναι...
--Αν κάνεις δίαιτα ΔΕΝ αγοράζεις μιλφέιγ... φεύγω, άντε γεια...
--Πού πας;

--Στο φαρμακείο για ηρεμιστικά – και στο ζαχαροπλαστείο για μιλφέιγ!



Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Από το καινούργιο μου βιβλίο "Πάροδος Μουσών 9"

Δεν δυσκολεύτηκε να τον εντοπίσει. Ήταν ακόμη εκεί, δίπλα στο δέντρο, μια σκιά μόνη στον κρύο και μισοσκότεινο κήπο της εκκλησίας. Ο Ορέστης Πετρίτης άναψε τσιγάρο και κατευθύνθηκε προς το μέρος του αργά, σαν να έκανε περίπατο. Πλησίασε.
«Καλησπέρα».
Ο άλλος έμεινε σιωπηλός, με πρόσωπο αθέατο στο σκοτάδι. Ο Ορέστης έκανε πως δεν είδε το μπουκάλι στα χέρια του.
«Φίλος της οικογένειας να υποθέσω; Ή απλά περαστικός;»
Και πάλι δεν πήρε απάντηση. Έσβησε το τσιγάρο, σταύρωσε  τα χέρια του μπροστά στο στήθος και πλησίασε ακόμη πιο κοντά. Η μυρωδιά του ποτού έφτασε έντονα στα ρουθούνια του. Παραείναι πιωμένος, σκέφτηκε.
«Αισθάνεστε καλά;» επέμεινε. «Μήπως μπορώ να κάνω κάτι για σας;»
«Τι ζητάς ρε φίλε;» αντέδρασε επί τέλους ο Στράτος. «Εγώ σε ενόχλησα; Εσύ γιατί με ενοχλείς; Άσε με στην ησυχία μου...»
«Καλησπέρα σού είπα... φίλε. Δεν σε έβρισα. Εσύ γιατί αρπάζεσαι;»
«Ώχου αδερφέ μου! Κουβέντα θ’ ανοίξουμε; Άσε με να χαρείς – άντε μην έχουμε κακά ξεμπερδέματα. Δεν έχεις τίποτε καλύτερο να κάνεις;»
Ο Ορέστης ένιωσε να τσιτώνεται. Μια μικρή αρτηρία άρχισε να πάλλεται στον κρόταφό του και μια ρυτίδα βάθυνε ανάμεσα στα φρύδια του. Ωστόσο συγκράτησε την οργή που ανέβασε το αίμα στο κεφάλι του και προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του.
«Και βέβαια έχω. Να πάω μέσα στην εκκλησία και να παρακολουθήσω το μυστήριο».
«Και γιατί δεν το κάνεις;» συνέχισε εριστικά ο άλλος.
«Γιατί προτιμώ να παρακολουθώ εσένα... Στράτο! Να μην κάνεις καμιά βλακεία» αποφάσισε να σταματήσει το κρυφτούλι ο Ορέστης.
Ο Στράτος έμεινε άναυδος να τον κοιτάζει. Στιγμές γεμάτες ένταση, με τους  δυο άντρες να αναμετριώνται με το βλέμα. Ήταν ο Ορέστης που έσπασε την σιωπή.
«Συνεννοηθήκαμε;»
«Πού... πού με ξέρεις;» απάντησε ο άλλος τραυλίζοντας, λίγο από το ποτό, λίγο από την έκπληξη. «Γνωριζόμαστε;»
«Όχι ακριβώς. Εγώ σε ξέρω. Ή, μάλλον, ξέρω για σένα... και γιατί είσαι εδώ».
«Μπα! Δεν μας λες και μας τι ξέρεις κύριε... κύριε...» ξαναβρήκε την μεθυσμένη εριστικότητά του ο Στράτος.
«Δεν είναι ώρα για συστάσεις. Άκουσε με, και άκου καλά. Θα κάνεις μεταβολή ήσυχα κι ωραία και θα φύγεις από δω αυτή τη στιγμή χωρίς φασαρίες και χωρίς να με αναγκάσεις να το κάνω εγώ. Και για να μην έχεις απορίες, ξέρω και για σένα και για την Θάλεια και πως είσαι τύφλα στο μεθύσι. Γι αυτό σου λέω, καλύτερα να πηγαίνεις πριν βγει ο κόσμος από την εκκλησία».
«Δεν πάω πουθενά! Και δεν μπορείς να με αναγκάσεις, ούτε συ ούτε κανένας. Θέλω να τη δω, να της μιλήσω, να τη ρωτήσω πώς μπόρεσε και το έκανε αυτό, γιατί το έκανε. Αφού εμένα αγαπάει, γιατί πήρε τον άλλον; Ε; Μου λες γιατί;»
«Θα φύγεις με το καλό ή θα με αναγκάσεις να αλλάξω τακτική;» ρώτησε ο Ορέστης αρχίζοντας να χάνει την υπομονή του. «Η Θάλεια έκανε την επιλογή της κι οφείλεις να τη σεβαστείς. Το κατάλαβες αυτό ή να στο κάνω πιο λιανά;»
 «Μπα; Πουλάμε και ζοριλίκι τώρα; Δε φεύγω, κύριος, πώς το λένε! Θέλω να ευχηθώ βίον ανθόσπαρτον στο ευτυχές ζεύγος, το καταλαβαίνεις;»
Ο Ορέστης αποφάσισε να τελειώνει μ’ αυτή τη φαρσοκωμωδία. Εξ άλλου φοβόταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα τέλειωνε ο παπάς το κήρυγμα και θα άρχιζε ο κόσμος να βγαίνει κι ο Στράτος έπρεπε να έχει φύγει ως τότε.

«Λοιπόν», του είπε πιάνοντάς τον από το μπράτσο. «Κάνε μεταβολή και εξαφανίσου πριν σε πάω σηκωτό και σε πετάξω στη Μπαρμπούτα».



Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Γράμμα από τον σκύλο μου

Σήμερα είδα ένα πολύ περίεργο όνειρο, μαμά... και μόλις ξύπνησα είπα να το γράψω για να μην το ξεχάσω - εμείς τα σκυλιά έχουμε, λένε,  κοντή μνήμη... και θα σου το στείλω γράμμα, μαμά...
Είδα λοιπόν, λίγο θολά, πως ήμουν μικρός... πολύ μικρός... μια αστεία φατσούλα με κλειστά ματάκια... και δίπλα μου ήταν κι άλλες τέτοιες αστείες φατσούλες... και στριμωχνόμασταν όλες μαζί και σκουντιόμασταν για να χωθούμε κάτω από μια μεγάλη, ζεστή  και χνουδωτή αγκαλιά που την έλεγαν (άκου να δεις!) «μαμά» κι εκείνη... αλλιώτικη από σένα – αλλά «μαμά»...
Και μετά, ξαφνικά, χάθηκαν όλοι από το όνειρο... και η άλλη μαμά και οι φατσούλες... και βρέθηκα μονάχος μου κάτω από έναν θάμνο, κοντά σε μια βρύση... και κρύωνα... και φοβόμουνα... κι ήμουν καταμεσίς σ’ ένα μεγάλο πάρκο... κι είχε κι άλλα σκυλιά τριγύρω.... πολλά... και μεγάλα... και με κοιτούσαν με κάτι μάτια που καθόλου δεν μου άρεσαν...
Κι εγώ ζάρωσα κάτω από τον θάμνο κι έγινα ένα κουβαράκι... για να μη με βλέπουν... και πεινούσα – αχ πώς πεινούσα... μα πού να βγω να ψάξω για φαγητό, θα με κυνηγούσαν... ευτυχώς έφυγαν μετά από λίγο και σύρθηκα με την κοιλιά μέχρι τη βρύση... διψούσα τόσο πολύ... και βρήκα κι ένα ξερό κομμάτι ψωμί και το μασούλησα... και μετά κοιμήθηκα κάτω από τον θάμνο μου...
Δεν ξέρω πόσες μέρες έμεινα εκεί, δεν το έλεγε στο όνειρο... αυτό που είδα μετά ήταν ένα χέρι που ήθελε να με χαϊδέψει... κι εγώ ζάρωσα ακόμα πιο πολύ γιατί θυμήθηκα κάτι άλλα χέρια που με τραβολογούσαν από την αγκαλιά της άλλης μαμάς, της χνουδωτής... και με πονούσαν... αλλά αυτό το χέρι φαινόταν καλό... και πήγα κοντά δειλά δειλά και το μύρισα – στο όνειρο... κι ήταν το ΔΙΚΟ σου χέρι, μαμά... και μετά ξύπνησα...

‘Ετσι έγινε; Ε, μαμά; Όπως έλεγε το όνειρο; Κάποιοι με πήραν από την κανονική μου τη μαμά και με πέταξαν στο πάρκο, κουταβάκι ακόμα... για να με ξεφορτωθούν... για να πεθάνω... Γιατί, μαμά; Τι τους είχα κάνει, τι τους είχα πειράξει; Εγώ μόνο τη μαμά μου ήθελα... εκείνη, τη χνουδωτή...και θα ήμουν το πιο φρόνιμο, το πιο καλό κουταβάκι του κόσμου...
Θα με ρωτήσεις, μαμά μου – γιατί στα γράφω όλα αυτά; Αφού τα ξέρεις... αφού ΕΣΥ ήσουν που με πήρες αγκαλιά εκεί, στο πάρκο του φόβου... που με χάιδεψες και σταμάτησες το τρέμουλο στο κορμάκι μου... που με πήρες στο σπίτι σου λέγοντάς μου ένα σωρό λόγια – που τότε δεν τα καταλάβαινα αλλά τα ένιωθα σαν βάλσαμο στην απελπισία μου... και που τα έμαθα σιγά σιγά – «κουταβίνο μου», «αγοράκι μου», «μη φοβάσαι, μικρούλη μου, εγώ είμαι εδώ»  και άλλα πολλά... που μου έδωσες φαγάκι... και μια ζεστή κουβερτούλα για να κοιμηθώ εκεί, κοντά σου... εκεί που κοιμάμαι ακόμα, μαμά... οχτώ χρόνια από τότε...
Γι αυτό στα γράφω... για να σου πω ότι τα θυμήθηκα ΟΛΑ... χάρη στο όνειρο... για να σου πω πόσο ΠΟΛΥ σ΄αγαπώ... πως θα σε λατρεύω μέχρι το τέλος της σκυλίσιας μου ζωής... όχι μόνο γιατί με πήρες από το πάρκο... από τον θάμνο... από τα άλλα σκυλιά, που τόσο με τρόμαζαν – αλλά γιατί μ’ αγάπησες κι εσύ... πολύ... γιατί, όταν νιώθω αυτό σου το χέρι το λατρεμένο να με χαϊδεύει και ακούω τη φωνή σου να μου λέει «κουταβίνο μου», κοτζάμ σκύλαρο πια, λιώνω από τρυφερότητα... αχ και να μπορούσα να σου μιλήσω με φωνή ανθρώπινη, να σου πω όλα όσα αισθάνομαι για σένα...
Όμως σε κοιτάζω μέσα στα μάτια... και σου κουνάω σαν τρελός την ουρά μου... κι εσύ χαμογελάς... και ξέρω ότι καταλαβαίνεις ΟΛΑ όσα θέλω να σου πω – έτσι δεν είναι, μαμά;





Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Το χάλασμα
Στεκόταν και το κοιτούσε σαν υπνωτισμένη. Ούτε και ήξερε πόση ώρα. Τριγύρω ερημιά και απόλυτη ησυχία, αν εξαιρέσεις κάποια μακρινά αλυχτίσματα σκύλων. Το χάλασμα βρισκόταν στην είσοδο του χωριού και οι λιγοστοί του κάτοικοι ήταν σκορπισμένοι στα γύρω χωράφια, μοχθώντας πάνω στη σκληρή γη. Ήταν μόνη, ολομόναχη. Καλύτερα. Ήθελε να είναι μόνη τούτη τη στιγμή. Να μη δει κανείς τα δάκρυα που έτρεχαν ανεξέλεγκτα από τα μάτια της. Να μη διαβάσει κανείς μέσα τους τη συγκίνηση που τρικύμιζε την ψυχή της.
            Ώστε αυτό ήταν. Το πρώτο της σπίτι. Το σπίτι που γεννήθηκε. Απίστευτο... Πόσο πιο μικρό από αυτό που θυμόταν... από αυτό που είχε πλάσει με τη φαντασία της μέσα από τις αφηγήσεις της μάνας της. Αφηγήσεις που ηχούσαν σαν παραμύθια στα παιδικά της αφτιά και που είχαν πάρει με τα χρόνια την πατίνα του μυθικού. Και να την τώρα, μπροστά στο χάλασμα, να προσπαθεί να τοποθετήσει μέσα του πρόσωπα και καταστάσεις που συνωστίζονταν στο μυαλό της και βιάζονταν, λες, να πάνε και να χωθούν πίσω από τους χορταριασμένους τοίχους.
            Εδώ πρέπει να ήταν η κουζίνα. Να, αυτή η τρύπα θα ήταν το ξύλινο παράθυρο που είχε από κάτω τον πέτρινο πάγκο με τον νεροχύτη και το βρυσάκι, που γέμιζε ο πατέρας της με νερό φερμένο με τενεκέδες από την δημοτική βρύση. Αυτό το παράθυρο θα ήταν που πήρε φωτιά όταν έπαθε εμπλοκή η γκαζιέρα και την άρπαξε η μάνα της και βγήκε έξω τρέχοντας και φωνάζοντας -ευτυχώς πρόλαβαν οι γείτονες κι έσβησαν τη φωτιά πριν καταστρέψει ολόκληρο το σπίτι.
            Κι αυτό το άνοιγμα, που έχασκε, θα ήταν η πόρτα. Η είσοδος που σε έβαζε στο χολ με το μονό ντιβάνι και την ξυλόσομπα. Να και το άλλο παράθυρο, δίπλα στην πόρτα. Πίσω από τα δαντελένια κουρτινάκια του θα ήταν που περίμενε η μάνα της τον πατέρα της εκείνο το χιονισμένο βράδυ, όταν είδε τον λύκο να τον παραφυλάει δίπλα στο χαντάκι. Πόσο είχε τρομάξει τότε μέχρι να τον δει να μπαίνει στο σπίτι ασφαλής, αφού είχε διώξει το αγρίμι...
            Δίπλα η κρεβατοκάμαρα. Το διπλό σιδερένιο κρεβάτι. Η κούνια της. Ακόμα ένιωθε να λικνίζεται μέσα της. Ακόμα άκουγε τη φωνή της μάνας της να την νανουρίζει. Ακόμα έβλεπε τον πατέρα της να της δείχνει το φεγγάρι μέσα από το νοτισμένο τζάμι και να της μουρμουρίζει λόγια που δεν καταλάβαινε –και που ωστόσο την καθησύχαζαν τόσο γλυκά.
           Ένα ταπεινό σπιτάκι του ενός δωματίου, με ένα μικρό χολάκι και μια ακόμη πιο μικρή κουζίνα. Η φωλιά της. Ο μικρός της παράδεισος. Εκεί βρισκόταν τώρα η ψυχή της. Αυτό έβλεπε με τα θολωμένα της μάτια. Έβλεπε τις σκιές των αγαπημένων της. Τα πρώτα παιδικά της χρόνια. Τις κοριτσίστικες κοτσίδες της με τα κόκκινα φιογκάκια να ανεμίζουν. Τη μάνα της γερμένη στην πόρτα να της χαμογελά. Τον πατέρα της να της ανοίγει μια αγαπημένη αγκαλιά που χωρούσε όλον τον κόσμο. Τον κόσμο της.
            Αυτά έβλεπε. Κι όχι ένα χάλασμα...

*Δημοσιεύτηκε στο site "το βιβλιο.net"
στα πλαίσια της δράσης "Μια εικόνα... Χίλιες λέξεις!*




_

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... Η σάκκα


--Τα νεύρα μου...
--Τι έπαθες πρωινιάτικα;
--Σάκκα είχες;
--Τι πράγμα;
--Λέω – στο σχολειό είχες σάκκα;
--Αυτό πάλι πού κολλάει τώρα;
--Πες και θα σου πω...
--Όχι, έβαζα τα βιβλία στον μάρσιππο...
--Με δουλεύεις;
--Εσύ με δουλεύεις μ’ αυτά που ρωτάς... άκου αν είχα σάκκα... και βέβαια είχα, ασήκωτη...
--Και ποιος την κουβαλούσε;
--Ένας δούλος που είχε αγοράσει ο πατέρας μου  στο σκλαβοπάζαρο! Είσαι καθόλου καλά; Εγώ την κουβαλούσα, έγερνα μονόπαντα από το βάρος!
--Άει γεια σου...
--Που είχα σκεβρώσει; Υγεία το λες αυτό;
--Όχι... ανάληψη ευθυνών το λέω...
--Ανάληψη σάκκας ναι... ανάληψη ευθυνών - πόθεν;
--Η σάκκα μας είναι ευθύνη μας... την φτιάχνουμε, την πάμε στο σχολειό. Την φέρνουμε πίσω... Είναι υποχρέωση κάθε μαθητή, σωστά; Ένα βάρος που πρέπει να σηκώσουμε...
--Αν το δεις έτσι, σωστά...
--Τότε γιατί τρία στα τέσσερα παιδάκια πηγαίνουν σήμερα στο σχολειό τους με τα χέρια στις τσέπες και μια μαμά/γιαγιά/παππούς κουβαλάει τη σάκκα τους;  Πότε και πώς θα μάθουν ότι η ζωή έχει ζόρια, βάρη, αγκομαχητό αν δεν ξεκινήσουν από την σάκκα τους;
--Μπορεί να είναι πολύ βαριά...
--Οι δικές μας δεν ήταν; Εμείς τι ήμασταν, απόπαιδα; Κι άντε, είναι πολύ βαριά – μα οι περισσότερες έχουν ροδάκια... και σέρνει η γιαγιά τα ροδάκια στον ανήφορο και κλωτσάει ο μάγκας τα τενεκάκια στο δρόμο...
--Κι είναι κακό να κλωτσάς τα τενεκάκια; Κι εμείς το κάναμε, ολόκληρο ποδοσφαιρικό αγώνα στήναμε...
--Κακό δεν είναι – μπορεί να μας προκύψει ο καινούργιος Μέσσι! Κακό είναι να σέρνει τη σάκκα η γιαγιά κι εσύ να κλωτσάς...
--Τα τενεκάκια;
--Και την ευκαιρία σου να μάθεις τι θα πει υπευθυνότητα και «βάρη ζωής»!




Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Παραμύθι

Σκοτεινό κι απόκοσμο,
Απειλητικό θαρρείς
Πρόβαλε το ξύλινο καλύβι
Ανάμεσα από δέντρα γυμνά
Φρουρούς και δεσμοφύλακες...
Ποιο μυστικό να κρύβουν άραγε
Τα σφαλιστά παράθυρα
Που καθρεφτίζουν την μοναξιά τους
Στ΄ακύμαντα νερά;


 *Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*


Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Από το καινούργιο μου βιβλίο "Πάροδος Μουσών 9"

Τον έβλεπε να προχωρά μπροστά και προσπαθούσε να βάλει σε τάξη κάποιες περίεργες σκέψεις που είχαν αρχίσει από ώρα να στριφογυρίζουν στο μυαλό της. Τα μαλλιά του, καστανά και μακριά ως τους ώμους, το σώμα του, γεροδεμένο μέσα στο φανελένιο πουκάμισο και το τζιν παντελόνι, το γρήγορο, σταθερό του βάδισμα, όλα της φαίνονταν αλλιώτικα, καινούργια. Ένιωθε μια περίεργη αίσθηση, σαν κι η καρδιά της να έχανε χτύπους. Δεν είμαστε με τα καλά μας, σκέφτηκε θυμωμένη με τον εαυτό της. Ο Μάνος είναι, ο ξάδερφος, remember; Κι όμως! Η αίσθηση ήταν πάντα εκεί, ένα μούδιασμα που απλώνονταν σ’ όλο της το σώμα και της έλυνε τα γόνατα.
Αυτό έφταιγε; Τα λυμένα της γόνατα; Η πέτρα που ξεφύτρωσε ξαφνικά από το πουθενά στη μέση του μονοπατιού και δεν την είδε; Το σίγουρο είναι πως βρέθηκε ξαπλωμένη φαρδιά πλατιά κάτω, με τον Μάνο, που προπορευόταν πέντε-έξι μέτρα, να γυρνάει πίσω ξαφνιασμένος.
«Τι έπαθες, μικρό;» τη ρώτησε ανήσυχος καθώς την βοηθούσε να σηκωθεί. «Είσαι καλά; Χτύπησες;»
Το άγγιγμα των χεριών του έκανε χειρότερα τα πράγματα. Εκτός από το χτυποκάρδι, τώρα της κόπηκε και η ανάσα. Έβαλε τα γέλια για να κρύψει την ταραχή της.
«Καλά είμαι, δεν έχω τίποτε», είπε τινάζοντας τα χώματα από πάνω της. «Η πέτρα φταίει, να τη μαλώσεις!» του είπε χαμογελώντας. Και η βλακεία σου Κλειώ, συμπλήρωσε μέσα της, ακόμη ταραγμένη - κι έξαλλη με τον εαυτό της  ακριβώς γι αυτό. «Πάμε;»
«Εν τάξει, μόνο που θα πηγαίνεις εσύ μπροστά, να σε προσέχω, ανισόρροπο!» της αντιγύρισε το χαμόγελο.
Η Κλειώ συμφώνησε. Άκουγε τα βήματά του να την ακολουθούν, την ανάσα του να την αγγίζει, ένιωθε τη ματιά του πάνω της κι η αναστάτωσή της μεγάλωνε. Ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε, πρέπει να είχε γίνει κατακόκκινη. Πάλι καλά που δεν βλέπει τη φάτσα μου, σκέφτηκε, να γίνω εντελώς ρεζίλι και να μην έχω τι να του πω. Και μήπως ξέρω; Άλλο πάλι και τούτο σήμερα!
Μα ο Μάνος δεν πρόσεξε την αναστάτωσή της, δεν την είχε υποψιαστεί καν. Τον απασχολούσε η δικιά του φουρτούνα.
Την κοίταζε που προχωρούσε μπροστά του. Τα ξανθά μαλλιά πλεγμένα σε χοντρή κοτσίδα που κατέβαινε ως τη μέση της σχεδόν. Το σφιχτό, νεανικό σώμα που λες κι ασφυκτιούσε μέσα στο στενό τζιν και το μακό μπλουζάκι. Τα γυμνά, στρογγυλά μπράτσα που ανέμιζαν στον αέρα καθώς προσπαθούσε να παραμερίσει τους θάμνους. Είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα η μικρή του Κλειώ, σκέφτηκε. Μια δεκαπεντάχρονη πρόκληση που δεν είχε καν, όπως φαινόταν τουλάχιστον, επίγνωση της αναστάτωσης που προκαλούσε στους άντρες γύρω της.
Εκείνος όμως είχε. Πλήρη επίγνωση. Προσπάθησε να θυμηθεί πότε σταμάτησε να τη βλέπει σαν παιδί, σαν την μικρή του αδελφή. Πότε άρχισε να τη βλέπει αλλιώτικα, σαν γυναίκα. Δεν μπορούσε να το εντοπίσει χρονικά. Είχε γίνει σιγά-σιγά, σταδιακά. Μέχρι που κάποια στιγμή, πρόσφατα, συνειδητοποίησε με τρόμο ότι την αγαπούσε. Όχι σαν αδελφή, καθόλου. Ήταν ερωτευμένος μαζί της κι η αποκάλυψη αυτή τον αναστάτωσε. Δεν γινόταν, δεν μπορούσε να αισθάνεται έτσι. Ένιωθε να την προδίδει, να είναι ανάξιος της εμπιστοσύνης που του έδειχνε.






Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Σαλπάρουμε

Λευκά, σαν χάρτινα, πανιά
Περήφανα, αγέρωχα
Αιχμαλωτίζουν τον ψίθυρο του ανέμου
Και τον κάνουν τραγούδι
Καθώς αθόρυβα κι αβίαστα
Γλιστράει το πλεούμενο
Στον ασπρογάλανο αφρό

*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*





Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Κριτική του Δήμου Χλωπτσιούδη, φιλόλογου-επιμελητή εκδόσεων,
για την ποιητκή συλλογή μου «Ψηφίδες»


Έχουμε μία ιδιαίτερη αδυναμία προς την ποίηση. Εκείνο το παιχνίδισμα, το ταίριασμα των λέξεων για τη μεταφορά μηνυμάτων και συναισθημάτων, δεν μπορεί να μας αφήνει ασυγκίνητους.
Η συγγραφέας Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου γνωστή από τη μυθιστορηματική επιτυχία του «βαλς μιας ζωής» προσθέτει στην αρμαθιά, εκείνων που σισύφεια προσπαθούν να ανοίξουν την -κατά Γιώργη Παυλόπουλο- πόρτα της Ποίησης, τα δικά της αντικλείδια. Η πρόσφατη ποιητική της συλλογή «ψηφίδες» είναι μια αρμαθιά με είκοσι δύο ποιητικές δημιουργίες που μας επιτρέπουν να περπατήσουμε τις ατραπούς της ψυχής και του νου, της καρδιάς και του πνεύματος, να περιηγηθούμε στον ίδιο μας τον εαυτό. Είκοσι δύο ψηφίδες, σαν μικρά ταξίδια λοιπόν στη ποίηση που μας μεταφέρουν σκέψεις και συναισθήματα…
Η ποίηση της Αποστολοπούλου-Αναστασίου κατά βάση είναι υπαρξιακή. Είναι ποίηση υποκειμενική, προσωπική. Το ποίημα γεννάται από τα προσωπικά βιώματα, κοινωνικές προβολές, μνήμες. Η απαισιοδοξία της υπαρξιακής αγωνίας όμως ποτέ δε φτάνει στην απόγνωση. Παραμένει μία βαθιά ανθρώπινη γραφή και στην αποτυχία, και στο γέρμα της ζήσης και στον έρωτα.. Η μελαγχολία είναι άγνωστο συναίσθημα κι ίσως ερμηνεύεται πως το προχώρημα του χρόνου και η απογοήτευση των ναυαγισμένων ονείρων να είναι απλά μέρος της φυσικής διαδικασίας που γίνεται τμήμα της διαδικασίας προσωπικής ωρίμανσης.
Ποίηση μοντέρνα πέρα από συμβάσεις, χωρίς ομοιοκαταληξία (πλην ενός), σε στίχο ελεύθερο. Ο λόγος της ανθρώπινος, ακριβής και δίκαιος. Με ειλικρίνεια και καθαρότητα λόγου μιλά για τον Άνθρωπο, την αποτυχία και τα όνειρα που κλειδώνει το συρματόπλεγμα της ζωής και τη φθορά του χρόνου.
Η γοητεία της ποιητικής φωνής της ίσως ξεπηδά και από τη δυναμική εμφάνιση της φύσης. Εικόνες χωρίς περιττές περιγραφές, δίχως περισσευούμενες λέξεις ή φράσεις διανθίζουν τη συλλογή. Ακέραια μηνύματα και συναισθήματα αναβλύζουν από τους στίχους και μιλούν απευθείας στην καρδιά του αναγνώστη.
Η εικονοπλαστική της δύναμη καθοδηγεί τον αναγνώστη σε μικρά ταξίδια πέρα από το χώρο και το χρόνο. Ποιήματα που μοιάζουν με επιστολές επιχειρούν να "ξορκίσουν" με τον στίχο τις αγωνίες. Κυρίαρχα γραμματικά πρόσωπα το πρώτο και το δεύτερο ενικό σαν ένας αέναος διάλογος με τις αγωνίες, το παρελθόν και τη συνείδηση.

Τον πόνο της αποτυχίας πραγματεύονται οι "φωνές". Με μία γλώσσα φυσική και μια αξιοπρόσεκτη λιτότητα ύψους σε λίγα δίστιχα, η ποιήτρια αγγίζει το δάκρυ των χαμένων ονείρων. Όχι ως καβαφικός Αντώνιος. Ο ποιητικός ήρωας των φωνών δεν προειδοποιήθηκε από κάποιο αόρατο θίασο. Μόνο ακούει φωνές στο σκότος που του τονίζουν την αποτυχία. Φωνές ψυχρές κι αδιάφορες για τον πόνο του, όπως η ίδια η ζωή προσπερνά αδιάφορα τις δικές μας αποτυχίες. Ενώ ο Καβάφης δίδασκε να είμαστε προετοιμασμένοι από καιρό, η σύγχρονη εκδοχή μας καλεί να βιώσουμε τον πόνο της αποτυχίας γιατί ακριβώς είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης.
Ανάλογο μήνυμα μεταφέρει και "το ποτάμι" με επιστολογραφικό ύφος για τη σημασία του αγώνα. Μία άλλη καβαφική επιρροή για το ταξίδι της ζωής κατά το οποίο καλεί τον αναγνώστη να αφεθεί στο ρεύμα του ποταμού.
Ίσως το ποίημα που διακρίνεται πιο πολύ σ’ όλη τη συλλογή να είναι ο "γερο-βασιλιάς". Ένα διδακτικό ποίημα με επική διάσταση και σαφείς επιρροές από το δημοτικό τραγούδι και τα ομηρικά έπη στη στιχουργική και το ύφος.
Η πλοκή μας μεταφέρει σε άλλη εποχή, ηρωική, ιπποτική όπου όμως δίνεται έμφαση στη σχέση πατέρα-γιου που αποτελεί τον κορμό του μύθου. Η ποιήτρια χρησιμοποιεί ως σκηνικό μονόπρακτου ένα μεσαιωνικό δωμάτιο για να δώσει το διαχρονικό μήνυμα της άρρηκτης σχέσης των δύο ανδρών. Η ευχή του ετοιμοθάνατου πατέρα συνιστά τη μέγιστη αγωνία του γιου. Ξεχωρίζει η θεατρικότητα στους διαλόγους με ύφος που ανάγεται στην ομηρική παράδοση. Εικονοπλαστική δύναμη με λιτή γλώσσα όπου κυριαρχούν τα ουσιαστικά και τα ρήματα δίνοντας έμφαση στα πρόσωπα και την αφήγηση.
Στη συλλογή ξεχωρίσαμε επίσης το "κουράστηκα να ζω" με την αγωνία του χρόνου να βαραίνει τους στίχους σε μια προσπάθεια αναγνώρισης της προχωρημένης ηλικίας. Οι φίλοι που χάνονται, η σιωπή της μοναξιάς, οι κενές θέσεις που αφήνει το πέρασμα των ετών μοιάζουν με αγωνιώδη θραύσματα ενός μωσαϊκού ζωής, σαν ψίθυρος προς το τέλος του χρόνου…
Σε μια οπτική αναγέννησης για τη φθορά του χρόνου κινούνται τα "χρυσοκόκκινα φύλλα" που αγγίζουν το φυσικό τέλος από μία αισιόδοξη ματιά. Ένα αμιγώς μεταμοντέρνο ποίημα που με ιδιαίτερη εικονοπλαστική δύναμη έρχεται με τρόπο αλληγορικό να τονίσει ότι η φθορά δεν είναι κάτι κακό, κάτι που πρέπει να μας τρομάζει. Το γέρμα είναι η ευκαιρία για νέα ζήση.








Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Από το καινούργιο μου βιβλίο "Πάροδος Μουσών 9"

Η Μέλπω ήταν αλλού. Είχε τυλίξει τα χέρια της γύρω από το κορμί της σε μια προσπάθεια να αγκαλιάσει τον ίδιο της τον εαυτό, να τον προστατέψει από τον πόνο που την έσφαζε σαν μαχαιριά, να τον κανακέψει, να τον απομονώσει από τον κόσμο ολόκληρο, να τον κρύψει από τις λέξεις που έμπαιναν μέσα στο μυαλό της και το μούδιαζαν. Κινούσε ρυθμικά το σώμα της μπρος πίσω ανέκφραστη, χωρίς να βγάζει κανέναν ήχο, με το βλέμμα στυλωμένο στον πίνακα που κρέμονταν στον απέναντι τοίχο, αποτυπώνοντας κάθε του λεπτομέρεια με εκπληκτική καθαρότητα μέσα της. Όλα τα άλλα γύρω της είχαν χαθεί μέσα σε μια ομίχλη τόσο πυκνή που αν άπλωνε το χέρι θα την άγγιζε θαρρείς. Οι αισθήσεις της, τόσο αφύσικα οξυμένες λίγα λεπτά πριν, είχαν ναρκωθεί εντελώς. Δεν άκουγε, δεν ήθελε να ακούει, και δεν έβλεπε παρά μόνο το τοπίο στον πίνακα, ένα εκκλησάκι σε κάποιο Κυκλαδονήσι σκαρφαλωμένο σ’ έναν βράχο κι η θάλασσα να απλώνεται γαλήνια στα πόδια του.

Εκεί βρισκόταν. Σ’ αυτή τη θάλασσα. Βαθιά. Χαμένη. Με το νερό να την έχει σκεπάσει και τον βυθό να την τραβά όλο και πιο πολύ. Κι εκείνη είχε αφεθεί να βουλιάζει. Έβλεπε την επιφάνεια να απομακρύνεται, τον ήλιο να χάνεται, το σκοτάδι να πυκνώνει γύρω της και τους ήχους – κυρίως αυτούς – να  ξεθωριάζουν, να σβήνουν. Κι ήταν τόσο γαλήνια εδώ κάτω. Απόλυτη σιωπή. Εδώ θα έμενε, ένα έμβρυο στην αρχέγονη μήτρα, τόσο καλά προφυλαγμένο από κάθε κίνδυνο, από κάθε επιβουλή, από κάθε τρόμο. Να μην βλέπει. Να μην ακούει. Να μην αισθάνεται. Με το μυαλό άδειο και τον χρόνο ανύπαρκτο.



Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Το ρύζι

            Στεκόταν πίσω πίσω, κοντά στην είσοδο της εκκλησίας, για να παίρνει αέρα. Της έλειπε ο αέρας. Λες και τον είχε ρουφήξει ξαφνικά μια αόρατη τεράστια μαύρη τρύπα.  Από στιγμή σε στιγμή θα λιποθυμούσε, τό ’βλεπε...
            Έριξε μια ματιά γύρω της. Γελαστά πρόσωπα, χαχανητά, ανόητα κουτσομπολιά -όλα τα είχε αυτός ο γάμος. «Ακόμη και μια πρώην», χαμογέλασε πικρά μόνη της. Μόνη της -όπως είχε έρθει μόνη, όπως είχε ζήσει τα  τελευταία  χρόνια μόνη.
            Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών για να δει το ευτυχές ζεύγος. Ο κουμπάρος άλλαζε τα στέφανα. Η νύφη είχε ένα χαμόγελο θριάμβου κι ο άντρας της  μια αποβλακωμένη έκφραση ευδαιμονίας στο πρόσωπο. Ο πρώην άντρας της -δεν έπρεπε να το ξεχνά αυτό... Φρόντιζε εξ άλλου να της το θυμίζει κάθε τόσο η κόρη τους, που δεν έπαψε ποτέ να κατηγορεί τον πατέρα της για «εγκατάλειψη εστίας».
            «Παράξενο, αλήθεια», σκέφτηκε για μια ακόμη φορά. «Συνήθως οι κόρες τα βρίσκουν σε κάτι τέτοια με τους πατεράδες. Θες το οιδιπόδειο, θες η βουβή αντιζηλία με τη μάνα, θες οι μοντέρνες ιδέες και απόψεις -πάντως τα βρίσκουν».
            Η δικιά τους όχι. Στα δεκάξι της ήταν πολύ ευάλωτη και πολύ απόλυτη για να δεχτεί ένα διαζύγιο των γονιών της –πόσο μάλλον όταν αιτία ήταν η νεαρή γραμματέας του πατέρα της, που είχε βάλει από την αρχή στόχο τον πετυχημένο δικηγόρο με το μεγάλο όνομα. «Και το ακόμη μεγαλύτερο πορτοφόλι», ωρύονταν η μικρή. «Το τσουλάκι...»
            Μάταια προσπάθησε να την μαλακώσει. Η ίδια προτιμούσε να βγει ήσυχα από τη σχέση αυτή, με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες. Κάπου είχε κουραστεί, κάπου της είχε τελειώσει κι εκείνης, δεν το είχε ξεκαθαρίσει καλά.  «Συμβαίνουν αυτά», της έλεγε, «μην είσαι τόσο κάθετη». Για να εισπράξει μια ακόμη οργισμένη ματιά και μια ακόμη περιφρονητική δήλωση του τύπου «είσαι και πολύ μεγάλο κορόιδο και θύμα, ρε μάνα...»     
            Όταν ήρθε το προσκλητήριο του γάμου, τα ’χασε. Είπαμε, μοντέρνα και ψύχραιμη -αλλά όχι κι έτσι. Αυτό παραήταν θράσος, να την καλεί στο γάμο του με το «τσουλάκι». «Για να σε ξεφτιλίσει το κάνει, το καθίκι,  αυτή  τον έβαλε», ούρλιαζε η μικρή.  «Εννοείται ότι δεν θα πας». «Εννοείται», της απάντησε.
            Εννοείται πως πήγε. «Είσαι μαζόχα», την κατακεραύνωσε η κόρη της όταν την είδε να ετοιμάζεται. «Είσαι hopeless περίπτωση, άξια της μοίρας σου. Εμένα ξέχνα με, ούτε να τολμήσεις να το σκεφτείς». Έφυγε βροντώντας την πόρτα πίσω της.
             Μπορεί. Μπορεί να της άρεσε να παιδεύεται... να σκαλίζει μια πληγή που δεν περίμενε πως θα αιμορραγούσε ακόμη. Σαν τη γλώσσα που πηγαίνει άθελα στο πονεμένο δόντι.
             Και τώρα στεκόταν πίσω πίσω, κοντά στην είσοδο της εκκλησίας, για να παίρνει αέρα. Της έλειπε ο αέρας...
            Γιατί είχε έρθει, αλήθεια; 
            «Τον αγαπάς ακόμα, ηλίθια...» συνειδητοποίησε ξαφνικά. «Τον αγαπάς, γι αυτό ήρθες. Γιατί ήθελες να το δεις με τα μάτια σου... να το χωνέψεις, να το πάρεις απόφαση. Γιατί σ’ αρέσει να βασανίζεσαι, καλά σε λέει θύμα η κόρη σου. Μεγάλο σου λάθος που ήρθες, παραδέξου το. Κάτσε τώρα να το υποστείς όλο αυτό, μέχρι τέλους... και γέλα κι από πάνω, παλιάτσο...»
             Το χαμογελαστό κοριτσάκι με το ανθισμένο στεφανάκι στα μαλλιά της έτεινε ένα σακκουλάκι. Το πήρε μηχανικά. Ρύζι... Άκουσε τον παπά να ψέλνει τον «Ησαΐα» κι ένιωσε το στομάχι της ν’ ανακατεύεται. Έριξε μια ματιά γύρω της, κανείς δεν την πρόσεχε, όλοι πετούσαν ρύζια στους νιόνυμφους και γελούσαν. Άνοιξε το σακκουλάκι κι άρχισε κι εκείνη να το πετάει.
            Στο πάτωμα... σπυρί σπυρί... πάνω στις γόβες της...
            Ανακατεμένο με αλμυρές στάλες...



           


Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Από το καινούργιο μου βιβλίο "Πάροδος Μουσών 9"

Κάθε απόγευμα, με το που έπιανε να δροσίζει λιγάκι, οι εφτά γυναίκες της αυλής (μαζί με την Ουρανία) έφερναν τις καρέκλες τους κάτω από το πεύκο κι έπιαναν το εργόχειρο και την κουβέντα. Όλα τα νέα της γειτονιάς και της πόλης ολόκληρης σχολιάζονταν και αναλύονταν εκεί. «Πρακτορείο Ρώυτερ!» τις κορόιδευαν οι άντρες τους. Μα εκείνες δεν τους έδιναν σημασία. Τα στόματα έπαιρναν φωτιά, το ίδιο και τα χέρια. Πλέξιμο, κέντημα. Με τη Χριστίνα να γκρινιάζει που «τα μανίκια στο πουλόβερ της Λίνας θέλουν περισσότερο χρόνο από το ίδιο το πουλόβερ! Χέρια έχει αυτό το παιδί μου ή κουπιά;» μονολογούσε φουρκισμένη. Με την Αφρούλα να παρατάει κάθε τόσο το κέντημα για να βάλει τις φωνές στα αγόρια της, τα πιο ατίθασα και ζωηρά όλου του μαχαλά. Με την Ουρανία να πλέκει πυρετωδώς για να τελειώσει τις ζακέτες για τις κόρες της – τρεις τις είχε, ζωή να ’χουν! 
Όμως η φίλη τους  δεν ήταν μαζί τους απόψε.
Οι γυναίκες ξανακοίταξαν το αυτοκίνητο κι ύστερα  κοιτάχτηκαν αμίλητες. Ήξεραν. Είχαν ζήσει από κοντά το δράμα της Ουρανίας. Τις άγρυπνες νύχτες της, όταν σηκώνονταν το πρωί με τα μάτια κατακόκκινα από το κλάμα και την αϋπνία. Τις ατέλειωτες ώρες πάνω στον τάφο του άντρα της, να τον ρωτά απελπισμένη τι να κάνει κι απάντηση να μην παίρνει. Τις αμέτρητες ώρες μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς της Κυριώτισσας, να την παρακαλά να την συμβουλέψει, να της δώσει ένα σημάδι. Μάνα ήταν κι Εκείνη και την καταλάβαινε, είχε ζήσει κι Εκείνη έναν άλλο Γολγοθά. Πονούσε, κι οι φίλες της το γνώριζαν. Μα δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για να την βοηθήσουν πέρα από το να είναι κοντά της, δίπλα της, με λόγια και με ψυχή.
Όταν την είδαν, μετά από μέρες απουσίας, να τις πλησιάζει ένα απόγευμα στις αρχές του Αυγούστου, κατάλαβαν. Ήρθε κοντά τους σέρνοντας τα βήματά της, με τα χέρια κρεμασμένα στο πλάι του κορμιού, άψυχα. Μαύροι κύκλοι γύρω στα μάτια, βλέμμα θολό, σβησμένο. Τα μαλλιά της ξεχτένιστα, αλλού άσπρα κι αλλού πεσμένα, φευγάτα. «Αλωπεκίαση», θα έλεγε αργότερα ο γιατρός. Από την αγωνία, τον πόνο, το αδιέξοδο. Την κοίταζαν αμήχανες, μη ξέροντας τι να πουν, πού να ακουμπήσουν το βλέμμα το γεμάτο ενοχές, λες κι έφταιγαν αυτές για το δράμα της, λες κι έφταιγαν  αυτές που το οδυνηρό δίλημμα δεν είχε χτυπήσει την δική τους πόρτα.








Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... Η σάκκα

--Τα νεύρα μου...
--Τι έπαθες πρωινιάτικα;
--Σάκκα είχες;
--Τι πράγμα;
--Λέω – στο σχολειό είχες σάκκα;
--Αυτό πάλι πού κολλάει τώρα;
--Πες και θα σου πω...
--Όχι, έβαζα τα βιβλία στον μάρσιππο...
--Με δουλεύεις;
--Εσύ με δουλεύεις μ’ αυτά που ρωτάς... άκου αν είχα σάκκα... και βέβαια είχα, ασήκωτη...
--Και ποιος την κουβαλούσε;
--Ένας δούλος που είχε αγοράσει ο πατέρας μου  στο σκλαβοπάζαρο! Είσαι καθόλου καλά; Εγώ την κουβαλούσα, έγερνα μονόπαντα από το βάρος!
--Άει γεια σου...
--Που είχα σκεβρώσει; Υγεία το λες αυτό;
--Όχι... ανάληψη ευθυνών το λέω...
--Ανάληψη σάκκας ναι... ανάληψη ευθυνών - πόθεν;
--Η σάκκα μας είναι ευθύνη μας... την φτιάχνουμε, την πάμε στο σχολειό. Την φέρνουμε πίσω... Είναι υποχρέωση κάθε μαθητή, σωστά; Ένα βάρος που πρέπει να σηκώσουμε...
--Αν το δεις έτσι, σωστά...
--Τότε γιατί τρία στα τέσσερα παιδάκια πηγαίνουν σήμερα στο σχολειό τους με τα χέρια στις τσέπες και μια μαμά/γιαγιά/παππούς κουβαλάει τη σάκκα τους;  Πότε και πώς θα μάθουν ότι η ζωή έχει ζόρια, βάρη, αγκομαχητό αν δεν ξεκινήσουν από την σάκκα τους;
--Μπορεί να είναι πολύ βαριά...
--Οι δικές μας δεν ήταν; Εμείς τι ήμασταν, απόπαιδα; Κι άντε, είναι πολύ βαριά – μα οι περισσότερες έχουν ροδάκια... και σέρνει η γιαγιά τα ροδάκια στον ανήφορο και κλωτσάει ο μάγκας τα τενεκάκια στο δρόμο...
--Κι είναι κακό να κλωτσάς τα τενεκάκια; Κι εμείς το κάναμε, ολόκληρο ποδοσφαιρικό αγώνα στήναμε...
--Κακό δεν είναι – μπορεί να μας προκύψει ο καινούργιος Μέσσι! Κακό είναι να σέρνει τη σάκκα η γιαγιά κι εσύ να κλωτσάς...
--Τα τενεκάκια;
--Και την ευκαιρία σου να μάθεις τι θα πει υπευθυνότητα και «βάρη ζωής»!