Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Από το καινούργιο μου βιβλίο "Πάροδος Μουσών 9"

«Θα χιονίσει», είπε η Θάλεια σκεφτική κι ένιωσε τη διάθεσή της να χαλάει. Τράβηξε την κουρτίνα στο πλάι για να δει καλύτερα έξω. Η αυλή ήταν έρημη. Σουρούπωνε και το τσουχτερό κρύο είχε μαζέψει τον κόσμο από νωρίς στα σπίτια, γύρω από τζάκια και σόμπες που καταβρόχθιζαν κούτσουρα ή πετρέλαιο. Στο διπλανό διώροφο σπίτι, του Πάρη, τα φώτα δεν είχαν ανάψει ακόμα. Μάλλον θα έλειπαν όλοι, η μάνα του η κυρα Όλγα («Όγλα» την έλεγε μικρή, της ερχόταν πιο εύκολο) σε καμιά γειτόνισσα κι ο αδελφός του στο γαλατάδικο που δούλευε τελευταία. Όσο για τον ίδιο τον Πάρη, σίγουρα θα είχε πάει να μαζέψει τον πατέρα του από το καφενείο της πλατείας προτού  νυχτώσει για τα καλά. Δύσκολη δουλειά ακόμη και για ένα παλικάρι είκοσι χρονών όπως αυτός, σκέφτηκε, ιδίως όταν ο κυρ Γιώργης είχε πιει μερικά τσίπουρα παραπάνω και κατέβαινε την οδό Μουσών τρικλίζοντας και γλιστρώντας επικίνδυνα στο παγωμένο καλντερίμι μέχρι να φτάσει στο σπίτι του, στην πάροδο Εννιά.
          Η ματιά της ταξίδεψε ένα γύρω στην αυλή τους. Ο κόσμος της, ο μικρόκοσμός της, εδώ που μεγάλωσε από μωρό. Πόσο τεράστια της φαινόταν παλιότερα! Και πόσο ασφαλής ένιωθε πάντα σ’ αυτή τη ζεστή αγκαλιά, με τα μικρά ισόγεια και διώροφα σπίτια γύρω-γύρω να την ορίζουν και να φτιάχνουν μια μικρή γειτονιά, τη γειτονιά τους. Σπίτια ονοματισμένα από τα παιδιά που ζούσαν σ’ αυτά, τους φίλους και τις φίλες της. Το σπίτι του Πάρη, δίπλα τους. Το σπίτι της Λίνας απέναντι και, πιο κει, το σπίτι της Κατερίνας. Η σκέψη της σκάλωσε για λίγο εκεί κι έκανε μια νοερή προσευχή για το κοριτσάκι που έφυγε ξαφνικά, στα έντεκά του χρόνια, αφήνοντας τους γονείς της ρημαγμένους να θρηνούν το μοναχοπαίδι τους.
          Παραδίπλα το μεγαλύτερο σπίτι της αυλής. Διώροφο, κάτω του Νίκου και του Φίλιππα και πάνω του Γιαννάκη, της Σούλας  και του Βασίλη. Κολλητά η μεγάλη σιδερένια πόρτα, η είσοδος στο κάστρο της γειτονιάς τους, με ένα τεράστιο «εννιά» κολλημένο πάνω. Το νούμερο 9 της παρόδου Μουσών. Ο μικρόκοσμός της! Που θα τον άφηνε σε λίγες βδομάδες για να φύγει πολύ μακριά. Ένιωσε ένα ξαφνικό δάγκωμα στην καρδιά. 
«Άντε να φέρεις κάνα ξύλο για τη φωτιά», διέκοψε την ονειροπόληση η μάνα της από την πολυθρόνα δίπλα στη σόμπα, όπου καθόταν με το αιώνιο πλεχτό στο χέρι.
Γύρισε και την κοίταξε. Της φάνηκε τόσο γερασμένη. Η Ουρανία, στα σαράντα δύο της, έδειχνε τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερη, με τα ξανθά-γκρίζα μαλλιά της μαζεμένα σε κότσο χαμηλά στον αυχένα και τα όμορφα, γαλανά της μάτια πλαισιωμένα από τις ρυτίδες μιας δύσκολης ζωής. Χήρα από τα είκοσι τέσσερα, μετά το ατύχημα στο βουνό που στοίχισε τη ζωή του άντρα της, πάλεψε με νύχια και με δόντια να μεγαλώσει τις τρεις κόρες της, τις μούσες της, όπως τις έλεγε τρυφερά. Η Θάλεια ήταν τότε μόλις τεσσάρων χρονών, η Μέλπω, η μεγάλη, στα έξι και η μικρή της, η Κλειώ, νεογέννητη.
Ζάβαλη μάικω, θυμήθηκε η Θάλεια τον Μυριβήλη κι αναστέναξε. Δόλια μάνα!  Και τι δεν τράβηξες στη ζωή σου! Στη ζωή που δεν σου χαρίστηκε καθόλου.
Τυλίχτηκε στο χοντρό της σάλι και βγήκε έξω. Τα ξύλα, ντανιασμένα κάτω από τη σκάλα, ήταν παγωμένα. Τράβηξε δυο τρία με δάχτυλα κοκαλωμένα από το κρύο. Θα χιονίσει, ξανασκέφτηκε κακόκεφη και μπήκε βιαστικά στη ζεστή κουζίνα. Έβαλε ένα κούτσουρο στη φωτιά, άνοιξε το ράδιο (σε λίγο θα άρχιζε “Το Θέατρο τους Δευτέρας”), έβαλε σε μια κούπα καυτό τσάι από το τσαγερό που ήταν μόνιμα πάνω στη σόμπα και βολεύτηκε στο μικρό καναπεδάκι, δίπλα στη μάνα της.




Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Παρουσίαση από τον Δήμο Χλωπτσιούδη
φιλόλογο/εκδοτικό επιμελητή
του νέου μου μυθιστορήματος
με τίτλο «Πάροδος μουσών εννιά)
που μόλις κυκλοφόρησε

Με ένα νέο βιβλίο η Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου επιστρέφει στην πεζογραφία. Μετά το «Βαλς μιας ζωής» και την ποιητική παρένθεση με τις «Ψηφίδες», επανέρχεται με ένα νέο μυθιστόρημα.

Μας αποκαλύπτει τη ζωή τεσσάρων γυναικών κατά τη δεκαετία του ’70, τα συναισθήματά τους, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, τους έρωτές τους. Η φτώχεια, η ξενιτιά, η ζωή στην επαρχιακή πόλη, το απρόβλεπτο του ανθρώπινου βίου αποτυπώνονται στο έργο με φόντο τη μαγευτική Βέροια.

Καταστάσεις -λίγο ή πολύ- οικείες σε πολλές επαρχιακές πόλεις αποκαλύπτονται με κέντρο αναφοράς ένα φτωχικό σπίτι -με μία μεγάλη μουριά-  πλούσιο σε αισθήματα. Η Ουρανία έχει τρεις κόρες… Χήρα η ίδια καλείται να αντιμετωπίσει όλες τις ξαφνικές φουρτούνες στην οικογενειακή ζωή. Η μεγάλη της κόρη φεύγει στη Νέα Υόρκη παντρεμένη με συνοικέσιο, όπου βιώνει το δικό της Γολγοθά και αντιμετωπίζει τη μοίρα της. Η μικρή της κόρη φεύγει –παιδάκι ακόμα- στη Θεσσαλονίκη υιοθετημένη από την αδελφή της που αγωνιά να αποκτήσει ένα παιδί. Εκεί ερωτεύεται και καλείται να αντιμετωπίσει τις θύελλες του έρωτά της με τον ανιψιό του θετού της πατέρα. Η μεσαία κόρη μένει στη Βέροια, αλλά κι εκείνη προσπαθεί να χαράξει το δικό της δρόμο εξερχόμενη από μία πολυετή σχέση που δεν οδηγεί πουθενά για να φτάσει σε ένα γάμο από σύμβαση και διάθεση εκδίκησης.

Τρεις Μούσες, τρεις πόλεις… Νέα Υόρκη για τη Μέλπω, Θεσσαλονίκη για την Κλειώ και Βέροια για τη Θάλεια. Στην ουσία η πλοκή καλύπτει τρία χρόνια (τέλη ’72 έως μέσα ‘74). Ωστόσο, μέσα από αναδρομικές αφηγήσεις δίνεται η ευκαιρία στον αναγνώστη να ενταχθεί σε βάθος χρόνου στο ιστορικό της οικογένειας.

Η Ουρανία και οι τρεις κόρες της (η Μελπομένη, η Θάλεια και η Κλειώ), οι Μούσες της, αποτελούν τα κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος. Γύρω από αυτές στήνεται μία πλοκή με θέμα την αποκατάστασή τους.

Αν και φαινομενικά κεντρικό ζήτημα είναι ο γάμος των κοριτσιών, τούτος αποτελεί απλά την αφορμή ώστε η συγγραφέας να μεταφέρει απόψεις, ήθη και καταστάσεις των αρχών του ’70. Άτυπες υιοθεσίες, επαγγελματικές δυσκολίες, προσωπικές επιλογές, το αίσθημα για τα σχόλια του κόσμου, ο έρωτας και η κοινωνική προσαρμογή.

Η δημιουργός απλά καταγράφει τις καταστάσεις και τις σκέψεις των πρωταγωνιστών μένοντας αμέτοχη σε όλη την πλοκή. Με χαρακτηριστική ευαισθησία και μοναδική ζωντάνια προσεγγίζει τα περιστατικά και τα πρόσωπα.

Η γραφή της Βάσως Αποστολοπούλου καθηλώνει διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Με πινέλο τις λέξεις και καμβά τη Βέροια η συγγραφέας στήνει ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, μία ηθογραφική αφήγηση. Με γλώσσα ρέουσα και χρήση ποικίλων αφηγηματικών μεθόδων, με την καταγραφή των σκέψεων των ηρώων πλέκεται ο ιστός μιας ιστορίας γεμάτης έντονα συναισθήματα και απρόβλεπτες καταστάσεις. Χωρίς υπερβολές και με πλήρη διάθεση ρεαλιστικής αποτύπωσης, αφήνει τον αναγνώστη να ταυτιστεί με τους ήρωες και τα συναισθήματά τους.





Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

«Φρίντα & Βικτώρια» - το e book


Οι αγαπημένες μας «Φρίντα και Βικτώρια»
 φιλοξενούνται πλέον σε e book!
Από τη Fofi Walter-Kyrlidou κι εμένα ένα μεγάλο ευχαριστώ
στον Κώστας Θερμογιάννης για το υπέροχο εξώφυλλο που μας χάρισε
και στον Δήμος Χλωπτσιούδης για την εξαιρετική επιμέλεια! 






Η "Πάροδος Μουσών 9" είναι κοντά μας!

Έχω τη χαρά να σας ανακοινώσω την κυκλοφορία
του καινούργιου μου βιβλίου  "Πάροδος Μουσών 9"
από τον εκδοτικό οίκο "Bookstars", 
εκδοτική επιμέλεια Δήμος Χλωπτσιούδης
 και εξώφυλλο Κώστας Θερμογιάννης.

Το βιβλίο μπορείτε να το προμηθευτείτε ως εξής:

1) Από το βιβλιοπωλείο σας δίνοντας τα στοιχεία του
 (τίτλο, συγγραφέα, εκδ.οίκο)
2) Μετά από συνεννόηση μαζί μου με 
mail (vassapostol@gmail.com)
3) Από το βιβλιοπωλείο
 Γράψε Σβήσε, Ιωνίας 94,

 Άνω Καλαμάκι - 2109929905
4) Από τον εκδοτικό οίκο μέσω του παρακάτω 
link:
http://www.bookstars.gr/User/BookDetails.aspx










Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Μαθήματα χορού

Η κουρτίνα της μπαλκονόπορτας ίσα που ανέμιζε στο ελαφρύ απογευματινό αεράκι. Ολόλευκη, πλούσια, σαν νυφιάτικο πέπλο. Ή σαν αέρινη, τούλινη  φούστα πρίμας μπαλαρίνας. Ναι, αυτό ήταν.  Αυτό της θύμιζε. Πρίμα μπαλαρίνα. Σαν αυτή που θα γινόταν και η ίδια μια μέρα. Γιατί το είχε υποσχεθεί στον εαυτό της από τότε που ήταν μικρή, τόσο δα παιδάκι. Όταν έπιασε για πρώτη φορά τις ροζ πουέντες στα χέρια της. Όταν φόρεσε για πρώτη φορά το άσπρο κολάν με την κοντή, φουντωτή φουστίτσα. Όταν κατάφερε για πρώτη φορά να ταιριάσει τα βήματά της μ’ εκείνα των άλλων κοριτσιών στις πέντε ποζισιόν που τους έδειχνε η μαμζέλ Αντελί.
            Παραμέρισε την κουρτίνα και βγήκε στη βεράντα. Αν και μέρα ακόμη, τα φώτα είχαν ανάψει στον τρίτο όροφο της απέναντι πολυκατοικίας. Η σχολή χορού ξεκινούσε νωρίς τα μαθήματα με τις μικρές μαθήτριες στην αρχή και τις μεγαλύτερες αργότερα. Τα μικρά ήταν η αδυναμία της. Κοριτσάκια τριών και τεσσάρων χρονών, με τα μαλλάκια πιασμένα ψηλά σε χαριτωμένους κότσους για να μην εμποδίζουν την κίνηση και προσωπάκια σοβαρά, προσηλωμένα στις οδηγίες της δασκάλας τους.
            Βολεύτηκε καλύτερα στην πολυθρόνα της κι έπιασε τα κυάλια από το διπλανό τραπεζάκι. Οι δυνατοί φακοί έφεραν τη μεγάλη σάλα με το γυαλιστερό ξύλινο πάτωμα μπροστά της, στη βεράντα της. Οι μικρές μπαλαρίνες είχαν πάρει τη θέση τους στη μπάρα, δίπλα στον τεράστιο καθρέφτη που έπιανε όλο τον τοίχο της αίθουσας, κι είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν τις πρώτες ασκήσεις συγχρονισμού κάτω από τους ήχους μιας μουσικής που η απόσταση δεν την άφηνε να ξεχωρίσει. Έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά, έψαξε για λίγο στο κινητό, βρήκε τη «Λίμνη των κύκνων» και πάτησε το κουμπί. Η μαγική μελωδία του Τσαϊκόφσκι πλημμύρισε το μυαλό και την ψυχή της καθώς συνέχισε να κοιτάζει χαμογελώντας αχνά  τις  λιλιπούτειες αέρινες, λευκές φιγούρες, που τώρα στροβιλίζονταν με χαριτωμένη αδεξιότητα στο παρκέ της σχολής.
            Ξαφνικά το σκηνικό άλλαξε. Ήταν η ίδια μια λευκή, αέρινη φιγούρα που γλιστρούσε με χάρη πάνω σε μια τεράστια σκηνή. Η ορχήστρα έπαιζε τη «Λίμνη» κι εκείνη, η Οντέτ, ένιωθε ότι πετούσε. Οι άλλες χορεύτριες του μπαλέτου παραμέριζαν για να περάσει και υποκλίνονταν στο ταλέντο και την απαράμιλλη τεχνική της. Ο Ζίγκφριντ εμφανίστηκε πίσω από τις βαριές κόκκινες βελούδινες κουρτίνες και την πλησίασε με αδρές, κοφτές κινήσεις. Την έπιασε από τη μέση κι άρχισαν να στροβιλίζονται μαζί, οργώνοντας τη σκηνή απ’ άκρη σ’ άκρη σε ένα χορευτικό κρεσέντο που καθήλωσε το κατάμεστο θέατρο. Κι όταν την σήκωσε ψηλά κι εκείνη άρχισε να ανεμίζει τα χέρια της σαν ντελικάτες, εύθραυστες φτερούγες, οι θεατές ξέσπασαν σε ένα ξέφρενο χειροκρότημα που την έκανε να νιώσει ότι πετούσε στ΄αλήθεια, μεθυσμένη από τον θρίαμβό της. Ο παρτενέρ της την κατέβασε ανάλαφρα και, κρατώντας την από το χέρι, την οδήγησε στο κέντρο της σκηνής, όπου υποκλίθηκαν στο κοινό που τους αποθέωνε. Γύρισε και τον κοίταξε κι εκείνος της ανταπέδωσε τη ματιά σχηματίζοντας τη λέξη «σ’ αγαπώ» άηχα με τα χείλη του. Χαμογέλασε ευτυχισμένη. Ήταν ο δικός της πρίγκιπας, ο δικός της Ζίγκφριντ -και κανένας κακός μάγος, καμία Οντίλ, δεν θα μπορούσαν ποτέ να τους χωρίσουν.
            Είχε σουρουπώσει για τα καλά όταν η μητέρα της την πλησίασε αθόρυβα. «Πάλι μπαλέτο έβλεπες, κοριτσάκι μου...», μουρμούρισε θλιμμένα. Παραμέρισε μια τούφα από τα μαλλιά της, έσκυψε και φίλησε τρυφερά το αποκοιμισμένο της πρόσωπο και μάζεψε τα κυάλια από την αγκαλιά της.
            Ύστερα την σκέπασε απαλά με την καρό κουβέρτα, που είχε γλιστρήσει από την αναπηρική πολυθρόνα στα πλακάκια της βεράντας...







Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014


Από το καινούργιο μου βιβλίο "Πάροδος Μουσών 9"

     Αεροδρόμιο Ελληνικού. Κόσμος πολύς, αποσκευές παντού, φασαρία, αναγγελίες πτήσεων. Κρατούσε σφιχτά στα χέρια της το διαβατήριο και δεν άφηνε τον Φίλιπ στιγμή από τα μάτια της, φοβόταν πως θα χαθεί, θα εξαφανιστεί μέσα σ’ αυτή την πολυκοσμία αν σταματούσε έστω για μια στιγμή να τον κοιτάζει. Είχαν παντρευτεί; Δεν το θυμόταν, καμιά εικόνα δεν είχε σχετικά. Ωστόσο φορούσε βέρα, άρα ο γάμος είχε γίνει και τώρα ετοιμάζονταν να φύγουν για Αμερική.
     Πλησίασαν το γκισέ κι ο Φίλιπ γύρισε προς το μέρος της για να της ζητήσει το διαβατήριο. Τον κοίταξε με μάτια γουρλωμένα, με την ανάσα της να σταματά και τους σφυγμούς της ξέφρενους. Δεν ήταν ο Φίλιπ ο άντρας που την κοίταζε χαμογελώντας και άπλωνε το χέρι προς το μέρος της ! Ήταν ο Στράτος που της χαμογελούσε, εκείνο το γνώριμο χαμόγελο, το τόσο αγαπημένο! 
Ένιωσε να χάνει τον κόσμο γύρω της. Ο Στράτος! Πώς; Από πού; Κι ο Φίλιπ; Γιατί χάθηκε, πού ήταν; Γύρισε αλαφισμένη το βλέμμα γύρω, πουθενά! Ξανακοίταξε προς το γκισέ, ο Στράτος είχε χαθεί κι αυτός. Ήταν μόνη, ολομόναχη μέσα στο πλήθος. Πανικοβλήθηκε, άρχισε να φωνάζει. «Στράτο! Στράτο!»

     Ξύπνησε λουσμένη στον ιδρώτα. Της πήρε λίγα λεπτά μέχρι να συνέλθει, να καταλάβει πού βρισκόταν. Η σόμπα συνέχιζε να καίει κι εκείνη ήταν κουλουριασμένη στο μικρό καναπεδάκι, στον καθησυχαστικό οικείο χώρο της κουζίνας. Παραμέρισε την κουβέρτα που την είχε σκεπάσει η μάνα της, σηκώθηκε  και πλησίασε στο παράθυρο. Ένιωθε ένα βάρος στο στήθος, μια αγωνία να την πνίγει.



Το «πειραματόζωο»...

Με κοίταζε με τα τεράστια γλυκά μάτια του γεμάτα εμπιστοσύνη και κουνούσε χαρούμενα την ουρά του. Δεκέμβρης του 2009. Ήταν αργά το απόγευμα, εφημέρευα και πήγαινα να πάρω καφέ όταν τον είδα έξω από τα επείγοντα. Ο κούταβος ήταν περίπου 3-4 μηνών, καφε-ξανθός, ένα ακόμα αδεσποτάκι του νοσοκομείου. Τον χάιδεψα.
«Πού βρέθηκες εσύ εδώ, καημενούλη μου; Είσαι πολύ γλυκούλης, το ξέρεις;»
Μου έγλειψε το χέρι. Τον ξαναχάιδεψα κι έκανα να φύγω. Φυσικά και θέλησε να με ακολουθήσει, όπως όλα τα κουτάβια όταν τους δείξεις ενδιαφέρον.
Και τότε το είδα. Το πίσω δεξί ποδαράκι δεν το πατούσε καθόλου. Το κρατούσε στον αέρα και πάλευε να με φτάσει με τα άλλα τρία πόδια του. Πάγωσα. Ένα κουτσό κουτάβι! Τι πιθανότητες είχε να επιβιώσει; Και πόσο μπορεί να υπέφερε από το σπασμένο ποδαράκι;
Ο υπάλληλος security στην πόρτα των επειγόντων με πλησίασε. «Τον τάισα πριν λίγο» μου είπε. «Πρέπει να τον χτύπησε αμάξι, είναι έτσι δυο-τρεις μέρες τώρα».
Κοίταξα ξανά το τραυματισμένο κουτάβι και δεν χρειάστηκα πολύ για να πάρω την απόφαση.
«Έχε το στο νου σου» είπα στον υπάλληλο, «πάω να φέρω το αυτοκίνητο». Τον πήρα αγκαλιά και κατ’ ευθείαν στην κτηνίατρο.
Η ακτινογραφία ήταν τραγική. Κάταγμα μηριαίου, το κόκαλο είχε φύγει από τη θέση του. «Χρειάζεται χειρουργείο», μου είπε η κτηνίατρος.» Έχω να σου συστήσω κάποιον συνάδελφο, πολύ καλό, αλλά θα στοιχίσει αρκετά. Γιατί δεν απευθύνεσαι στον Δήμο που ανήκει το νοσοκομείο, έχουν προγράμματα για τα αδέσποτα».
Της άφησα το κουτάβι να το κρατήσει στο ιατρείο για την νύχτα και το πρωί τηλεφώνησα στον Δήμο και ενημέρωσα για το θέμα. Η απάντηση; Απίστευτη!
«Δεν αναλαμβάνουμε αδέσποτα κάτω των έξι μηνών», μου είπε η «υπεύθυνη» ξερά. Στην αγανακτισμένη μου παρατήρηση «και τα μικρότερα των έξι μηνών με πρόβλημα τι θα γίνουν; Θα τα αφήσουμε να υποφέρουν;» μου απάντησε στεγνά πως αυτή είναι η πολιτική του Δήμου και να σταματήσω να την απασχολώ γιατί είχε δουλειά (!).
Έκλεισα έξω φρενών το τηλέφωνο. Πήγα στο ιατρείο, πήρα το κουτάβι και την διεύθυνση της κλινικής μικρών ζώων και ξεκίνησα. Μια ώρα αργότερα ο μικρούλης βρισκόταν στα χέρια του κτηνίατρου ο οποίος, αφού τον εξέτασε, μου είπε πως η όλη ιστορία, χειρουργείο και νοσηλεία, θα στοίχιζε κάποιες εκατοντάδες ευρώ. Του είπα να προχωρήσει, θα αναλάμβανα εγώ τα έξοδα σε πρώτη φάση. Χάιδεψα τον κούταβο, που μου έγλειψε για μια ακόμη φορά το χέρι, τον έβγαλα δυο-τρεις φωτογραφίες κι έφυγα.
Την μεθεπομένη εφημέρευα πάλι. Το μεσημέρι, στην τραπεζαρία που πήγα για φαγητό, κόλλησα την φωτογραφία του κουταβιού στον πίνακα ανακοινώσεων με μια λιγόλογη αναφορά στην ιστορία του και ζητούσα από όσους συναδέλφους ήθελαν να συμμετάσχουν σε έναν έρανο για το χειρουργείο. Ταυτόχρονα ενημέρωσα προφορικά τους παρόντες για το θέμα.
Οι αντιδράσεις ποικίλες. Αδιαφορία, ενόχληση, κάποια ειρωνικά βλέμματα, κάποιες κουβέντες συμπάθειας και κατανόησης, ελάχιστο ενδιαφέρον. Δεν εξεπλάγην. Σχεδόν το περίμενα. Αυτό που δεν περίμενα, που με άφησε εμβρόντητη και ανίκανη να αρθρώσω λέξη, ήταν το σχόλιο ενός συναδέλφου (μιλάμε πάντα για γιατρό).
«Γιατί δεν το πας στο Τάδε νοσοκομείο;»
Στην αρχή δεν κατάλαβα. «Γιατί;» τον ρώτησα, εντελώς ανυποψίαστη.
«Ζητάνε σκύλους για πειράματα. Γιατί δεν το πηγαίνεις για πειραματόζωο;»
Έμεινα άναυδη, να τον κοιτάζω με φρίκη. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου... Εγώ να κάνω αγώνα να σώσω το πόδι του ζωντανού κι εκείνος να μου προτείνει να το πάω για πειραματόζωο!
«Δεν μιλάς σοβαρά» του είπα οργισμένη μόλις κατάφερα να μιλήσω. «Τι σου έφταιξε το ζώο και προτείνεις κάτι τέτοιο;»
«Εγώ πάντως έτσι θα έκανα» μου είπε ψυχρά και συνέχισε να βλέπει τηλεόραση.
Έφυγα έξαλλη από την τραπεζαρία με τη φράση «Γιατί δεν το πηγαίνεις για πειραματόζωο;» να βουίζει στο μυαλό μου. Πόσο ανάλγητος μπορεί να είναι κανείς;
Ευτυχώς ωστόσο που υπάρχουν και συνάδελφοι με ευαισθησίες. Έγινε έρανος τελικά και συγκεντρώθηκε περίπου το μισό του ποσού της επέμβασης. Έστω. Το βασικότερο είναι η ενεργοποίηση κάποιων για να βρεθεί σπίτι για το ζωντανό. Εμένα αυτό με ενδιέφερε! Κι αυτό το ενδιαφέρον ήλθε να αντισταθμίσει κάπως το σοκ που ένιωσα στο άκουσμα της πρότασης «γιατί δεν το πηγαίνεις για πειραματόζωο;»
Για πειραματόζωο! Το αδέσποτο! Που αγωνίζεται να επιβιώσει σ’ έναν κόσμο εχθρικό, γεμάτο κινδύνους! Που σε κοιτάζει με ευγνωμοσύνη και σου γλύφει τα χέρια μόνο και μόνο επειδή το χάιδεψες! Που σε εμπιστεύεται και σε πλησιάζει για λίγη τρυφερότητα, χωρίς να υποψιάζεται ότι μπορεί να το κλωτσήσεις... Ή να το στείλεις για πειραματόζωο... Έλεος! Ποιος φορέας θα νοιαστεί πραγματικά για τα αδέσποτα; Και πότε οι άνθρωποι θα καταλάβουν ότι η ανθρωπιά μετριέται και από το πώς φερόμαστε στα αδέσποτα ζώα; Ή κυρίως απ’ αυτό;
Το κουτάβι χειρουργήθηκε με απόλυτη επιτυχία, ανάρρωσε γρήγορα και ξεκίνησε νέος αγώνας να του βρω κάποιον να το υιοθετήσει. Κρίμα μετά από τόση περιπέτεια να ξαναγυρνούσε αδεσποτάκι στον περίβολο του νοσοκομείου...
Επίλογος: Ο σκυλάκος βρήκε την καλύτερη οικογένεια. Τον υιοθέτησε η αδελφή του άντρα μου, τον βάφτισα «Άλντι» κι είναι ένα πανέμορφο, χαρούμενο και τρυφερό ζωντανό που τους λατρεύει και τον λατρεύουν. Τρέχει σαν άνεμος – ούτε και φαίνεται τι περιπέτεια έχει περάσει με το ποδαράκι του. Κι εγώ έχω την ευκαιρία να τον βλέπω πολύ συχνά και να χαίρομαι με την ευτυχισμένη ζωή που του χαρίστηκε.
Ο Άλντι μου! Το αδεσποτάκι μου! Το «παρ’ ολίγον» πειραματόζωο αν έπεφτε σε λάθος χέρια!




Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Μαμά μην κλαις... πρέπει να φύγω...

Πρέπει να φύγω μαμά... είμαι πολύ κουρασμένος...
Ξέρω ότι είσαι πολύ λυπημένη... κι ο μπαμπάς... το βλέπω στα μάτια σας... το νιώθω στο χάδι σας... αλλά δεν θέλω να κλαίτε...

Κι εγώ είμαι πολύ λυπημένος, σας αγαπώ τόσο πολύ... όσο μ’ αγαπάτε κι εσείς... Αχ, πόσο πολύ μ’ αγαπήσατε... από την πρώτη στιγμή, από τη μέρα που με βρήκε η νονά με σπασμένο ποδαράκι και με πήγε στο γιατρό να με κάνει καλά... και μετά με πήρατε στο σπίτι σας, στο σπίτι μας...

Τι όμορφα που περάσαμε...ε, μαμά;
Εσύ μου έκανες τα καλύτερα φαγητά, με φρόντιζες, μου έδινες τόσες πολλές αγκαλιές, μου έλεγες τόσα λόγια αγάπης... κι ο μπαμπάς μου έκανε αγκαλιές, με πήγαινε βόλτες, με χάιδευε, μ’ αγαπούσε τόσο πολύ... και δεν με μαλώνατε όταν έκανα και καμιά αταξία...

Θυμάσαι, μαμά, που έκλεβα τα τυροπιτάκια από το τραπέζι; Που πλατσούριζα στον κουβά και σου γέμιζα νερά τη βεράντα; Που ανέβηκα στο πεζούλι και πήγα στο διπλανό μπαλκόνι να δω τη σκυλίτσα που έμενε εκεί; Πόσο είχατε τρομάξει τότε, μαμά... κι όμως, δεν με μαλώσατε, μόνο με πήρες αγκαλιά και μου είπες να μην το ξανακάνω... κι εγώ δεν το ξανάκανα, δεν ήθελα να σε στενοχωρώ...

Όμως τώρα πρέπει να φύγω, μαμά... είμαι τόσο αδύναμος, τόσο κουρασμένος... δεν έχω κουράγιο ούτε να φάω πια... μόνο να κοιμάμαι θέλω...
Το είπε κι ο γιατρός, είμαι πολύ άρρωστος... κι ας είμαι μόνο πέντε χρονών... όμως είμαι πολύ ευτυχισμένος που πέρασα τόσο υπέροχα τη μικρή μου ζωή μέσα στην αγάπη σας...

Δεν θέλω να κλαίτε, μαμά... θέλω να θυμάστε μόνο όλα αυτά τα όμορφα που ζήσαμε μαζί και την απέραντη αγάπη που σας είχα... κι εγώ θα πάρω μαζί μου τη δική σας απέραντη αγάπη σαν φυλαχτό για το μεγάλο μου ταξίδι...


Μαμά, μπαμπά... αντίο... σας αγαπώ τόσο πολύ...