Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016



Η μετακόμιση των χρωμάτων

Σκέφτηκα να τα συγκεντρώσω σε ένα e book - τα κείμενά μου των τριών τελευταίων χρόνων. Κάτι σαν ανθολόγιο, θυμάστε από τα σχολικά μας χρόνια;

Το αποτέλεσμα είναι «Η μετακόμιση των χρωμάτων», που σας παρουσιάζω σήμερα με ιδιαίτερη χαρά! Ένα ακόμη «παιδί» προστίθεται στην μικρή μου συγγραφική οικογένεια, σε εξώφυλλο και επιμέλεια Δήμου Χλωπτσιούδη, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά.

Μπορείτε να το διαβάσετε στο παρακάτω link και σύντομα θα είναι διαθέσιμο και σε έντυπη μορφή.

Σας ευχαριστώ όλους για την αγάπη, με την οποία αγκαλιάσατε τα βιβλία μου όλα αυτά τα χρόνια, κι εύχομαι η «Μετακόμιση» να βρει κι αυτή το δρόμο της προς την καρδιά σας!






 

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016



Το λικέρ της θύμησης


Τα θυμάμαι δωδεκάδα. Από τη Βέροια ακόμα, από τότε που ήμουν μικρό παιδάκι. Στο σπίτι των γονιών. Να γεμίζουν λικέρ και να συνοδεύουν ευχές για ονομαστικές γιορτές... για γενέθλια... για Πρωτοχρονιές και Πασχαλιές.


Αλλάξαμε αρκετά σπίτια στη ζωή μου την παιδική. Μετακομίσεις, πακεταρίσματα - και τα ποτηράκια να ακολουθούν τυλιγμένα προσεκτικά σε εφημερίδες για να μη σπάσουν, όχι πάντα με επιτυχία. Αλλά όσα έμεναν, εξακολουθούσαν να συνοδεύουν τις γιορτινές στιγμές της οικογένειας κερνώντας μας λικέρ.


Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσα, έφυγα από το πατρικό, άνοιξα το δικό μου σπιτικό. Τα ποτηράκια συνέχισαν να ελαττώνονται - έφευγαν κι αυτά ένα ένα από «ατυχήματα». Μέχρι που έμειναν μοναχά αυτά τα δυο. Κειμήλιο ανεκτίμητο κι ας είναι από ταπεινό γυαλί - είναι φορτωμένα με τόσο πολύτιμες αναμνήσεις!


Πλέον δεν κερνούν λικέρ, φοβάμαι μη σπάσουν κι αυτά τα τελευταία και τα κρύβω ζηλότυπα στο ντουλάπι. Τα βγάζω μόνο για να κεράσω τον εαυτό μου, να ζωντανέψω τις αναμνήσεις μου και να πιω στη μνήμη Εκείνων που δεν υπάρχουν πια - και που, ωστόσο, είναι πάντα παρόντες!





Τρίτη 22 Μαρτίου 2016



Το παραβάν

Τράβηξες πάλι το παραβάν
Και χώρισες την ψυχή σου
Απ’ την ψυχή του
Πάνω που είχε αρχίσει να πιστεύει
Πως είχε επιτέλους καεί
Απ’ τον ήλιο
Που συνέχιζε να σου χαρίζει
Απλόχερα
Στις μέρες τις σκοτεινές

Κι ωστόσο εκείνο ήταν πάντα εκεί
Παραμόνευε θαρρείς από μόνο του
Σαν και νά ’χε δικιά του ζωή
Ή σαν να τό ’χες εσύ φυλαγμένο
Ασπίδα για να κρυφτείς
Να προστατευτείς
Ν’ αποδιώξεις

Τι παράξενο αλήθεια
Ένα τόσο διάφανο πανί
Νά ’χει τόση σκληράδα
Τόση παγωνιά
Και τόση αντοχή
Υφασμένο από λέξεις πικρές
Από ματιές επικριτικές
Από απουσίες μέσα στις παρουσίες
Από χιλιόμετρα απόστασης
Ανάμεσα σε βηματισμούς
Τάχα μου συντονισμένους

Κι έμειν’ εκείνος  ξανά ν’ αναρωτιέται
Σαστισμένος
Άραγες τι να φοβάσαι
Κι αναδιπλώνεσαι
Και κλείνεις σαν στρείδι
Κι ορθώνεις το παραβάν
Της καχυποψίας
Και της αποξένωσης

Ποια φαντάσματα από το παρελθόν
Στοιχειώνουν ακόμα τη σκέψη σου
Θαμπώνουν τη ματιά και την κρίση σου
Σφιχτοδένουν την ψυχή σου
Και γίνονται χέρι αόρατο
Που απλώνει χαιρέκακα τα δάχτυλα
Στο παραβάν

Και μπαλώνει τ’ ανοίγματα
Της προσέγγισης
Με νήματα απομάκρυνσης
Κι απόρριψης
Και το τραβά ξανά στο ενδιάμεσο
Αποκόβοντας τις ματιές και τους ψίθυρους
Που είχαν αρχίσει τόσο ελπιδόφορα

Να σας ενώνουν και πάλι...