Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Βότσαλα, ναυάγια και Ροβινσώνες

Μια μικρή παραλία. Μικρούλα, τόση δα - ίσα ίσα να χωράει μια μικρή παρέα που θέλει να ξαποστάσει και να λιαστεί. Κρυμμένη ανάμεσα σε μεγάλα βράχια, αόρατη από το δρόμο κι από το κοντινό εξ ίσου βραχώδες σημείο εκκίνησης των κολυμβητικών μας εξερευνήσεων.

Βγήκαμε στάζοντας θάλασσα. Τα πόδια μας βούλιαξαν σ’ ένα παχύ στρώμα φύκια, σωρευμένα από μυριάδες κύματα πάνω στα λειασμένα βότσαλα. Οι άντρες πήραν να συναγωνίζονται ποιος θα κάνει τα περισσότερα «βατραχάκια» στην επιφάνεια του νερού με πλακουτσές πέτρες ενώ εγώ κι η Φώφη μαζεύαμε βότσαλα με «προσωπικότητα» - σχήματα, χρώματα ή σχέδια παράξενα, ξεχωριστά.

Στην άκρη της παραλίτσας, κάτω από ένα βράχο γερτό σαν σκεπή που έφτιαχνε κάτι σαν ανοιχτή μισοσπηλιά, βρήκαμε ξύλα ξεβρασμένα από τη θάλασσα και ξασπρισμένα από τον ήλιο. Κι η φαντασία μας πήρε φωτιά. Τι για ναυάγια και  Ροβινσώνες, τι για ρεσάλτα και κοντραμπάντα, τι για φωτιές και λαθρέμπορους. Ολόκληρο μυθιστόρημα στήσαμε με πρόθυμους ακροατές τα γλαροπούλια που έκρωζαν πάνωθέ μας βουτώντας κάθε τόσο σαν κάθετες σαΐτες στα μαβιά νερά.

Βαφτίσαμε «ναυάγιο» τη μικρή μας  παραλίτσα και μετά από κάμποση ώρα, κι αφού την αποχαιρετίσαμε απρόθυμα με την υπόσχεση να την επισκεφτούμε και πάλι το συντομότερο, κολυμπήσαμε ως τη βάση μας κουβαλώντας τα βότσαλα/λάφυρα και τραγουδώντας το «Μπαρ το ναυάγιο» της Αρλέτας.













Ιστορίες στο... φτερό - θέσεις καπνιζόντων

Αλήθεια, τις θυμάστε; Εσείς οι παλιότεροι λέω - τις «θέσεις καπνιζόντων» στα αεροπλάνα; Σίγουρα τις θυμάστε, ηρωικές εποχές! Όταν οι μισές θέσεις, οι πρώτες, ήταν για «μη-καπνίζοντες» και οι τελευταίες μισές για «καπνίζοντες» - λες και η «20 Α», ας πούμε, χωρίζονταν από την «21 Α» με κάποιο αόρατο παραπέτασμα που δεν επέτρεπε τον καπνό του θεριακλή της δεύτερης να περνά στην πρώτη και να ταλαιπωρεί τον άτυχο επιβάτη της που μπορεί να είχε άσθμα, αλλεργία ή να ήταν απλά μη καπνιστής, βρε αδελφέ!

Κι εκτυλίσσονταν σκηνές απείρου κάλλους στα ταξίδια, ειδικά αν αυτά ήταν πολύωρα. Ντουμάνιαζε η ουρά του αεροπλάνου κι έβηχε η μύτη του. Γύριζε αγριεμένος ο «20 Α» κι έκανε παρατήρηση στον «21 Α», που απλά του έδειχνε το ταμπελάκι «καπνίζοντες» πάνω από τη θέση του και τράβαγε μια ακόμη βαθιά ρουφηξιά. Γίνονταν τράμπες στις θέσεις ανάμεσα σε επιβάτες που είχαν κλείσει (απρόσεχτα κι ασυλλόγιστα) θέση στη «λάθος» περιοχή, αν και η χαμογελαστή κοπελιά στο γκισέ (δεν υπήρχε η on line κάρτα επιβίβασης, την έβγαζες επί τόπου) σε ρωτούσε «καπνίζοντες ή όχι;»

Έλυναν τις ζώνες οι καπνιστές που είχαν την ατυχία να μη βρουν θέση στην ουρά (γίνονταν ανάρπαστες) και μαζεύονταν στο πίσω μέρος για να κάνουν ένα τσιγάρο έστω στα πεταχτά, έστω στα όρθια, έστω τραμπαλίζοντας επικίνδυνα σε κάποιες ξαφνικές αναταράξεις - φτάνει να έπαιρναν τη δόση τους. Χώριζαν ζευγάρια στη διάρκεια της πτήσης μιας και η σύζυγος ανήκε στους «μη» κι ήταν αδύνατον να επιβιώσει μέσα στην αιθαλομίχλη της ουράς όπου επέλεγε να κλείσει τη δική του θέση ο φουμαδόρος σύζυξ.

Πάνε πλέον όλα αυτά. Πέρασαν ανεπιστρεπτί  εδώ και χρόνια, όταν βγήκε η πρώτη απαγόρευση του καπνίσματος για τις σύντομες πτήσεις στην αρχή, για όλες αργότερα. Και πολύ καλώς έκαναν που πέρασαν. Και σας το λέει αυτό όχι μια φανατική, ή έστω μετριοπαθής, της αντικαπνιστικής εκστρατείας αλλά μια καπνίστρια - λάιτ μεν, καπνίστρια δε. 

Όχι πως δεν θα ήθελα κάποιες φορές να ανάψω ένα τσιγάρο εν πτήσει, ειδικά στα πολύωρα ταξίδια κι ειδικότερα στην ώρα του καφέ - γιατί, ως γνωστόν, ο καφές είναι ο ρουφιάνος του τσιγάρου και τούμπαλιν (πλέον δεν πίνω καφέ στα ταξίδια, μου είναι αδιάφορος χωρίς το παρεάκι του). Όμως το όφελος από την καθαρή ατμόσφαιρα μέσα στο αεροπλάνο είναι παρασάγγας μεγαλύτερο και σημαντικότερο από το όποιο «κόστος» ημών των καπνιζόντων - δεν κάνουμε δα και στερητικά!

«Θέσεις καπνιζόντων» - τι σας (και μου) θυμίζω τώρα!








Ιστορίες στο... φτερό - το πρώτο ταξίδι

Το πρώτο μου ταξίδι με αεροπλάνο το έκανα στα 25 μου. Ναι, στα 25. Βλέπω κάποιους εξ υμών, τους νεότερους σε ηλικία,  να μειδιάτε συγκαταβατικά ή και κάπως ειρωνικά - στα 25; Τόσο μεγάλη; Ναι, ξέρω ότι οι νέες γενιές έχετε ανέβει σ’ αεροπλάνο πολύ νωρίτερα - τα εγγόνια μου έκαναν το πρώτο τους ταξίδι σε ηλικία δύο μηνών.

Άλλες εποχές όμως τα τέλη της  δεκαετίας του ’70. Μπορεί η Ολυμπιακή Αεροπορία, η περίφημη «Ο.Α.» του Ωνάση με τους έξι διάσημους κύκλους στην ουρά των αεροπλάνων, να ήταν στο απόγειό της και τα υπερατλαντικά ταξίδια μια πραγματικότητα αλλά για τον μέσο Έλληνα όλα αυτά ήταν λιγάκι στη σφαίρα του μυθικού - το οικονομικό μετρούσε πολύ σε μια αναπτυσσόμενη αλλά όχι ακόμη ανεπτυγμένη οικονομία (δεν είχαν εφευρεθεί βλέπετε τα διακοποδάνεια, αυτά είναι μεταγενέστερο φρούτο μαζί με τα εορτοδάνεια και τα γαμοδάνεια!)

Αλλά ας επιστρέψουμε στο πρώτο της ζωής μου(αεροπορικόν) ταξίδιον. Σεπτέμβρης μήνας κι αποφασίσαμε με τη φίλη μου τη Βίκυ (δυο Βασιλικούλες) να πάμε στην έκθεση της Θεσσαλονίκης -  εγώ για να ξαναζήσω της μαγεία των παιδικών μου χρόνων (την επισκεπτόμασταν οικογενειακά ανελλιπώς κάθε χρόνο την εποχή της Βέροιας, μέχρι τα δώδεκά μου) κι η Βίκυ για να τη δει για πρώτη φορά. Στην ουσία, ωστόσο, αυτό που μας ενδιέφερε περισσότερο ήταν η μαγεία του αεροπορικού ταξιδιού.

Όλα ήταν πρωτόγνωρα σ’ αυτή τη βραδυνή πτήση. Ο έλεγχος των αποσκευών, το λεωφορείο που μας πήγε στο αεροπλάνο, η αίσθηση της απόδρασης από τη στιγμή που πατούσες το πρώτο σκαλί για να ανέβεις, η ζώνη ασφαλείας, οι οδηγίες για περίπτωση ανάγκης (μάσκες, σωσίβια, «αλεξίπτωτο δεν έχει;» με ρώτησε ψιθυριστά η Βίκυ, που είχε ελαφρώς φρικάρει, «γιατί μαρή, αν είχε ξέρεις να το χρησιμοποιήσεις;» της απάντησα το ίδιο ψιθυριστά, «σταμάτα γιατί θα γίνουμε ρεζίλι - απ’ το χωριό η Μαριώ!») και τέλος πάντων κάποια στιγμή βολευτήκαμε και περιμέναμε με έξαψη την απογείωση.

Η Βίκυ στο παράθυρο, εγώ στη μεσαία και, ευτυχώς, κανείς στην θέση του διαδρόμου. Έτσι δεν υπήρξε μάρτυρας της σκηνής απείρου κάλους που ακολούθησε, καθώς η φιλενάδα μου έριξε μια ματιά έξω κι είδε κάτι σαν χοντρό καραβόσχοινο, γυαλιστερό, να ξεκινά από κάπου στο σκοτάδι και να καταλήγει στο αεροπλάνο. «Τι είναι αυτό;» με ρώτησε ψιθυριστά. «Δεν έχω ιδέα», της απάντησα σον ίδιο τόνο. Εκείνη το επεξεργάστηκε για λίγο και αποφάνθηκε «πρέπει να είναι ο σωλήνας που βάζουν τα καύσιμα, φορτώνουν τώρα». Εξ ίσου ανίδεη, δέχτηκα την ερμηνεία του φαινομένου και δεν ασχοληθήκαμε άλλο - μέχρι τη στιγμή της απογείωσης, οπότε μου άρπαξε το χέρι πανικόβλητη και μου είπε με φωνή τρεμάμενη «έρχεται μαζί μας...» 

«Ποιος καλέ;» «ο σωλήνας, ξέχασαν να τον βγάλουν και φεύγουμε μαζί μ’ αυτόν, κοίτα, κοίτα!»

Πάει, τάπαιξε αυτή, σκέφτηκα. Πάντως έριξα μια ματιά από το παράθυρο και είδα πράγματι μέσα στο σκοτάδι το γυαλιστερό «καραβόσκοινο» να ακολουθεί το αεροπλάνο πειθαρχικά και συντονισμένα - κι επειδή ήταν άκρως εξωφρενική και αδύνατη μια τέτοια πιθανότητα, προσπάθησα να καταλάβω τι ήταν ακριβώς αυτό που θεωρούσαμε «σωλήνα», για να βάλω τα γέλια μια στιγμή αργότερα, γέλια νευρικά και ολίγον υστερικά, που μου έφεραν δάκρυα στα μάτια και πλήρη ανημπόρια να εξηγήσω στην κάτωχρη (όσο και συγχισμένη από την αντίδρασή μου) Βίκυ τι θεωρούσα τόσο αστείο σε κάτι που εκείνη την τρομοκρατούσε.

«Μαρή παλαβή», κατάφερα κάποια στιγμή να ψιθυρίσω κλαίγοντας ακόμη, «το φτερό είναι!!! Η κόχη του φτερού που φωτίζεται περίεργα και φαίνεται σα γραμμή, κοίτα και τα φωτάκια στην άκρη – κι αν προσέξεις καλύτερα, θα δεις και την τουρμπίνα από κάτω... τούρμπο, ε τούρμπο! Πάλι καλά που δεν φώναξες την αεροσυνοδό, ρεζίλι θα γινόμασταν!!!»

Η Βίκυ μαζεύτηκε στη θέση της ζεματισμένη και δεν ξαναμίλησε για το υπόλοιπο της διαδρομής - το μισάωρο δηλαδή που μας απέμενε. Όσο για μένα, ακόμα τη θυμάμαι και χαμογελώ κάθε που ταξιδεύω νύχτα και βλέπω τα φτερά να γυαλίζουν μέσα στο σκοτάδι!





Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας, οι διοικητές του ΕΣΥ
 και η οφθαλμοσκόπηση

Όταν πριν λίγο καιρό ο αναπληρωτής υπουργός υγείας κ.Πολάκης δήλωνε (με αφορμή τις κρίσεις των υποψήφιων διοικητών στα νοσοκομεία του ΕΣΥ) ότι «θα τους κοιτάξω στα μάτια και θα καταλάβω αν είναι κατάλληλοι για τη θέση», ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα. «Τι τα θέλουμε», σκέφτηκα, «τα βιογραφικά και τις συνεντεύξεις όταν με μια απλή οφθαλμοσκόπηση μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα και να διορίσουμε τους καλύτερους στις τόσο κρίσιμες και νευραλγικές θέσεις των διοικητών των πολύπαθων νοσοκομείων μας;» Βέβαια το θεώρησα σχήμα λόγου και δεν έδωσα συνέχεια στη σκέψη μου.

Σφάλμα! Μέγα σφάλμα! Διότι σε πολλά νοσοκομεία έγινε ακριβώς αυτό (είμαι σε θέση να το γνωρίζω με απόλυτη βεβαιότητα και να μιλώ μετά λόγου γνώσεως). Διορίστηκαν διοικητές  χωρίς να γίνουν συνεντεύξεις (έστω του δίλεπτου, βρε αδερφέ - έτσι, για τα μάτια του κόσμου) των οποίων τα τυπικά (και πιθανόν και τα ουσιαστικά) προσόντα ήταν σαφώς κατώτερα από άλλων υποψηφίων (π.χ. το πτυχίο ΤΕΙ υπερίσχυσε του πτυχίου ΑΕΙ, το μεταπτυχιακό του διδακτορικού, η μη-εμπειρία της εμπειρίας - και άλλα πολλά, που μπορεί ο κάθε ενδιαφερόμενος να δει με λεπτομέρειες στα βιογραφικά που αναρτήθηκαν στο ygeianet.gr).

Άρα; Άρα επληρώθη το ρηθέν υπό του κυρίου αναπληρωτή υπουργού - οι υποψήφιοι εκρίθησαν (προφανώς, και αναμένω διάψευση εάν πλανώμαι) δια της μεθόδου της... οφθαλμοσκόπησης. Απλά πράγματα, συνοπτικές διαδικασίες και, κυρίως, μη χρονοβόρες (το ότι χρειάστηκαν έως και έξι μήνες για να τελεσφορήσουν είναι αλλουνού παπά βαγγέλιο). Και ναι, φίλες και φίλοι, έχομεν διοικητάς! Λευκός καπνός εμφανίστηκε στην καμινάδα του υπουργείου Υγείας!

Άντε βρε! Καλορίζικοι! Να σωθούν επιτέλους τα νοσοκομεία μας!

Υ.Γ. Φήμες που θέλουν το εικονιζόμενο “Johns Hopkins Hospital” (Βαλτιμόρη, ΗΠΑ) να έχει προτείνει στον κ. Πολάκη θέση συμβούλου επί θεμάτων ανθρώπινου δυναμικού (HR) ελέγχονται ως ανακριβείς.





Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Περί σύνταξης ο λόγος (σαν κατάσταση ζωής, όχι σαν ποσό!)

Όταν βγήκα στη σύνταξη πριν δυόμισυ χρόνια, τον Δεκέμβρη του 2013, μια από τις θετικές σκέψεις που έκανα (γιατί είχε και τη μελαγχολική της πλευρά η «απόσυρση») ήταν «από δω και πέρα θα κάνω ό,τι θέλω, όταν το θέλω και αν το θέλω», κατά το δυνατόν τουλάχιστον - και το εφαρμόζω όσο μπορώ.

Μετά από δώδεκα χρόνια σχολείο, έξι χρόνια πανεπιστήμιο και τριανταέξι συναπτά έτη υπηρεσίας ως γιατρός (αγροτικό, ειδικότητα, ΕΣΥ) όπου όλα στην καθημερινότητά μου  ήταν απόλυτα προγραμματισμένα και οργανωμένα μέχρι το τελευταίο λεπτό (ακόμα και στις διακοπές έκανα πλάνα για όταν αυτές τελειώσουν), είναι μοναδική η αίσθηση του «δεν έχω πλέον συγκεκριμένο ωράριο εργασίας, συγκεκριμένες υποχρεώσεις, ανώτερους στην ιεραρχία για να αναφέρομαι, δεν κυνηγώ τον χρόνο, δεν είμαι με το ρολόι στο χέρι, μπορώ να διαβάσω τα βιβλία που έχω στιβάξει στη βιβλιοθήκη μου, να γράψω τα βιβλία που έχω στιβάξει στο μυαλό μου, να πάω να περπατήσω με τον σκύλο μου όση ώρα αντέξουμε (εγώ, αυτός δεν κουράζεται ποτέ), να τακτοποιήσω εκείνη την αποθήκη που χρόνια σώρευα μέσα πράγματα (και που θέλουν πέταμα τα περισσότερα), να κοιτάζω τη θάλασσα με τις ώρες, να μην κοιτάζω τίποτε αλλά απλά να ονειρεύομαι με βλέμμα απλανές, να πιω έναν τρίωρο καφέ με μια φίλη, να κάνω τις μικρές μου αποδράσεις στα ξαφνικά χωρίς να κοιτάζω πρώτα αν εφημερεύω αυτό το σαββατοκύριακο (και να ζητώ από τις συναδέλφους, που πάντα με εξυπηρετούσαν, αλλαγή εφημερίας), να πάρω το πρώτο αεροπλάνο και να πάω να δω τα εγγονάκια μου όποτε με πιάνει η νοσταλγία, να ζω έτσι, χωρίς πρόγραμμα (που έλεγε και η Μαρία Ρεζάν - τη θυμάστε την εκπομπή οι παλιότεροι;)».

Γι αυτό σας λέω - μη σκέφτεστε βαρύθυμα την σύνταξη ( το τι θα κάνετε εννοώ, όχι το οικονομικό κομμάτι, αυτό είναι πράγματι μια πονεμένη ιστορία) - είναι ανεκτίμητη αυτή η ελευθερία χρόνου που μας χαρίζει!