Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Παγκόσμια μέρα αποταμίευσης

Παγκόσμια μέρα αποταμίευσης η σημερινή, ίσως από τις πρώτες μέρες που καθιερώθηκαν το πάλαι ποτέ μιας και ίσχυε και στα δικά μου σχολικά χρόνια (ναι, είμαι του πάλαι ποτέ κι εγώ!).

"Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακκούλι" και "σταλαγματιά σταλαγματιά γεμίζει η στάμνα η πλατιά" κι ένα σωρό τέτοια χαριτωμένα και δος του να στύβουμε κάθε χρόνο το μυαλό να γράψουμε κάτι πρωτότυπο, που να μην το είχαμε πει πέρσι και πρόπερσι, εμείς ή τα υπόλοιπα παιδιά στην τάξη. Τι καημός κι αυτός, τι τσαντίλα να λες τα ίδια και τα ίδια με άλλα (πόσα πια!) λόγια - αλλά να εύχεσαι κατά βάθος να είναι η δική σου έκθεση η καλύτερη για να κερδίσεις τον κουμπαρά.

Και να ο κουμπαράς του ΤΤ (οι παλιοί ξέρετε τι είναι τα αρχικά) δώρο στην καλύτερη έκθεση και να τα κέρματα από τον μπάρμπα ή τον νονό να κουδουνίζουν (με κανα χάρτινο πού και πού, σπάνιο είδος). Και να κρατάει το κλειδί η μάνα και να βάζουμε εμείς, οι έξυπνοι παμπόνηροι πολυμήχανοι Οδυσσέηδες (ναι, ξέρω ότι είναι Οδυσσείς αλλά μου ακούγεται καλύτερα το άλλο) το μαχαίρι στη σχισμή για να γλιστρήσουν τα κέρματα (μη μου πείτε πως δεν το κάνατε, άγια παιδιά!) και να τα κάνουμε χαρτάκια-χαλκομανίες για να κάνουμε κόντρες κολλώντας τα στον τοίχο (κι αυτό για τους παλιότερους, οι καινούργιοι έχουν το τάμπλετ σαν προέκταση του χεριού τους).

Παγκόσμια μέρα αποταμίευσης η σημερινή κι αν δεν φοβόόμουν μην ακουστώ πικρόχολη, θα έλεγα ότι είναι «τυχερά» τα σημερινά παιδιά που, υποθέτω, έχουν απαλλαγεί από την αντίστοιχη ανιαρή έκθεση. Γιατί, για ποια αποταμίευση να γράψουν μιας και δεν περισσεύει μία για να ρίξουν στον κουμπαρά που δεν έχουν - περιττό πλέον αντικείμενο, άγνωστο... όπως και η δυνατότητα να βάζουν κανα ευρώ στην ακρη.

Το μόνο που μπορούμε να αποταμιεύουμε πια είναι σκέψεις και αισθήματα!




Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Σαντίγια   (κεφάλαιο 3ο)

Το κουδούνισμα του τηλεφώνου θρυμμάτισε τη σιγαλιά της νύχτας και την έκανε να αναπηδήσει αλαφιασμένη. Όχι τόσο γιατί ξαφνιάστηκε όσο γιατί είδε την εικόνα της μικρής να ξεθωριάζει πάλι, να γίνεται ένα αχνό περίγραμμα και τα φύλλα του φίκου πίσω της να διαγράφονται σκοτεινά. Κοίταξε την οθόνη, ήταν η κόρη της από Λονδίνο. Χωρίς να το σκεφτεί καν απέρριψε την κλήση κι έκλεισε το κινητό. Τη Λυδία θα την έπαιρνε αργότερα εκείνη. Τώρα προείχε να μη χαθεί η οπτασία. Την είδε με ανακούφιση να εμφανίζεται και πάλι, είδε τις λεπτομέρειες που ήξερε πλέον καλά - τα σκισμένα ρουχαλάκια, τα σκουλαρίκια στα μικροκαμωμένα αυτιά, το ντελικάτο χεράκι που σήκωνε εκείνη τη στιγμή το αρκουδάκι σαν σε χαιρετισμό. «Πρέπει οπωσδήποτε να της μιλήσω απόψε», ξανασκέφτηκε η Στέλλα.

Την επόμενη στιγμή συνειδητοποίησε πόσο αλλόκοτο ήταν αυτό που της συνέβαινε και πόσο παράλογα δούλευε το μυαλό της. Να μιλήσει σε ποιον; Σε ένα πλάσμα της φαντασίας της; Που δεν υπήρχε καν; Και τι να της πει, σε ποια γλώσσα; Από πού ήταν η μικρούλα, πώς να επικοινωνήσει;
«Τό ’χεις χάσει τελείως μου φαίνεται», είπε στον εαυτό της, προσπαθώντας να βάλει τη λογική της να δουλέψει. «Αυτό είναι το πρόβλημά σου, η γλώσσα - λες κι όλα τα άλλα είναι εντάξει, η μικρή υπάρχει κι εσύ θέλεις να πιάσεις κουβέντα με ένα φάντασμα, ένα αποκύημα της φαντασίας σου». Μα το κοριτσάκι εξακολουθούσε να στέκεται δίπλα στην μεγάλη γλάστρα και να της τείνει το λούτρινο παιχνίδι - ήταν εκεί, δεν της είχε σαλέψει, την έβλεπε καθαρά.

«Ποια είσαι; Πώς σε λένε;» τη ρώτησε ψιθυριστά με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο. Για μεγάλη της έκπληξη η μικρούλα της χαμογέλασε κι εκείνη, ή έτσι της φάνηκε - πως άφησε το σοβαρό, σχεδόν σκυθρωπό, ύφος της κι ένα χαμόγελο γλύκανε το μουτράκι της. Η Στέλλα αναθάρρησε. Φανταστικό ή όχι, εκείνη θα επέμενε να πιάσει συζήτηση με το όραμα. Εξ άλλου δεν είχε να ανησυχεί μήπως και την πάρει είδηση κανείς να μιλά μόνη της, κάτι που της είχε γίνει συνήθεια σχεδόν από τότε που έφυγε η κόρη της - το διαμέρισμά της έπιανε όλον τον όροφο κι έτσι δεν υπήρχαν γείτονες να την κατασκοπεύουν.

«Πώς σε λένε;», ξαναρώτησε μαλακά. Είδε τα χείλη της μικρής να κινούνται και να σχηματίζουν μια λέξη. «Κατάλαβε τι ρώτησα», σκέφτηκε με δέος. Προσπάθησε με αγωνία να ακούσει αλλά κανείς ήχος δεν έφτασε στ’ αυτιά της. Η μικρή, λες και το κατάλαβε, ξανασχημάτισε την ίδια λέξη το ίδιο άηχα.  Η Στέλλα παρακολουθησε με πυρετική ένταση το σχήμα των χειλιών της καθώς σχημάτιζε τα φωνήεντα - «α...ι...α...». Τι να σήμαινε. «Μαρία;» ήταν το πρώτο που της ήρθε στο μυαλό και της το είπε. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι και επανέλαβε το όνομά της. «Νάντια; Άρια;» μα η αντίδραση της μικρούλας εξακολουθούσε να είναι αρνητική. Άρχισε να αραδιάζει ονόματα χωρίς επιτυχία. Απογοητεύτηκε, είδε την απογοήτευση και στα μάτια του κοριτσιού.

«Θα σε λέω Μαρία μέχρι να καταφέρουμε να συνεννοηθούμε, ΟΚ;», της είπε, θεωρώντας εντελώς φυσιολογική πλέον τη συνομιλία της με ένα φάντασμα, με ένα πλάσμα της φαντασίας της - ή μήπως όχι; Ή μήπως ζούσε μια πρωτόγνωρη, ανεξήγητη και γοητευτική εμπειρία; Ήταν τόσο ζωντανή και η μικρούλα και η συζήτηση, δεν κοιμόταν, δεν ονειρευόταν, άκουγε τα αυτοκίνητα να τρέχουν στην παραλιακή, μύριζε τη γαρδένια στην άλλη άκρη της βεράντας, έβλεπε το φεγγάρι να ανεβαίνει στον ουρανό.

Και ταυτόχρονα έβλεπε τη «Μαρία» και μιλούσε μαζί της.





Σαντίγια   (κεφάλαιο 2ο)

Η Στέλλα σηκώθηκε με βαρύ κεφάλι. Μια διάχυτη θολούρα σαν ομίχλη τύλιγε το μυαλό και τα μάτια της. Δεν θυμόταν αν είχε κοιμηθεί μετά τον εφιάλτη, είχε χάσει την αίσθηση ύπνου και ξύπνιου, σαν και όλη τη νύχτα να παράπαιε ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο καταστάσεις και να έγερνε πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη πλευρά. Παραπατώντας, στ’ αλήθεια τώρα, πήγε μέχρι την κουζίνα κι έφτιαξε έναν καφέ βαρύ, σκέτο. Η εικόνα της μικρής δεν έλεγε να φύγει λεπτό από τη σκέψη της, την έβλεπε με εκπληκτική ενάργεια όπου και να γύριζε τη ματιά της. Μέχρι και μέσα στην κούπα του καφέ σαν να της φάνηκε πως είδε εκείνα τα σοβαρά σκούρα μάτια να την καρφώνουν και τα σκουλαρίκια να λαμπυρίζουν φευγαλέα.

Όπως κάθε μέρα κατέβηκε στην παραλία με τα πόδια και πήρε το τραμ για Γλυφάδα. Λιγοστοί οι επιβάτες στα δυο βαγόνια που σέρνονταν αργά πάνω στις ράγες - τόσο αργά, που έφευγε από το σπίτι της  μισή ώρα νωρίτερα αφ’ ότου είχε αποφασίσει να το χρησιμοποιεί αντί για το αμάξι της. Δεν την πείραζε όμως, έτσι κι αλλιώς ο ύπνος της ήταν λιγοστός τον τελευταίο κάμποσο καιρό και το ξύπνημά της πολύ πρωινό, πριν φέξει καλά καλά - άσε που τούτο το καθημερινό μισάωρο στο αργόσυρτο τραμ της έδινε την ευκαιρία να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της καθώς χάζευε αφηρημένη την άλλοτε ήρεμη κι άλλοτε ανταριασμένη θάλασσα.

Στο ύψος του Ελληνικού γύρισε τη ματιά της προς το παλιό αεροδρόμιο. Μπροστά στο μισοερειπωμένο κτίριο που ακόμη είχε πάνω του τα γράμματα «OLYMPIC 2001» ξεθωριασμένα, θλιβερό απομεινάρι περασμένων μεγαλείων, είδε τα απλωμένα στον φράχτη ρούχα των προσφύγων και τις πολύχρωμες σκηνές τους. Σαν να της φάνηκε πως ήταν περισσότερες από χτες, που ήταν πιο πολλές από προχτές. Κάποια πιτσιρίκια είχαν γαντζώσει τα δάχτυλά τους στα σύρματα και χάζευαν το τραμ ενώ κάποια άλλα ανέμισαν τα χέρια τους σε χαιρετισμό χαχανίζοντας. Τα αντιχαιρέτησε κι εκείνη κινώντας ελαφρά τα δάχτυλα που ακουμπούσαν στο παράθυρο.

Η υπόλοιπη μέρα, όπως και κάθε άλλη, πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Όρθια πίσω από τον πάγκο του φαρμακείου της, άλλοτε εξυπηρετώντας πελάτες κι άλλοτε χαμένη μέσα σε παραγγελίες και συνταγές, ξεχνούσε μέχρι και να φάει πολλές φορές. Είχε σχεδόν νυχτώσει όταν κατεβασε τα βαριά ρολά, καληνύχτισε την Ελένη, την υπάλληλό της, κι έσυρε το κουρασμένο της βήμα προς τη στάση του τραμ. Μπήκε στο σπίτι της, έβαλε ένα ποτό και βγήκε στη βεράντα να χαλαρώσει από την ένταση της μέρας. Άναψε ένα κερί να μαλακώσει τις σκιές από τα φυτά που οργίαζαν τριγύρω, βούλιαξε στα μαξιλάρια της πολυθρόνας, σήκωσε το ποτήρι της χαιρετίζοντας νοερά την κόρη της που σπούδαζε στην Αγγλία κι αφέθηκ στη μαγεία του Σαρωνικού, που απλώνονταν στα πόδια της έξι ορόφους πιο κάτω.

Και τότε την είδε. Την μικρούλα της νύχτας. Στεκόταν δίπλα στον μεγάλο φίκο της γωνίας και την παρατηρούσε με το ίδιο σοβαρό βλέμμα και κρατώντας το ίδιο ταλαιπωρημένο λούτρινο παιχνίδι στο χέρι. Η Στέλλα έφερε την παλάμη στο στόμα για να πνίξει την κραυγή που ανέβηκε από το στήθος της - όχι για να μην την ακούσει κανείς αλλά για να μην τρομάξει το όραμα και φύγει.


Έπρεπε οπωσδήποτε να της μιλήσει απόψε.





Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Μπαμπά, ξεχνάω...

Θυμάσαι, πατέρα μου; Θυμάσαι που ξεχνούσες; Ξεκίνησε σταδιακά, αθόρυβα, ύπουλα με το που καβάτζωσες τα ογδόντα-κάτι. Πολύ καθυστερημένα, ευτυχώς - για σένα αλλά και για μένα.

Άρχισε με το να ξεχνάς να φέρεις ψωμί γυρνώντας από το καφενείο. Το θυμόσουν μόλις έφτανες στο σπίτι και με έβλεπες... και μαγκωνόσουν, μου ζητούσες συγγνώμη (χώμα γινόμουν που σε έβλεπα να νιώθεις τόσο αμήχανα) κι έφευγες τα μπρος πίσω να πας στο φούρνο - κρατούσαν γερά τα γέρικα πόδια κι ήσουν τόσο περήφανος γι αυτό.

Μετά άρχισαν κι άλλα... κι άλλα. Τι μέρα είναι, τι θα φάμε το μεσημέρι, τι κάνουν τα παιδιά.  Στην αρχή, άσκεφτα κι απρόσεχτα, αγανακτούσα, σε μάλωνα - «μα τώρα στο είπα», σου έλεγα, «ξέχασες»; Μέχρι που είδα τη θλίψη και την αγωνία στο βλέμμα σου κι ένιωσα να λύνονται τα γόνατά μου. Μίσησα τον εαυτό μου για τούτη την επιπολαιότητα, την άθελη αναλγησία, την άκαιρη αντίδραση. Και μαζεύτηκα. Σού ’λεγα και σου ξανάλεγα τα ίδια και τα ίδια υπομονετικά κι  απαντούσα στις ερωτήσεις σου σαν να τις άκουγα για πρώτη φορά. Κι εσύ έγραφες σε χαρτάκια αυτά που ήθελες να θυμηθείς και με κοιτούσες με ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη αλλά και μια αδιόρατη θυμηδία - σαν να μούλεγες «ξέρω ότι ξεχνάω, ξέρω πως μου λες και ξαναλές το ίδιο πράγμα, ξέρω πως με δουλεύεις λιγάκι... και σ’ ευχαριστώ που δεν αγανακτείς, που δεν υπογραμμίζεις την ανημπόρια μου».

Μπαμπά, ξεχνάω... Πού έβαλα τα κλειδιά, πώς τον λένε γμτ αυτόν τον ηθοποιό, πότε κανόνισα να πάω κομμωτήριο, τι ακριβώς πρέπει να ψωνίσω στο σουπερμάρκετ. Και καταγράφω αυτά που θεωρώ αναγκαία - στο κινητό, εξελιχθήκαμε βλέπεις από την εποχή με τα χαρτάκια. Και σε σκέφτομαι κάθε φορά που προσπαθώ να θυμηθώ κάτι, κάτι απλό, καθημερινό, αυτονόητο. Γιατί εκεί είναι το πρόβλημα, στα απλά και καθημερινά - τα σοβαρά και μόνιμα μια χαρά έχουν κολλήσει, καλώς ή κακώς. Έχει γεμίσει εν πολλοίς ο σκληρός, κάτι λίγα αποθέματα έχουν μείνει, και δεν μπορείς και να κάνεις delete σ’ ένα σωρό άχρηστα που έχεις συσσωρεύσει ώστε  να αδειάσεις χώρο για όσα καινούργια και απαραίτητα ή ενδιαφέροντα θέλεις να καταγράψεις.

Μπαμπά, ξεχνάω...

Μαμά, γερνάω...

Και δεν με πειράζει που γερνάω, δικά μου τα χρόνια, τα έζησα όσο πιο καλά μπορούσα κι ευγνωμονώ τη ζωή που μου τα χάρισε. Ακόμα ακόμα δεν με πειράζει (και τόσο) που ξεχνάω, τουλάχιστον όσο περιορίζεται στα κλειδιά και στους ηθοποιούς. Αυτό που με πειράζει είναι η άσκεφτη αντίδραση ορισμένων στο απορημένο βλέμμα μου και η ελαφρώς ειρωνική και απαξιωτική ατάκα «μα στο είπα, δεν το θυμάσαι;» ειδικά όταν η «διακυβευόμενη» πληροφορία και γνώση είναι ασήμαντη, ανούσια, αδιάφορη. Όχι, δεν το θυμάμαι, δεν το κατέγραψα καν όταν μου το είπες. Επιλέγω να αφήνω χώρο στον σκληρό για πιο σοβαρά, πιο σημαντικά, πιο ενδιαφέροντα πράγματα - γιατί σκληρός είναι, πεπερασμένης (όσο κι αν είναι μικρή ή μεγάλη) χωρητικότητας και, ατυχώς, δεν έχει βρεθεί ακόμη τρόπος να φορτώνουμε καινούργια μνήμη, να προσθέτουμε gigabytes ή  terabytes για να αποθηκεύουμε το κάθε τι που πέφτει στην αντίληψή μας.

Γι αυτό και μη μειδιάτε συγκαταβατικά αν δεν θυμάμαι πού πήγατε πρόπερσι διακοπές και τι φορούσε η κουμπάρα στο γάμο του ξαδέρφου σας!





Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Και να θυμάστε, αγαπημένες μου φίλες - δεν είστε υποχρεωμένες να υπηρετείτε κανέναν (με έντονα κεφαλαία η λέξη υποχρεωμένες!)

Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων - τα παιδιά σας όταν είναι μικρά, οι γονείς σας όταν γίνουν μεγάλοι, οι φιλοξενούμενοι ή οι καλεσμένοι σας (ιερά πρόσωπα) και ολίγες άλλες κατηγορίες - η μόνη υποχρέωση "παροχής υπηρεσιών " είναι ο εαυτός σας και όπου αλλού εσείς επιλέξετε (με έντονα κεφαλαία επίσης!).

Μην αισθάνεστε την υποχρέωση να στέκεστε λαμπάδα αναμένη σε όσους σας περιβάλλουν, ιδίως όταν έχετε διαπιστώσει κατ' επανάληψη ότι και δεν το εκτιμούν και (συχνά) το θεωρούν ενοχλητικό και παρεμβατικό - και κερατάς και δαρμένος δηλαδή!

Και, βέβαια, δεν είστε καθόλου υποχρεωμένες να υπηρετείτε το αγαπημένο σας έτερον ήμισυ - θέλετε (αν!) και το κάνετε μιας και το συγκεκριμένο άτομο είναι το κατ' εξοχήν ισότιμο στη ζωή σας και καθόλου δεν είστε η πλευρά του (με έντονα κεφαλαία κι αυτό!)

Τα ανωτέρω με αφορμή συζήτηση με πολύ αγαπημένο μου πρόσωπο!




Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Το  πασσαπόρτι

Τι καημός κι αυτός! Να πρέπει να ανανεώνεις το διαβατήριο κάθε πενταετία! Θα μου πείτε - αλλάζει η φάτσα με τα χρόνια, μανδάμ,  και υπάρχει το ενδεχόμενο ο φαλακρός κυριούλης ή η ολίγον πλισέ κυριούλα να μη φέρνουν με τίποτε στο παλικαράκι ή την κοπελίτσα της προ αμνημονεύτων χρόνων αρχικής φωτογραφίας. Σωστούν - γι αυτό (υποθέτω) και η επιβαλλόμενη ανανέωση. Οπότε γιατί γκρινιάζω και την ονομάζω «καημό»; Θα σας πω, δεν σας κρατώ άλλο σε αγωνία, κι ελάτε να μου πείτε αν έχω δίκιο ή όχι.

Έφτασε που λέτε κι δική μου σειρά για ανανέωση. Κι επειδή πέντε χρόνια είναι αρκετά (προϊούσης της ηλικίας) για να ξεχάσεις τι τράβηξες την τελευταία φορά, ξεκίνησα ευάερη και ευήλια για την περιπέτεια «διαβατήριο». Πρώτο σκόνταμα (κοινώς  περδούκλωμα) η φωτογραφία. Οι οδηγίες του Νίκου, του φωτογράφου σαφείς. «Τα μαλλιά πίσω από τα αυτιά» (και τα έφτιαχνα τόση ώρα γαμώτο...), «το μέτωπο ελεύθερο, μάζεψε τις φράντζες» (καλέ μου ΔΕΝ μαζεύονται, είναι ατίθασσες κι αυτόνομες), «να φαίνονται τα αυτιά» (δεν μας παρατάς ρε Νίκο... φταίω εγώ που ΔΕΝ είναι πεταχτά;) - τέλος πάντων την έβγαλα την ρημαδοφωτογραφία (χάρμα οφθαλμών!) και ροβόλησα για την υπηρεσία διαβατηρίων.

Παίρνω το νούμερο 23, βλέπω 6-7 άτομα να περιμένουν, ωραία, λέω, το 15 θα είναι μέσα, δεν θα περιμένω και πολύ. Ωστόσο ρωτώ καλού κακού - για να πληροφορηθώ ότι μέσα στο γραφείο είναι το 6. Το έξι; Και πού είναι τα υπόλοιπα νούμερα; Πήγαν για βρούβες; Περιμένω μισή ώρα και το νούμερο από 6 γίνεται 9 - όπερ σημαίνει, δέκα λεπτά ανά πελάτη! Που πα να πει μέχρι το 23 μου είναι 14 νούμερα, άρα 140 λεπτά, άρα κοντά δυόμισυ ώρες αναμονής! Να την κόψω τη φλέβα τώρα ή αργότερα, κύριε πρόεδρε; Γι αυτό εξαφανίστηκαν τα ενδιάμεσα νούμερα - συγγνώμη, οι αναμένοντες;

Παίρνω βαθειές ανάσες ηρεμίας, παίρνω και το αμάξι και ξαμολιέμαι στα πέριξ εις  αναζήτησιν καφετέριας. Τη βρίσκω στο χιλιόμετρο. Εφοδιάζομαι με φρεντοτσίνο, κρουασάν και νερό και επιστρέφω πλήρως εξοπλισμένη για να βρω την αναμονή στο νούμερο 12, ήτοι 110 λεπτά περίμενε ακόμη. Αράζω στο αυτοκίνητο (ευτυχώς έχει λιακάδα), ανοίγω το ραδιόφωνο, ανάβω τσιγάρο κι απολαμβάνω το φρεντοτσίνο μου. Στο μισάωρο βαριέμαι (δεν είχα και την πρόνοια να πάρω κανα βιβλίο μαζί μου η ανέμυαλη), πάω ξανά μέσα, τσεκάρω, στο 15 το νούμερο, ξαναπηγαίνω στο αμάξι, πιάνω το κινητό, μπαίνω στο φέις, χαζεύω κάμποσο, κάνω κάτι λάικ και κάτι σχόλια, πατώνει η μπαταρία, το κλείνω μπας και ξεμείνω και ξαναπηγαίνω στον διάδρομο αναμονής.

Περνάει το 19, μου λέει η κοπελίτσα που έχει το 20 κι είναι μέσα στην καλή χαρά. Ε, καλά πάμε, κοντά είναι το 23, σκέφτομαι και στρώνομαι σε μια καρέκλα δίπλα της. Γύρω τριγύρω γνωστές, πλέον, φάτσες (τόση ώρα σε συν-αναμονή, γενήκαμε φιλαράκια) - άλλες στωικές κι άλλες έτοιμες να εκραγούν, άλλοι έχουν πιάσει την πάρλα και την ανταλλαγή παραπόνων κι άλλοι έχουν κολλήσει τα ακουστικά του κινητού στ’ αυτιά (διαστροφικά τα ελέγχω όλα για να δω αν είναι πεταχτά)  ενώ κάθε λίγο προστίθεται ακόμη ένας υποψήφιος ταλαίπωρος στην αναμονή (το τελευταίο νούμερο είναι τώρα το 67!)

Κάποια στιγμή, τρεις ώρες από την άφιξή μου, ακούω «το 23» και μπαίνω περιχαρής στο γραφείο. Η ευγενέστατη αστυνομικίνα ελέγχει τα χαρτιά μου, μου παίρνει αποτυπώματα (ηλεκτρονικά ευτυχώς, δεν γεμίζω μελάνια τα δάχτυλα) κι ανοίγει το φακελλάκι με τις φωτογραφίες. Συννεφιάζει. Λαχταράω. Τι; Μπας και πειράζει που δεν φαίνονται τα αυτιά; Να έβαζα μπαμπάκια από πίσω, κύριε πρόεδρε, να πετάνε; Όχι, δεν είναι εκεί το θέμα. Αλλά; Να, τα χρώματα του φωτογράφου είναι λίγο έντονα και μπορεί να μη γίνει δεκτή η φωτογραφία. Και τι θα γίνει αν, ο μη γένοιτο, δεν περάσει; Θα βγάλετε καινούργιες και θα ξανάρθετε. Και θα περιμένω πάλι τρεις ώρες;  Με κοιτάζει περίλυπη και η σιωπή της προς απάντησή μου. Παίρνω το χαρτί με τον κωδικό παραλαβής, την ευχαριστώ και βγαίνω το ίδιο περίλυπη από το γραφείο. Αυτό, με την πιθανή μη αποδοχή της φωτογραφίας, με τσάκισε...

Σήμερα είναι να πάω να παραλάβω το πασσαπόρτι μου. Το απόγευμα. Ελπίζω να πήγαν όλα καλά και να το πάρω, να μην κολλήσαμε στη φωτογραφία - καινούργιο τρίωρο δεν θα το αντέξω!!!








Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Ιστορίες στο... φτερό - Βιέννη/Αθήνα σε 29 ώρες (μέρος δεύτερο)

«Η πτήση σας είναι σε διαδικασία απογείωσης» έπεσε πάνω στο κεφάλι μας  σαν αστροπελέκι η φράση της υπαλλήλου στο γκισέ. Απογειώνεται! Μια πτήση που επί δυόμιση ώρες παλεύαμε να προφτάσουμε χωρίς να  μπορούμε να καλύψουμε τα είκοσι μέτρα που μας χώριζαν από το γκισέ, χωρίς κανένας «αρμόδιος» να σκεφτεί το πολύ απλό «προχωρήστε κατά προτεραιότητα», παρ’ όλες τις παρεμβάσεις και επισημάνσεις μας  και παρά τις περί του αντιθετου διαβεβαιώσεις κατωτέρων και ανωτέρων!

Περιττό να σας περιγράψω (το αφήνω στη φαντασία σας) το τι έγινε στη συνέχεια ανάμεσα σε μας και στον κατακκόκκινο από την σύγχυση ανώτερο, που έσπευσε και πάλι ασθμαίνων να ζητήσει εκατό συγγνώμες και να μας καθησυχάσει ότι όλα θα τακτοποιηθούν και θα μπούμε στην επόμενη πτήση. Σιγά τ’ αυγά! Η επόμενη πτήση ήταν γεμάτη, όπως και η βραδυνή - και μετά, τέρμα, δεν είχε άλλη πτήση για Αθήνα εκείνη τη μέρα. Πριν προλάβουμε να τον πάρουμε εκ νέου παραμάζωμα για την ταλαιπωρία μας, μας διαβεβαίωσε ότι η εταιρεία θα φρόντιζε για τη διανυκτέρευσή μας στο ξενοδοχείο του αεροδρομίου (μας υποχρέωσαν!), μας έδωσε κουπόνια για να φάμε μεσημέρι και βράδυ και σε λίγο μας έφερε καινούργια εισιτήρια για την επομένη το μεσημέρι, μόνο που πάλι η απ’ ευθείας πτήση ήταν γεμάτη και θα πηγαίναμε μέσω Μονάχου - άλλη ταλαιπωρία δηλαδή.

Επιλογές δεν είχαμε, η πτήση είχε φύγει, οπότε (μεσημέρι πια κι αφού φάγαμε κάτι άνοστα σνίτσελ) πήγαμε στο ξενοδοχείο να ρημαδοβγάλουμε τη μέρα και τη νύχτα και να ρημαδοαναχωρήσουμε την επομένη. Έλα όμως που εμένα κάτι με έτρωγε και δεν μπορούσα να το χωνέψω ότι δεν είχε εν τω μεταξύ άλλη πτήση για Ελλάδα. Κάποια στιγμή, κατά το απογευματάκι, κάνω μια βόλτα στην αίθουσα αναχωρήσεων (απέναντι ήμασταν) και βλέπω πτήση για Θεσσαλονίκη κάπου στις 12 τα μεσάνυχτα. Αυτό ήταν! Βουτάω τα εισιτήρια, τρέχω στον υπέυθυνο και  ζητώ να μας βάλει σ΄αυτήν την πτήση αν είχε θέσεις - να πάμε Σαλονίκη κι από κει με εσωτερική πτήση για Αθήνα, γρηγορότερα θα φτάναμε παρά μέσω Μονάχου. Θέσεις είχε, οπότε έγιναν οι αλλαγές στο τάκα τάκα και τα μεσάνυχτα απογειωθήκαμε (ακόμη θυμάμαι την αίσθηση απόδρασης βλέποντας τη Βιέννη από ψηλά) μη πιστεύοντας ακόμη ότι η περιπέτειά μας έφθανε επιτέλους στο τέρμα της.

Και καλώς δεν το πιστεύαμε γιατί δεν είχαμε τελειώσει ακόμη! Διότι φτάνοντας στη Σαλονίκη τα ξημερώματα, μαθαίνουμε από την υπάλληλο της Austrian, που είχε έρθει ειδικά για μας αχάραγα στο «Μακεδονία», ότι όλες  οι πρωινές πτήσεις για Αθήνα ήταν γεμάτες και θα μπαίναμε σε λίστα αναμονής για κάποια απογευματινή - και αν βρίσκαμε θέσεις για όλους, ήμασταν και τέσσερις, ζωή να ’χουμε! Συγκρατώντας την οργή μας (δεν θα βγάζαμε άλλωστε και τίποτε) κάναμε μια μίνι σύσκεψη με τον άντρα μου κι αποφασίσαμε να κατέβουμε Αθήνα με το τραίνο. Η υπάλληλος ξαφνιάστηκε, έκανε κάτι τηλεφωνήματα, πήρε το ΟΚ και σε λίγο, με τέσσερα εισιτήρια για το τραίνο στα χέρια, φορτωθήκαμε σε ένα ταξί, άνθρωποι και μπαγκάζια, και αρχίσαμε αγώνα δρόμου για να φτάσουμε στον σιδηροδρομικό σταθμό περνώντας μέσα από όλη την πόλη και με ιδιαίτερο μποτιλιάρισμα (Δευτέρα πρωί πλέον) για να προλάβουμε το τραίνο των οχτώ.

Θα με ρωτήσετε αν το καταφέραμε με την γκαντεμιά που μας κυνηγούσε. Το καταφέραμε - αλλά πώς! Κατεβαίνουμε τρέχοντας τις σκάλες του σταθμού, εγώ με μια βαλίτσα στο ένα χέρι και το παιδί στο άλλο, ο άντρας μου με δυο βαλίτσες και η πεθερά μου με το σακβουαγιάζ, βγαίνουμε στην αποβάθρα και ο συρμός να έχει μόλις ξεκινήσει! Ξαμολιόμαστε ξοπίσω του φωνάζοντας, μας παίρνει είδηση ο οδηγός, κόβει ταχύτητα και σχεδόν σταματά, ανεβαίνουμε λαχανιασμένοι  τη σκαλίτσα τραβολογώντας τα μπαγκάζια, μπαίνουμε στην πρώτη θέση (τουλάχιστον είχε η εταιρεία την ευαισθησία να μας περιποιηθεί λιγάκι) και σωριαζόμαστε ξέπνοοι στα καθίσματα, με τους άλλους επιβάτες να κοιτάζουν απορημένοι τέσσερις ταλαίπωρους ταξιδιώτες με κόκκινα τα μάτια από την αϋπνία και καταϊδρωμένους από το τρέξιμο στις ράγες.

Κοιμόμασταν σχεδόν σε όλη τη διαδρομή εξοντωμένοι και φτάσαμε στο σταθμό Λαρίσης γύρω στις δύο το μεσημέρι της Δευτέρας.

Βιέννη - Αθήνα σε 29 ώρες! Ρεκόρ για Γκίνες!



Ιστορίες στο... φτερό – Βιέννη/Αθήνα σε 29 ώρες (μέρος πρώτο)

Τέλη Ιουνίου του 1990 κι αποφασίζουμε να πάμε δεκαήμερες διακοπές στην Αυστρία - εγώ, ο άντρας μου, ο μεγάλος μας γιος (εννιά χρονών τότε) και η πεθερά μου. Πρώτη φορά στη «χώρα της ευτυχισμένης αγελάδας», όπως την ονομάσαμε από την πρώτη στιμή που είδαμε τις καλοθρεμένες ασπρόμαυρες αγελάδες να βόσκουν αμέριμνες σε ατέλειωτα καταπράσινα λιβάδια, κι η γνωριμία μας μαζί της άρχισε με περιοδεία στην περιοχή των λιμνών. Αφού απολαύσαμε τα πανέμορφα τοπία επιστρέψαμε στη Βιέννη, τηνπεριηγηθήκαμε  για τρεις μέρες και την 1η Ιουλίου, ημέρα Κυριακή, φτάσαμε στο αεροδρόμιο κατά τις 9 το πρωί γεμάτοι όμορφες εικόνες και άνετοι μιας και η πτήση ήταν για τις 11.30 και θα είχαμε μπόλικο χρόνο και καφέ να πιούμε και να καταθέσουμε τον οβολό μας στα duty free.

Επλανώμεθα πλάνην οικτράν! Με το που σκάσαμε μύτη ευάεροι κι ευήλιοι στην αίθουσα αναχωρήσεων, βρεθήκαμε μπροστά σε μια θάλασσα από υποψήφιους ταξιδιώτες, βαλίτσες, σακβουαγιάζ, καρότσια με μωρά που ούρλιαζαν και υπαλλήλους με στολές που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να βάλουν τάξη στο χάος. Κοσμοπλημμύρα σας λέω. Ατέλειωτες ουρές μπροστά στα γκισέ, όλοι πήγαιναν ολούθε, οι επιβάτες πτήσεων που έφευγαν σε μια ώρα δίπλα δίπλα μ’ εκείνους που έφευγαν σε τρεις, χαμός. Όπως μάθαμε αργότερα, όταν όλα είχαν πάει στραβά, πέσαμε στην περίπτωση να είναι και Κυριακή και 1η Ιουλίου, κλασσικά ημέρα έναρξης των καλοκαιρινών διακοπών, γι αυτό και η θεομηνία στο αεροδρόμιο.

Στηθήκαμε λοιπόν κι εμείς σε μια από τις ουρές, την (και καλά!) μικρότερη. Κοίταξα το ρολόι μου, 9.30 η ώρα. «Πού θα πάει», είπα με το νου μου, «θα φτάσουμε κάποια στιγμή - δεύτερη πλάνη, χείρω της πρώτης. Διότι προχωρούσαμε σαν χελώνες, πολλές οι αποσκευές του καθενός, άντε να τις ζυγίσουν, άντε να κολλήσουν ετικέτες, άντε να βγάλουν κάρτες... κουράζομαι που το σκέφτομαι ακόμη και τώρα. Στις 10.00, κι έχοντας προχωρήσει ελάχιστα, άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Μοιράζοντας σόρυ δεξιά κι αριστερά και καβαλώντας πάνω από βαλίτσες και σάκους, έφτασα στο γκισέ και κατέθεσα την ανησυχία μου – «θα χάσουμε την πτήση για Αθήνα» είπα στον μίστερ Μίλερ (έτσι έλεγε το ταμπελάκι, ακόμη το θυμάμαι) για να εισπράξω ένα συγκαταβατικο χαμόγελο και την διαβεβαίωση ότι «μην ανησυχείτε, μαντάμ, έχουμε μιάμιση ώρα ακόμη καιρό».

Επέστρεψα στη θέση μου ξανακαβαλώντας μπαγκάζια με την ανησυχία μου να φουντώνει κάθε λεπτό που περνούσε. Η πεθερά μου καθόταν καρτερικά σε μια από τις βαλίτσες μας, ο μικρός είχε βρει ένα άδειο καρότσι κι έκανε ράλλυ από τη μια άκρη της αίθουσας στην άλλη κι o άντρας μου, πάντα πιο ψύχραιμος και ορθολογιστής από μένα, με καθησύχαζε λέγοντας «δεν μπορεί, θα προλάβουμε, έχουμε χρόνο - άσε που τους ενημέρωσες κιόλας». Άρχισε να συμμερίζεται την αγωνία μου όταν, μισή ώρα αργότερα και με τη θέση μας να έχει μετακινηθεί για δυο τρία μόλις αξιοθρήνητα μέτρα, συνειδητοποίησε ότι το αεροπλάνο θα έφευγε (σιγά μη μας περίμενε) σε λιγότερο από μια ώρα κι εμείς ήμασταν στα άμετρα νερά από τον πάγκο ελέγχου.

Ήταν η σειρά του να καβαλήσει βαλίτσες και καρότσια και να φτάσει στο γκισέ - και πάνω που ξεκίνησε να διαμαρτύρεται, έπεσε το σύστημα των υπολογιστών από την υπερφόρτωση του δικτύου. Μιλάμε έσβησαν όλοι, παντού! Επικράτησε χάος, όλοι φώναζαν, πρόσωπα ανήσυχα έως πανικόβλητα, ο άντρας μου να έχει αρπάξει τον μίστερ Μίλερ από τα πέτα και να τον ταρακουνάει «θα χάσουμε την πτήση, ηλίθιε, και στό ’χουμε πει εδώ και δυο ώρες», εκείνος κάτωχρος να ψελλίζει «μην ανησυχείτε, όλα θα πάνε καλά», εγώ να τρέχω τσαλαπατώντας μπαγκάζια για να συγκρατήσω τον δικό μου, ο άντρας μου να ζητά τον ανώτερο που κατέφθασε ασθμαίνων, φτου κι από την αρχή να λέμε τον πόνο μας, εκείνος να μας διαβεβαιώνει ότι ΔΕΝ πρόκειται να φύγει το αεροπλάνο χωρίς εμάς και να μην ανησυχούμε καθόλου και να επιστρέψουμε στη θέση μας, θα τα φροντίσει όλα εκείνος και θα μας βάλει σε προτεραιότητα.

Όταν μετά από μισή ώρα φτάσαμε στο γκισέ, η  κοπελιά που είχε εν τω μεταξύ αντικαταστήσει για κάποιον λόγο τον μίστερ Μίλερ (μάλλον είχε πάθει νευρικό κλονισμό) κοίταξε τα εισιτήριά μας και μας είπε με επαγγελματικό χαμόγελο «λυπάμαι, δεν μπορείτε να επιβιβαστείτε, η πτήση σας είναι σε διαδικασία απογείωσης».

Το τι επακολούθησε θα το δούμε στο επόμενο «φτερό»!


Ιστορίες στο... φτερό - στο παρά πέντε

Εδώ και πολύ καιρό, από τότε που άρχισα να ταξιδεύω λάιτ, μόνο με χειραποσκευή, πηγαίνω στο αεροδρόμιο καμιά ώρα πριν την αναχώρηση. Με την κάρτα επιβίβασης έτοιμη και χωρίς την (ενίοτε) πολύωρη αναμονή στην ουρά για παράδοση αποσκευής, φτάνεις χαλαρά, περνάς κυριλέ τον έλεγχο και περιμένεις κι από πάνω στην πύλη.

Τούτη την τελευταία φορά, ωστόσο, μου έκατσε το «ενίοτε» και πολύ άσχημα μάλιστα. Έχοντας αποσκευή για παράδοση, έφτασα μιάμιση ώρα νωρίτερα για να έχω χρόνο και άνεση. Αμ δε! Πανικόβλητη αντίκρισα ένα πλήθος επιβατών και αποσκευών να σχηματίζει μια ατέλειωτη ακίνητη ουρά μπροστά στα είκοσι (20 παρακαλώ) γκισέ, όπου οι πάντες πήγαιναν παντού κι εγώ έπρεπε να βρίσκομαι στην πύλη επιβίβασης σε τρία τέταρτα - πράγμα έως απίθανο δεδομένων των συνθηκών και της λαοθάλασσας.

Άρχισα να αγχώνομαι. Η ουρά σερνόταν σαν σαλιγκάρι. Μια κυρία δίπλα μου με το ίδιο πρόβλημα (έφευγε για Λονδίνο σχεδόν την ίδια ώρα) είδε την ανησυχία μου, κατάλαβε και πιάσαμε την κουβέντα προσπαθώντας να βρούμε λύση. Της είπα να προσέχει τα πράγματά μου και πήγα λίγο πιο πίσω, σε έναν υπεύθυνο που είχε πάρει το μάτι μου, να του πω τον πόνο μου και να βρούμε μια λύση. Με κοίταξε ξινά και με ρώτησε αν είχα έρθει δυο ώρες πριν την πτήση. Το μιάμιση ώρα πριν δεν τον κάλυψε, οπότε με αγνόησε παντελώς. 

Επέμεινα λέγοντας ότι είμαστε αρκετοί οι κινδυνεύοντες να μείνουμε απ’ έξω κι εκείνος απλά σήκωσε αδιαφορα τους ώμους.
«Θέλετε να πείτε δηλαδή ότι θα χάσω την πτήση μου ενώ είμαι ΕΔΩ επειδή ήρθα μιάμιση αντί για δύο ώρες νωρίτερα;» τον ρώτησα έξαλλη.
«Ναι», μου απάντησε ξερά και κακιασμένα και γύρισε να δει τι τον ρωτούσε ένας άλλος ταλαίπωρος επιβάτης.

Πώς κρατήθηκα και δεν τον άρπαξα από τα πέτα, μόνο εγώ ξέρω - ίσως γιατί και δεν θα έβγαζα τίποτε και θα την έχανα σίγουρα την πτήση. Σαν ταινία πέρασε από το μυαλό μου μια παλιότερη, πανομοιότυπη εμπειρία μου στο αεροδρόμιο της Βιέννης, χρόνια πριν, όπου την χάσαμε όντως την πτήση εξαιτίας μιας ίδιας λαοθάλασσας κι ας ήμασταν εκεί τρεις ώρες πριν στην ουρά. Σκέτο déjà vu η κατάσταση - αλλά γι αυτό θα σας πω σε επόμενο «φτερό».

«Αν δεν κάνουμε κάτι μόνες μας, δεν μας βλέπω να φεύγουμε»,  είπα στην κυρία που με περίμενε με αγωνία και της εξήγησα για το «ναι». «Πρέπει να πάμε στο γκισέ να ζητήσουμε προτεραιότητα»
«Πάω εγώ τώρα, κρατήστε μου εσείς τη βαλίτσα» απάντησε. Μπήκε κάτω από τις μπλε ταινίες (ευτυχώς δεν είχαμε αντιδράσεις από τους προπορευόμενους), έφτασε στο γκισέ της μπίζνες και, για καλή μας τύχη, η υπάλληλος εκεί ήταν πολύ πιο λογική και ανοιχτόμυαλη από τον ξινό μουντρούχαλο συνάδελφό της. Μας εξυπηρέτησε αμέσως κι αρχίσαμε να τρέχουμε, σχεδόν, για τις πύλες. 

Κάπου στη διαδρομή χώρισαν οι δρόμοι μας, αποχαιρετιστήκαμε σαν παλιές γνώριμες (εν τη ενώσει η ισχύς) κι έφτασα ασθμαίνουσα στη δική μου πάνω που άρχιζε η επιβίβαση - στο παρά πέντε κυριολεκτικά!


Άκου «ναι» ο στραβόξυλος! Ο κακιασμένος!

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

Σαντίγια  (κεφάλαιο 1ο)

Είχε την αόριστη αίσθηση ότι κάποιος την κοιτάζει. Την παρακολουθεί. Με σφαλιστά τα μάτια γύρισε πλευρό και προσπάθησε να διώξει αυτήν την αίσθηση πριν εκείνη της διώξει εντελώς τον ύπνο. Μάταια. Ανακάθισε, κοίταξε γύρω. Τη γνώριμη εικόνα του δωματίου της φώτιζε αμυδρά η αδύναμη λάμψη από τα  φώτα του δρόμου, που έμπαινε απρόσκλητη από τη σπασμένη γρίλια στο παράθυρό της. Γύρισε το βλέμμα, δεν διέκρινε κάτι στις σκοτεινές γωνιές του δωματίου. «Ιδέα μου», σκέφτηκε, «φταίει όλο αυτό που βλέπω και ζω τον τελευταίο καιρό». Έκανε να γυρίσει πλευρό - και τότε την είδε.

Στεκόταν ακίνητη κοντά στην πόρτα. Ανέκφραστη. Παράταιρα και τρομακτικά ανέκφραστη για κοριτσάκι 3-4 χρονών, τόσο την έκανε περίπου. Δυο τεράστια σκούρα μάτια θαρρείς και καταλάμβαναν όλο της το πρόσωπο. Σοβαρά, χωρίς εκείνη την σκανταλιάρικη λάμψη που έχουνα τα παιδικά μάτια, τη κάρφωναν με ένα βλέμμα ανεξιχνίαστο. Μαλλιά που φάνταζαν άσπρα μέσα στο μισοσκόταδο, δεν ξεχώριζε αν ήταν ξανθά ή σκούρα μιας κι ήταν καλυμμένα από ένα παχύ στρώμα κάποιου υλικού - στάχτη; σκόνη; Και τα δυο μαζί, συνειδητοποίησε έντρομη. Τα ρουχαλάκια της κρέμοντας σε κουρέλια αφήνοντας μέσα από τις τρύπες τους να φαίνεται ένα λιπόσαρκο παιδικό κορμάκι γεμάτο μώλωπες. Κρατούσε στην αγκαλιά της ένα εξ ίσου κουρελιασμένο λούτρινο κουκλάκι απροσδιορίστου ταυτότητας - αρκουδάκι; μαϊμουδάκι; - χωρίς πρόσωπο, ήταν καψαλισμένο από φωτιά και μαυρισμένο.

Το κοριτσάκι τίναξε το κεφάλι και νιφάδες στάχτης σκόρπισαν από τα μαλλιά του στο πάτωμα. Στα αυτιά της λαμπύρισαν κάτι σαν σκουλαρίκια. Σαν μικρές πεταλούδες, έτσι της φάνηκε. Η Στέλλα έκανε να απλώσει το χέρι της αλλά η εικόνα της μικρής πήρε αμέσως να ξεθωριάζει. Το μάζεψε. Είδε το μυστηριώδες πλάσμα να κινεί τα χείλη του - δεν ακούστηκε κανένας ήχος. «Ποια είσαι; Πώς σε λένε;» τη ρώτησε - μα κι από τα δικά της χείλη κανένας ήχος δεν βγήκε. Αλαφιάστηκε, κουβαριάστηκε στη γωνιά του κρεβατιού και συνέχισε να παρακολουθεί το κοριτσάκι, που την κοιτούσε πάντα έντονα. Ανατρίχιασε. Την κοίταζε κι αυτή ανήμπορη να κουνήσει τα μέλη της, να βάλει το μυαλό της να δουλέψει, να καταλάβει.

Κι όπως κοιτάζονταν ακίνητες, είδε μια λεπτή κόκκινη γραμμή να ξεκινά από τη γωνία του στόματος της μικρούλας. Την επόμενη στιγμή παρόμοια κόκκινες σταγόνες λαμπύρισαν στις κόχες των ματιών της και κύλισαν στο σκονισμένο πρόσωπο χαράζοντας αιμάτινα αυλάκια στα παιδικά μάγουλα. Το κοριτσάκι στεκόταν πάντα ακίνητο καθώς το κόκκινο απλωνόταν παντού - στο πρόσωπο, στα ρούχα του, στο λούτρινο παιχνίδι. Το αιμάτινο ρυάκι κύλησε στο πάτωμα και,  εντελώς παράλογα, η Στέλλα μπορούσε να το βλέπει μέσα στο σκοτάδι να μεγαλώνει, να φουσκώνει και να χυμά προς το μέρος της να την πνίξει.  Άρχισε να ουρλιάζει έντρομη κι ήταν το ίδιο της το ουρλιαχτό που την ξύπνησε. Άναψε το φως κάθιδρη και κοίταξε πανικόβλητη τριγύρω.

Η οπτασία είχε χαθεί.