Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Σε υγρό περιθώριο

Γαλαζωποί κορμοί
Διαγράφονται αχνά
Σε τοπίο υγρό, ομιχλώδες...

Κλαδιά απλωμένα
Σαν χέρια ικέτη
Υψώνονται στον θολό ουρανό...

Μόνο διάφανο
Το νερό που κυλάει

Καθρεφτίζοντας την μοναξιά τους...


*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*



Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Πλεύση ονείρων

Φουσκώνει ο μπάτης τα πανιά
Κι εκείνα αρμενίζουν
Μαζί με τα γλαρόπουλα
Στου ονείρου το στρατί

Στης θάλασσας την αγκαλιά
Γλυκά σε νανουρίζουν
Και λησμονάς τα "πρέπει"σου
Τα "πώς" και τα "γιατί"


*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*





Νυχτερινή πτήση 

Απόβροχο...

Έβλεπες τα αδύναμα φώτα
Μόνο σημάδι ζωής
Να καθρεφτίζονται
Στους βρεγμένους δρόμους...
Κι αυτή η ερημιά
Βάραινε την ψυχή σου...

Ξάφνου
Ένα φτερούγισμα
Σαν λευκή αστραπή
Διέσχισε το μελαγχολικό τοπίο...

Χαμογέλασες αχνά
Κι ένιωσες τη διάθεσή σου
Να αλλάζει
Μ’ αυτήν την  απρόσμενη
Νυχτερινή πτήση...


*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου

Φώτη Ασπρομάτη*



Σαν παραμύθι

 Κι ως βγήκα από το σκοτεινό δάσος
Στο ξέφωτο
Το είδα να μου γνέφει
Τυλιγμένο σ' 'ενα μυστηριακό φως
Στ' ουρανού το μπλε λουλακί...

Μοναχικό
Μα όχι μόνο
Γιατί μέσα στο ταπεινό
Ξύλινο καλύβι
Βρήκα τη νεράιδα
Από το παιδικό μου παραμύθι

Τη μέσα μου φωνή...
Τη γαλήνη μου...
Την ψυχή μου...



*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*




ΓΙΟΥΡΓΙΑ!
«Πω πω», μουρμούρισε με δέος η Ελβίρα. «Είναι τεράστιο!»
Οι υπόλοιποι την κοίταξαν παραξενεμένοι. Μόλις είχαν στρίψει στη γωνία και κατηφόριζαν για το λιμάνι φορτωμένοι με σακίδια, υπνόσακους, ψάθες, βατραχοπέδιλα και τα απαραίτητα ακουστικά στ΄αυτιά – όλα όσα χρειάζεται δηλαδή μια παρέα δεκαοχτάχρονων (αγανακτισμένων από τις πανελλήνιες) παιδιών για να περάσει μερικές ξένοιαστες μέρες σε κάποιο κυκλαδονήσι. Α, και το κυριότερο – το tablet ανά χείρας, μπας και τους ξεφύγει τίποτε στην ερημική παραλία ή στο απόμερο ψαροχώρι που λογάριαζαν να στρατοπεδεύσουν!
«Ποιο καλέ;» τη ρώτησε ξαφνιασμένη η Σάντυ (“Κυριακούλα” δηλαδή αλλά ούτε που να το ακούσει!)
«Μα... το καράβι...» αποκρίθηκε η Ελβίρα, που είχε κοντοσταθεί και θαύμαζε το κατάλευκο σκαρί με την φαρδιά κόκκινη μπάντα στα πλευρά του.
«Σιγά το τεράστιο!», είπε κοροϊδευτικά ο Γρηγόρης. «Πού να δεις αυτό που μας πήγε πέρσι Πάτρα-Άγκόνα – σωστή πλεούμενη πολυκατοικία. Αυτό είναι ένα συνηθισμένο βαπόρι!»
Η Ελβίρα μαζεύτηκε ζεματισμένη. Τι ήθελε και μίλαγε; Τώρα θα είχαν μια ακόμη αφορμή για να την πειράζουν, όπως κάθε φορά που έλεγε ή έκανε κάτι που θύμιζε ότι είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σε άλλη χώρα, με άλλες παραστάσεις και εμπειρίες. Κι όσο κι αν ήταν φιλικά και καλοπροαίρετα τα πειράγματα, εκείνη χαλιόταν το ίδιο κάθε φορά -και νευρίαζε γι αυτό.
«Σιγά, ρε Μαγγελάνε!», μπήκε στη μέση η Αγγέλα να σώσει την κατάσταση. «Πήγες κι εσύ στην Ιταλία με τους γονέους (αν είναι δυνατόν!) και μας κάνεις τον θαλασσοπόρο! Το καράβι είναι τεράστιο, έχει δίκιο η Ελβίρα».
Εκείνη την κοίταξε μ’ ένα σιωπηλό «ευχαριστώ» στο βλέμμα, πήρε βαθιά ανάσα κι αποφάσισε να περάσει στην αντεπίθεση. Άλλωστε, τι καλύτερο από το να σαρκάζεις ό ίδιος τον εαυτό σου, στερώντας έτσι κάθε επιχείρημα από τους άλλους.
«Και δεν σας είπα το καλύτερο -είναι η πρώτη φορά που θα ταξιδέψω με καράβι, μικρό ή μεγάλο!» είπε δήθεν αδιάφορα.
Γύρισαν όλοι και την κοίταξαν, στ’ αλήθεια ξαφνιασμένοι αυτή τη φορά.
«Σοβαρά μιλάς;» τη ρώτησε ο Μάκης.
«Σοβαρότατα!»
«Στ’ αλήθεια δεν έχεις ξαναμπεί σε πλοίο;» επέμεινε ο Γρηγόρης.
«Ναι, ρε μεγάλε, στ΄αλήθεια, γιατί σου κάνει εντύπωση; Εκεί που μεγάλωσα είχε τριγύρω βουνά, τη θάλασσα την είδα πρώτη φορά όταν ήρθαμε στην Ελλάδα. Την λάτρεψα με το που την αντίκρυσα αλλά η μάνα μου την τρέμει, ούτε ν’ ακούσει για ταξίδι με καράβι. Για μένα αυτή η εκδρομή είναι κάτι που τόθελα χρόνια, γι αυτό να μου κάνετε τη χάρη να με αφήσετε να την απολαύσω χωρίς εξυπναδούλες και κρύα αστειάκια, ΟΚ;»
Οι υπόλοιποι αντάλλαξαν άβολες ματιές . Την αγαπούσαν τη φίλη τους, ήταν μαζί από το γυμνάσιο, κι αυτό της το ξέσπασμα τους έκανε ξαφνικά να νοιώσουν τύψεις και ενοχές.
Την αμήχανη σιωπή έσπασε ο Αντώνης, ο μόνος που δεν είχε μιλήσει μέχρι στιγμής.
«Μάγκες, έχουν δίκιο τα κορίτσια, το καράβι είναι τεράστιο και μας περιμένει να πάμε να το καταλάβουμε! Τι λέτε; Έτοιμοι για τον Τιτανικό;»
«Γιούργιααα!!!», συμφώνησαν κι οι άλλοι αλαλάζοντας κι άρχισαν να κατηφορίζουν τρέχοντας προς το λιμάνι, με τα βατραχοπέδιλα και τις ψάθες να ανεμίζουν θριαμβευτικά!



Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Αντανάκλαση ψυχής

Ένας μουντός ουρανός
Βαρύς, μολυβένιος,
Χρωματίζει στις αποχρώσεις του γκρίζου
Τις στέγες, τα δέντρα,
Το γαλήνιο νερό του ποταμιού...

Μα εσύ αντιστέκεσαι
Και καθρεφτίζεις
Το πορφυρό σου πουκάμισο
Στην ακύμαντη επιφάνεια...

Δίνοντας έτσι το στίγμα
Μιας αισιόδοξης ψυχής...


*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*







Τρίτη 22 Ιουλίου 2014



ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ...  το αδέσποτο

--Πήρα σκύλο!
--Αληθινό;
--Όχι, λούτρινο - από το Τζάμπο! Τι βλακείες ρωτάς...
--Πώς σου ήρθε η ιδέα;
--Δεν μου ήρθε η ιδέα - ο σκύλος μου ήρθε...
--Παρντόν;
--Χτες βράδυ γυρίζοντας από την πεζοπορία βρήκα ένα κουτάβι στην πόρτα του κήπου...
--Μόνο του;
--Όχι, με γκόμενα! Μα τι ρωτάς χριστιανέ μου; Μόνο, φοβισμένο, έτρεμε μέσα σε μια κούτα...
--Τι κούτα;
--Από ΝΟΥΝΟΥ... κάποιος το είχε παρατήσει με ένα σημείωμα «δεν έχω λεφτά να το φροντίσω»...
--Α το έρημο... και τι το έκανες;
--Το πήρα σπίτι, του έβαλα να φάει το μεσημεριανό μου μπιφτέκι κι έπεσε ξερό για ύπνο...
--Είναι μαλλιαρό;
--Όχι, έκανε πρώτα χαλάουα σε μπωτέ! Συνεχίζεις να ρωτάς βλακείες...
--Θα σε γεμίσει τρίχες... ξέρεις πώς μαδάνε τα σκυλιά;
--Πιο πολύ μαδάω εγώ... Τέλυ Σαβάλας  έχω γίνει...
--Ποιος είναι αυτός;
--Είσαι ΚΑΙ άσχετος! Να πας στον Γκούγκλη να κοιτάξεις...
--Και τι θα κάνεις;
--Με την τριχόπτωση;
--Με τον σκύλο!
--Θα τον κρατήσω φυσικά - αφού με υιοθέτησε! Και δεν θα πηγαίνω για περπάτημα έτσι μαγγούφης, θα τον έχω συντροφιά!
--Χαρά στο κουράγιο σου...
--Χαρά στο δικό του κουράγιο... Ξέρεις τι πόνο είχαν τα ματάκια του; Και ξέρεις τι χαρούλες μου έκανε το πρωί; Η καλύτερη παρέα στον πρωινό καφέ!
--Και πώς θα τον βγάλεις;
--Κότζακ!!!

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014


Θυμάσαι, μάνα;



Της Αγίας Μαρίνας σήμερα, γιορτάζει η εκκλησία της γειτονιάς μας.
Θυμάσαι, μάνα;

Την περιμέναμε αυτή τη μέρα, θυμάσαι; Είχε γίνει πια ένα με τις καλοκαιρινές μας διακοπές, κάτι σαν παράδοση τριάντα-και χρόνων. Ερχόταν καταμεσίς του καλοκαιριού και το χώριζε στο πριν και στο μετά. Μας άρεσε όλο το πακέτο. Ο εσπερινός την παραμονή, η λειτουργία ανήμερα, η λιτανεία το βράδυ. Και το πανηγύρι σ’ όλη αυτή τη διάρκεια, από τα βασικά στοιχεία της γιορτής.
Κατεβαίναμε στο πανηγύρι πάντα την παραμονή και πάντα από νωρίς, για να έχουμε χρόνο. Συνήθως οι δυο μας, κάποιες φορές με φίλες και ξαδέλφες, ποτέ με τους άντρες της οικογένειας. Εκείνοι μας κοίταζαν συγκαταβατικά, ελαφρά υποτιμητικά  και με κάποια δόση ειρωνίας στο βάθος. «Πάλι στο πανηγύρι θα πάτε; Για να πάρετε όλα εκείνα τα άχρηστα;»
Δεν είχαν κι εντελώς άδικο, εδώ που τα λέμε. Κατά κανόνα επιστρέφαμε φορτωμένες κίτρινες και γαλάζιες σακούλες με λογιών λογιών πράγματα μέσα – από ξύλινες κουτάλες (πόσες πια;) και ψάθινα σουπλά για τις κατσαρόλες μέχρι σετ από ανοξείδωτα (λέμε τώρα!) ταψάκια και πετσέτες για τη θάλασσα. Α, κι ο απαραίτητος χαλβάς Φαρσάλων, που μόνο εσύ κι εγώ αγαπούσαμε – οι υπόλοιποι απείχαν επιδεικτικά.
Δεν μας ένοιαζε που μας ψιλοκορόιδευαν - εμείς είχαμε περάσει όμορφα για μια ακόμη χρονιά! Είχαμε σεργιανίσει στους πάγκους των μικροπωλητών, είχαμε χαζέψει με την πραμάτεια τους, είχαμε κάνει τα παζάρια μας, είχαμε ψωνίσει τα «άχρηστά» μας κι είχαμε τιμήσει δεόντως το μαλλί της γριάς και τα καραμελωμένα μηλαράκια! Είχαμε διασκεδάσει στο «δικό» μας πανηγύρι!
Δεν θα πάω σήμερα στο πανηγύρι, όπως δεν ξαναπήγα από τότε που έφυγες, μάνα μου - εκτός από την πρώτη χρονιά της απουσίας σου, που θέλησα να πάω εις μνήμην. Μα τίποτε δεν ήταν πια το ίδιο, έλειπες εσύ κι όλα έδειχναν γκρίζα, ανούσια, αδιάφορα... και δεν ξαναπήγα...

Της ΑγιαΜαρίνας σήμερα κι έχει πανηγύρι στη γειτονιά μας...
Θυμάσαι, μάνα;





Τρίτη 15 Ιουλίου 2014



Υγροί μονόλογοι 

Διαβάτες μοναχικοί
Σαν τις στάλες της βροχής
Βαδίζουν βιαστικά
Στη  σιωπηλή, έρημη  πόλη...

Μόνη γοητευτική παραφωνία
Η λάμψη στα φωτισμένα παράθυρα
Που σου γνέφει φιλικά
Να γίνεις κομμάτι της ζεστασιάς της...

Κι έχει μια τόση ομορφιά
Αυτή η γκρίζα νοτισμένη εικόνα...



*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*



Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014



ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ – το μουντιάλ

--Πάλι ξενύχτησα χτες...
--Πονοκέφαλος;
--Μουντιάλ!
--Παρντόν;
--Το μουντιάλ, το παγκόσμιο κύπελο ποδοσφαίρου...
--Αυτό στη Βραζιλία;
--Ενημερωμένο σε βρίσκω!
--Και πώς αλλιώς; Όποιο κανάλι και να πατήσεις, όλο και σε κάτι σχετικό θα πέσεις.
--Δηλαδή δεν παρακολουθείς;
--Μέχρι τους δεκάξι.
--Παρντόν εγώ τώρα;
--Όσο έπαιζε η Εθνική – μετά αποχώρησα.
--Εγώ πάλι όχι.
--Δηλαδή συνεχίζεις;
--Φανατικά! Κι όχι μόνο τους αγώνες και τις παρατάσεις και τα πέναλτυ.
--Αλλά;
--Κι όλες τις ενημερωτικές εκπομπές – αναλύσεις, σχόλια, επεξηγήσεις στρατηγικών και πλάνων, προβλέψεις, πλήρης ενημέρωση για τον τραυματισμό του Νεϊμάρ και την αλλαγή του Κρουλ... τα πάντα...
--Δε σε είχα για τόσο ποδοσφαιρόφιλο – πότε σου προέκυψε;
--Δεν μου προέκυψε...
--Αλλά;
--Ο παππούς του τέταρτου...
--Που βαριακούει;
--Αει γεια σου!
--Κι ακούτε όλοι μαζί στην πολυκατοικία;
--Σωστός!
--Κι εσύ τι κάνεις;
--Τι να κάνω... υπομονή... δε θέλω να τον κακοκαρδίσω. Που θα πάει, θα τελειώσει και το μουντιάλ και θα αλλάξω κι εγώ κανάλι.
--Γιατί, τώρα τι βλέπεις;
--ΝΕΡΙΤ δαγκωτό!


Στο αγναντι των χαμενων πατριδων

Αγνάντευα τις σκιές
Σκιά κι εγώ
Ακουμπώντας στον φανοστάτη
Με πόδια τρεμάμενα...

Χάνονταν το περίγραμμα
Κι όλα κυμάτιζαν θολά...
Νά 'φταιγε άραγε η απόσταση
Η νάταν το βλέμμα μου θολό

Απ΄το δάκρυ που 'στεκε βουβό...



*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*



Στην άκρη του πουθενά

Πήρα ν’ ανηφορίζω
Το στενό μονοπάτι
Πού ’βγαζε στο κατώφλι σου
Σπίτι των παιδικάτων μου
Πολυαγαπημένο...

Αγνάντευες την θάλασσα
Την ασημιά
Με μόνη συντροφιά
Το δέντρο πάνωθέ σου
Στην άκρη του πουθενά...

Κι εμένα
Τώρα πια...
Στερνό μου καταφύγιο
Γαλήνη της ψυχής μου
Εστία μου ανεκτίμητη...


Στην άκρη του παντός...


*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*