Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018


Ο κύκλος της απόγνωσης *


Έκαναν έναν κύκλο
με την πλάτη στη φωτιά...
Έβαλαν τα παιδιά στη μέση
αγκαλιάστηκαν
και περίμεναν...


Κι ήρθε η φωτιά
και τους αφάνισε...


Από όλη τη φρίκη του ολέθρου
ετούτη η εικόνα
έχει στοιχειώσει
την ψυχή
και τη σκέψη μου...


*με οδύνη και σεβασμό στις εικοσιέξι ψυχές
 που χάθηκαν σφιχταγκαλιασμένες
στον όλεθρο της φωτιάς…



Μάτι 23/7/2018




Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018



Οι άθλοι του Ηρακλή

Το κλάδεμα



Αχ και πού να σας τα λέω τι πλάκες μεγάλες είχαμε χτες που είπε ο μπαμπάς στη μαμά ότι θα ανέβει στα κεραμίδια για να κόψει, λέει, ένα κλαδί της ελιάς που ήταν μπροστά στο πιάτο του ΟΤΕ (μη με ρωτήσετε, δεν έχω ιδέα τι είναι αυτό, εγώ ξέρω μόνο το πιάτο που τρώω) γιατί, λέει, του έκοβε το σήμα (ούτε κι αυτό ξέρω τι  είναι και πώς ένα κλαδί μπορεί να κόβει, μαχαίρι είναι; ) κι είπε η μαμά «πρόσεχε χριστιανέ μου μην πέσεις στην ηλικία σου» κι ο μπαμπάς κάτι μουρμούρισε στα γαλλικά αλλά δεν κατάλαβα γιατί ακόμα δεν έχω αρχίσει αυτή τη γλώσσα και μου είπε ο Ρόμπι «ευτυχώς που τα είπε μέσα από τα δόντια του και δεν τον άκουσε η μαμά» γιατί αυτός κατάλαβε, ξέρει γαλλικά, του τα έμαθαν πέρσι το καλοκαίρι που ήρθαν τα ανθρωποκουταβάκια εγγονάκια της μάνας που μένουν στη Ζενέβ (όχι τη γάτα μας, την πόλη) και μιλάνε γαλλικά και πάνω που πήγα να τον ρωτήσω τι είπε άρχισε ο μπαμπάς να ρίχνει κάτω κάτι κλάρες τεράστιες και μας έβαλε η μαμά τις φωνές «φύγετε από δω, θα σας έρθει κανα κλαδί στο κεφάλι» και φόρεσε τις αγαπημένες μου γαλότσες της, εκείνες που αρπάζω και μασουλάω και τις πάω βόλτα στον κήπο και με κυνηγάει, κι άρχισε να κουβαλάει τις κλάρες και το είδαμε κι αυτό, τη μάνα με ένα αστείο σορτς να κάνει τον αχθοφόρο, κι εγώ χοροπήδαγα τριγύρω και μπερδευόμουν στα πόδια της και τότε με έπιασε και μας έβαλε με τον Ρόμπι στη βεράντα κι έκλεισε και τα πορτάκια κι εγώ νευρίασα πολύ που έχανα το πανηγύρι και νευρίασα και με τον αδερφό μου που καθόταν ατάραχος σαν τον Βούδα και του είπα «σήκω αδερφέ, κάνε την επανάστασή σου ενάντια στην καταπίεση» κι εκείνος έβαλε κάτι γέλια που τον άκουσε όλο το λαγκάδι και μου είπε «σιγά τα αίματα Ρετσέ!» κι εγώ τον ρώτησα ποιος είναι αυτός ο  Ρετσές κι εκείνος ξανάβαλε τα χαχανητά και μου είπε «είναι δύο λέξεις  - ρε Τσε» αλλά δεν μου είπε ποιος είναι ο Τσες κι ούτε και η μαμά είχε χρόνο να μου εξηγήσει που είχε πιαστεί η μέση της με τις κλάρες κι έλεγε κι εκείνη κάτι γαλλικά στον μπαμπά κι έτσι έμεινα με την απορία και θέλω να μου πείτε εσείς αν είναι καλός αυτός ο Τσες (οπότε θα πάω να γλύψω τη μούρη του Ρόμπι) ή είναι κακός (οπότε θα πάω να του δαγκάσω το αυτί του το τεράστιο - άλλη πονεμένη ιστορία κι αυτή, θα σας την πω την επόμενη φορά) και καλό μεσημέρι σε όλους.


















Κυριακή 22 Ιουλίου 2018


Ελληνίδα μάνα
Το τέλειο παιδί

-          Μπορώ να σε απασχολήσω λιγάκι;
-         Και το ρωτάς; Πέρνα μέσα, βάζω καφεδάκι.
-         Συγγνώμη βρε φιλενάδα για την πρωινή επίσκεψη αλλά κάπου πρέπει να μιλήσω.
-         Άσε τις συγγνώμες, μεταξύ μας τώρα; και πες μου - τι τρέχει.
-         Αυτό είναι το θέμα - ότι δεν τρέχει.
-         Ο ποιος;
-         Ο εγγονός μου.
-         Ο Μιχαλάκης; Αυτό το τόσο ευγενικό και ήσυχο πλάσμα;
-         Αυτός. Έκλεισε τα δώδεκα κι ενώ θα έπρεπε να χαλάει τον κόσμο στο παιχνίδι και στο τρεχαλητό, εκείνος κάθεται όλη μέρα μέσα στο σπίτι και χαζεύει τηλεόραση.
-         Τηλεόραση; Εντύπωση μου κάνει. Να μου έλεγες ότι ξεχνιέται στο κομπιούτερ να το καταλάβω - αλλά τηλεόραση;
-         Άστα… Ό,τι βλακεία υπάρχει, την παρακολουθεί - αφού τελειώσει με τα μαθήματα, εκεί δεν υπάρχει θέμα, πρώτος μαθητής.
-         Καλά - και δεν βγαίνει έξω να παίξει στη γειτονιά, φίλους δεν έχει;
-         Έχει έναν της ίδιας συνομοταξίας. Ή θα παίζουν στον υπολογιστή ή θα βλέπουν τηλεόραση.
-         Κάποιο άθλημα, κανα μπάσκετ, καμιά μπάλα; Τίποτε;
-         Τίποτε. Ασχολήθηκε κάποια στιγμή και με τα δυο αλλά δεν φτούρησαν, δεν ήτανε, λέει, καλός.
-         Ε καλά - δεν είναι όλοι Αντετοκούμπο αλλά και τι σημασία έχει; Για άθληση και διασκέδαση πάει, όχι για να διακριθεί.
-         Εκεί είναι το πρόβλημα - ότι αυτός ό,τι κάνει, το κάνει για να διακριθεί.
-         Κακό αυτό. Καλές οι διακρίσεις αλλά όχι και το παν.
-         Κοίτα φιλενάδα μου… το έχω ψάξει πολύ γιατί με απασχολεί και πολύ κι έχω κάνει πολλές κουβέντες με την κόρη μου. Μέχρι και μια φίλη μου ψυχολόγο ρώτησα γιατί αυτή του η απομόνωση με τρομάζει κάπου. Ωστόσο ήθελα και τη δική σου γνώμη, δυο αγόρια μεγάλωσες και μια χαρά παλικάρια έγιναν.
-         Και βέβαια, αλίμονο - αν και τα δικά μου δεν συμμαζεύονταν από τα γήπεδα του μπάσκετ και τις αλάνες.
-         Μακάρι κι ο δικός μας…
-         Για πες μου, πού κατέληξες με το ψάξιμο;
-         Η κόρη μου από μικρό τον πίεζε. Και της τάλεγα - άσε το παιδί να είναι παιδί, να κάνει τις κουταμάρες και τις αταξίες του, να χαρεί την ανεμελιά του.
-         Δεν την έπεισες να υποθέσω.
-         Καθόλου όμως. Είχε βάλει στόχο να κάνει το τέλειο παιδί. Να είναι ευγενικό με όλους, άψογο στους τρόπους, να προσέχει πώς μιλάει, να είναι πρώτος μαθητής (μιας και είναι εύστροφος και τα παίρνει), να διακρίνεται σε ό,τι κάνει γενικά.
-         Μέχρις σε ένα σημείο συμφωνώ - αλλά κάπου ξέφυγε το πράγμα, σωστά;
-         Σωστά. Έβαλε το παιδί σε καλούπια, σε νάρθηκα. Μικρότερος ήταν αυθόρμητος, ανέμελος, έκανε φασαρία, έκανε και ζημιές, έμπηγε και τα κλάματα σαν όλα τα παιδάκια.
-         Και τώρα;
-         Τώρα είναι σαν ρομποτάκι. Σχολείο, σπίτι, διάβασμα, αγγλικά. Του αρέσει η μουσική, ήθελε να μάθει κιθάρα. Ανένδοτη η κόρη μου, πιάνο θα μάθεις.
-         Και έμαθε;
-         Πήγε για λίγο, εγκατέλειψε. Κάτι που δεν του άρεσε, κάτι που δεν ήταν όσο καλός ήθελε η μάνα του, τα παράτησε. Το ίδιο και με το μπάσκετ, το ίδιο και με όλα. Δεν είμαι τέλειος, τα παρατάω.
-         Πραγματικά έχεις πρόβλημα φιλενάδα μου.
-         Έχει κι άλλο. Σταμάτησε να μιλάει αυθόρμητα, να συμμετέχει σε συζητήσεις - απλές, οικογενειακές, μεταξύ μας. Μιλάει μόνο όταν τον ρωτάει κάποιος κι αυτό μονολεκτικά και πάντα ρίχνοντας λοξές ματιές στη μάνα του, μπας και του ξεφύγει καμιά κουταμάρα. Έγινε ένα παιδί κλειστό, απόσκιο, μελαγχολικό - παραφυλάει τον ίδιο του τον εαυτό μπας και ξεφύγει από τα πλαίσια που του έχουν οριστεί.
-         Η φίλη σου η ψυχολόγος τι είπε;
-         Αυτά που λέω κι εγώ καιρό τώρα αλλά πιο επιστημονικά. Ότι τον καταπιέζουν πολύ, του έχουν φορτώσει ενοχές «εκ προοιμίου», πριν κάνει καν το όποιο ολίσθημα, και τρέμει μη και δεν φανεί αντάξιος των προσδοκιών των γονιών του.
-         Ο γαμπρός σου τι λέει;
-         Μια από τα ίδια. Στην πρέσα τον έχει κι αυτός, να του γίνει ο γιος-υπόδειγμα.
-         Καλή μου δεν θέλω να σε τρομάξω αλλά φοβάμαι πως θα το χάσετε το παιδί. Μεγαλώνει, μπαίνει στην εφηβεία, θα τα δει αλλιώς τα πράγματα, θα του γυρίσει το μάτι κάποια στιγμή και θα τα βροντήξει όλα με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
-         Αυτό φοβάμαι κι εγώ, δεν με τρομάζεις εσύ, με τρώει η αγωνία χρόνια τώρα. Όλα παίζουν - από το να γίνει ο χειρότερος μαθητής μέχρι να μπλέξει με εντελώς ακατάλληλες παρέες και να τον ψάχνουμε σε ύποπτα στέκια. Από την άλλη μπορεί και να μην κάνει τίποτε από όλα αυτά και να βγάλει μια ωραιότατη κατάθλιψη - γιατί σε καλό αποκλείεται να μας βγει όλο αυτό.
-         Η κόρη σου - μόνο αυτή είναι σε θέση να ανατρέψει την κατάσταση. Αν μπορεί κι αν προλαβαίνει κι αυτή. Πρέπει εξάπαντος να μιλήσει με ειδικό.
-         Εκεί κατέληξα κι εγώ - και σ’ ευχαριστώ που με άκουσες, με ανακουφίζει που συμφωνείς με τη σκέψη μου.
-         Εγώ σ’ ευχαριστώ που με εμπιστεύτηκες - κι εύχομαι να πάνε όλα καλά με το παλικαράκι σας.


Σάββατο 21 Ιουλίου 2018


Οι άθλοι του Ηρακλή
Το πρώτο μπάνιο 


Ουάου και πάλι ουάου κι ακόμα δεν μπορώ να συνέλθω από το excitement (βελτιώνομαι συνεχώς με τα αγγλικά μου) από χτες που μας πήρε ο μπαμπάς και η μαμά, εμένα και τον Ρόμπι, και πήγαμε όλοι μαζί στο μεγάλο μπλε νερό που το λένε θάλασσα και το έβλεπα μόνο από ψηλά από το καράβι αλλά χτες πήγαμε σε ένα μέρος που το λένε παραλία και ήταν ερημική και ήμασταν μόνοι μας γιατί είπε η μαμά ότι αν είναι κι άλλοι μπορεί να θυμώσουν που θα κολυμπήσουμε κι εμείς τα σκυλιά στο ίδιο νερό και καθόλου δεν το κατάλαβα αυτό αφού εμείς κάνουμε κάθε τόσο μπάνιο (αυτοί πλένονται; )  και έχουμε κάνει και όλα μας τα εμβόλια (αυτοί τα έχουν κάνει; ) και ποτέ δεν κατουράμε μέσα στη θάλασσα (ενώ οι πιο πολλοί από αυτούς κατουράνε) και τέλος πάντων κατεβήκαμε μια απότομη κατηφόρα και είχε και άμμο και βότσαλα  κι άρχισα να τρέχω πάνω κάτω και να κυλιέμαι μέχρι που φτάσαμε στην άκρη κι εκεί είδα να αρχίζει η θάλασσα που δεν ήταν μπλε ακριβώς αλλά διάφανη σαν το νερό που πίνω κι έγλυψα λιγάκι αλλά  ήταν λύσσα στο αλάτι και μετά πήγα να βάλω  τα ποδαράκια μου όμως ήρθε ένα κυματάκι πλιτς πλατς και με τρόμαξε λιγάκι κι έκανα πίσω αλλά ήθελα και να πάω  στη μάνα που είχε μπει μέσα και με φώναζε μέχρι που ήρθε ο μπαμπάς και με πήρε αγκαλιά και με πήγε κοντά της κι εγώ καθόλου δεν φοβόμουνα πια κι άρχισα να κουνάω όλα μου τα ποδαράκια, και τα τέσσερα, και μια χαρά επέπλεα και πολύ το χάρηκα που ήξερα να κολυμπάω κι ύστερα βγήκα προς τα έξω και κυλιόμουν στην άμμο και μετά ποιος μ’ έπιανε που έβαζα μια φουλάρα κι έτρεχα στο νερό και κολύμπαγα ενώ ο Ρόμπι καθόταν έξω και λιαζόταν και καθόλου δεν του έκανε κέφι να μπει στη θάλασσα μέχρι που βγήκε η μάνα και τον πήρε σηκωτό και τον έφερε μέσα και μια χαρά κολυμπούσαμε όλοι παρέα και μετά πλατσουράγαμε κι οι δυο μαζί με τον μπαμπά κι ύστερα ανακάλυψα κάτι βράχια κι έτρεξα και σκαρφάλωσα πάνω και φώναζε η μάνα «κατέβα κάτω βρε παλαβόσκυλο, θα πέσεις, κατσίκι είσαι;» κι εγώ κατέβηκα για να μην την λαχταράω και βρήκαμε με τον Ρόμπι έναν άλλο μεγάλο γυαλιστερό βράχο μέσα στη θάλασσα και ανέβηκα κι ας γλίστραγε και μετά ξαναμπήκαμε στο νερό που ήταν μέσα η μάνα κι εκείνη γελούσε που έμοιαζα, λέει,  με φώκια (τι είναι αυτό, καλό ή κακό; ) έτσι μαύρη και γυαλιστερή που είναι η μουσούδα μου και με έλεγε Μαρκ Σπιτς (ένας που είχε κερδίσει πολλά μετάλλια στο κολύμπι, μου εξήγησε μετά ο σοφός βούδας αδερφός μου) κι ύστερα φύγαμε και γυρίσαμε σπίτι κι ήπια μια κατσαρόλα νερό γιατί είχα κορακιάσει με το αλατόνερο κι ήμουν τόσο μα τόσο ενθουσιασμένος με τη θάλασσα αλλά μου βγήκε και λίγο ξινό γιατί έπιασε η μάνα το λάστιχο και μας έπλυνε με τον Ρόμπι και τι ήθελε να μας πλύνει, τόση ώρα ήμασταν μέσα στο νερό και μια χαρά είχαμε στολιστεί με χιλιάδες χαλικάκια και άμμους και πήγε και μας τα έβγαλε και μετά λιαζόμασταν στον ήλιο σαν τα χταπόδια για να στεγνώσουμε μέχρι που με πήρε ο ύπνος και ξεράθηκα κανα δίωρο με τόση τρεχάλα και κολύμπι και πολύ μα πολύ το φχαριστήθηκα το πρώτο μου μπάνιο!








Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018




Οι άθλοι του Ηρακλή

Άρτεμις

Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι υπέροχα πέρασα στο χτεσινό ταξίδι με το καράβι για το νησί γιατί συνήθως δεν συμβαίνει τίποτε συνταρακτικό απλά ξαπλώνουμε με τον Ρόμπι και σκυλοβαριόμαστε (από μας βγήκε τη λέξη) και γι αυτό κοιμόμαστε όλη την ώρα αλλά χτες ήταν πολύ αλλιώτικα γιατί, με το που ξεκίνησε το βαπόρι, πέρασε ένα κοριτσάκι με τη μαμά του δίπλα μου και σχεδόν σκόνταψε πάνω μου και με το που με είδε έκανε χαρές και είπε στη μαμά της «κοίτα μαμά ένα όμορφο σκυλάκι, μπορώ να το χαϊδέψω;» κι η μαμά της κοίταξε τη δικιά μου ερωτηματικά κι η δικιά μου είπε «μην ανησυχείτε, είναι κουταβάκι ακόμα και πολύ καλόβολο κι έχει κάνει όλα του τα εμβόλια» και τότε εκείνη είπε «ΟΚ μπορείς να το πάρεις αγκαλίτσα» όχι σαν την άλλη τη στριμμένη στον ντόκο που δεν άφηνε το παιδάκι της να με χαϊδέψει μπας και κολλήσει τίποτε γιατί δεν είμαι καθαρόαιμο (βλακείες, μια χαρά καθαρό αίμα έχω, ολόκληρος είμαι καθαρός, κάθε τόσο με πλένει η μάνα μου) κι έτσι κάθισε κάτω το κοριτσάκι πολύ χαρούμενο και με πήρε αγκαλίτσα κι όλο με χάιδευε κι εγώ όμως κύριος, λίγο την δάγκασα μια φορά έτσι ελαφρά γιατί ακόμα δεν ξέρω και πολύ καλά πώς να δίνω φιλάκια μόνο δαγκανίτσες ξέρω κι εκείνη έκανε ένα μικρό «αχ» κι εγώ πολύ στεναχωρέθηκα και δεν την ξαναδάγκασα, καθόλου όμως, μόνο καθόμουν ήσυχος ήσυχος να μου χαϊδεύει την κοιλίτσα και μου είπε πως τη λένε Άρτεμις και ότι τώρα θα πάει στην πρώτη και ποια  είναι αυτή η κυρία Πρώτη δεν ξέρω αλλά δεν την ρώτησα γιατί μπορεί να μην ήξερε κι αυτή και να στενοχωριόταν και μετά μου έλεγε κάτι τραγουδάκια που της είχε μάθει κάποιος κύριος Νήπιος για να με νανουρίζει κι έτσι αποκοιμήθηκα λιγάκι και μετά ήρθε η μαμά της να δει τι κάνει και της είπε η Άρτεμις ότι με αγαπάει πολύ και θέλει κι εκείνη ένα κουταβάκι να το έχει στο σπίτι και είπε η μαμά της «καλά θα δούμε, να το πούμε και στον μπαμπά σου» και της είπε η μαμά μου ότι αν πραγματικά το σκέφτονται να την πάρει τηλέφωνο που ξέρει ένα σωρό κουταβάκια που ψάχνουν για οικογένεια και της έδωσε το τηλέφωνο και είπε η άλλη «ευχαριστώ, θα το σκεφτούμε» και μου είπε ο Ρόμπι που όλα τα παρακολουθούσε αμίλητος «άντε μπαγασάκο, μπορεί και να έσωσες ένα ακόμη κουταβάκι» και τίποτε δεν κατάλαβα εγώ αλλά εκείνος μου έκλεισε το μάτι με νόημα οπότε μάλλον κάτι καλό έκανα κι ας μην το κατάλαβα και μετά φτάσαμε στο νησί και η Άρτεμις μου έδωσε ένα μεγάλο φιλί κι εγώ μια μεγάλη γλυψιά στη μούρη και μου κουνούσε το χεράκι της καθώς έφευγε με τη μαμά της κι εγώ γαύγισα λιγάκι θυμωμένα, λιγάκι παραπονεμένα που έφυγε αλλά μου είπε ο αδερφός μου ότι μπορεί να την ξαναβρούμε σε κάποιο επόμενο ταξίδι κι έτσι τώρα κάθε φορά θα κοιτάζω μήπως και την ξαναδώ και τώρα σας αφήνω γιατί θα πάμε βόλτα με τη μάνα και γειά σας και καλό σας απόγευμα.






Τρίτη 10 Ιουλίου 2018



Οι άθλοι του Ηρακλή
Η οικογένεια

Πήρα μεγάλη σύγχιση σήμερα γιατί ήρθε ο Ρόμπι και μου είπε «ξέρεις μικρέ ότι σήμερα κλείνουν τρεις μήνες που είσαι σπίτι μας;» κι εγώ του απάντησα «χα χα δεν ξέρεις να μετράς  γιατί η μαμά είπε πως είμαι 4,5 μηνών άρα είμαι και 4,5 μήνες στο σπίτι» κι εκείνος με κοίταξε για λίγο σκεφτικός και μετά είπε «ΟΚ, θεωρώ πως είσαι αρκετά μεγάλος για να μάθεις την αλήθεια» και μετά άρχισε να μου λέει ότι δεν γεννήθηκα εδώ αλλά με βρήκε η μάνα όταν ήμουν 1,5 μηνός κουταβάκι να τριγυρίζω σαν χαμένο στους δρόμους γιατί κάποιοι κακοί άνθρωποι με είχαν πάρει από την πραγματική μου μαμά και με είχαν παρατήσει στην ερημιά κι εγώ έβαλα τα κλάματα γιατί θυμήθηκα πολύ θολά μια μεγάλη ζεστή μαύρη μαλλιαρή αγκαλιά και εγώ χωμένος μέσα να πίνω γάλα μαζί με κάτι άλλα μικρά πολύ μικρά μωράκια σαν κι εμένα και μετά κάπως βρέθηκα μόνος μου στο δρόμο και ήμουν πολύ κουρασμένος και τρομαγμένος και πεινούσα πολύ και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι η αγκαλιά της μαμάς Βάσως που δεν είναι ούτε μαύρη ούτε μαλλιαρή (έτσι κι αλλιώς η μάνα έχει πολύ λίγα μαλλιά, μόνο στο κεφάλι της, και είναι κόκκινα, όχι μαύρα) κι έκλαιγα επίσης  επειδή μου ήρθε απότομο που δεν είμαι πραγματικό παιδί της μαμάς και του μπαμπά μου κι εκεί ο Ρόμπι ψευτογέλασε και μου  είπε γλυκά «βρε κουτέα πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό αφού εμείς είμαστε σκυλιά κι εκείνοι άνθρωποι» και μου αποκάλυψε κάτι που με συντάραξε ότι, λέει, και ο ίδιος και όλα τα αδέρφια μου, τα άλλα 4 σκυλιά και τα 10 γατιά της οικογένειας, είμαστε υιοθετημένα και ότι μας βρήκε όλα η μάνα στο δρόμο παρατημένα και μερικά τραυματισμένα ή πολύ άρρωστα και μας πήρε στην αγκαλιά της και μας έφερε στο σπίτι και τότε εγώ σταμάτησα να κλαίω κι ένιωσα να την αγαπώ ακόμα πιο πολύ γιατί, όπως είπε κι ο σοφός βούδας αδελφός μου,  γονείς δεν είναι μόνο εκείνοι που σε φέρνουν στον κόσμο αλλά, κυρίως, εκείνοι που σε αγκαλιάζουν με αγάπη και σε μεγαλώνουν με στοργή και φροντίδα κι έτσι παρηγορήθηκα λιγάκι από το σοκ που δεν είμαι πραγματικό τους παιδί και τι σημασία έχει αυτό αφού με αγαπούν και τους αγαπώ τόσο πολύ κι ο Ρόμπι άπλωσε την πατουσάρα του και μου σκούπισε το τελευταίο δάκρυ και μετά με άφησε, όπως παλιά που ήμουν μωρό,  να χωθώ στην αγκαλιά του που είναι κι αυτή πολύ μεγάλη και ζεστή και κοιμηθήκαμε έτσι αγκαλίτσα και καθόλου δεν είμαι πια στενοχωρημένος…





Κυριακή 8 Ιουλίου 2018


Από την «Δωροθέα», το τρίτο μου βιβλίο, 
που υπολογίζω να κυκλοφορήσει
 μέχρι το τέλος του χρόνου


«Ακόμα και η ερωτική τους ζωή φαινόταν να μπαίνει και πάλι σε καλό δρόμο. Η Δωροθέα ένιωσε το πρόσωπό της να φλογίζει σαν της παιδούλας στην ανάμνηση της πρώτης τους επαφής μετά από την καταιγίδα που είχε βιώσει η σχέση τους κι έκλεισε τα μάτια. Ήταν μια ζεστή νύχτα του Ιουλίου. Είχαν αφήσει ανοιχτή την μπαλκονόπορτα του δωματίου τους για να μπαίνει λίγη δροσιά μαζί με το φεγγάρι που κόντευε να γεμίσει κι έλουζε τα πάντα με την ασημιά του λάμψη. Είχε αποκοιμηθεί με το τραγούδι του τζίτζικα να την νανουρίζει και την ήρεμη ρυθμική ανάσα του άντρα δίπλα της να την καθησυχάζει και να την κάνει να νιώθει ασφαλής και δυνατή.

Κάποια στιγμή ξύπνησε από μια αόριστη αίσθηση ευδαιμονίας, σαν κάτι να μιλούσε μέσα της τρυφερά. Άνοιξε τα βλέφαρα και τον είδε να την κοιτάζει. Το φεγγαρόφωτο έπεφτε στα μάτια του και μέσα τους διάβασε αγάπη, έγνοια, τρυφερότητα. Του χαμογέλασε. Της χαμογέλασε κι εκείνος κι άπλωσε το χέρι του διστακτικά. Χάιδεψε το μάγουλο, τα χείλη, τον λαιμό της. Εκείνη πήρε τα ακροδάχτυλά του και τα φίλησε ένα ένα. Έπειτα έστειλε το δικό της χέρι να ταξιδέψει στο πρόσωπό του. Το σεργιάνισε στο μέτωπό του, στη βαθιά χαρακιά ανάμεσα στα φρύδια που τώρα συνειδητοποιούσε την ύπαρξή της, στις μικρές γραμμές της έγνοιας στην άκρη των ματιών, στις ανεπαίσθητες ρυτίδες πίκρας στη γωνία του στόματος.

Χάιδεψε τα χείλη του με δάχτυλα τρεμάμενα κι ένιωσε να ξυπνάει μέσα της ένας πόθος από καιρό ξεχασμένος. Εκείνος έγειρε κι αναζήτησε  τα δικά της χείλη. Διστακτικά στην αρχή, πιο τολμηρά στη συνέχεια, διεκδικητικά μετά, επιθετικά θάλεγες. Εκείνη ανταποκρίθηκε με μια ορμή που την ξάφνιασε, σχεδόν την τρόμαξε, και που ωστόσο της ήταν αδύνατο να ελέγξει - και που ούτε και το ήθελε εξάλλου. Αφέθηκε στη δίνη των σωμάτων τους κλείνοντας ερμητικά τη σκέψη της σε κάποιες στιγμιαίες εικόνες ενός άλλου άντρα που αναβόσβηναν φευγαλέα στο μυαλό της πασχίζοντας να καταστρέψουν αυτό που ζούσε τώρα, που είχε χρόνια να ζήσει, που ξαφνικά συνειδητοποιούσε πόσο είχε ποθήσει με μια λαχτάρα που την ένιωθε σε κάθε κύτταρο του κορμιού της να την πυρπολεί, σχεδόν να την πονάει.




Τετάρτη 4 Ιουλίου 2018



Η εισήγησή μου στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής 
«Άγγελοι του Αρχιπελάγους» του Χρήστου Νομικού

«Άγγελοι του αρχιπελάγους» -  3 Ιουλίου 2018

Μοιάζει με πλεούμενο το βιβλίο αυτό. 
Με σκαρί αγέρωχο, ομορφόχτιστο, δικάταρτη γολέτα.
Με το μελτέμι να σφυρίζει στ’ άλμπουρα
και την γοργόνα Παναγιά σκαλισμένη στην πλώρη.

Να ορθώνεται περήφανο πάνω από το αιγαιοπελαγίτικο κύμα με ρότα σταθερή, τις Κυκλάδες, και τελικό προορισμό κι Ιθάκη την Αμοργό - συντροφευμένο πάντα από την Γυναίκα που σημάδεψε την μοίρα του καπετάνιου του.

Με γλώσσα ρέουσα, με συναισθήματα δυνατά, με λέξεις όμορφα διαλεγμένες ο Χρήστος Νομικός μας καλεί σε ένα ταξίδι στο Αιγαίο και στην ψυχή του - γιατί είναι κατάθεση ψυχής ετούτα τα ποιήματα. Με ομοιοκαταληξία τα περισσότερα, άλλοτε ζευγαρωτή, άλλοτε πλεχτή κι άλλοτε σταυρωτή, ακούγονται σαν μουσική, σαν τραγούδι που σιγοσφυρίζουν οι γλάροι… ή το κύμα στ’ ακρογιάλι… ή ο μαΐστρος στα ολάνοιχτα πανιά.

Με μικρές αποκλίσεις, δύο οι κύριοι άξονες που οδηγούν τα βήματα του ποιητή. Ο πρώτος έχει να κάνει με την μεγάλη του αγάπη - την Αμοργό. Νησί πανέμορφο, χιλιοτραγουδισμένο, ταξιδεύει αιώνες τώρα στο μπλε βαθύ του Αιγαίου.

Ο δεύτερος έχει να κάνει με μια άλλη μεγάλη του αγάπη - την Γυναίκα. Την Γυναίκα-ιδέα, την Γυναίκα- όνειρο, την Γυναίκα-μούσα. Ολάκερη η ποιητική συλλογή του είναι αφιερωμένη σε τούτες τις δυο αγάπες - αξεδιάλυτο ποια κατέχει την κυρίαρχη θέση στην καρδιά του.

Ο Χρήστος Νομικός λατρεύει το νησί του. Λατρεύει κάθε του λιμάνι, κάθε του πέτρα τραχιά, κάθε του βότσαλο στρογγυλεμένο από το κύμα στ’ ακρογιάλι. Κι αυτή του η αγάπη αναβλύζει, λες, σε κάθε λέξη που έχει να κάνει με την Αμοργό. Διάχυτη η νοσταλγία, ακατάλυτος ο δεσμός, ολοφάνερη η λαχτάρα να βρεθεί κοντά της.

«Ταξιδευτής των πόθων κι οδηγός
Σ’ ένα καράβι που το λένε «Αμοργός» (67)

μας λέει, και συνεχίζει

«Κι όταν το πέλαο η Παναγιά
Κρατήσει στην ποδιά της» (48)

εκείνος θα την αναζητά με καημό

«Αχ πατρίδα μου πώς θάσαι μοναχή
Τούτη τη νύχτα που γεμίζει το μπουγάζι» (23)

Χρόνια κρατά ετούτη η αναζήτηση

«Σ’ ένα ταξίδι σ’ έναν έρημο γιαλό
Νέος ξεκίνησα και τώρα φτάνω γέρος» (63)

Μα εκείνον δεν τον νοιάζει ο χρόνος που διαβαίνει -φτάνει να την εύρει, να μείνει για πάντα σιμά της

«Κι όταν θα σβήσει μιαν αυγή της ζήσης το μελάνι
Τότε θα πω σ’ όλους αυτούς που λεν πως μ’ αγαπούν
Τη στάχτη να σκορπίσουνε σ’ ένα παλιό λιμάνι
Τα ξωτικά της θάλασσας νάρθουν για να με βρουν» (28)

Γιατί, καθώς μας εξομολογείται,

«Χίλιες νυχτιές ξοδέψαμε
Για νάχουμε μια μέρα» (76)

Και ταξιδεύει ανάμεσα σε αγάπες εφήμερες, περαστικές, αναζητώντας την δικιά του Ιθάκη, την Αμοργό του

«Κι όταν σ’ αντάμωσα εγώ
Στης λήθης την ανέμη
Σε πήραν οι ανέμοι
Ξανά στην Αμοργό» (57)

Και την αναζητά με πάθος - κι ας έχει στην άκρη του μυαλού του πως ίσως δεν την εύρει ποτέ

«Μια Κυριακή απόγευμα
Μου πήραν την Ιθάκη» (90)

Ή πως θα συναπαντήσει μοναχά ναυάγια

«Ναυάγια στις άκρες των βλεφάρων
Δεν είδατε τα σήματα των φάρων» (26)



Η Αγάπη, η ιδέα της, η πεμπτουσία του Έρωτα, είναι η κινητήριος δύναμη σε τούτο το ιστιοφόρο που πότισε η αλμύρα του πελάγου μαζί με την αλμύρα από το δάκρυ το κρυφό για μιαν αγάπη γήινη, ξανθιά, ανεκπλήρωτη - γιατί, καθώς αναφέραμε και προηγούμενα, ο Χρήστος Νομικός λατρεύει, εκτός από την Αμοργό, και τη Γυναίκα.
Την γυναίκα που αγάπησε και τον αγάπησε κι αυτή.

«Πήγαινε νάβρεις μια ξανθή
Να πεις πως περιμένω» (14)

Την γυναίκα που συντρόφευε τη σκέψη του στο ατέλειωτο ταξίδι για την Ιθάκη

«Έναν γιαλό που στη ματιά σου είδα
Μια χαραυγή απ’ τη γλυκιά πατρίδα» (15)

Την γυναίκα που τον πρόδωσε

«Ρώτα πού πήγε η ηλιαχτίδα
Αυτή που στην ψυχή της είδα» (32)

Που, ωστόσο, δεν έπαψε να ονειρεύεται

«Θα μοιραστώ στη δύση ένα αστέρι
όπως αυτό που βλέπαμε μαζί» (79)

Κι ας μην βρίσκει ανταπόκριση - εκείνος θα είναι πάντα εκεί

«Στάχτη στα μάτια σου θα γίνω
βλέμμα στο βλέμμα σου θα μείνω» (40)

Ακόμα κι αν ανάλγητα εκείνη του φερθεί

«Κι όμως σου κράταγα το χέρι
Όταν χτυπούσε το μαχαίρι» (86)

Γιατί η Αμοργιανή νησιωτοπούλα χαράκωσε για πάντα την ψυχή του


«Νησιωτοπούλα Αμοργιανή
Ξανθιά γαλανομάτα
Τη νύχτα μου τη σκοτεινή
Εσκόρπισες στη στράτα» (17)


Μοιάζει με πλεούμενο το βιβλίο αυτό. 
Με σκαρί αγέρωχο, ομορφόχτιστο, δικάταρτη γολέτα.
Με το μελτέμι να σφυρίζει στ’ άλμπουρα και την γοργόνα Παναγιά σκαλισμένη στην πλώρη.

Κι εμείς, συνταξιδιώτες σε τούτο το ταξίδι του ονείρου, άλλοτε ορθοί στην πλώρη  με τη ματιά καρφωμένη στην άκρη του ορίζοντα να αναζητά την Αμοργό κι άλλοτε γερμένοι στην πρύμνη να αναπολούμε αγάπες που χάθηκαν κι άλλες που μας προσμένουν κάτω από ένα φεγγαρόφωτο να χαράζει ασημένια μονοπάτια στο  μπλε μαβί των κυκλαδίτικων νερών, αρμενίζουμε μεσοπέλαγα συντροφιά με τα γλαροπούλια και τους μοναδικούς στίχους του Χρήστου Νομικού, τους ποτισμένους θαλασσινή αλμύρα και πελαγίσια ανασεμιά!

Καλό μας ταξίδι φίλοι μου!







Οι άθλοι του Ηρακλή
Η πρώτη βόλτα  

Πού να σας τα λέω φίλοι μου, ζω μεγάλες στιγμές από χτες κι ευτυχώς που δεν σας τα πρόλαβε η μάνα (που είναι και λίγο κουτσομπόλα) γιατί κι εκείνη είναι πολύ ενθουσιασμένη που ξεκίνησε να με παίρνει μαζί της στη βόλτα με τον Ρόμπι γιατί, λέει, τώρα που έκανα όλα μου τα εμβόλια είπε ο κύριος Διονύσης  ο γιατρούλης μου ότι δεν κινδυνεύω να κολλήσω τίποτε από τα αδέσποτα κι εγώ δεν κατάλαβα τι είναι αυτό το «αδέσποτα» και ρώτησα τον αδελφό μου αλλά δεν μου απάντησε μόνο αναστέναξε και με κοίταξε πολύ λυπημένα και μάλλον είναι κάτι στενάχωρο αυτό το «αδέσποτα» και θα ρωτήσω τη μαμά να μου πει γιατί ούτε και ο Λέστερ ήξερε να μου πει παρά μόνο έτρεχε πάνω κάτω με τη Ζενέβ και πού ακούστηκε να πηγαίνουν βόλτα τα γατιά αλλά ξέχασα, τα δικά μας είναι εξωγήινα γατιά και κάνουν εξωγήινα πράματα κι έρχονται μαζί μας, αλλά ούτε που τους δίνω σημασία γιατί εκεί έξω είναι μαγικά, μια τεράστια αλάνα με πολλά χόρτα και λουλουδάκια και πολλέεεες μυρωδιές που τρελάθηκα και μύριζα σαν παλαβός και γνώρισα έτσι πολλά σκυλιά που είχαν κατουρήσει παντού και κατούρησα κι εγώ από πάνω και μου είπε η μαμά «μπράβο Ηρακλάκο, εδώ να κάνεις πιπί» και δεν κατάλαβα, τι πειράζει που κάνω πιπί στον κήπο και καμιά φορά και στην αυλή και τσιρίζει η μάνα και βουτάει το λάστιχο και τα πλένει και σιγά τα ωά, τι έχουν τα τσισάκια μου, αλλά δεν έδωσα και πάλι σημασία γιατί μετά μύρισα κάτι ωραιότατες λιχουδιές στρογγυλές και γυαλιστερές κι άρπαξα μια από κάτω να την μασουλήσω κι εκείνη άρχισε πάλι να τσιρίζει «βγάλε αμέσως τα κακά της κατσίκας από το στόμα σου» κι εγώ πολύ τσαντίστηκα που μου τα πήρε και που χαχάνιζε ο Ρόμπι και τι είναι τέλος πάντων αυτό το «κατσίκα» που κάνει τόσο ωραία γλυκάκια και δεν με αφήνει να τα φάω αλλά μου πέρασε γρήγορα γιατί είδα τον Λεστεράκο να σκαρφαλώνει σε ένα άσχετο δέντρο και τρόμαξα αλλά εκείνος χαμπάρι, πήδηξε μια και κατέβηκε κάτω κι εγώ νευριάζω που δεν μπορώ να ανέβω στο δέντρο να τον βουτήξω και μ’ αυτά και μ’ αυτά τέλειωσε κι η βόλτα και γυρίσαμε σπίτι μας κι ήπια μια κατσαρόλα νερό αφού πρώτα έπλυνα τα ποδαράκια μου μέσα γιατί είμαι και καθαρό παιδάκι και πάλι φώναζε η μαμά «βρε χαζέα το βρώμισες το νερό και μετά το πίνεις» και τι πειράζει, νεράκι είναι και μια χαρά το ήπια και τώρα πάω να ξαπλώσω στην κρεβατάρα της και να πάρω έναν υπνάκο αγκαλιά με το ελεφαντάκι μου γιατί κουράστηκα με το περπάτημα και καλό σας μεσημέρι!