Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Οι άθλοι του Ηρακλή
Η ζήλια

Κάτι μου φταίει και δεν ξέρω τι αλλά ώρες ώρες είμαι κακόκεφος χωρίς να μπορώ να καταλάβω γιατί και το είπα στον Ρόμπι μπας και με βοηθήσει κι εκείνος γέλασε και μου είπε, κακόκεφος εσύ που είσαι χαζό παιδί χαρά γεμάτο; κι εγώ θύμωσα που με κορόιδευε και τότε μου είπε, ΟΚ δεν σε πειράζω άλλο, έλα να το ψάξουμε και πρώτα πρώτα πρέπει να παρατηρήσεις πότε σε πιάνει αυτό το κακόκεφο, τι γίνεται και χαλιέσαι και πολύ τον θαύμασα που είναι τόσο σοφός κι ακολούθησα τη συμβουλή του αλλά δεν έβγαλα άκρη στην αρχή, που κυνηγούσα τον Λέστερ και μου ξέφυγε δεν με χάλασε, που την έπεσα του Μαξ που μπήκε στην αυλή και του έκανα χαρούλες κι εκείνος με πρόγκηξε δεν με χάλασε μέχρι που μας κουβάλησε η μάνα μέσα στο σπίτι την καινούργια γάτα, την Μάγια, και μας την κοτσάρησε πάνω στο κρεβάτι λέγοντας θα την αφήσω εδώ να σας συνηθίζει και να την συνηθίζετε σιγά σιγά και πολύ συγχίστηκα που έπιασε και το μαξιλάρι η κυρία και που την πρόσεχε τόσο πολύ η μάνα και τότε μου ήρθε φλασιά, αυτό μου έφταιγε, που η μάνα όλο την κανακεύει κι όλο μας λέει αυστηρά να μην την πειράξουμε και σιγά, τα άλλα γατιά γιατί τα πειράζουμε και μας αφήνει, άρα αυτήν την αγαπάει πιο πολύ από όλα μας, και γύρισα και το είπα στον Ρόμπι με τρόπο μπας και μ’ ακούσει η μάνα και θυμώσει κι εκείνος με κοίταξε ξαφνιασμένος και μου είπε, σήκω να πάμε μια βόλτα έξω να τα πούμε με την ησυχία μας κι αρχίσαμε τα πάνω κάτω στην αυλή και μου εξήγησε ότι το κακόκεφο που με πιάνει λέγεται ζήλια κι ούτε που ήξερα τι πα να πει αυτό και μου ξαναεξήγησε ότι ζήλια είναι όταν μας κακοφαίνεται που κάποιος άλλος έχει ή νομίζουμε πως έχει κάτι παραπάνω από μας όπως πιο πολλές κροκέτες ή πιο πολλά παιχνίδια ή, στην περίπτωσή της Μάγιας, πιο μεγάλη προσοχή από τη μάνα και γι αυτό νομίζουμε ότι δεν μας αγαπάει τόσο όσο εκείνη αλλά αυτό είναι λάθος, η μάνα αγαπάει όλα τα παιδιά της το ίδιο, απλά κάποια κάποτε τα προσέχει λίγο πιο πολύ γιατί το έχουν ανάγκη όπως η Μάγια που έμεινε πέντε μήνες σε ένα κλουβί άρα θέλει πολλή αγάπη και πολλά χάδια για να ξεθαρρέψει και να γίνει μια από μας κι ότι μου κακοφαίνεται αυτό γιατί ως τώρα εγώ ήμουν ο μικρότερος κι είχα τα πιο πολλά χάδια και τι να πει κι εκείνος, ο Βούδας, που από μικρό ακόμα του κουβάλησε η μάνα και την Ζενέβ και τον Λέστερ και εμένα και την Μάγια σαν νέα αδελφάκια αλλά ποτέ δεν ζήλεψε, ίσα ίσα που μας καλοδέχτηκε όλα και βοήθησε τη μάνα να μας μεγαλώσει σωστά και να αγαπιόμαστε όλα μαζί γιατί έτσι γίνεται στις αγαπημένες οικογένειες, τα μεγαλύτερα αδέλφια προσέχουν και μαθαίνουν πράματα  στα μικρότερα και κανένα δεν ζηλεύει το άλλο γιατί η μάνα κι ο πατέρας μας αγαπούν όλα το ίδιο κι εγώ τον κοίταξα με θαυμασμό και του είπα, αδελφέ μου εσύ γεννήθηκες σοφός και γεμάτος καλοσύνη και είμαι πολύ τυχερός που σε έχω αδελφό και του έκανα μια μεγάλη γλυψιά κι έτρεξα στην Μάγια να την κάνω μια μεγάλη αγκαλιά όμως εκείνη τρόμαξε και κρύφτηκε κάτω από το σκέπασμα αλλά δεν με πείραξε, μου φτάνει που δεν την ζηλεύω πια και σιγά σιγά θα γίνουμε τα καλύτερα φιλαράκια, να μου το θυμάστε!






Παρασκευή 24 Μαΐου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή
Η μεγάλη αταξία
Είμαι πάρα μα πάρα πολύ στεναχωρημένος και κάθομαι στη γωνία δεμένος κι όλο θέλω να κλαίω και η μάνα περνάει δίπλα μου κι ούτε που με κοιτάει κι αυτό είναι που με στεναχωρεί πιο πολύ κι από το δέσιμο κι από την κατσάδα που έφαγα κι ούτε μισή ώρα δεν πέρασε που ήμουν πάρα μα πάρα πολύ χαρούμενος κι ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς έγινε και στράβωσε τόσο πολύ η μέρα μου ούτε και τι στο καλό μεγάλο κακό έκανα και τα πήρε η μάνα τόσο άσχημα και γι αυτό θέλω να σας τα πω κι εσάς μπας και με βοηθήσετε να λύσω το μυστήριο κι όλα άρχισαν λοιπόν το πρωί που βγήκα στην αυλή -ξέχασα να σας πω ότι είμαστε στο νησί το Άνδρο- κι έβλεπα τη θάλασσα και μετά έδωσα έναν πήδο και βρέθηκα στην αυλή της κυρίας Μπίλυς της γειτόνισσας αν και η μάνα με είχε μαλώσει πολύ μια άλλη φορά που το έκανα για να μην ενοχλώ, λέει, και σιγά, εγώ το πιο καλό παιδί να ενοχλώ κι εξάλλου τώρα δεν είναι εδώ η κυρία Μπίλυ οπότε ποιον να ενοχλήσω κι από εκεί πήδηξα στην παρακάτω αυλή της κυρίας Ματίλντας που ούτε κι αυτή είναι εδώ και τι να δω, μια γκρεμίλα πιο πέρα κι από κάτω η θάλασσα που άστραφτε και γυάλιζε και θυμήθηκα τι ωραία που ήταν πέρσι που κάναμε μπάνιο κι απάνω που το σκεφτόμουν βλέπω μια τρύπα στον φράχτη που ίσα ίσα χώρεσα και βγήκα χωρίς να γρατζουνιστώ κι άρχισα να τρεχολογάω την κατηφόρα μέχρι που έφτασα στη θάλασσα κι έκανα μια ωραιότατη βουτιά και πολύ το φχαριστήθηκα και μετά έβαλα μια τρεχάλα και γύρισα σπίτι να τα πω στη μάνα να πάει κι εκείνη για βουτιά και τη βλέπω που  έβγαζε το αμάξι από το πάρκινγκ με τον Ρόμπι μέσα κι απόρησα, πού να πήγαιναν; και μόλις με είδε η μάνα  άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξαλλη κι άρχισε να μου φωνάζει διάφορα γαλλικά κι εγώ έμεινα παγωτό πάνω που ετοιμαζόμουν να της παινευτώ για το κατόρθωμα με τη βουτιά και με βούτηξε από τον σβέρκο -γιατί δεν σας είπα, έχασα και το κολλάρο μου στη θάλασσα- και με πήγε τραβολογώντας στη βεράντα και με έδεσε φωνάζοντας τέρμα η Άνδρος, δεν θα σε ξαναφέρω ποτέ αφού την κοπανάς και με κοψοχολιάζεις κι εγώ να μην καταλαβαίνω τίποτε και τότε με πλησίασε ο Ρόμπις και μου είπε βαριά, είσαι εντελώς βλαμμένο που πήγες στις ξένες αυλές και ακόμη πιο βλαμμένο που έφυγες από την περίφραξη και σε χάσαμε και κόντεψε να τρελαθεί η μάνα από την αγωνία και ετοιμαζόμασταν να βγούμε οι δυο μας να σε ψάξουμε με το αμάξι όταν μας αριβάρισες κουνάμενος σεινάμενος και κάτσε τώρα σαν καλός χαϊβάνης δεμένος και μπορεί και να μην ξανάρθεις εδώ ποτέ, να σε αφήνει η μάνα στην πανσιόν στην κυρία Σοφία αν είναι να την λαχταράς και να την συγχίζεις κι εγώ τον κοίταζα με τα μάτια και το στόμα ορθάνοιχτα, μα δεν έκανα τίποτε κακό, μια βόλτα μόνος μου πήγα και δεν έπαθα και τίποτε, και τότε μου είπε δεν έχει σημασία πώς τα βλέπεις εσύ που είσαι μικρός και άμαθος, η μάνα ξέρει πολύ καλά τι μπορεί να πάθεις και γι αυτό λέει μη και μη, για να μας προφυλάξει, κι εγώ σαν να το κατάλαβα και πήγα να πω συγγνώμη στη μάνα, δεν θα το ξανακάνω, αλλά εκείνη ούτε που με κοιτάζει και γι αυτό σας έλεγα ότι είμαι πολύ στεναχωρεμένος που την στεναχώρεσα -κι είμαι και δεμένος- και πείτε της κι εσείς καλέ καμιά κουβέντα να μαλακώσει γιατί δεν μπορώ να την βλέπω έτσι συγχισμένη, θα κλαίω…

Κυριακή 19 Μαΐου 2019

Οι άθλοι του Ηρακλή
Το καινούργιο γατόνι

Πού να σας τα λέω φίλοι μου, αποκτήσαμε καινούργιο γατόνι, δηλαδή δεν το αποκτήσαμε όλοι ακριβώς, η μάνα μας το κουβάλησε μέσα σε ένα κλουβάκι και μας είπε ότι αυτή είναι η καινούργια μας αδελφή και ότι για λίγες μέρες θα μένει στο γυάλινο μέχρι να μας συνηθίσει γιατί μέχρι τώρα ζούσε σ’ αυτό το κλουβάκι κι εκεί φρίκαρα εγώ, αν είναι δυνατόν να ζεις μέσα σε ένα κλουβί λες και είσαι άγρια τίγρη και σε φοβούνται χώρια που η έρμη η γατούλα ίσα που χωρούσε στο ρημαδόκλουβο, ούτε να γυρίσει πλευρό δεν μπορούσε καλά καλά, και που λέτε την έβαλε η μάνα στο γυάλινο κι εκείνη στην αρχή πήγε και κρύφτηκε κάτω από τον καναπέ, τόσο φοβισμένη ήταν η δόλια, κι εγώ πήγα να βάλω τα κλάματα που ήταν τόσο ταλαιπωρημένη και δεν ήξερε από άλλα ζωάκια, αφού να καταλάβετε πήγε και κόλλησε τη μύτη του στο τζάμι ο Σπίθας ο κουτσομπόλης για να τη δει και του έκανε «χου», ούτε τη ράτσα της δεν αναγνωρίζει, άσε εμένα και τον Ρόμπι που μας έβλεπε από μέσα από το γυαλί και σηκωνόταν η τρίχα της κάγκελο και για όλα αυτά έφταιγε εκείνο το σκ@@@κλουβο και μόλις η μάνα το άφησε για λίγο στη βεράντα πήγα και το κατούρησα που παίδευε το στριμμένο τόσο καιρό την γατούλα και να δείτε που δεν με μάλωσε η μάνα, μάλλον κι εκείνη δεν το χωνεύει, και μας είπα να είμαστε προσεχτικοί με την Μάγια, έτσι την ονόμασε την καινούργια, οπότε κι εμείς γυροφέρναμε για 3-4 μέρες το γυάλινο και την βλέπαμε που ξεθάρρευε σιγά σιγά μέχρι που χτες την έβαλε η μάνα σε ένα δικό μας κλουβάκι πιο άνετο κι εγώ παραξενεύτηκα και πάνω που πήγα να θυμώσω την είδα που την έφερε πάνω στο τραπέζι κι έμεινα παγωτό και ρώτησα τον Ρόμπι γιατί δεν την αφήνει ελεύθερη να τρέξει στον κήπο και να τρέξω κι εγώ ξοπίσω να την κυνηγάω γύρω γύρω και να ανεβαίνει στα δέντρα σαν τα άλλα γατιά μας και μετά να την γραπώσω από το σβέρκο μαλακά να την κάνω βαρελάκια κι ο Βούδας τότε χαχάνισε και μου είπε γι αυτό βρε βλήτο δεν την αφήνει, γιατί θα κάνεις όλα αυτά τα χαζά και παλαβά και θα την τρομάξεις, η Μάγια δεν είναι μαθημένη σε τέτοιες λωλαμάρες και θα πηδήξει τη μάντρα και θα τη χάσουμε γι αυτό πρέπει πρώτα να μας συνηθίσει και μετά τα άγαρμπα παιχνίδια σου κι εγώ γούρλωσα τα μάτια με θαυμασμό που είναι τόσο σοφός ο αδελφός μου κι όλα τα καταλαβαίνει και τα εξηγεί και του υποσχέθηκα ότι θα είμαι φρόνιμος αλλά μετά την έκανα την ματσολιά μου, τι να κάνουμε που είμαι και παρορμητικός (έτσι λέει η μάνα όταν κάνω χαζομάρες, εγώ δεν ξέρω τι πα να πει) κι έδωσα μια και πήδηξα πάνω στο τραπέζι να τη δω από κοντά και να τη μυρίσω αλλά αυτή καθόλου δεν τρόμαξε, τη φύλαγε το κλουβί βλέπετε, και μου έκανε και «χου», τι χου και ξεχού μαρή που έτσι και σ’ αρπάξω κάηκες αλλά εκείνη έβγαλε μέσα από τα κάγκελα ένα ποδάρι με νύχια κι έκανα πίσω μη μου βγάλει και κανα μάτι και είπα του Ρόμπι αυτή είναι που φοβάται; να μου το θυμάσαι πως θα βρούμε κακό μπελά, πολύ τζώρας μου φαίνεται, κι εκείνος με μάζεψε και με μάλωσε που την πειράζω και να την αφήσω να μας συνηθίσει και ότι θα γίνουμε τα καλύτερα φιλαράκια κι εγώ τον κοίταξα λοξά κι είπα άντε να στην κάνω τη χάρη, να δούμε τι θα δούμε και σας αφήνω τώρα, πάω να δω μπας κι έχει ξεχάσει η μάνα ανοιχτή την πόρτα στο γυάλινο να μπουκάρω και να γίνει χαμός και γεια σας και καλό μεσημέρι!




Παρασκευή 17 Μαΐου 2019




Ειρήνη η αξιοπρεπής

Την είχα δει άλλη μια φορά πριν κανα μήνα έξω από το σουπερμάρκετ που ψωνίζω όταν ανεβαίνω στην παλιά μου γειτονιά, στο Καλαμάκι. Πρόσωπο νεανικό, ελαφρά θλιμμένο, φυσιογνωμία ευγενική, με ένα αδιόρατο δειλό χαμόγελο στα χείλη. Αθόρυβη - τόσο, που οριακά άκουσα να λέει διστακτικά και χαμηλόφωνα "μπορείτε να μου πάρετε κάτι;" την ώρα που έμπαινα μέσα.
Έκανα μεταβολή και ξαναβγήκα έξω. Την πλησίασα, ρώτησα αν και τι είπε και μου ζήτησε, με τα μάτια χαμηλά, αν μπορώ να της ψωνίσω ένα πακέτο μακαρόνια και λίγο κιμά για να κάνει παστίτσιο για τα τρία μικρά της. Τα πήρα μαζί με τα υπόλοιπα υλικά του παστίτσιου, με ευχαρίστησε με το ίδιο θλιμμένο διστακτικό χαμόγελο, την χαιρέτησα κι έφυγα.
Την ξαναείδα χτες, στο ίδιο σημείο. Μου ζήτησε λίγες πατάτες κι ένα πακέτο ψωμί του τοστ. Όταν της τα έδωσα βγαίνοντας μαζί με κάποια άλλα πράγματα, με ευχαρίστησε και πάλι και με κοίταξε σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί αν και πώς με ξέρει. Της είπα για το παστίστιο, θυμήθηκε κι έλαμψε το βλέμμα της σαν να έβλεπε παλιά καλή φίλη.
Τη ρώτησα πώς τη λένε και για τα παιδιά της. Οκτώ, έξι και τριών χρόνων, τα μεγαλώνει μόνη. Πολύ καλά ελληνικά, δεν φαίνεται πρόσφυγας ή μετανάστρια, δεν ρώτησα από λεπτότητα. Μου έκανε εντύπωση η αξιοπρέπεια στα μάτια και την όλη συμπεριφορά της - δεν ζήτησε χρήματα, μόνο τρόφιμα. Της ευχήθηκα καλή δύναμη και πήγα προς το αμάξι.
Έτρεξε πίσω μου και μου έδωσε δυο από τα πετσετάκια που είχε στην τσάντα της -προφανώς τα πουλούσε- πάντα με το ίδιο δειλό ευγενικό χαμόγελο. Την ευχαρίστησα με τη σειρά μου κι έφυγα κάνοντας διάφορες σκέψεις και καταστρώνοντας σχέδια για όταν την ξαναδώ.
Την θλιμμένη, διακριτική, ευγενική Ειρήνη με τα τρία παιδιά...

Ξέρω - μπορεί να μου πείτε ότι ίσως όλο αυτό να είναι ψεύτικο, να μου λέει παραμύθια, να μην είναι καθόλου έτσι τα πράγματα.
Ξέρω - βλέπουμε τόσα και τόσα που έχουμε χάσει την εμπιστοσύνη μας, την αγαθή μας προαίρεση, την αυθόρμητη ανταπόκρισή μας σε τέτοιες καταστάσεις.
Ωστόσο κάτι μου λέει πως δεν είναι απάτη - εξάλλου τι να τα κάνει τα μακαρόνια και τις πατάτες αν δεν τα μαγειρέψει...

Σε κάθε περίπτωση επιλέγω να την πιστέψω - και προτιμώ να "πιαστώ κορόιδο" για λίγα ευρώ παρά να αρνηθώ τούτη την ελάχιστη βοήθεια σε κάποιον που μπορεί να την έχει πράγματι ανάγκη...





Κυριακή 12 Μαΐου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή

Η μέρα της Μάνας

Και πάνω που ετοιμαζόμουνα να πηδήξω το καγκελοπορτάκι που μας κλείνει η μάνα απ’ έξω όταν κάνει δουλειές για να δω τι ωραίο μαγειρεύει και μούχει σπάσει τη μύτη -και σιγά να μη με κρατήσει εμένα ένα πορτάκι τόσο δα ενώ ο μπουνταλάς ο Ρόμπι που είναι και δίμετρος κάθεται στην απ’ έξω κι ας μπορεί να του δώσει μια και να το γκρεμίσει- τον ακούω να μου φωνάζει ένα μήηηηη!  που κοψοχολιάστηκα και τον κοίταξα αγριεμένος τι μύγα τον τσίμπησε και τσιρίζει έτσι μέσα στα μεγάλα ωραία αυτιά μου και μου λέει μη μπαίνεις μέσα γιατί η μάνα μόλις σφουγγάρισε και θα της τα λερώσεις με τα βρωμοπόδαρά σου και του απάντησα σιγά τ’ αυγά, πρώτη φορά θα είναι; έχω μπει κι άλλες φορές με λασποπατούσες κι έρχεται η μάνα βολίδα με τη σφουγγαρίστρα στο χέρι-να ξανακαθαρίσει; να μου τη φέρει στο κεφάλι; δεν ξέρω γιατί ξαναπηδάω το πορτάκι από την ανάποδη και γίνομαι μπουχός- και μου λέει ο Βούδας άσε τις εξυπνάδες και σήμερα είναι η γιορτή της Μάνας και δεν πρέπει να την συγχίσεις καθόλου με τις βλακείες και τις αταξίες σου και συγχίζομαι εγώ τώρα  που μου το λέει στο παρά πέντε, σήμερα που είναι Κυριακή και τα μαγαζιά κλειστά και πού θα πάω να της πάρω ένα δωράκι, κι αφού του τα χώνω ξαμολιέμαι στον κήπο να βουτήξω κανα λουλούδι από αυτά που φροντίζει ο μπαμπάς αλλά δεν βρίσκω κανένα του γούστου μου αλλά ξαφνικά βλέπω μια γλάστρα με κάτι ωραιότατα κίτρινα λουλουδάκια σαν χωνάκια και πάνω που ετοιμάζομαι να τα ξεπατώσω να τα πάω της μάνας με το χωματάκι τους περιποιημένα ακούω πάλι ένα μήηηη! πιο δυνατό αυτή τη φορά και λέω πάει, τόπαθα το εγκεφαλικό, και γυρνάω έξαλλος και του τα ξαναχώνω, τι έπαθες ρε χαμένο και ουρλιάζεις πάλι και μου λέει πας καθόλου καλά που θα ρημάξεις τη γλάστρα; και του είπα εσύ φταις που δεν πρόλαβα τα μαγαζιά να της πάρω κανα ζευγάρι παπουτσάκια που τάχει κι αδυναμία κι έβαλα μετά τα κλάματα, τι δώρο να της πάρω τώρα, και τότε ο Ρόμπι με κάθισε κάτω και μου είπε σοβαρά αλλά και γλυκά μαζί ότι η μάνα δεν έχει ανάγκη από τέτοια δώρα, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο είναι να την αγαπάμε και να μην την στεναχωρούμε με κακούς τρόπους και λόγια κι ότι η μεγάλη γιαγιά Χριστίνα έλεγε «καλύτερα να φας ένα μαγκάλι αναμμένα κάρβουνα παρά να στεναχωρέσεις τη μάνα σου» και πολύ με εντυπωσίασε αυτό κι άρχισα να κοιτάζω γύρω τριγύρω και τότε ο Βούδας με ρώτησε τι ψάχνω και του είπα κανα μαγκάλι κι εκείνος ξαφνιάστηκε, δεν χρειάζεται μικρέ μου είπε, φτάνει να προσέχεις να μην την στεναχωρείς με βλακείες και του το υποσχέθηκα και μετά που στέγνωσε το πάτωμα πήγα και της έσκασα ένα μεγάλο φιλί στη μουσούδα και της είπα χρόνια πολλά κι εκείνη με αγκάλιασε και μου είπε ευχαριστώ Ηρακλάκο μου και πολύ το χάρηκα - ωστόσο εγώ θα βρω καλού κακού ένα μαγκάλι να τόχω πρόχειρο και να βρείτε κι εσείς ένα γιατί δεν υπάρχει χειρότερο από το να στεναχωρείς τη Μάνα κι αντέστε τώρα όσοι τυχεροί τις έχετε να τις κάνετε μια μεγάλη αγκαλιά ή να τους στείλετε ένα μεγάλο φιλί να τις βρει στο συννεφάκι που έχουν για σπίτι αν έχουν πάει στον ουρανό και να τις προσέχετε τις μάνες σας και να μην τις στεναχωρείτε γιατί ποτέ κανείς δεν θα σας αγαπήσει πιο πολύ και καλό μεσημέρι και χρόνια πολλά σ’ όλου του κόσμου τις μαμάδες!




Πέμπτη 9 Μαΐου 2019





ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΟΔΟΤΗΣ   Βέροια


http://www.pliroforiodotis.gr/index.php/news/culture/book/52710-2019-05-07-20-51-38?fbclid=IwAR1XF957Lb_UiTF5lcgyijmUD7LJju_S5a5bW5_ChLCLlm-n8T2vCKCqu9c#.XNHzfwEG2iM.facebook

Το νέο της βιβλίο παρουσίασε στην «πατρίδα της καρδιάς της», τη Βέροια, όπως είπε χαρακτηριστικά η συγγραφέας Βασιλική Αποστολοπούλου.

Μόλις λίγες ημέρες από την έκδοσή του, η συγγραφέας παρουσίασε τη «Δωροθέα», όπως είναι ο ομώνυμος τίτλος του τελευταίου της μυθιστορήματος, την Τρίτη 7 Μαΐου, στο Art Gallery Παπατζίκου "Εκτός χάρτη".

Την εκδήλωση προλόγισε η υπεύθυνη του art café Βίκυ Παπατζίκου, η οποία αναφέρθηκε στο βιογραφικό της συγγραφέως καθώς επίσης και στο νέο της βιβλίο.

Στη συνέχεια τον λόγο πήρε η πρώτη ομιλήτρια η Ελένη Δόμανου, η οποία αναφέρθηκε στην υπόθεση του βιβλίου. Όπως είπε το βιβλίο πραγματεύεται κοινωνικά θέματα που απασχολούν τους ανθρώπους, ενώ ο αναγνώστης ταυτίζεται με την ηρωίδα του βιβλίου, τη Δωροθέα.
«Πρόκειται για ένα δυνατό μυθιστόρημα, που διεγείρει τις αισθήσεις των αναγνωστών. Η περιγραφή των γεγονότων δεν είναι γραμμική. Υπάρχει συνεχής εναλλαγή εικόνων κι έτσι η πλοκή του γίνεται ενδιαφέρουσα. Η γλώσσα ρέουσα που δεν αφήνει τον αναγνώστη να πλήξει» συμπλήρωσε.

Τον λόγο έπειτα πήρε η συγγραφέας, η οποία είπε ποιοι δεσμοί την συνδέουν με την πόλη μας. Με γονείς δασκάλους, ένιωσε να ξεριζώνεται σε ηλικία 12 ετών όταν μετακόμισαν στην Αθήνα. Έτσι λοιπόν, σήμερα ένιωσε πολύ χαρούμενη που βρέθηκε ανάμεσα σε φίλους, για να παρουσιάσει το νέο της βιβλίο.
Ξεκινώντας με το ορισμό της αρχαίας τραγωδίας του Αριστοτέλη και τονίζοντας τη λέξη ‘κάθαρση’ που αναφέρεται σε αυτόν, μίλησε για τη δική της ανάγκη να καταλάβει και να συγχωρήσει την ηρωίδα της, τη Δωροθέα, η οποία έχει υπάρχει αληθινό πρόσωπο, ενώ τα γεγονότα έως ένα σημείο είναι αληθινή ιστορία. Στη συνέχεια βέβαια μπήκε το μυθιστορηματικό κομμάτι, φορτισμένο συναισθηματικά, καθώς η ίδια συνέχισε την ιστορία με ένα τέλος που θεωρούσε πιο κοντά στα πιστεύω της.

Η Ολυμπία Χριστοδουλή διάβασε αποσπάσματα του βιβλίου.

Στο τέλος ακολούθησε συζήτηση με το κοινό, και η συγγραφέας υπέγραψε αντίτυπα των βιβλίων της.


Κυριακή 5 Μαΐου 2019


ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΑΥΓΙΝΟ

Διακριτικό, πάλλευκο, πανέμορφο
Άνθισες ήσυχα κι αθόρυβα σε μια γωνιά του κήπου
Χωρίς να νοιάζεσαι αν υπήρχε εκεί κανείς να σε θαυμάσει
Χωρίς καν να έχεις επίγνωση της γοητείας σου
Άνοιξες τα βελούδινα πέταλα στο φιλί του ήλιου
Καλημέρισες τον κόσμο ρουφώντας τις πρώτες ηλιαχτίδες
Στάθηκες έκθαμβο μπροστά στο θαύμα της φύσης
Και της ψιθύρισες ένα μεγάλο ευχαριστώ
Που σου επέτρεψε να υπάρξεις


Μικρό και ταπεινό - μα τόσο πολύτιμο κι ανεκτίμητο

Όπως τόσα και τόσα μικρά καθημερινά θαύματα
Όπως τόσοι και τόσοι μικροί καθημερινοί άνθρωποι










ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ  «ΔΩΡΟΘΕΑΣ» - Αθήνα 4/5/2019
Η χθεσινή πρεμιέρα της «Δωροθέας» μου ήταν μια πραγματικά πολύ όμορφη παρουσίαση – κατά γενική ομολογία κι όχι μόνο μέσα από τα μάτια εμού της «κουκουβάγιας»!
Ευχαριστώ από καρδιάς την Κάκια Ξύδη και τον Δημήτρη Καραναστάση, τους εκδότες μου στην ΠΝΟΗ,  για τον ενθουσιασμό και την άψογη διοργάνωση, τον συγγραφέα και εκλεκτό μου φίλο Τόλη Αναγνωστόπουλο για την εξαιρετική του εισήγηση/ανάλυση, την αγαπημένη μου Ολυμπία Χριστοδουλή για την καθηλωτική απόδοση των αποσπασμάτων του βιβλίου και, βέβαια, όλους τους φίλους μου που με τίμησαν  με την παρουσία τους και με ζέσταναν με την αγκαλιά και την αγάπη τους!