Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019


Η ΧΡΥΣΗ ΤΟΜΗ

«Στα 50 μου έμαθα να λέω όχι σε ό,τι μου κάνει κακό και μου χαλάει την ψυχολογία. Έμαθα να αγαπώ και να σέβομαι εμένα. Κατάλαβα έτσι πιο καλά τις ανάγκες μου και έγινα μεμιάς πιο συγκαταβατική με όσους δεν μπορούν να με ακολουθήσουν από εδώ και πέρα» μας αναφέρει, ορθά, η συγγραφέας του άρθρου για τα 50 της/μας χρόνια.
Και συμπληρώνω εγώ 
Κι αφού το κατάκτησα αυτό στα 50 μου και το εφάρμοσα όσο μπορούσα καλύτερα για να ανεβάσω την ψυχολογία μου και να βελτιώσω κάποιες δυσάρεστες πτυχές της καθημερινότητάς μου, έρχομαι τώρα στα 65 να κάνω μια εν μέρει αναθεώρηση. Να στοχαστώ πως κάποιοι από εκείνους, που δυνητικά μου χαλούσαν την ψυχολογία, δεν το έκαναν από πρόθεση. Απλά ήταν (και είναι ακόμη ίσως) πιο αδύναμοι από μένα, πιο φοβισμένοι και νιώθουν την ανάγκη να ακουμπούν πάνω μου για να αισθάνονται ασφαλείς - να παίρνουν λίγη από την δύναμή μου, λίγη παρηγοριά από την συμπάθεια και κατανόηση του λόγου μου, λίγη αισιοδοξία από την δική μου θετική ματιά και παραίνεση.
Κι εγώ κατανόησα αυτή τους την προσέγγιση - καλύτερα από παλιά. Και δέχτηκα αυτή τους την αδυναμία - χωρίς βαρυγκώμια όπως παλιά. Κι άπλωσα και πάλι την φτερούγα της στοργής - πιο προσεκτικά από παλιά, χωρίς να κάνω συμβιβασμούς με την δική μου καλή ψυχολογία. Να βρεθεί η χρυσή τομή  - αυτό είναι το ζητούμενο.
Γιατί αυτοί οι «κάποιοι» εκεί έξω, οι λίγοι, οι επιλεγμένοι, είναι «δικοί» μας άνθρωποι -και μας χρειάζονται έστω κι αν μας εκνευρίζουν πολλές φορές.
Γιατί αύριο μπορεί να τους χρειαστούμε, αντίστοιχα, εμείς - να μην το ξεχνάμε κι αυτό!





Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019



Magnolia grandiflora

Την είδα από μακριά να σκεπάζει μεγαλόπρεπη κι ολάνθιστη τον φράχτη και το μεγαλύτερο μέρος του πεζοδρομίου. Πραγματικά εντυπωσιακή με τα καταπράσινα γυαλιστερά της φύλλα και τα αναρίθμητα ολόλευκα άνθη της.  Καθώς πλησίαζα με υποδέχτηκε ένα φίνο διακριτικό άρωμα που μου θύμιζε αόριστα γιασεμί και  που γινόταν όλο και πιο έντονο όσο μίκραινε η απόσταση ανάμεσά μας.
Στάθηκα για κάμποσο και την θαύμαζα μη γνωρίζοντας ακόμη τι φυτό/δέντρο είναι κι έκοψα ένα κλωναράκι με μερικά λουλούδια επάνω για να το φέρω στο σπίτι - να μας μοσχοβολήσει και να έχω την ευκαιρία να το φωτογραφίσω από κοντά και να ψάξω να βρω τι είναι.
Και καθώς αναρωτιόμουν πού να ψάξω μου ήρθε απρόσμενα η έμπνευση - μήπως είναι μανόλια; Έδωσα στα γρήγορα το λήμμα στο Google και δεκάδες εικόνες από μανόλιες όλων των ειδών εμφανίστηκαν μπροστά μου οπότε δεν έμενε παρά να ψάξω να βρω την «δικιά» μου με βάση την κοντινή μου φωτογραφία - για να καταλήξω στην magnolia grandiflora  που πιστεύω πως είναι ακριβώς το μοσχοβολιστό κατάλευκο δέντρο της γειτονιάς μας.
Magnolia grandiflora  λοιπόν! 




Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019



Οριζόντιες πολυκατοικίες

Όμορφα σπίτια στη σειρά, ομοιόμορφα, σε ομάδες των δυο, τριών ή παραπάνω. Κολλητά το ένα με το άλλο, με την ίδια πρόσοψη και σχέδιο, διώροφα (κλασσικά), με την είσοδο να ανοίγει κατ’ ευθείαν στο πεζοδρόμιο. Με αθέατες πίσω αυλίτσες που δίνουν την δυνατότητα ενός μικρού κηπάκου ή ακόμη και μποστανιού και χώρο να βάλεις κανα δυο πολυθρόνες και να χαρείς τις πολύτιμες λιακάδες - αυλίτσες χωρισμένες με ψηλούς ξύλινους φράχτες που εξασφαλίζουν την ιδιωτικότητα και την ησυχία στους ενοίκους.

Μου θύμισαν τις δικές μας πολυκατοικίες με τα ομοιόμορφα οροφοδιαμερίσματα και τις μεγάλες βεράντες, τις προφυλαγμένες από αδιάκριτα μάτια, που σου δίνουν τη δυνατότητα να έχεις εναέρια κηπαράκια, παρτέρια με ζαρζαβατικά και κανα δυο πολυθρόνες επίσης για να απολαμβάνεις τον ήλιο - μόνο που τούτα εδώ τα συγκροτήματα έχουν τον χώρο και την δυνατότητα να απλώνονται εις μήκος αντί εις ύψος.

Έτσι τα ονόμασα "οριζόντιες πολυκατοικίες"!






Κυριακή 23 Ιουνίου 2019




Οι άθλοι του Ηρακλή
Μπέντζι 

Τα είχαμε χύμα με τον Λόκυ μας ήρθαν και τσουβαλάτα με τον Μπέντζι και θα καταλάβετε αμέσως τι εννοώ  που έστειλε η μάνα κάτι φωτογραφίες στον μπαμπά και του έγραφε πως συνάντησε τον Μπέντζι σε έναν πεζόδρομο στο κέντρο του Λέστερ -όχι τον γάτο μας, το άλλο Λέστερ, την πόλη που μένει τώρα- και που είναι αυτός ένας γλυκύτατος, λέει, καλοκάγαθος πιτμπουλάκος με μια πιπίλα στο στόμα και που έπιασε την κουβέντα με τον χαμογελαστό Εγγλέζο άστεγο κηδεμόνα του κι έμαθε την ιστορία του σκυλάκου κι ότι ο Μπέντζι διασώθηκε από κύκλωμα κυνομαχιών -δεν ξέρω καθόλου τι πα να πει αυτό- και που βρήκε την αγάπη και την γαλήνη στην αγκαλιά του φιλόζωου άστεγου και που έχει στο πρόσωπο και το σώμα του τα σημάδια από τις τραγικές του εμπειρίες στην διάρκεια του άγριου αυτού «σπορ» -εδώ μπερδεύτηκα τελείως- και που ελεύθερος πλέον και ασφαλής ζει όμορφα μαζί με τον αγαπημένο του φίλο, τον ευεργέτη και σωτήρα του κι ας περνούν τη μέρα τους στο δρόμο κι ας είναι λιγοστό το φαγητό που μοιράζονται και που αν κρίνω από το πόσο καλοζωισμένος δείχνει ο Μπέντζι μάλλον καταναλώνει το περισσότερο και που είναι μαζί και δείχνουν ευτυχισμένοι  γιατί η ευτυχία είναι στην αγάπη, στο μοίρασμα και πως αυτοί οι δυο φαίνεται πως την έχουν κατακτήσει όσο κι αν φαίνεται αυτό παράξενο σε κάποιους και σκέφτηκα απελπισμένος πως είμαι εντελώς κουτός γιατί δεν κατάλαβα τίποτε από όλα αυτά και τότε ανέλαβε ο Ρόμπι να μου τα εξηγήσει που είναι και παντογνώστης και μου είπε ότι υπάρχουν κάποιοι ανεγκέφαλοι  βάρβαροι που βάζουν σκυλιά να τσακώνονται και να δαγκώνονται και να παλεύουν με άλλα σκυλιά μέχρι θανάτου πολλές φορές για να διασκεδάζουν, έλεος, και να βάζουν στοιχήματα ποιος σκύλος θα φάει τον άλλον και θα μείνει ζωντανός κι εγώ φρίκαρα τελείως, δεν γίνεται να συμβαίνουν τέτοια πράγματα στον κόσμο και μου είπε λυπημένος ο αδελφός μου πως συμβαίνουν δυστυχώς κι ότι είναι πολύ τυχερός ο Μπέντζι που κατάφερε και σώθηκε κι εγώ τότε χάρηκα πολύ γι αυτόν και τον είδα με μεγάλη συμπάθεια ενώ στην αρχή συγχίστηκα που η μάνα όλο με άλλα σκυλιά έχει να κάνει, μια ο Λόκυ μια ετούτος εδώ, κι έβαλα τα γέλια με την πιπίλα άκου πιπίλα ο σκύλος αυτήν την μασουλάνε τα μωρά ανθρωποκουταβάκια κι όχι οι σκύλοι και θυμήθηκα ένα πλαστικό κόκκαλο που έχω και πήγα και το πήρα κι άρχισα κι εγώ να το μασουλάω για να περνάει η ώρα μέχρι να γυρίσει η μάνα που σαν πολύ να το καθυστερεί κι ελπίζω να μη μείνει για πάντα σ’ αυτό το Αγγλία γιατί δεν θα το αντέξω και γεια σας τώρα, πάω πάλι στο πορτάκι του κήπου να δω μπας κι έρχεται.




Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019


Ο σφετεριστής του θρόνου *

Ήμουν δεν ήμουν τριών χρόνων όταν  η μαμά μού έδειξε χαμογελώντας την λίγο φουσκωμένη κοιλιά της και μου είπε «εδώ μέσα υπάρχει ένα μωράκι που όταν μεγαλώσει αρκετά θα βγει και θα είναι ο μικρός σου αδελφός που θα παίζετε μαζί και θα έχετε ο ένας τον άλλο για συντροφιά και θα είστε πολύ αγαπημένοι». Κι εγώ πολύ το χάρηκα και περίμενα πώς και πώς να έρθει ο αδελφός μου και του μιλούσα ενόσω ήταν μέσα στην κοιλιά ακόμη και του έλεγα πως τον αγαπώ και πως θα παίζουμε μπάλα μαζί στο σαλόνι και θα σκαρφαλώνουμε στους καναπέδες.
Και μια μέρα ήρθε ο αδελφός μου. Απογοήτευση… Τι μπάλα να παίξεις με ένα τόσο δα μωρό που συνέχεια ήταν ξαπλωμένο κι έκλαιγε όλη την ώρα κι ούτε που μπορούσε να περπατήσει. Η μαμά μου εξήγησε πως έτσι είναι τα μωρά και πως έτσι ήμουνα κάποτε κι εγώ και πως γρήγορα θα μεγαλώσει κι αυτός και να κάνω υπομονή -κι είπα κι εγώ, άντε να δούμε. Και μετά άρχισε η μια σύγχιση μετά την άλλη.
Πρώτα πρώτα από κει που ήμουνα «το μωρό» της έγινα ξαφνικά «ο μεγάλος» που έπρεπε να προσέχει να μην κάνει φασαρία γιατί κοιμάται «το μωρό» που δεν ήμουνα πια εγώ αλλά ο νεοφερμένος - κι ας ήμουν κι εγώ σχεδόν μωρό ακόμη. Εκεί που έπαιζα μπάλα στο σαλόνι με μάλωνε γιατί «θα ξυπνήσει το μωρό». Εκεί που χαχάνιζα μα τα μικυ μάους στην τηλεόραση ερχόταν και την έκλεινε γιατί «ενοχλούσα το μωρό». Εκεί που με έπαιρνε συνέχεια αγκαλιά τώρα το έκανε αραιά και πού γιατί είχε πάρει τη θέση μου «το μωρό». Άρχισε να μου δίνει πολύ στα νεύρα αυτό το μωρό που ούτε και να παίξω μαζί του μπορούσα και μου είχε πάρει και τη μαμά μου για δικιά του.
Κάποτε μεγάλωσε το μωρό κι άρχισε να περπατάει και να λέει και κάποια λογάκια κι εγώ του έμαθα τη λέξη «μπάλα» και χάρηκα πολύ όταν την είπε κι αυτός και σκέφτηκα, τώρα αρχίζουν τα ωραία - αλλά ήμουν πολύ γελασμένος. Ο μικρός -γιατί εγώ ήμουν, είπαμε, ο μεγάλος- μου έπαιρνε συνέχεια τα παιχνίδια και μου τα χάλαγε κι εγώ του φώναζα και μετά μου φώναζε εμένα η μαμά και με έβαζε τιμωρία ενώ έπρεπε να βάλει εκείνον. Καθόμουνα να ζωγραφίσω κι ερχόταν και μου τα μουτζούρωνε κι εγώ τον μάλωνα και ερχόταν τότε η μαμά και μάλωνε εμένα που τον μάλωνα και μου έλεγε «μικρός είναι, μην τον ξεσυνερίζεσαι» κι άμα επέμενα με ξανάβαζε τιμωρία κι έπαιρνε εκείνον αγκαλιά που έκλαιγε και μ’ άφηνε εμένα να κλαίω μονάχος μου…
Είχα χάσει τη μαμά μου, το καταλαβαίνετε; Δεν ήθελα να είμαι ο μεγάλος, ήθελα να είμαι μικρός (στο κάτω κάτω μια σταλιά παιδάκι ήμουν ακόμη) ήθελα να μη μαλώνει εμένα όταν έφταιγε εκείνος, ήθελα να μου μιλάει γλυκά όπως παλιά, ήθελα να με παίρνει πιο πολύ αγκαλιά όπως παλιά, ήθελα να μην έχει άλλο βλέμμα όταν κοίταζε εμένα κι άλλο όταν κοίταζε εκείνον… και κάποιες φορές ήθελα να εξαφανιστεί ο αδελφός μου και να ξαναγίνουμε αυτοκόλλητοι με τη μαμά όπως παλιά - ήθελα πίσω τη μαμά μου, το καταλαβαίνετε;
Πέρασαν χρόνια από τότε. Μεγαλώσαμε. Στην πορεία τα βρήκαμε, τα χάσαμε, παίξαμε ξύλο μεταξύ μας, έπαιξα ξύλο με κάτι τραμπούκους συμμαθητές του που τον πειράζανε, μπήκαμε στην εφηβεία, ανταλλάξαμε αμαρτωλά μυστικά, ανακαλύψαμε ο ένας τα συν και τα πλην του άλλου, ανακαλύψαμε πόσο πολύτιμοι ήμασταν ο ένας για τον άλλον. Μ’ αγαπάει και τον αγαπώ, αυτό αδιαμφισβήτητο -κι ας εξακολουθώ να θυμάμαι φορές φορές τα πάνω κάτω που έφερε στην μικρή, τότε, ζωούλα μου ο ερχομός του και που μου «έκλεψε», όπως το εισέπραξα τότε, την αγάπη της μαμάς μου.

*Αφιερωμένο σε όλα εμάς τα πρώην μοναχοπαίδια και νυν μεγαλύτερα αδέλφια που, σε κάποια στιγμή της ζωής μας, κληθήκαμε να υποδεχτούμε, να αντιμετωπίσουμε και, τελικά, να αποδεχτούμε τους σφετεριστές των θρόνων μας!
Αφιερωμένο σε σένα, αδελφέ μου ανεκτίμητε!




Κυριακή 16 Ιουνίου 2019


Αχ ρε πατέρα…
Στέκομαι μπροστά στη φωτογραφία σου, από τις τελευταίες που σου έβγαλα πριν φύγεις, και σου μιλάω. Θυμάσαι; Είχαμε έρθει οι δυο μας στο εξοχικό ένα λιόλουστο απομεσήμερο στα τέλη εκείνου του χειμώνα έτσι, για τη βόλτα. Να μαζέψουμε ήλιο, να πιούμε το ουζάκι μας, να καμαρώσουμε την ολάνθιστη  μυγδαλιά που φύτεψες χρόνια πριν με τα χέρια σου, λιανό δεντράκι, και που θέριεψε και τράνεψε. Και να τα πούμε. Αλήθεια, πόσα λέγαμε…
Αχ ρε πατέρα… θυμάσαι;
Στέκομαι μπροστά στη φωτογραφία σου και σου μιλάω. Πολλές φορές τη μέρα, κάθε που περνάω και σε βλέπω να με κοιτάζεις μ’ εκείνο το χαμόγελό σου το ντροπαλό, το γλυκό, το γεμάτο σοφία και αγάπη. Κι έχω τόσα να σου πω. Για τα εγγόνια σου που τόσο αγαπούσες, που τόσο σ’ αγαπούσαν και σε σέβονταν, που σε είχαν σαν πρότυπο σύνεσης και ζωής. Που μεγάλωσαν και πρόκοψαν κι έφτιαξαν τις δικές τους οικογένειες. Για τα δισέγγονά σου που θα μάθουν σαν θα μεγαλώσουν πως είχαν έναν προπάππου ξεχωριστό, μοναδικό. Που θα σ’ αγαπήσουν κι αυτά κι ας μην πρόλαβες να τα γνωρίσεις, να τα κανακέψεις, να τα διδάξεις καλοσύνη και αγάπη.
Στέκομαι μπροστά στη φωτογραφία σου και σου μιλάω. Για μένα. Για τα μικρά και τα μεγάλα που με απασχολούν , για τα όμορφα και τα δύσκολα που γεμίζουν τις μέρες μου, για τα όνειρα και τους καημούς μου. Σε κοιτάζω και σου παραπονιέμαι σαν παιδάκι μικρό. Αχ ρε πατέρα… Γιατί έφυγες και μ’ άφησες; Γιατί μου στέρησες το πράο σου βλέμμα, τη σοφή σου συμβουλή, το άγγιγμά σου που έδιωχνε όλους μου τους φόβους, την γεμάτη αγάπη ματιά που μ' αγκάλιαζε  και με γλύκαινε και με παρηγορούσε; Ορφάνεψα σαν έφυγες- κι ας ήμουν ήδη γιαγιά κι εγώ... Ορφάνεψα σαν το μικρό παιδί που έχασε το απάγκιο του, τη φτερούγα πάνωθέ του -γιατί μια φτερούγα αγάπης και προστασίας ήσουνα για όλους μας.
Αχ ρε πατέρα… πόσο μου λείπεις - και πόσο την ίδια στιγμή σε νοιώθω πάντα δίπλα μου να μ’ αγκαλιάζεις, να μου μιλάς…
Αχ ρε πατέρα…





Οι άθλοι του Ηρακλή
Λόκυ 

Κάπου πήγε η μάνα κάπου μακριά γιατί έχει μέρες να φανεί κι εγώ είμαι πολύ μα πολύ ανήσυχος και στεναχωρημένος γιατί δεν το κάνει συχνά αυτό άντε να πάει μέχρι το σούπερ μάρκετ αλλά από κει γυρίζει γρήγορα κι άντε να πάει σε καμιά παρουσίαση -μη με ρωτάτε δεν ξέρω τι πα να πει- αλλά κι από κει γυρίζεις σε τρεις το πολύ τέσσερις ώρες ή να πάει να δει για καμιά ώρα τον αδελφό μου τον Μπρούνο που μένει σε άλλο σπίτι και πολύ παραξενεύομαι και συγχίζομαι που δεν μένει εδώ μαζί μας και πρέπει να ρωτήσω τον Ρόμπι τι τρέχει με τον Μπρούνο αλλά αυτό δεν είναι του Παρόντος -ούτε ο Παρόντος ξέρω ποιος είναι, ο Βούδας όλο το λέει- αλλά ξαναλέω όλο και σκέφτομαι πού να πήγε η μάνα και μπας και κουράστηκε με τις ζαβολιές και τις αταξίες μου και πήρε τα μάτια της κι έφυγε -πολύ χαζή έκφραση εδώ που τα λέμε γιατί και πώς θα γινόταν να φύγει χωρίς τα μάτια της μην τρελαθούμε τώρα- κι αν είναι έτσι κι έφυγε εξ αιτίας μου καλύτερα να πάω να χωθώ σε καμιά τρύπα να πεθάνω γιατί δεν μπορώ χωρίς τη μάνα, καλός είναι κι ο μπαμπάς και μας αγαπάει και μας προσέχει αλλά είναι και πολύ αυστηρός κι εγώ θέλω τη μαμά μου και τα είπα όλα αυτά του Ρόμπι κλαίγοντας κι εκείνος μου έδωσε μια καρπαζίτσα  χαϊδευτική -γιατί δίνει και κάτι κανονικές ξεγυρισμένες όταν τον νευριάζω- και μου είπε ησύχασε δεν έφυγε η μάνα πήγε σε ένα μέρος που το λένε Αγγλία να δει τα παιδιά της και του είπα μη με δουλεύεις προχτές είχε πάει να τα δει και δεν το λένε Αγγλία το μέρος Ελβετία το λένε κι εκείνος γέλασε και μου είπε πως πράγματι είχε πάει προχτές στην Ελβετία αλλά τώρα είναι στην Αγγλία στα άλλα της παιδάκια κι εγώ είπα καλά που έχει μόνο δυο ζευγάρια παιδάκια -γιατί η μάνα λέει παιδάκια της και τις γυναίκες των παιδακιών της- αλλιώς δεν θα την βλέπαμε και ποτέ όλο θα τριγύρναγε κι αφού ηρέμησα ότι θα έρθει πίσω τον ρώτησα τι είναι Αγγλία και μου είπε ένα μέρος που όλο βρέχει και πάνω που έκανα πφφφ… σιγά το μέρος αν είναι έτσι, μου πέταξε πως τα παιδιά της Αγγλίας -για να τα ξεχωρίζω από της Ελβετίας- έχουν κι έναν σκυλάκο που τον λένε Λόκυ κι ήταν κι αυτός παλιά αδεσποτάκος αλλά τον είδε η μάνα σε κάτι φωτογραφίες και τον έδειξε στα παιδιά της κι εκείνα τον αγάπησαν με τη μία και τον πήραν στο σπίτι τους και μετά και στην Αγγλία κι εκεί τσίτωσα πάλι γιατί σκέφτηκα τη μάνα με τον Λόκυ αγκαλιά και τέντωσα τις μεγάλες ωραίες αυτούκλες μου και σαν να με τσίμπησε πάλι εκείνο το ζήλια που με είχε πιάσει αν θυμάστε με την Μάγια και με κατάλαβε ο Ρόμπις και μου είπες έεεεπ μικρέ τι είπαμε πως δεν ζηλεύουμε τα άλλα ζωάκια που αγαπά η μάνα γιατί όλους μας χωράει η αγκαλιά της κι εξ άλλου -και μου έκλεισε το μάτι- τι σκας ο Λόκυ μένει στην Αγγλία πολύυυυ μακριά από δω οπότε άστον να κάνει χαρές με τη μάνα για λίγο και μετά εκείνη θα γυρίσει εδώ και θα την έχουμε όλη δικιά μας κι εγώ γούρλωσα τις δικές μου ματάρες που έχω έναν τόσο σοφό αδελφό και πια καθόλου δεν με νοιάζει που θα της δίνει φιλιά ο Λόκυς αρκεί να γυρίσει γρήγορα σε μας και τώρα σας αφήνω, πάω να πειράξω και να νευριάσω  τον Μαξ και μετά μέχρι το πορτάκι του κήπου να δω μπας κι έρχεται η μάνα!









Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019


Ντροπαλό τριαντάφυλλο

Άνθισες αθόρυβα, διακριτικά. Μέσα σε πυκνές φυλλωσιές κυριαρχικές, κατακτητικές. Ωστόσο δεν δίστασες, δεν αποθαρρύνθηκες. Ξεδίπλωσες τα όμορφα πέταλά σου κι έγινες η χαρούμενη ρόδινη πινελιά μέσα στο πράσινο που σε περιτριγυρίζει, που θέλει σχεδόν να σε εξαφανίσει - μα δεν το κατορθώνει.

Όμοια με κάποιους όμορφους ανθρώπους που ανθίζουν δίπλα μας το ίδιο διακριτικά, το ίδιο σεμνά, το ίδιο πολύτιμα. Που κατορθώνουν και ξεχωρίζουν ανάμεσα σε τόσους μουντούς, γκρίζους ανθρώπους που θέλουν να τους ξεθωριάσουν, να τους εξαφανίσουν - μα δεν το κατορθώνουν.

Τυχεροί όσοι τους ανακαλύπτουμε και τους βάζουμε στη ζωή μας.

Τυχερή εγώ που σε ανακάλυψα και σε χάρηκα, όμορφο ντροπαλό μου τριαντάφυλλο!




Κυριακή 2 Ιουνίου 2019


«Ανθόμερος»  
Χρήστος Νομικός, Εκδόσεις «Πνοή» 
 1/6/2019

Η εισήγησή μου -χωρίς τα ποιήματα που είχα επιλέξει να παρεμβάλλονται σε καίρια σημεία του κειμένου- στην χθεσινή πολύ επιτυχημένη και πολύ όμορφη παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Ανθόμερος» του Χρήστου Νομικού.
Συγχαρητήρια και πάντα καλοτάξιδο Χρήστο μου!


Ανθόμερος! Τι όμορφη λέξη, τι όμορφος τίτλος για μια αγκαλιά ποιήματα γραμμένα σε διαφορετικές περιόδους στη ζωή του ποιητή αλλά πάντα με την μοσχοβολιά του Αιγαίου και της ψυχής του που καταθέτει τις μύχιες επιθυμίες  και αναμνήσεις της, που κάνει τον απολογισμό της και καταγράφει τα όσα βίωσε, χαρούμενα και λυπημένα, σε μια μεγάλη χρονική περίοδο μιας και τα πρώτα ποιήματα ξεκινούν στις αρχές της δεκαετίας του 80 και τα ύστερα ψηλαφούν τους σύγχρονους καιρούς.
Ένας κήπος μυστικός είναι τούτη δω η συλλογή. Σχεδιασμένος και φροντισμένος με αγάπη από τον δημιουργό του που μας χαρίζει το κλειδί από το ομορφοσκάλιστο πορτάκι του και μας παρακινεί να τον σεργιανίσουμε. Να πορευτούμε στα χαλικόστρωτα δρομάκια του, να ανασάνουμε την ευωδιά από τα λογής λογής άνθια του, να καμαρώσουμε το άλικο στα τριαντάφυλλα και το πάλλευκο στη γαρδένια που μοσχοβολά.
Τρία ξέχωρα παρτέρια έχει τούτο δω το κηπαράκι.  Το καθένα με την δικιά του συλλογή από ποιήματα, με τον δικό του χαρακτήρα, με την δικιά του μοναδική προσωπικότητα. 
Πρώτο μας συναπάντημα το παρτέρι της «Πορείας» -ένα συναπάντημα που θα ήταν και δικιά μου αυτόνομη επιλογή γνωριμίας ακόμη κι αν έρχονταν δευτεροτρίτο στην τελική χωροθέτηση. Γιατί ξεκινά με το ποίημα που σας διάβασα πρωτύτερα. Γιατί καταγράφει, αν όχι απόλυτα χρονολογικά, σίγουρα απόλυτα συναισθηματικά την εξελικτική πορεία του Χρήστου Νομικού μέσα στην ποιητική του ανησυχία κι αναζήτηση στα πρώτα νεανικά του χρόνια. Με έντονο κυκλαδίτικο χρώμα μιας κι ο ποιητής είναι βαθιά ερωτευμένος τόσο με την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αμοργό, όσο και με όλα τα κυκλαδονήσια, η «Πορεία» αναδίνει ένα λεπτό  άρωμα γιασεμιού και λεβάντας, το άσπρο του αφρού στο κύμα και το μαβί της μυστηριακής θάλασσας που το γεννά. 
Ένα από τα στοιχεία της ποίησης του Χρήστου Νομικού που αγαπώ ιδιαίτερα είναι η αρμονία των στίχων του και η γοητευτική επιλογή των λέξεων που συχνά σε καθηλώνει. Όλα του τα ποιήματα με μια ή δύο ίσως εξαιρέσεις έχουν στίχους ομοιοκατάληκτους. Άλλοτε με πλεχτή, άλλοτε με ζευγαρωτή κι άλλοτε με σταυρωτή ομοιοκαταληξία ακούγονται σαν τραγούδια που τραγουδούν οι γλάροι στο γοητευτικό και παράτολμο πέταγμά τους πάνω από τα ήρεμα ή αφρισμένα νερά του Αιγαίου - και κάποια θα μπορούσαν σίγουρα να γίνουν τραγούδια ντυμένα με την ανάλογη μουσική.
Στο επόμενο παρτέρι του «Ανθόμερους» μας περιμένει μια έκπληξη. Είναι υδάτινο, μια μικρή λίμνη τυρκουάζ και γαλάζια, που πάνω της πλέουν σαν νούφαρα πολύχρωμα τα ποιήματα του «Αιγαίου», όπως ονοματίζει τούτη την ενότητα ο δημιουργός της. Ένα σεργιάνι στο Αιγαίο που έχει με τόσα πολλά να μας μαγέψει. Κυκλαδονήσια, φάροι, θάλασσες αγριεμένες ή γαλήνιες, λιμάνια φορτωμένα μυστικά, έρωτες της μιας βραδιάς ή μιας ολόκληρης ζωής, μοναξιά αβάσταχτη, συντροφιές εφήμερες, βράχοι ολομόναχοι με μόνο το κύμα για συντροφιά, βλέμματα απόμακρα, θλιμμένα, μελαγχολικά. Ένα πανόραμα αιγαιοπελαγίτικο, μια τοιχογραφία του μοναδικού μας αυτού πλούτου. 
Το τελευταίο παρτέρι του κήπου είναι διαφορετικό. Εδώ, φωτισμένα υποβλητικά με αχνούς προβολείς, θα βρούμε το νυχτολούλουδο με την χαρακτηριστική έντονη ευωδιά και βιολέτες σε χρώματα μωβ και λιλά. Είναι οι προσωπικές καταθέσεις του Χρήστου Νομικού. Καταγραφές με την πατίνα του χρόνου, αναμνήσεις γλυκόπικρες, αφιερώματα σε πρόσωπα αγαπημένα, εκ βαθέων εξομολογήσεις. Ποιήματα με προσωπικές στιγμές του δημιουργού τους ή στιγμές αγαπημένων του προσώπων σε μια αρμονική αλληλουχία, σε μια αρμονική συνύπαρξη που μας οδηγεί σε μονοπάτια χαραγμένα στην ψυχή και τη μνήμη του και μας κάνουν κοινωνούς τόσο των συναισθημάτων όσο και των προβληματισμών του. 
Να πω εδώ ότι αγαπώ την Ποίηση. Εκείνη που εκφράζεται με λόγια όμορφα, που στοχεύει κατ’ ευθείαν στην καρδιά, που μιλά για πράγματα απλά και γι αυτό τόσο μεγάλα κι ανεκτίμητα. Που δεν είναι «περιδιαγραμμάτου», που δεν μιλά από καθέδρας με ύφος στριφνό και δυσνόητο, που δεν με κάνει να ψάχνομαι πανικόβλητη αν εγώ είμαι κουτή ή το ποίημα ακαταλαβίστικο και να αναρωτιέμαι το κλασσικό «τι θέλει να πει ο ποιητής»!

Για όσους θέλετε να δείτε live αποσπάσματα ή το σύνολο της παρουσίασης, υπάρχει το παρακάτω link.