Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

“Γέρων τριακοντούτης...”


        Ο πατέρας μου συνήθιζε να αναφέρει κάποιο κείμενο από το δικό του αναγνωστικό του Δημοτικού που άρχιζε με την φράση “Γέρων τεσσαρακοντούτης...” όταν ήθελε να υπογραμμίσει πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα σε σχέση με την αξιολόγηση της ηλικίας από την εποχή που ο σαραντάρης εθεωρείτο “γέρων” ...
        Θυμήθηκα την έκφραση όταν συνάντησα για πρώτη φορά τον Μουχάμαντ, έτσι μου συστήθηκε - Μουχάμαντ από το Μπαγκλαντές. Το παιδί των φαναριών της γειτονιάς μου, μόνο που δεν είναι πια παιδί... Είναι ένας νέος άντρας γύρω στα 30 με πρόσωπο αντίστοιχο των χρόνων του αλλά με ασπρισμένα μαλλιά και μάτια γέροντα. Ένα παιδί που πέρασε ξαφνικά και βίαια από την εφηβική στην γεροντική ηλικία χωρίς να διανύσει την νεανική ή την ώριμη – τουλάχιστον με τον τρόπο που εμείς κατά κανόνα θεωρούμε ότι διανύονται οι ηλικίες αυτές.
        Ο Μουχάμαντ είναι κάποια χρόνια στην Ελλάδα. Η αντίθεση ανάμεσα στην κουρασμένη, γερασμένη ματιά του και το νεανικό του πρόσωπο μού κίνησε το ενδιαφέρον όταν τον πρωτοείδα. Την δεύτερη φορά που μου καθάρισε το παρμπρίζ, κατέβασα το τζάμι και ρώτησα πώς τον λένε και από πού κατάγεται. Μου απάντησε δειλά, μαγκωμένα, άβολα – δεν ήξερε πώς να ερμηνεύσει το αναπάντεχο ενδιαφέρον μου.
        Τον έχω δει πολλές φορές από τότε, πάντα στο ίδιο φανάρι, να με χαιρετά ευγενικά στην αρχή, φιλικά στη συνέχεια, εκφράζοντας με ένα δειλό χαμόγελο τη χαρά του που με βλέπει, που τον ρωτώ τι κάνει. Με ρωτά κι αυτός πώς είμαι και τι κάνουν τα παιδιά μου, μου μιλά με καημό και νοσταλγία για τους γονείς που άφησε πίσω και για τα δικά του αδέλφια, σκορπισμένα τα περισσότερα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα σε μια αγωνιώδη προσπάθεια επιβίωσης. Μου περιγράφει τις ασφυκτικές συνθήκες της ζωής του απλά, με λίγα λόγια, ουδέτερα, χωρίς καμιά προσπάθεια εντυπωσιασμού, με μια σαν παραιτημένη διάθεση, σαν μοιρολατρική αποδοχή του αναπόφευκτου και της σκληρής μοίρας που τον έφερε, σαν πλεούμενο που ξώκειλε, σε τούτη τη γωνιά της γης.
        Κι αυτό είναι που με θλίβει πιο πολύ πέρα από τα γερασμένα μάτια πάνω στο νεανικό πρόσωπο. Αυτή η παραίτηση, αυτή η πίκρα για μια ζωή που δεν ζει, που δεν ελπίζει να ζήσει... Για μια ζωή που κυλά στο περιθώριο, που απλά εναλλάσσει τις μέρες, που έχει σαν μοναδικό στόχο την επιβίωση με όλη την άγρια σημασία της λέξης... Είναι τόσο σκληρό να έρχεται η νύχτα και η μοναδική ανακούφιση, η μοναδική σκέψη να είναι “ευτυχώς τη βγάλαμε και την σημερινή τη μέρα...”
        Κι όμως για τον Μουχάμαντ, τον τριακοντούτη γέροντα φίλο μου, αυτή είναι η πραγματικότητα – να θεωρεί κατόρθωμα και να ευγνωμονεί τον όποιο θεό πιστεύει για κάτι που εμείς, οι τυχεροί κι ευνοημένοι της Μοίρας, θεωρούμε αυτονόητο... που δεν το συνειδητοποιούμε καν... Το ότι αξιωθήκαμε να τη ζήσουμε, καλά ή λιγότερο καλά δεν έχει σημασία, κι αυτή τη μέρα που μας χαρίστηκε...
        Μήπως θα πρέπει να το ξανασκεφτούμε;

Και τι σημασία έχει...


Και τι σημασία έχει;

Πάει κι αυτή η νύχτα. Ζόρικη, πολύ ζόρικη. Τι βροχή ήταν αυτή, αδερφέ μου! Μούσκεψε το χαρτόκουτο, λιώσανε οι μπουκαβάδες. Τα πλακάκια παγωμένα, ξύλιασα. Κι φύσαγε κι ερχόταν λοξά η άτιμη, πού να μας φυλάξει ο εξώστης από πάνω! Καλά που είχα και σένα, φιλαράκο, και με ζέσταινες κομμάτι. Αλλιώς θα με βρίσκανε κοκκαλωμένο.
Θα μου πεις «Ε, και λοιπόν; Σε ποιον θα λείψεις εκτός από μένα;» Δίκιο έχεις. Κανείς δεν μου ’μεινε εξόν από σένα. Σε βρήκα, με βρήκες, δε θυμάμαι πιά. Και τι σημασία έχει; Τακιμιάσαμε, σμίξαμε τις μοναξιές και τις δυστυχίες μας. Και σαν να τις αλαφρύναμε, δεν είναι; Τι κι αν μένει πιο συχνά άδειο το στομάχι μου για να φας κι εσύ μια μπουκιά. Μου φτάνει που βλέπω την αγάπη στα καστανά σου μάτια.
Βγαίνει ήλιος. Καλό αυτό. Να στεγνώσει το κοκκαλάκι μας κι αυτά τα κουρέλια που έχω για ρούχα. Να βγουν και οι κυράδες για ψώνια, να μας δουν μπας και μας συμπονέσουν. Μπας και ρίξουν κανα φράγκο στο τενεκάκι. Θυμάσαι τι ωραία που ήταν η κονσέρβα; Κορν μπιφ έλεγε επάνω. Σχεδόν ολόκληρη! Ποιανού δεν άρεσε και την πέταξε, μου λες; Και τί σημασία έχει; Την βρήκες δίπλα στον κάδο και μου την έφερες να την μοιραστούμε. Όπως τα μοιραζόμαστε όλα. Ταράτσα την κάναμε τότε, φιλαράκο!
Κατά πού λες να πάμε; Στην πλατεία έχει φασαρίες. Φωνάζουν, λέει, γιατί δεν έχουν δουλειά. Κάποτε είχα κι εγώ δουλειά. Μη με ρωτήσεις πότε και τι, δεν θυμάμαι. Είμαι κι από προχτές νηστικός, πού να δουλέψει το έρημο το μυαλό! Κάποτε φώναζα κι εγώ. Και τι σημασία έχει; Στο χαρτόκουτο κοιμάμαι - κοιμόμουνα! Γιατί το διέλυσε η βροχή. Πρέπει να βρω κανα άλλο.
Πάμε προς το δασάκι; Τι λες; Έλα, μίλα κι εσύ! Όλα εγώ πρέπει να τα σκέφτομαι; Λέω να πάμε κατά το δασάκι γιατί έχει ωραία σπίτια εκεί, μεγάλα. Κι ωραίους κάδους! Σε κάποιο είχαν γλέντι χτες βράδυ, δεν μπορούσα να δω με τη βροχή. Να δεις που θα μείνανε ένα σωρό φαγιά. Γιατί κάνουν τόσα πολλά αφού δεν θα τα φάνε; Δεν το καταλαβαίνω, καθόλου. Και τι σημασία έχει; Τα μισά θα είναι σε σακκούλες. Πάλι καλά να λέμε που τα φτιάχνουν μπόλικα. Αλλιώς τι θα τρώγαμε εμείς!
Έλα, ξεκίνα. Αρκετά τεντώθηκες. Μη με κοιτάς βαριεστημένα, πάμε. Περπάτα πλάι μου, είναι ήσυχα εδώ ακόμα. Δεν έχει αυτοκίνητα, μη φοβάσαι. Θα τα καταφέρεις μια χαρά κι ας είναι το ποδαράκι σου στραβά κολλημένο. Εμ, δεν μ’ άκουγες όταν σου ’λεγα να προσέχεις στο δρόμο, τρέχουν σα δαιμονισμένοι! Και πάλι καλά να λέμε. Κουτσαίνεις λιγάκι, και λοιπόν; Και τι σημασία έχει; Εγώ σ’ αγαπάω όπως είσαι!
Έλα, πάμε Σκύλε μου! Πάμε να κερδίσουμε τη μέρα που μας χαρίστηκε! Γιατί είναι το μόνο που έχει τελικά σημασία για μας! Είμαστε ζωντανοί! Και μαζί! Κι έχουμε ο ένας τον άλλον! Πάμε αδερφέ μου, γιε μου, φίλε μου! Καλημέρα κόσμε!