Δευτέρα 30 Απριλίου 2018


Καλό σου ταξίδι Βασίλη μου

Το μαντάτο έφτασε το απομεσήμερο

Σκοτεινό…

Παγωμένο…

Κοφτερό…



Αιωρήθηκε για κάμποσο δυσοίωνα

Πάνω από τα φύλλα της ελιάς

Πάνω από την καρδιά μας

Που αρνιόταν πεισματικά να το δεχτεί

Κλείνοντας ερμητικά

Παράθυρα και πόρτες



Μα εκείνο, ανάλγητο κι επίμονο

Σκόρπισε σε μυριάδες κομματάκια

Σκοτεινά…

Παγωμένα…

Κοφτερά…

Που καρφώθηκαν στη σκέψη

Την καρδιά

Την ψυχή μας



Αρνείται ο νους να το πιστέψει

Θρηνεί η ψυχή

Αιμάτινο το δάκρυ της καρδιάς

Ανείπωτη η θλίψη

Βαθύτατη η οδύνη

Νύχτωσε η μέρα



Καλό σου ταξίδι,  Βασίλη μου πολυαγαπημένε…

Είσαι εδώ… και θα μείνεις εδώ…




Παρασκευή 27 Απριλίου 2018


Αντίο λοιπόν, αντίο…

Ήμουν δεν ήμουν 18 χρόνων όταν εμφανίστηκες στη ζωή μου. Συγκεκριμένα το καλοκαίρι μετά το τέλος της έκτης γυμνασίου (ναι, πρόλαβα το εξατάξιο γυμνάσιο, είμαι ΤΟΣΟ μεγάλη) καθώς διάβαζα μέσα σε ανυπόφορη ζέστη (δεν είχαμε κλιματιστικά) για τις εισαγωγικές του Σεπτέμβρη στο Πανεπιστήμιο (τότε δίναμε εμείς κι έτσι λέγονταν κι όχι πανελλήνιες - είπαμε, μεγάλη)  με τις μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα διάπλατα μπας κι ανασάνω λιγάκι - εκεί, στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, στην οδό Μπουζιάνη, στη Δάφνη.

Ήρθες αθόρυβα να μη με ενοχλήσεις - είχα που είχα φορτώσει με τις ασκήσεις της Φυσικής και του 40 βαθμούς υπό σκιάν, ο μπελάς σου μου έλειπε. Ωστόσο ήσουν τόσο διακριτικός που λίγο μετά ξέχασα εντελώς την παρουσία σου και ξαναχάθηκα μεσοπέλαγα  Φυσικής και Χημείας.

Και κάπως έτσι ξεκίνησε η κοινή μας ζωή. «Ετούτος ήρθε για να μείνει», σκέφτηκα, «σε αντίθεση με τον προηγούμενο που μας βγήκε σκάρτος από την αρχή κι ευτυχώς τον ξεφορτωθήκαμε ανώδυνα, με συνοπτικές διαδικασίες». Υπήρξες άψογος, παράπονο δεν έχω. Υπέμενες αγόγγυστα όλες μου τις παραξενιές και με υπηρετούσες ευσυνείδητα κι αποτελεσματικά. Κι εγώ όμως σε φρόντιζα, σε νοιαζόμουν, σε πήγαινα στον γιατρό μια φορά το χρόνο για τσεκάπ ή όταν, σπάνια, αισθανόσουν κάποια ενόχληση.

Πέρασαν χρόνια πολλά, πάνω από 45,  κι άρχισες μοιραία να κουράζεσαι - να φτάνει στο τέρμα της η κοινή μας πορεία. Τις πρώτες ενδείξεις αυτής σου της παρακμής τις αγνόησα εσκεμμένα. Δεν ήθελα να μπω στην περιπέτεια του αποχωρισμού, καλά είχαμε βολευτεί τόσα χρόνια. Ωστόσο η κατηφόρα είχε ήδη ξεκινήσει κι όσο πήγαινε και βάραινε η κατάστασή σου - σε σημείο που να αρχίσω να αποδέχομαι τον αναπόφευκτο χωρισμό και να νοιάζομαι πια μόνο για το πώς να τον κάνω όσο γινόταν λιγότερο οδυνηρό.

Σήμερα το μεσημέρι γράφτηκε το τέλος στην τόσων χρόνων  συμβίωσή μας. Τα σημάδια όλο και πύκνωναν, διαμαρτυρόσουν κάθε μέρα όλο και περισσότερο κι από προχτές  έδειχνες να υποφέρεις - και μαζί σου κι εγώ. Ο γιατρός που σε κοίταξε κούνησε το κεφάλι του και είπε «δεν μπορώ να κάνω τίποτε, θα πρέπει το πάρεις απόφαση» - και το πήρα, μιας όλα έχουν μια αρχή κι ένα τέλος.  Στην ώρα του αποχωρισμού φέρθηκες για μια ακόμα φορά γενναιόδωρα και τον έκανες όσο το δυνατόν πιο ήπιο - το μόνο που μου έμεινε μέχρι τούτη τη στιγμή  σαν αίσθηση είναι  μια (αναπόφευκτα) κακή διάθεση κι ένα ελαφρύ μούδιασμα, που σιγά σιγά θα υποχωρήσουν κι αυτά.

Αντίο φρονιμίτη μου…


Πέμπτη 19 Απριλίου 2018


Ελληνίδα μάνα

Η μελέτη

-         Είσαι το απόγευμα για μια βόλτα στα μαγαζιά;

-         Σου έπεσε το λότο ή πέθανε κανας μπάρμπας μακρινός και σου άφησε κληρονομιά;

-         Λότο δεν παίζω και μπάρμπα μακρινό δεν έχω -άσε που και να είχα, σιγά μην τα άφηνε σε μένα!

-         Τότε; Πόθεν το χρήμα;

-         Ποιο χρήμα;

-         Εκείνο που θα φας στα μαγαζιά.

-         Δεν υπάρχει χρήμα -κι αν υπήρχε, θα πλήρωνα τον ΕΝΦΙΑ που μου έχει γίνει κι εφιάλτης.

-         Και τι θα κάνουμε στα μαγαζιά;

-         Λούκινγκ θέραπυ!

-         Παρακαλώ;

-         Παιδάκι μου πώς υπάρχει το σόπινγκ θέραπυ που πας κι αγοράζεις ό,τι βλακεία κι άχρηστο δεις μόνο και μόνο για να ξεφύγεις από τη μελαγχολία; Ε, εμείς ως άφραγκες θα βλέπουμε μόνο.

-         Έχεις εσύ μελαγχολία;

-         Γιατί εσύ δεν έχεις;

-         Δεν το έχω σκεφτεί.

-         Για σκέψου το και θα δεις ότι όλο και κάποια κατάθλιψη σε περιτριγυρίζει με την κρίση, την τρέχουσα πολιτικοκοινωνική μιζέρια, τους μετανάστες και τους άστεγους που βρίσκονται πλέον σε κάθε γωνιά.

-         Τώρα που το λες… Και τι δηλαδή - αν πάμε στα μαγαζιά για το φάτε-μάτια-ψάρια θα μου περάσει;

-         Όλο και θα ξεχαστούμε πάντως.

-         Άσε φιλενάδα, δεν γίνεται - έχω διάβασμα το απόγευμα.

-         Έλα ρε! Αποφάσισες να πας στο ελεύθερο πανεπιστήμιο για ιστορία της τέχνης που μου έλεγες;

-         Όχι, την νομική τελειώνω.

-         Ώπα γιατί σ’ έχασα. Ποια νομική, πότε ξεκίνησες;

-         Όχι εγώ, ο Θανάσης - εδώ και εφτά χρόνια, πάει για σύνταξη…

-         Ο μεγάλος σου; Και τι δουλειά έχεις εσύ;

-         Πώς δεν έχω. Αν δεν του κρατάω το βιβλίο να μου τα λέει δεν πάει να δώσει μάθημα. Κι είναι κάτι τόμοι αυτοί της νομικής ασήκωτοι -αυχενικό έχω πάθει και τένις έλμποου.

-         Αυτό πάλι τι είναι;

-         Πιάσιμο, πόνος στον αγκώνα που παθαίνουν οι τενίστες από τη ρακέτα.

-         Παίζεις εσύ τένις;

-         Όχι αλλά κρατώ τα βιβλία-τούβλα της νομικής.

-         Μάλιστα… και γιατί παρακαλώ δεν διαβάζει μόνος του κοτζάμ μαντράχαλος;

-         Αστειεύεσαι; Και πότε διάβαζε μόνος του; Από την πρώτη δημοτικού ήμουν από πάνω του -να διορθώνω τα ορθογραφικά, να συμμαζεύω τον γραφικό του χαρακτήρα, να λύνουμε ασκήσεις, να μου λέει την ιστορία. Χτίκιασα στο δημοτικό, γκάνιασα στο γυμνάσιο, έκοβα φλέβες στο λύκειο. Τα ξανάμαθα όλα από την αρχή κι ακόμα καλύτερα.

-         Πω πω… δίκιο έχεις, θυμάμαι τώρα που μου τάλεγες - ότι δεν στρωνόταν από μόνος του και τον είχες από κοντά, από το μεσημέρι αρχίζατε το διάβασμα.

-         Αμέσως μετά το φαγητό. Και να γλαρώνω εγώ και να λέω «αχ Θεέ μου, ένα τεταρτάκι μόνο θέλω, ίσα να περάσει ο ύπνος πάνω από τα βλέφαρά μου» -αλλά πού τέτοια τύχη! Μόλις έκλειναν τα ρημάδια, τσουπ άρχιζε να χαζολογάει ο νέος.

-         Μεγάλος σεβντάς πράγματι.

-         Καλά, εσύ δεν τάκανες αυτά;

-         Ποια; Να διαβάζω τα καμάρια μου;

-         Ναι.

-         Όχι αγάπη μου, να χαρείς. Πού καιρός για τέτοια. Το πρωί δουλειά, το απόγευμα οι χιλιάδες δουλειές του σπιτιού, το βράδυ σίδερο μετά τις 11 να πιάνω το νυχτερινό της ΔΕΗ, έπεφτα ξεθεωμένη τα μεσάνυχτα. Άσε που είμαι κατηγορηματικά αντίθετη σαν φιλοσοφία. Ο καθένας τις υποχρεώσεις του και τα παιδιά τα διαβάσματά τους, το καθήκον τους, πάει και τέλειωσε.

-         Και δεν τους κοίταζε κανείς;

-         Ο άντρας μου τους  έλεγχε λιγάκι αν είχαν γράψει και λύσει ασκήσεις κι αυτό μέχρι την δευτέρα δημοτικού. Μετά μάθαινα αν διάβαζαν από την δασκάλα στις συγκεντρώσεις γονέων.

-         Τυχερή ήσουν.

-         Όχι καλή μου - κάθετη και κατηγορηματική ήμουν από όταν ήταν νήπια. Μάζευαν τα παιχνίδια τους, τακτοποιούσαν τα ρουχαλάκια τους στο συρτάρι, πήγαιναν για ύπνο χωρίς δεύτερη κουβέντα και, κάπως έτσι, ήρθε σαν φυσιολογική συνέπεια και το «καθήκον» του διαβάσματος για το σχολείο.

-         Και δεν σου ζήτησαν ποτέ να τα «διαβάσεις»;

-         Μια φορά μόνο ο μεγάλος στην τρίτη δημοτικού. Μου ήρθε στην κουζίνα που έφτιαχνα παστίτσιο με το βιβλίο της μυθολογίας στο χέρι να το κρατήσω να μου πει το μάθημα.

-         Κι εσύ τι έκανες;

-         Του είπα «αστειεύεσαι λεβέντη μου, φτιάχνω τη μπεσαμέλ τώρα, ούτε να το σκέφτεσαι».

-         Και;

-         Γκρίνιαξε « κι εγώ σε ποιον θα τα πω για να δω αν τα ξέρω» οπότε του είπα «πάρε το κασετόφωνο, πάτα το κουμπί, πες τα, γύρνα την ταινία, ξαναπάτα το, άκουσε τι είπες και βρες τα λάθη και τις παραλείψεις σου».

-         Και τόκανε;

-         Όχι βέβαια! Απλά δεν μου ξαναζήτησε να κρατήσω βιβλίο, σκέφτηκε «με τούτη δω χαΐρι και προκοπή δεν θα δούμε» οπότε τα διάβαζε και τα μάθαινε μόνος του. Κι έτσι πήγε όλο το δημοτικό, το γυμνασιολύκειο και το πανεπιστήμιο - πανελλήνιες και σπουδές.

-         Κι ο μικρός;

-         Εκεί ήταν πιο εύκολα τα πράγματα, είχε το τετελεσμένο του μεγάλου για οδηγό.

-         Ενώ εγώ…

-         Ενώ εσύ μάλλον έκανες κακή αρχή κι ακόμα χειρότερη συνέχεια. Ωστόσο σαφώς και δεν σε κρίνω, παιδί από παιδί διαφέρει και κάθε γονιός έχει τις δικές του τακτικές, οπότε…

-         Οπότε;

-         Οπότε με βλέπω να πηγαίνω μόνη μου για λούκινγκ θέραπυ - κι εσύ καλή δύναμη με τον Ποινικό Κώδικα!

-         Ααααχ…

-         Και βαχ μη σου πω!



Σάββατο 14 Απριλίου 2018



Βιβλιοπαρουσίαση

Με πολλή χαρά σας ανακοινώνω ότι την Πέμπτη 3 Μαΐου και ώρα 20.00 θα γίνει η πρώτη παρουσίαση της ποιητικής μου συλλογής «Αποτυπώματα» που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες από τις Π. Η παρουσίαση θα γίνει σε συνδυασμό με ταυτόχρονη δεύτερη παρουσίαση του «Πάροδος Μουσών 9» στο «Καφέ Θέατρο» της Θεσσαλονίκης στα πλαίσια της Έκθεσης Βιβλίου        (3 έως 6 Μαΐου).

Θα έχει προηγηθεί (κι αυτό το αναφέρω με ιδιαίτερη συγκίνηση) παρουσίαση και των δύο βιβλίων στην αγαπημένη μου πατρίδα, την Βέροια, την Τετάρτη 3 Μαΐου και ώρα 20.00 στο Gallery Café «Εκτός χάρτη».

Τέλος η κεντρική παρουσίαση της Αθήνας για την ποιητική συλλογή θα γίνει στις αρχές Ιουνίου. Η ημερομηνία και ο χώρος όπως και λεπτομέρειες και για τις τρεις παρουσιάσει θα ανακοινωθούν τις αμέσως επόμενες μέρες στις επίσημες προσκλήσεις της ΠΝΟΗΣ.



Υ.Γ. Επειδή το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής είναι σε εξέλιξη και μέχρι να οριστικοποιηθεί, δημοσιεύεται η πρώτη σελίδα από το «σώμα» του βιβλίου.






Πέμπτη 12 Απριλίου 2018


Η Ελληνίδα μάνα

Η φωτογραφία



-         Πώς τον λένε εκείνον τον γιατρό που πήγε η θεία σου;

-         Ποιον γιατρό και ποια θεία μου; Γιατί όλες σε γιατρούς ξημεροβραδιάζονται -άλλη με το μάτι της, άλλη με τα αρθριτικά της, άλλη με τη μούρλια της!

-         Έχεις δίκιο, δεν ήμουν σαφής -και τις έχεις και πολλές!

-         Πολλές και παθημένες. Για ποια λες;

-         Για τη θεία σου την Αθανασία λέω.

-         Που έκανε το λίφτινγκ;

-         Άει γεια σου, αυτή. Απ’ ότ,ι μούλεγες είχε θεαματικά αποτελέσματα.

-         Πράγματι. Δέκα χρόνια νεότερη μας προέκυψε.

-         Οπότε θέλω όνομα και τηλέφωνο του πλαστικού.

-         Για τη μάνα σου;

-         Εεεε… όχι ακριβώς… για μένα τα θέλω.

-         Έλα μου! Για σένα; Τι να τα κάνεις σαράντα χρόνων γυναίκα που φαίνεται ούτε για τριάντα;

-         Καλά, κόψε κάτι, μαζί μιλάμε.

-         Ακριβώς γι αυτό - άκου να θέλει πλαστικό!

-         Δεν τον θέλω για λίφτινγκ, ακόμα τουλάχιστον -ένα ψιλοσέρβις να κάνω, κανα μποτοξάκι, ίσως ένα γεμισματάκι στις ρυτίδες έκφρασης, αυτά.

-         Καλά, σοβαρολογείς τώρα; Τίποτε από όλα αυτά δεν χρειάζεσαι, ήμαρτον! Και πώς και σου προέκυψε αυτό; Εσύ έλεγες ότι δεν σε απασχολούν αυτά και δεν θα πας ποτέ σε πλαστικό, θα αφήσεις τον χρόνο να ζωγραφίσει τα χνάρια του.

-         Κι ακόμα τα λέω… απλά σκέφτομαι μπας και κάνω μια μικρή, τόση δα εξαίρεση.

-         Α μπα; Και τι προέκυψε για να προκύψει η εξαίρεση;

-         Η φωτογραφία.

-         Έλα μου ξανά! Ποια φωτογραφία, εκείνη που φοράς πάμπερ; Έκανες τη σύγκριση και συγχίστηκες;

-         Η φωτογραφία πάνω στο τζάκι.

-         Τώρα είναι που σε έχασα εντελώς. Ποια απ’ όλες χριστιανή μου, έχεις καμιά δεκαριά εκεί πάνω.

-         Εκείνη που είμαστε με τον Πέτρο στη βάρκα, λίγο μετά που πήραμε το πτυχίο.

-         Τον Πέτρο τον άντρα σου;

-         Όχι, τον Πέτρο Φυσσούν! Τον άντρα μου βέβαια, συντονίσου μαρή!

-         Και τι έχει η φωτογραφία; Από όσο θυμάμαι είναι και πολύ ωραία, δροσεροί και όμορφοι κι οι δυο, νεούδια στα ντουζένια σας! Έπεσε κι έσπασε;

-         Έπεσε και κοιμήθηκε. Μπρούμυτα.

-         Φιλενάδα… μπας κι αντί για πλαστικό χρειάζεσαι νευρολόγο; Η φωτογραφία κοιμάται μπρούμυτα… τι άλλο θα ακούσω η γυναίκα.

-         Παιδάκι μου άκου. Εδώ και 3-4 μέρες βρίσκω συνέχεια τη συγκεκριμένη φωτογραφία τουμπαρισμένη πάνω στο τζάκι. Είπα, έπεσε - και την σήκωσα. Την άλλη μέρα τα ίδια. Είπα, πέρασε κανα γατί και την παρέσυρε - και τη σήκωσα. Χτες πάλι τα ίδια. Είπα, δεν γίνεται να πέφτει μόνο αυτή κι όλες οι άλλες να είναι στη θέση τους.

-         Μπας και είχε χαλάσει το στήριγμα κι έπεφτε;

-         Το σκέφτηκα κι αυτό και το τσέκαρα, μια χαρά ήταν το στήριγμα.

-         Τότε;

-         Τότε είπα, χέρι την κάνει αυτή τη δουλειά και μάλιστα μικρό - ο Πέτρος ούτε και ξέρει τι έχουμε πάνω στο τζάκι.

-         Τα παιδιά;

-         Μάλιστα, τα παιδιά! Τα φώναξα και τα ρώτησα.

-         Και;

-         Ο μικρός δεν κατάλαβε καλά καλά τι ρωτούσα, πέντε χρόνων παιδάκι, και με κοίταζε μπερδεμένος.

-         Κι ο μεγάλος;

-         Ο μεγάλος κατέβασε ένοχα το κεφάλι και δεν μιλούσε.

-         Οπότε τον βρήκαμε τον φταίχτη;

-         Τον βρήκαμε - και πάνω που ετοιμαζόμουν να τον ρωτήσω γιατί κάνει τη σκανταλιά, κοτζάμ άντρας οχτώ χρόνων, έπεσε πάνω μου κλαίγοντας.

-         Α το μαναράκι μου… και τι σου είπε, γιατί το έκανε;

-         Μου είπε, ρουφώντας τα δάκρυά του, ότι με βλέπει στη φωτογραφία στα νιάτα μου, βλέπει και μένα στα ζωντανά που μεγάλωσα και πολύ στενοχωριέται και «γέρασες μανούλα μου και θα μου πεθάνεις κι εγώ τι θα κάνω χωρίς εσένα και γι αυτό την κρύβω τη φωτογραφία για να μη βλέπω πόσο άλλαξες» κι άλλα τέτοια χαριτωμένα και κολακευτικά!

-         Α πα πα! Τι πήγε και καρφώθηκε στο μυαλουδάκι του! Κι εσύ τι έκανες;

-         Εννοείς μετά το εγκεφαλικό; Μα να μου λέει το παιδί μου ότι γέρασα στα σαράντα μου;

-         Καλά κι εσύ τώρα, παιδάκι είναι, παιδιάστικα σκέφτεται.

-         Αυτό ακριβώς είπα κι εγώ και το προσπέρασα αξιοπρεπώς. Τον πήρα λοιπόν αγκαλιά και του είπα πως όλοι οι άνθρωποι μεγαλώνουμε και πως δεν είμαι δα και τόσο μεγάλη για να ανησυχεί πως θα με χάσει και πως θα είμαι για πολλά πολλά χρόνια ακόμη κοντά τους και να μην στενοχωριέται, δεν τόχω σκοπό να πεθάνω πριν φτάσω τα εκατό.

-         Κι εκείνος;

-         Αυτό το «εκατό» σαν να τον παρηγόρησε λιγάκι, το πήρε σαν υπόσχεση, σου λέει έχουμε χρόνια μπροστά μας και δεν θα μου φύγει η μάνα μου.

-         Κοίτα τώρα τι πήγε και σκέφτηκε ο μπαγασάκος! Και ο πλαστικός πού κολλάει σε όλο αυτό;

-         Μετά, κι αφού τον παρηγόρησα, πήγα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη με τα δικά του μάτια και είδα ότι όντως έχουν αρχίσει και φαίνονται τα σημάδια του χρόνου… και είπα μήπως…

-         Είσαι μουρλή; Επειδή το παιδί είπε μια κουβέντα ξεσηκώθηκες, μια χαρά γυναίκα, και σκέφτεσαι χαζομάρες; Εξ άλλου εσύ έλεγες πάντα ότι οι ρυτίδες μας είναι η ιστορία της ζωής μας - και την ιστορία δεν την παραχαράσσεις!

-         Μωρέ το έλεγα και το λέω και το πιστεύω… αλλά να, στενοχωριέται το παιδί μου και γι αυτό το σκέφτηκα…

-         Να κάτσεις στ’ αυγά σου - άκου να κάνει πλαστική επειδή τούμπαρε μια φωτογραφία στο τζάκι! Εξ άλλου έχουμε καιρό για αυτά - αργότερα, όταν γεράσουμε στ’ αλήθεια.

-         Σωστά - στα πενήντα το ξανασυζητάμε.

-         Στα εξήντα μη σου πω - ή και καθόλου. Τα χρόνια μας είναι το μεγάλο μας  κέρδος στη ζωή αρκεί να τα ζήσουμε όμορφα - κι ας αφήνουν τα σημάδια τους πάνω μας!