Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019



Οι άθλοι του Ηρακλή

Η σκυλίτσα η Σούγκαρ  


Το Θεό της δεν έχει αυτή η μάνα κι άντε μην τα πάρω τώρα στο κρανίο γιατί κάθε τόσο και κάτι μας φέρνει πεσκέσι σπίτι, σε τετράποδο εννοώ, και άντε η Μπιάνκα πες ήταν μόνη της στην Άνδρο και άντε τα γατόνια ο Ερμής και η Ερμίνα πες  τα είχε μια κυρία μαζί με άλλα 97 σε ένα σπίτι και τα πιο πολλά ήταν άρρωστα αλλά αυτό το καινούργιο με τερμάτισε και θα σας τα πω για να καταλάβετε και να μου δώσετε δίκιο και που λέτε όλα άρχισαν την Πέμπτη το πρωί που βγήκε η μάνα αχάραγο να ταΐσει τα γατιά της γειτονιάς και βλέπει μια σκυλίτσα όμορφη και ζουμπουρλού και μικρούλα και ασπρούλα που ήρθε καταπάνω της και της έκανε χαρούλες κι εγώ από μέσα από το πορτάκι να λυσσάω που την έπεφτε στη μάνα ΜΟΥ αλλά τι να σας κάνω που είχε κλειδώσει και εμπάσηπεριπτώσει (κάνω και λάθη από την τσαντίλα) της έβαλε να φάει και να πιει και μετά την πήγε στη θεία Χρυσούλα δίπλα να την κρατήσει γιατί πού να τη φέρει μέσα σε μας έτσι πως λυσσοκόπαγα εγώ γιατί, λέει, φαινόταν να την είχε κοπανήσει από σπίτι κι ήταν και πρόσφατα στειρωμένη, ακόμα είχε την τομή (μη με ρωτήσετε τι είναι αυτό, χαμπάρι) και να την φυλάξουμε, λέει, μέχρι να βρούμε τη μαμά της και μετά πλάκωσε τα τηλέφωνα και βρήκε κάποια άκρη αλλά μέχρι να τις βρει όλες τις άκρες πέρασαν δυο μέρες που η Μπιάνκα (έτσι την βάφτισαν επειδή είναι άσπρη, βλακείες, Μπιάνκα λένε τη γάτα μας, μη τρελαθούμε τώρα) έμενε στη θεία Χρυσούλα και πήγαινε η μάνα κάθε τόσο και κάνανε χαρούλες κι εγώ άφριζα που τις άκουγα μέχρι που σήμερα το πρωί, κρατηθείτε, μας την κουβάλησε ΚΑΙ στο σπίτι κι εγώ της την έπεσα κανονικά, εννοείται, και τη γαύγιζα άγρια που θέλει να μου πάρει την αγάπη της μάνας αλλά της κούναγα και την ουρά να μην παρατρομάξει αλλά αυτή στην κοσμάρα της, άλλος Βούδας μας βρήκε, ξάπλωσε τ’ ανάσκελα και μου κούναγε κι εκείνη την ουρά της ενώ ο δικός μου Βούδας ο Ρόμπι της έδωνε φιλιά κι εγώ τσαντίστηκα και μπερδεύτηκα, τι βιολί είναι αυτό που μας παίζει, και μετά αυτή ξεθάρρεψε και με πήρε στο κυνήγι παίζοντας και είπα, ώρες είναι να μας μείνει αμανάτι το φρούτο, αλλά ευτυχώς η μάνα βρήκε και τις υπόλοιπες άκρες που λέγαμε και έμαθε πως το σπίτι της είναι λίγο πιο κάτω από το δικό μας και την φόρτωσε στο αμάξι και την πήγε εκεί που ήταν η μαμά της που ήταν πολύ ανήσυχη γιατί όλο την κοπανάει επειδή είναι μόνο ένα μήνα που την έχει πάρει για παιδάκι της από μια κυρία άλλη που την λένε Φιλοζωική και η μικρά δεν έχει συνηθίσει ακόμα, έτσι είπε στη μάνα, και πολύ την ευχαρίστησε που την βρήκε και την φρόντισε και της την πήγε πίσω κι ότι τη λένε Σούγκαρ που είναι άσπρη και γλυκιά και της είπε και η μάνα της κυρίας μαμάς της να φροντίσει να μην την ξαναχάσει γιατί θα πάθει κακό μα από αμάξι μα από κανά  αγριόσκυλο μα από καναν παλαβό που θα της ρίξει φόλα (ούτε αυτό ξέρω τι είναι) και να και κάτι που συμφωνώ απόλυτα μαζί της εγώ όχι μόνο για την Σούγκαρ να μην πάθει κακό (όσο να ’ναι κάναμε κι ένα κονέ που ήταν εδώ) αλλά βασικά να μην ξανάρθει προς τα δω και κάνει χαρές στη μάνα γιατί η μάνα είναι μόνο δικιά μου, άντε και των υπόλοιπων γατόσκυλων της οικογένειας, αλλά όχι και να μας έρχονται και ξένα σκυλιά να την ματσοφιλάνε, μην τρελαθούμε εντελώς!



Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019


Γιάννα

Είχα μόλις βγει από το μετρό στη στάση «Πανεπιστήμιο» και προχωρούσα βιαστικά -είχα ήδη αργήσει σε ένα ραντεβού- όταν την συνάντησα μπροστά στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Σχεδόν σκόνταψα πάνω της έτσι όπως ήταν κουβαριασμένη δίπλα σε ένα πεζούλι, ένας μικροκαμωμένος μαυροντυμένος όγκος όπου δεν ξεχώριζες σχεδόν τα μέλη, τον κορμό. Μόνο ένα μπερδεμένο κουβάρι μακριά μαύρα μαλλιά σηματοδοτούσε τη θέση του κεφαλιού μαζί με μια αδύναμη φωνή που έλεγε μονότονα «βοήθεια παρακαλώ».

Γονάτισα δίπλα της, το κεφάλι της ακουμπούσε σε μια σακούλα σούπερ μάρκετ με άγνωστο περιεχόμενο. Παραμέρισα τις αχτένιστες τούφες και βρέθηκα μπροστά σε ένα αποστεωμένο πρόσωπο νέας γυναίκας που με κοίταζε με βλέμμα σβησμένο. Μια αμήχανη στιγμή όπου δεν ήξερα τι να κάνω παραπέρα και μετά την ρώτησα πώς τη λένε και από πού είναι - έτσι, για να αρχίσω από κάπου.

Μου απάντησε πως τη λένε Γιάννα, πως είναι Ελληνίδα (φαινόταν αυτό από τον λόγο της), πως δεν έχει πού να μείνει, πως είχε κάνει πρόσφατα έκτρωση γι αυτό και ήταν έτσι, διάφορα. Μαζεύτηκαν 3-4 περαστικοί, ένας μου πρότεινε να πάρουμε το 166. Της το είπα, αρνήθηκε. Την πρότεινα να πάρω κάποια υπηρεσία του Δήμου, αρνήθηκε πάλι. Προβληματίστηκα, η αρχική μου υποψία πως ίσως επρόκειτο για ναρκομανή ξαναγύρισε στο μυαλό μου πιο έντονη μετά τις απανωτές αρνήσεις. Δεν ήθελε βοήθεια, χρήματα ήθελε για τη δόση της - ή έτσι τουλάχιστον συμπέρανα.

Και; Τι κάνεις σ’ αυτήν την περίπτωση; Σίγουρα δεν μπορείς να την αναγκάσεις να πάει σε κάποιο χώρο υποστήριξης, έχει ελεύθερη βούληση. Σίγουρα επίσης δεν μπορείς να την παρατήσεις και να σηκωθείς να φύγεις - όχι πως μπορείς να κάνεις και τίποτε ουσιαστικό αλλά και πάλι… Δεύτερη αμήχανη στιγμή. Έβγαλα κάποια χρήματα και τα άφησα στο πλαστικό κυπελάκι της, ήταν το μόνο που σκέφτηκα. Ένα χαμόγελο, κάποια δόντια έλειπαν, ένα σιγανό «ευχαριστώ». Μουρμούρισα ένα «προσπάθησε να βοηθήσεις τον εαυτό σου» που ακούστηκε σαν κακόγουστο αστείο στα ίδια μου τα αυτιά και συνέχισα τον δρόμο μου κατηφής.

Αλήθεια - τι μπορεί να κάνει κανείς όταν συναντά την απόλυτη άρνηση; Ψάχνοντας στο διαδίκτυο βρήκα σήμερα το παρακάτω κείμενο που έδωσε κάποια απάντηση στο ερώτημά μου - "τίποτε"…

Μα κι αυτό δεν είναι απάντηση…

"Με αφορμή τη δικαιολογημένη απορία και ανησυχία που εκδήλωσαν ευαισθητοποιημένοι συμπολίτες για την άστεγη γυναίκα που συναντάται να περιπλανιέται σε δρόμους του ΧΧΧ, θα θέλαμε να ενημερώσουμε για τα εξής:
Την έχει ήδη προσεγγίσει 3 φορές εκπρόσωπος της Κοινωνικής Υπηρεσίας του Δήμου ΧΧΧ, ο οποίος της πρότεινε να τη συνοδεύσει στην Υπηρεσία για να της παρασχεθεί βοήθεια ( δυνατότητα χορήγησης του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, εξασφάλιση φαγητού από τη δομή του Συσσιτίου Απόρων, παροχή προϊόντων από το Κοινωνικό Παντοπωλείο κ.α.).
Η κύρια αρνήθηκε να συνεργαστεί με την Υπηρεσία και να τύχει βοήθειας.
Αν και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, ότι χρήζει βοήθειας από ιατρικές υπηρεσίες, λύση μπορεί να δοθεί μόνον εάν δεχθεί η ίδια η κυρία να συνεργαστεί".

Σε διαφορετική περίπτωση, δεν νομιμοποιείται κανένας φορέας ή Υπηρεσία να της επιβάλλει χωρίς τη θέλησή της οποιαδήποτε οργανωμένη και συστηματική βοήθεια».


Σημείωση: η φωτογραφία είναι, εννοείται, ενδεικτική -από το διαδίκτυο κι αυτή.





Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019



"Και τι ζητάω; Τι ζητάω;
Μια ευκαιρία στον παράδεισο να πάω..."


Κάποια πράγματα μας χαρίστηκαν στη ζωή μας
Άλλα, τα περισσότερα, αγωνιστήκαμε σκληρά για να τα πετύχουμε

Κάποιες στιγμές, πολλές, ήταν όμορφες στη ζωή μας
Άλλες, οι περισσότερες, ήταν δύσκολες και μας σημάδεψαν βαθιά

Κάποιοι άνθρωποι, πολλοί, μας απογοήτευσαν, μας πλήγωσαν και μας πίκραναν
Κάποιοι άλλοι, λίγοι και πολύτιμοι, ήταν και είναι πάντα παρόντες για να μας γλυκαίνουν την καρδιά

Κάποιες καταστάσεις που ονειρευόμαστε, ουτοπικές κι ανέφικτες, δεν θα τις ζήσουμε ποτέ
Κάποιες άλλες, πολλές, ταπεινές κι ωστόσο ανεκτίμητες, τις ζούμε καθημερινά φτάνει να τις αναγνωρίζουμε

Όπως η ηλιαχτίδα που μας ξύπνησε το πρωί
Όπως η ευωδιά του τριαντάφυλλου που άνθισε απρόσμενα
Όπως το χαμόγελο από πρόσωπο αγαπημένο
Όπως το χουρχούρισμα του γατονιού στην αγκαλιά μας!

 







Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019


Πάρε με αγκαλιά

Πάρε με αγκαλιά… σε παρακαλώ. Δεν μπορώ να στο πω με λόγια, δεν ξέρω ακόμα τη γλώσσα σου. Μόνο τη δική μου ξέρω, να βγάζω κραυγούλες ή να κλαίω. Αυτό το κάνω καλά - κλαίω διαφορετικά όταν πεινάω, όταν πονάω, όταν νυστάζω, όταν θέλω αγκαλιά. Κι εσύ με καταλαβαίνεις, το ξέρω. Με ταΐζεις, με ταχταρίζεις, με νανουρίζεις - αλλά κάπου εκεί στην αγκαλιά τα χαλάμε λιγάκι.

Δεν με παίρνεις όσο θέλω, όσο λαχταρώ, όσο έχω ανάγκη. Όχι γιατί δεν θέλεις ή δεν μπορείς, το βλέπω στα μάτια σου πόσο αναστατώνεσαι όταν κλαίω κι εσύ δεν μου κάνεις το χατίρι -αλλά γιατί δεν «πρέπει».  Δεν πρέπει να κακομάθω, δεν πρέπει να ζητάω χεράκια, δεν πρέπει να γκρινιάζω για αγκαλιές. Πρέπει να μάθω να κάθομαι φρόνιμη στο κρεβάτι μου, να βαριέμαι, να κοιτάω το ταβάνι, να πιάνεται η πλατούλα μου. Κι όλα αυτά για να έχετε τον χρόνο, εσύ κι ο μπαμπάς, να κάνετε τις δουλειές σας, να τα προλάβετε όλα.

Κάνετε λάθος, μαμά μου. Εμένα πρέπει να προλάβετε, εμένα που μεγαλώνω κάθε μέρα, που κάθε βδομάδα είμαι και άλλο μωρό, που τώρα είμαι εντελώς αλλιώτικο πλασματάκι από όταν γεννήθηκα τέσσερις μήνες πριν. Που σε δυο τρεις μήνες ακόμη θα μπορώ να κάθομαι και να παίζω με παιχνιδάκια και δεν θα έχω πολλή ανάγκη την αγκαλιά. Που σε πέντε έξι μήνες ακόμη θα μπουσουλάω και δεν θα έχω τόση ανάγκη την αγκαλιά. Που μόλις χρονίσω θα περπατάω και δεν θα έχω καθόλου ανάγκη την αγκαλιά.

Που τότε θα την έχετε ξαφνικά εσείς ανάγκη αλλά δεν θα θέλω εγώ πια γιατί θα τρέχω πάνω κάτω - και θα κλαίτε για τις χαμένες ευκαιρίες και τις οριστικά φευγάτες όμορφες στιγμές που δεν θα ξανάρθουν πια.

Γι αυτό σας λέω - πάρτε με αγκαλιά και δεν θα κακομάθω, μην ανησυχείτε… Συμφωνεί πλέον και η γιαγιά που είχε, στον καιρό της, τις ίδιες με σας  αντιλήψεις και θεωρίες και που τώρα δεν χορταίνει να έχει εμένα και τα ξαδερφάκια μου αγκαλιά και να μας «κακομαθαίνει» όπως της λέτε εσείς  οι γονέοι μας - κι ευτυχώς που δεν σας πολυακούει!


Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019


ΟΚ - αλλά...

ΟΚ, χειμώνιασε, το παραδέχομαι - καιρός του ήταν εξ άλλου αν και δεν το βρίσκω και τόσο απαραίτητο...

ΟΚ, και βροχή θα έχουμε και μέσα θα κλειστούμε και την ίωση θα την αρπάξουμε οσονούπω στρατηγέ μου...

ΟΚ, και στις λάσπες θα τσαλαβουτήσουμε και την ομπρέλα θα μας πάρει ο αέρας και η μιζανπλί θα χαλάσει...

ΟΚ, και στην κίνηση θα κολλήσουμε και τον μ@@@ που βούτηξε την ροδάρα τού 4Χ4 στην νερολακούβα και μας έκανε σύχριστους θα μουτζώσουμε...

ΟΚ, θα τα ανεχτώ όλα αυτά - σάμπως μπορώ να κάνω κι αλλιώς;;;

Αλλά ΜΗ μου ζητάτε να μου αρέσει κι από πάνω όλη αυτή η μίρλα!!!







Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019


Ο παγωτατζής

Σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Βέροια, δεκαετία του '60. Ακούγαμε από μακριά το ντριν ντριν του κουδουνιού και με μιας σταματούσε κάθε παιχνίδι και τρεχαλητό στην μεγάλη αυλή με την τεράστια μουριά στη μέση. Ένα σμάρι παιδιά σκορπίζαμε αλαλάζοντας στα γύρω σπίτια μας ζητώντας από τις μανάδες μας λεφτά για παγωτό. Τα τσεπώναμε και ξανατρέχαμε πάντα αλαλάζοντας στην μεγάλη καγκελόπορτα περιμένοντας ανυπόμονα να φανεί στη γωνία το αντικείμενο του πόθου μας - το κινητό παγωτατζίδικο!

Χαμός με το που έστριβε! Σπρώχνοντας και τραβώντας παραβγαίναμε ποιος θα πρωτοπάρει παγωτό. Κι εκείνος, ο παγωτατζής, με μια άσπρη ποδιά ζωσμένη στη μέση κι έναν σκούφο λερό στο κεφάλι, πάλευε χαμογελαστός να μας προλάβει όλα και να μοιράσει το πιο νόστιμο, το πιο υπέροχο παγωτό που έχω φάει ποτέ στη ζωή μου! 

Κασάτο το λέγαμε, σκέτη κρέμα ήταν, και το έβαζε σε χωνάκια με μια μικρή μεταλική σπάτουλα. Το αρπάζαμε με λαχτάρα, τρέχαμε στη σκιά της μουριάς και το απολαμβάναμε με μικρές γλυψιές, αργά αργά να μην τελειώσει. Έσταζαν τα ζουμιά, λερώνονταν τα ρούχα μα ποιος νοιαζόταν! Φτάνει που γευόμασταν την θεσπέσια βελούδινη υφή του και δροσιζόμασταν κατακαλόκαιρο με το σπάνιο παγωμένο δώρο!

Τα θυμήθηκα όλα αυτά χθες σαν είδα στο καφέ της γειτονιάς μου ετούτο το παλιό ποδήλατο-παγωτατζίδικο να φιγουράρει στην είσοδο και να μου φέρνει στο νου τόσες και τόσες όμορφες αναμνήσεις. Κι είμαι σίγουρη πως πολλοί από σας, οι παλιότεροι, της γενιάς μου, κάτι θα έχετε να νοσταλγήσετε στην θέα του κι ίσως να νιώσετε στον ουρανίσκο σας κάποια παλιά ξεχασμένη γεύση κασάτου παγωτού!