Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Μπλε γραμμή

«Τραβάω λοιπόν σ’ όλα μια κόκκινη γραμμή», έλεγε το τραγούδι.
            Γραμμή διαγραφής. Να τα σβήσει όλα με μια μονοκοντυλιά, να χαθούν, να μη τα σκέφτεται. Να μην πονά. Να μη τον θυμάται με τη βαλίτσα στο χέρι, να μη θυμάται εκείνο το «τελειώσαμε», το τόσο κάθετο, το τόσο ψυχρό. «Τι εννοείς;» κατάφερε να μουρμουρίσει μόλις συνήλθε από το χαστούκι. «Τι τελειώσαμε... πώς... γιατί τελειώσαμε;»
            «Γιατί πιστεύω ότι αυτή η σχέση έκανε τον κύκλο της κι έχει σταματήσει πια να μου προσφέρει πράγματα, οπότε και δεν βλέπω τον λόγο να συνεχίσει να υπάρχει», απάντησε εκείνος επίπεδα και το ίδιο ψυχρά. «Είναι η καινούργια μου φιλοσοφία, αν θες».
            Δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Εκείνος τα έλεγε όλα αυτά; Εκείνος; Που είχαν ζήσει τόσα μαζί; Όμορφα, στενάχωρα, ζόρικα, χαρούμενα... αλλά μαζί; Που του είχε καταθέσει αφειδώλευτα όλο της το είναι; Αγάπη, φροντίδα, στήριξη στα δύσκολα, πανηγύρια στις επιτυχίες...
            Και τώρα; Τώρα τι; Της πετούσε κατάμουτρα ένα «τελειώσαμε, δεν σε χρειάζομαι πια» κι αυτό ήταν όλο; Δεν ταίριαζε πλέον με την «καινούργια του φιλοσοφία», όπως την αποκαλούσε; Σκόνη στον άνεμο όλα όσα τους είχαν δέσει τόσο, όπως πίστευε, σφιχτά;
            Δεν συνέχισε την κουβέντα, δεν είχε νόημα. Τον ήξερε πια καλά, είχε πάρει τις αποφάσεις του και θα ήταν ανώφελο να προσπαθήσει να του αλλάξει γνώμη ή, έστω, να το ξανασκεφτεί. Δεν έκλαψε, δεν συννέφιασε, δεν άφησε να φανεί πόσο μεγάλη ήταν η τρύπα που άνοιξε μέσα της. Η αξιοπρέπειά της από τη μια κι ένα ένστικτο αυτοπροστασίας από την άλλη, την συγκράτησαν από το να του εκφράσει όλα εκείνα που φουρτούνιαζαν μέσα της.
            Αντίθετα χαμογέλασε. «Εσύ ξέρεις», του είπε γλυκά. «Αφού αποφάσισες να εξορίσεις από τη ζωή σου όλους εκείνους που σου πρόσφεραν μέχρι τώρα -αλλά όχι πια- έχει καλώς. Αντίο και καλή ζωή... κι εύχομαι να μη σου γυρίσει μπούμερανγκ αυτή σου η φιλοσοφία».
            Εκείνος της έριξε μια παράξενη ματιά κι έφυγε την ίδια στιγμή χωρίς να ξαναδώσει σημεία ζωής. Ούτε ένα τηλεφώνημα -έτσι, για να μάθει τι κάνει, σαν ένδειξη αναγνώρισης για τα όσα είχαν ζήσει μαζί. Από κοινούς φίλους έμαθε ότι είχε αλλάξει δουλειά, με μεγαλύτερες αποδοχές, κι είχε μετακομίσει σε άλλη πόλη. Καλύτερα έτσι. Τουλάχιστον δεν κινδύνευε να τον ξαναδεί, έστω και τυχαία.
            Έμεινε μέρες κλεισμένη στο σπίτι της, στο μέχρι χτες σπίτι «τους», ψάχνοντας να βρει πού έφταιξε, τι έφταιξε κι έγιναν όλα αυτά. Πέρασε γρήγορα από την κατάθλιψη στην οργή κι έμεινε εκεί για πολύ. Τότε ήταν που θυμήθηκε το τραγούδι για την κόκκινη γραμμή. «Για μένα γράφτηκε», σκέφτηκε πικρά, «και για όλες τις “εμένα” -κι έχει δίκιο, πρέπει να πάρουμε ένα κόκκινο μολύβι, ένα μολύβι στο χρώμα της φωτιάς και του θυμού, και να διαγράψουμε κάθε τι που μας πόνεσε, που μας εξόργισε».
            Και τόκανε. Με έναν κόκκινο μαρκαδόρο μουτζούρωσε φωτογραφίες, γράμματα, CD δικά «του», βιβλία που του άρεσαν. Ωστόσο καθόλου δεν βοήθησε αυτό, καθόλου δεν καταλάγιασε την οργή μέσα της. Γιατί μόνο αυτό ένιωθε πια. Όχι αγάπη. Όχι θλίψη. Μόνο οργή. Για κείνον και την αναλγησία του, για τον εαυτό της και τη βλακεία της να τον εμπιστευθεί, να τον πιστέψει, να μη δει έγκαιρα τα σημάδια -ή τα είχε δει και τα είχε αγνοήσει; Μπορεί... κι αυτό αύξανε την οργή της. Μάζεψε τα κατακόκκινα κατεστραμμένα ενθύμια σε μια μεγάλη σακούλα και τα πέταξε στα σκουπίδια. Ωστόσο συνέχισε να βράζει μέσα της.
            Μέχρι χτες βράδυ. Που συνειδητοποίησε ξαφνικά πως δεν τον είχε σκεφτεί όλη μέρα. Που κοίταξε μέσα της και δεν είδε οργή, δεν ανίχνευσε θλίψη. Που αναρωτήθηκε «τι αισθάνομαι» κι η απάντηση ήταν «αδιαφορία». Πλήρης. Έφερε τη μορφή του στο νου της κι ήταν σαν να έβλεπε έναν ξένο. Κάποιο πρόσωπο που κάπου, κάποτε, είχε συναντήσει. Που δεν μπορούσε να την πονέσει πια. Που έφτανε να νιώθει ακόμη και συμπόνια γι αυτόν, για τη στεγνή του ψυχή, για την αδυναμία του να δώσει χωρίς να ζητά ανταλλάγματα, για την ανικανότητά  του να αγαπήσει ανυστερόβουλα, άδολα, απλά.
            Και τότε ήταν που τη σκέφτηκε.
            Τη μπλε γραμμή. Τη γραμμή του ψυχρού μπλε. Της απόλυτης παγωνιάς. Σαν να την έβλεπε μπροστά της να ψηλώνει, να φαρδαίνει και να διαγράφει -οριστικά αυτή τη φορά- και εκείνον, και όσα είχαν ζήσει μαζί, και την πίκρα, και την οργή της. Ό,τι δεν είχε καταφέρει τόσο καιρό να σβήσει η κόκκινη γραμμή, η γραμμή του πάθους, του θυμού, της απόγνωσης, το έκανε μέσα σε μια νύχτα η μπλε γραμμή. Η γραμμή της κρύας αδιαφορίας. Η γραμμή που συμβόλιζε τη γιατρειά της. Την απόδραση από το κακότυχο παρελθόν της.
            Πήρε μια λευκή κόλλα χαρτί κι έγραψε το όνομά του με μαρκαδόρο μπλε.  Ύστερα ζωγράφισε γύρω του έναν κύκλο – μπλε πάντα. Κόλλησε το χαρτί στο ψυγείο μ’ ένα μαγνητάκι από κάποιες παλιές διακοπές τους στο Λονδίνο. Έκανε ένα βήμα πίσω και, «τελειώσαμε, χρυσέ μου», είπε χαμογελώντας.
             Ύστερα από τόσο καιρό μπορούσε και πάλι να χαμογελά!


*Η "Μπλε γραμμή" δημοσιεύτηκε 
στο site "τοβιβλιο.net" 
στο  link
                                                   http://tinyurl.com/nrp7wvl 




            

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Ο μολυβένιος στρατιώτης

Ήταν κάποτε, είκοσι πέντε μολυβένια στρατιωτάκια, όλα αδελφάκια, φτιάχτηκαν όλα απ’ το ίδιο παλιό μολυβένιο κουτάλι. Είχαν όπλα επ’ ώμου, το σώμα στητό, μπλε και κόκκινη φορούσαν στολή.  Η πρώτη φωνή που άκουσαν, ήταν: «Μολυβένιοι Στρατιώτες!», η χαρούμενη κραυγή ενός παιδιού, όταν άνοιξε το καπάκι του κουτιού που ήταν βαλμένοι.  Ήταν δώρο για τα γενέθλια του και τους έβαλε όλους στο τραπέζι έναν-έναν.

Τα στρατιωτάκια ήταν τα ίδια ακριβώς, εκτός από ένα, που έμεινε στο καλούπι τελευταίο, και δεν περίσσεψε μολύβι αρκετό να φτιάξουν το πόδι του. Κι έτσι τον άφησαν να στέκεται στο ένα πόδι και ήταν γι’ αυτό ξεχωριστός.

Το τραπέζι που έστησε το παιδί τους μολυβένιους στρατιώτες, ήταν γεμάτο παιχνίδια, μα το πιο όμορφο, ένα μικρό χάρτινο κάστρο. Ήταν υπέροχο. Μέσα απ’ τα μικρά παράθυρα του κάστρου, έβλεπες μέσα τα δωμάτια του. Μπροστά από το κάστρο μια σειρά μικρά δέντρα, γύρω από ένα κομμάτι καθρέπτη – έμοιαζε με διάφανη λίμνη. Κύκνοι φτιαγμένοι από κερί, κολυμπούσαν στον καθρέπτη της λίμνης. Όλα αυτά ήταν πολύ όμορφα, μα το πιο όμορφο ήταν μια δεσποινίδα, που στεκόταν στην ανοιχτή πόρτα του κάστρου.

Ήταν φτιαγμένη από χαρτί, φορούσε ένα φόρεμα αληθινή μουσελίνα, μια λεπτή μπλε κορδέλα στους ώμους της, σαν σάλι, κι από πάνω ένα γυαλιστερό ρόδο, μεγάλο, σαν το πρόσωπο της. Η δεσποινίς ήταν χορεύτρια, είχε στις μύτες το ένα της πόδι και το άλλο τόσο ψηλά, που ο μολυβένιος στρατιώτης δεν μπορούσε να το δει καθόλου, και νόμιζε, πως κι εκείνη, επίσης, είχε ένα πόδι.

«Αυτή είναι γυναίκα για μένα», σκέφτηκε, «αλλά έχει τόση μεγαλοπρέπεια• ζει και σε κάστρο, εγώ έχω μόνο ένα κουτί να κοιμάμαι,
 εικοσιπέντε αδέλφια ζούμε μαζί στο κουτί, δεν υπάρχει χώρος για εκείνην. Όμως, πρέπει να την γνωρίσω». Έτσι κρύφτηκε στο τραπέζι, πίσω από μια ταμπακιέρα, να κρυφοβλέπει την όμορφη χορεύτρια, που ακόμα στεκόταν στο ένα της πόδι, χωρίς να χάνει καθόλου την ισορροπία της.

Όταν ήρθε το βράδυ, οι υπόλοιποι μολυβένιοι στρατιώτες μπήκαν στο κουτί και οι άνθρωποι του σπιτιού πήγαν για ύπνο. Αμέσως τα παιχνίδια άρχισαν να παίζουν, να κάνουν επισκέψεις, να ανταλλάσουν δώρα, να υποκρίνονται πως μαλώνουν. Οι μολυβένιοι στρατιώτες κροτάλιζαν μέσα στο κουτί τους• ήθελαν να βγουν και να διασκεδάσουν κι εκείνοι, αλλά δεν μπορούσαν ν’ ανοίξουν το κουτί. 

Οι καρυοθραύστες έπαιζαν κουτσό και το μολύβι χοροπηδούσε στο τραπέζι. Είχε τόση φασαρία που το καναρίνι ξύπνησε κι άρχισε ν’ απαγγέλει ποιήματα. Μόνο ο μολυβένιος στρατιώτης και η χορεύτρια έμειναν ακίνητοι. Εκείνη στεκόταν στις μύτες, με τα πόδια τεντωμένα, όπως κι εκείνος στο ένα του πόδι. Καθόλου δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της, ούτε για μια στιγμή.

Το ρολόι χτύπησε 12, κι ο άνεμος απότομα άνοιξε την ταμπακιέρα. Όμως αντί για καπνό, πετάχτηκε έξω ένα μαύρο ξωτικό – με το ελατήριο του, ο Φασουλής.
«Μολυβένιε Στρατιώτη, μη ζητάς να πάρεις, ό,τι δε σου ανήκει», είπε το μαύρο ξωτικό.
Μα ο Μολυβένιος Στρατιώτης έκανε πως δεν άκουσε.
«Πολύ καλά, περίμενε μέχρι αύριο και θα δεις», είπε το ξωτικό.
Όταν τα παιδιά μπήκαν το άλλο πρωί, έβαλαν τον μολυβένιο στρατιώτη στο ανοιχτό παράθυρο.
Ήταν ο Φασουλής που το έκανε ή ο αέρας; Άγνωστο.
Μα το παράθυρο έκλεισε με δύναμη και ο μολυβένιος στρατιώτης έπεσε έξω, απ’ το τρίτο πάτωμα κάτω με το κεφάλι. Άσχημο πέσιμο. Το κράνος κι η ξιφολόγχη του σφηνώθηκαν στις πλάκες του πεζοδρομίου και το ένα του πόδι βρέθηκε στον αέρα.

Η υπηρέτρια και το παιδί κατέβηκαν αμέσως κάτω να τον βρουν, όμως πουθενά δεν τον έβλεπαν, αν και κάποια στιγμή, παραλίγο να τον πατήσουν. Αν είχε φωνάξει: «Εδώ είμαι», θα ήταν τώρα καλά, αλλά φορούσε τη στολή του κι ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτό, να φωνάξει βοήθεια.

Τότε άρχισε να βρέχει, κι οι σταγόνες έπεφταν τόσο γρήγορα, ώσπου βράχηκαν όλα. Πέρασαν από εκεί δύο παιδιά, κι ένα απ’ αυτά είπε: «Κοίτα, ένας μολυβένιος στρατιώτης. Έπρεπε να ‘χει μια βάρκα να ταξιδεύει.»
Έτσι τα παιδιά φτιάξαν μια βάρκα από χαρτί, έβαλαν μέσα τον στρατιώτη και την βαρκούλα να πλέει σ’ ένα χαντάκι νερό. Τα παιδιά, πήγαν στο πλάι και χτυπούσαν παλαμάκια χαρούμενα. «Μπράβο! Τέλεια!» Τι κύματα σήκωνε το χαντάκι! Πόσο γρήγορα το ρεύμα κυλούσε! Η βροχή ήταν πολύ δυνατή.

Η χάρτινη βάρκα ανέβηκε, έπεσε, γύρισε γύρω μερικές φορές, τόσο γρήγορα, ο μολυβένιος στρατιώτης τρεμόπαιξε, όμως έμεινε ακλόνητος, δεν έχασε το θάρρος του, κράτησε το κεφάλι μπροστά και το όπλο στον ώμο του. Ξαφνικά, η βάρκα βρέθηκε κάτω από μια γέφυρα, που κατέληγε στον υπόνομο. Και σκοτάδι έγινε ξανά, όπως μες στο κουτί του μολυβένιου στρατιώτη.
Που πηγαίνω, τώρα; σκέφτηκε. «Το μαύρο ξωτικό φταίει, είμαι σίγουρος. Αχ, και να ‘ταν μαζί μου η χορεύτρια , δε θα μ’ ένοιαζε το σκοτάδι καθόλου»

Ξαφνικά, εμφανίστηκε ένας τεράστιος αρουραίος, που ζούσε μέσα στον υπόνομο.
 «Διαβατήριο έχετε;», ρώτησε ο αρουραίος, «Δώστε το μου αμέσως». Αλλά ο μολυβένιος στρατιώτης παρέμεινε σιωπηλός, κρατώντας το όπλο του, πιο σφιχτά από ποτέ. Η βάρκα γλίστρησε, ο αρουραίος την ακολούθησε. Πως τα δόντια του έτριζαν, σαν ξύλα και άχυρα: «Σταματήστε τον, σταματήστε τον, δεν πλήρωσε διόδια, δεν έδειξε διαβατήριο». Μα το ρεύμα γινόταν ολοένα πιο δυνατό, πιο δυνατό. Ο μολυβένιος στρατιώτης με δυσκολία έβλεπε την λάμψη του ήλιου. Μετά άκουσε ένα μουγκρητό απαίσιο τόσο – να φοβίσει και τον γενναιότερο άντρα. 
Στο τέλος του υπονόμου, το τούνελ κατέληγε σ’ ένα μεγάλο κανάλι κι από κει στον γκρεμό, και ήταν για εκείνον όπως για εμάς ένας καταρράκτης.

Να σταματήσει αδύνατον, η βάρκα γκρεμίστηκε κι ο καημένος στρατιώτης μπορούσε τον εαυτό του μόνο να κρατήσει, όσο πιο αλύγιστος μπορούσε, χωρίς να κουνήσει το φρύδι του καν, ή να δείξει πως φοβάται. Η βάρκα στριφογύρισε τρεις ή τέσσερις φορές και πλημμύρισε μέσα παντού με νερό• τίποτα πια δεν την έσωζε, απ’ το να βυθιστεί. Τώρα ο στρατιώτης στέκονταν στο νερό μέχρι το λαιμό, πιο βαθιά ολοένα βούλιαζε η βάρκα, μέχρι που το νερό κάλυψε το κεφάλι του. Έφερε στο νου του, την όμορφη χορεύτρια που δε θα ξανάβλεπε ποτέ και τα λόγια ενός τραγουδιού αντηχούσαν στ’ αυτιά του:
«Αντίο, μαχητή! Πάντα γενναίος, νικητής μέχρι τέλους!»

Ύστερα το χαρτί έγινε κομματάκια, ο στρατιώτης βούλιαξε στο νερό και αμέσως μετά, ένα ψάρι τον κατάπιε μεγάλο. Τι σκοτάδι μέσα εκεί! Πιο σκοτάδι απ’ ότι στο τούνελ, πιο λίγο είχε χώρο εκεί, αλλά ο στρατιώτης συνέχισε ορθός να κρατάει το όπλο επ’ ώμου. Μα το ψάρι κολύμπησε πέρα δώθε, κάνοντας κινήσεις τόσο αρμονικές. Μετά από λίγο, μια λάμψη από φως τον διαπέρασε, η μέρα πλησίαζε, μια φωνή ακούστηκε: «Επιτέλους! Να ‘τος, ο μολυβένιος στρατιώτης». Το ψάρι είχε πιαστεί, πήγε στην αγορά και πουλήθηκε στη μαγείρισσα, που στην κουζίνα το έκοψε στα δύο μ’ ένα μεγάλο μαχαίρι.


Πήρε τον στρατιώτη στο ένα της χέρι και τον πήγε στο δωμάτιο. Ήταν όλοι ανήσυχοι να δουν τον φοβερό στρατιώτη που ταξίδεψε μέσα στο ψάρι, μα εκείνος δεν ήταν καθόλου περήφανος. Στο τραπέζι τον έβαλαν και – τι περίεργα πράγματα συμβαίνουν στον κόσμο! – ήταν πάλι στο ίδιο δωμάτιο, από εκεί που είχε πέσει, ήταν εκεί τα ίδια παιδιά, τα ίδια παιχνίδια, πάνω στο τραπέζι, και η πανέμορφη χορεύτρια μπροστά στην πόρτα του κάστρου. Στο ένα πόδι στεκόταν ακόμη, τεντωμένο το άλλο, έτσι ήταν το ίδιο αλύγιστη όπως εκείνος. Η χορεύτρια τον άγγιξε ίσα-ίσα, να την προσέξει• αυτός πήγε να βάλει τα κλάματα• μα κρατήθηκε. Την κοίταξε μόνο, έτσι μείναν κι οι δυο σιωπηλοί.

Ένα παιδί, ξαφνικά, πήρε τον μολυβένιο στρατιώτη και τον πέταξε μέσα στο φούρνο. Δεν είχε λόγο κανένα να το κάνει, ίσως πάλι να κρυβόταν πίσω απ’ την πράξη αυτή, το μαύρο ξωτικό. Οι φλόγες έζωσαν τον μολυβένιο στρατιώτη, η ζέστη ήταν απαίσια, όμως, αν ήταν απ’ την φωτιά ή απ’ την φωτιά της αγάπης του, δεν μπορούσε να διακρίνει. Γρήγορα, της στολής τα χρώματα χάθηκαν, όμως, ήταν απ’ το ταξίδι ή απ’ τη λύπη του, κανένας δεν ήξερε. Κοίταξε την δεσποινίδα, τον κοίταξε κι εκείνη. Έλιωνε τώρα, όμως ακόμα αλύγιστα κρατούσε το όπλο στον ώμο.

Ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα του δωματίου κι ο αέρας πήρε την χορεύτρια , η χορεύτρια πέταξε, σαν συλφίδα που έχει φτερά, μες στη φωτιά, πλάι στον μολυβένιο στρατιώτη, που είχε αρχίσει να χάνεται.
Όταν το πρωί η υπηρέτρια πήγε ν’ αδειάσει τις στάχτες, βρήκε μέσα εκεί έναν βόλο σε σχήμα μολυβένιας καρδιάς.
Μα απ’ την χορεύτρια δεν έμεινε τίποτα, εκτός απ’ το ρόδο που την στόλιζε, μαύρο κι αυτό και καμένο σαν κάρβουνο.



Hans Christian Andersen (1838)




Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Η αναλυτική κριτική/εισήγηση της Μαργαρίτας Αρβανίτη, ποιήτριας/κριτικού λογοτεχνίας, για την ποιητική μου συλλογή "Ψηφίδες".


8 Δεκεμβρίου 2014

Πρόσφατα ήρθαν στα χέρια μου οι «Ψηφίδες» η ποιητική συλλογή της Βάσως Αποστολοπούλου – Αναστασίου. Δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να πάρουν τον δρόμο της καρδιάς!

Πρόκειται για «Ψηφίδες» ζωής, αξίες και στάσεις ζωής, σκέψεις για γεγονότα που τρέχουν, σκέψεις για γεγονότα που έχουν γίνει παρελθόν και επανέρχονται μέσα από μνήμες άλλοτε τρυφερές νοσταλγικές που στηρίξουν το παρόν μας και άλλοτε γεμάτες πόνο και αδιέξοδα που βασανίζουν τη ψυχή μας. Η ζωή όμως προχωράει μέσα από τις αντινομίες της και δεν θα μπορούσαν παρά οι "Ψηφίδες" να μιλάνε και για τις χαρές της ζωής, την αγάπη, τις εκπληρωμένες επιθυμίες,τις όμορφες εικόνες της φύσης και τις ευεργεσίας που δίνει η επαφή μαζί της.
 Όλες όμως οι ψηφίδες έχουν κοινό χαρακτηριστικό. Αφήνουν τα ανεξίτηλα σημάδια τους μέσα στη ψυχή μας και πυροδοτούν ανάλογα συναισθήματα. Μας ακολουθούν στο κάθε μας βήμα διαμορφώνουν ανάλογα την καθημερινότητα μας και την προοπτική της ζωής μας.Το κάθε ποίημα είναι ξεχωριστό και αυτοτελές. Όλα μαζί στο σύνολό τους καταγράφουν με λόγο διαυγή άμεσα επικοινωνιακό και γεμάτο λυρισμό την πορεία του ανθρώπου που αγωνίζεται να βρει την ευτυχία και τη θέση του στον κόσμο . Πορεία κατά βάση μοναχική, καταγραμμένη με διάθεση ποιητική που την χαρακτηρίζει η εναγώνια και διαρκής προσπάθεια του ανθρώπου να ζει στα μέτρα της καρδιάς! Πάντα όμως η προσπάθεια δεν καρποφορεί όταν η «μοίρα» πριμοδοτεί τα ανεκπλήρωτα και την γεμίζουν θλίψη!
Η Βάσω Αποστολοπούλου – Αναστασίου με τα ποιήματά της μας συν-αρπάζει! Μας παίρνει μαζί της σε ένα οδοιπορικό ζωής που με το κάθε της ποίημα κάνουμε «στάσεις» στα μικρά και τα μεγάλα που μας απασχολούν.Οι χαρές και οι λύπες τα εύκολα και τα δύσκολα που συναντάμε πυροδοτούν πλήθος συναισθημάτων που σκοτεινιάζουν ή φωτίζουν τη ζωή μας!
Η ποιήτρια βρίσκεται κοντά μας σε όλη αυτή την διαδρομή. Σέβεται με τα ποιήματα της, την ποίηση και τον προορισμό της που την θέλει να είναι κατ αρχήν επικοινωνιακή. Η Βάσω Αποστολοπούλου δεν παιδεύει τον αναγνώστη με την απορία «τι θέλει να πει ο ποιητής». Άμεσα κατανοητή με λόγο διαυγή, με σύντομες προτάσεις που τις αποτελούν ακόμα και ένα μοναχικό ρήμα, ένα ουσιαστικό η ένα επίθετο - το «λακωνίζειν» της έκφρασης την χαρακτηρίζει - με σαφήνεια νοημάτων που έχουν αρχή και τέλος, μας κάνει κοινωνούς στο « ξέσπασμα» των συναισθημάτων των ηρώων της που αναδύονται γλαφυρά μέσα από σκληρά αλλά και ευτυχισμένα σκηνικά ζωής.Πάντα όμως μέσα από ζωτικές αλήθειες της ζωής!
Δυνατή η εκφραστική εικονοπλαστική της δύναμη! Εμείς συνακολουθούμε με αντίστοιχη συναισθηματική φόρτιση! Η φωνή της ποιήτρια μέσα από την φωνή των ηρώων της γίνεται και δική μας φωνή! Αυτό θα πει ποίηση! Ποίηση, που έρχονται να την ενισχύσουν αισθητικά οι λεκτικές της επιλογές μέσα από παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις, με κοσμητικά επίθετα ή ρήματα που μπορούν να εκμαιεύσουν την ακριβή απόδοση της σκέψης. Στο σύνολό τους φτιάχνουν ένα γλωσσικό «ένδυμα" που καλύπτει με ποιητική ευαισθησία τις ανάγκες απόδοσης των νοημάτων της. Ο αρμονικός συγκερασμός περιεχομένου, δομή στήριξης και ποιητική αισθητικής παράλληλα με τα δυνατά συναισθήματα που πυροδοτεί οδηγούν στην πληρότητα της ποιητικής συλλογής «Ψηφίδες»!
Δεν μπορώ παρά να εστιάσω και σε ένα σημείο πολύ σημαντικό για μένα την ανάγκη του οποίου καλύπτει η ποιήτρια. Η ποιήτρια ανοίγει χώρο, δίνει την δυνατότητα στον αναγνώστη της προσωπικής τοποθέτησης. Την διαφορετικότητας της άποψης στα λεγόμενά της. Η ποιήτρια συχνά στα ποιήματά της βάζει ερωτηματικά όχι μόνο ως προς τα θέματα που πραγματεύεται αλλά κυριολεκτικά σαν σημεία στίξεως. «Την ψυχή σου, Ψυχή, που θα κρύψεις;» «Σε γητεύει το ρεύμα Και ρωτιέσαι που πάει;» «Γιατί;» Δίνει την δυνατότητα στον αναγνώστη να τοποθετηθεί στα ερωτηματικά της.
Σέβεται την προσωπική άποψη που είναι ανάλογη της πληροφόρησης και των εμπειριών που υπάρχουν. Αν και αυτονόητη η αποδοχή της διαφορετικότητας στην πράξη εύκολη δεν είναι. Αν κοιτάξουμε γύρω μας θα δούμε πόσο εύκολα χάνουμε ακόμα και φίλους όταν δεν έχουμε την ίδια άποψη με αυτούς! Μπροστά στα ερωτηματικά που βάζει δίνεται στον αναγνώστη η δυνατότητα να δει που κατέληξε η ζωή των ηρώων, να σκεφτεί τι θα έκανε και τι θα ήθελε ο ίδιος! Αν δεν το έχει σκεφτεί τον βάζει να σκεφτεί. Τον παθητικό αναγνώστη τον κάνει ενεργό συνοδοιπόρο σε ζωτικά θέματα ζωής! Να προβληματιστεί , να κρίνει, να συμπορευτεί ή και να αποστασιοποιηθεί. Αυτό επιθυμεί και η ποίηση.
Η αξία και η σημασία των ποιημάτων βρίσκεται στο αναμφισβήτητο ενδιαφέρον που δείχνει ο αναγνώστης από τη στιγμή που τα διαβάζει και μένει σε αυτά. Δεν τα προσπερνάει αλλά ασχολείται μαζί τους γιατί βρίσκει μέσα τους θέματα που τον αφορούν και απασχολούν τον ίδιο. Όπως συνέβη και σε εμένα που κέρδισαν το ενδιαφέρον μου και ασχολήθηκα μαζί τους. Στη συνέχεια θέλησαν να μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί σας. 
Την Βάσω Αποστολοπούλου την είχα ήδη εκτιμήσει σαν συγγραφέα μέσα από «Το βάλς μιας Ζωής» καθώς και μέσα από τα ποικίλλα και αξιόλογα κείμενά της. Τώρα είχα την χαρά να την εκτιμήσω και σαν ποιήτρια!
Καλή Επιτυχία Βάσω σε ότι κάνεις! Η χαρά της αποδοχής να ακολουθεί την κάθε σου συγγραφική δραστηριότητα! Καλοτάξιδα να είναι τα βιβλία σου στις καρδιές μας και να σου φέρουν πολλές χαρές!
Ακολουθεί η επιγραμματική παρουσίαση σε τίτλους και νοήματα των ποιημάτων για όσους φίλους επιθυμούν να έχουν μία σφαιρική εικόνα της ποιητικής συλλογής "Ψηφίδες"
Την πρώτη θέση στις «Ψηφίδες» έχει το ποίημα « Σε θυμάμαι» . Αναφορά της ποιήτριας στον πατέρα της. Πρώτη θέση στη ζωή και στην καρδιά , πρώτη και στα ποιήματά της. Θύμησες νοσταλγικές , γεμάτες αγάπη αναγνώριση και σεβασμό . «Δάσκαλός μου / στη ζωή, στο παιχνίδι, στη γνώση/χορηγός του «ευ ζην» και του «ζην» συνεχώς . Με το ποίημα της «Απώλεια» «μαρκάρει» τη δύσκολη γεμάτη θλίψη και πόνο στιγμή που αποχωρισμού για το στερνό ταξίδι, την αδυναμία αποφυγής του αναπόφευκτου και την χαραμάδα παρηγοριάς που αφήνουν τα λόγια της «Θα είμαι κοντά σου μη κλαίς!»
Από τις πιο σημαντικές ψηφίδες ζωής της ποιήτριας αλλά και του καθένα μας, η αναφορά στη μάνα ! «Εις μνήμην» είναι το ποίημα για την μητέρα της με αναμνήσεις γεμάτες λεπτομέρειες. Τίποτα δεν έχει ξεχαστεί από την ιερή μορφή της «Μα πάνω απ όλα θυμάμαι το χαμόγελό σου/Και τα λακκάκια στην άκρη των χειλιών σου». Ένα χαμόγελο γεμάτο φως που γλυκαίνει και στηρίζει την κάθε μέρα! Κλείνει με την υπέροχη λέξη «Μάνα μου…..» απόηχος γλυκιάς νοσταλγίας.
Πρόκειται για ψηφίδες μνήμης - απώλειας για τον πατέρα την μητέρα που μπορεί να φεύγουν από αυτή την ζωή , να μας λείπει η φυσική τους παρουσία αλλά τους έχουμε για πάντα κοντά μας , στην ψυχή και στην καρδιά μας . Μας ζεσταίνουν με τη θύμηση τους τα όσα ζήσαμε μαζί τους και «παρέα» συνεχίζουμε να βαδίζουμε στα όσα μας έδωσαν σε αγάπη και γνώσεις.
«Αιμάτινο το δάκρυ…» γίνεται στα μάτια της ψυχής όταν «αλλιώς σου τα μιλήσανε κι άλλα φανερωθήκαν»
Οι «Φωνές» μέσα μας φωνάζουν «Αποδέξου το…» , «χάθηκε…» για τα όνειρα που ξεθωριάζουν και σε οδηγούν να «βλέπεις την άβυσσο φιλικά να σου γνέφει- και σβήνεις» σαν κατάληξη της ζωής. Όταν μεγαλώνει το κενό ανάμεσα στο Όνειρο και τα ανεκπλήρωτα της εχθρικής πραγματικότητας σαν προειδοποίηση αποφυγής και ανάγκη επαναπροσδιορισμού των τοποθετήσεων ζωής ακούγονται οι στίχοι!
«Κουράστηκα να ζω» - Πόση πίκρα και απογοήτευση όταν σαν τελευταία φράση ζωής ακούγεται ο τίτλος του ποιήματος. Η μοναξιά , ή παντελής έλλειψη της ανθρώπινης παρουσία , το δυσβάσταχτο κενό , το ταίρι σου κυρίως όταν έχει «φύγει» εδώ και καιρό , οδηγούν στο κλείσιμο ενός προορισμού ζωής γεμάτη θλίψη .
« Χρυσοκόκκινα φύλλα» Η ζωή όμως προχωράει μέσα από τις αντινομίες της. Υπάρχει και ο εκπληρωμένος ,σε προορισμούς, κύκλος της ζωής που οδηγεί σε ήρεμο, « φιλοσοφημένο» , συμφιλιωμένο με την πραγματικότητα τέλος το οποίο σηματοδοτεί από τη φύση του μια καινούργια αρχή.
«Στους αφρούς των κυμάτων»- Αδιέξοδες αναζητήσεις , σχέσεις που παραμένουν οριακά ανεκπλήρωτες μέχρι τέλους που οδηγούν σε θλίψη , απογοήτευση και άρνηση της ζωής.
«Των ματιών σου το φως». - Τα λάθη, τα λόγια που δεν μαζεύονται έτσι και ειπωθούν, η «συγνώμη» που δεν έρχεται οδηγούν σε ανεκπλήρωτους έρωτες .

«Είναι κάτι νυχτιές» - τις νύχτες συνήθως έρχονται οι σκέψεις για όλα τα δύσκολα-– που οδηγούν την καρδιά το μυαλό « σ΄ένα λόγο πικρό, σ΄ένα βλέμμα σκληρό, σε μια άσκεφτη άστοχη λέξη», σε αδιέξοδες καταστάσεις και ερωτηματικά που μένουν βασανιστικά μετέωρα χωρίς απαντήσεις.

«Αγρύπνια - Σκοτάδι , θλίψη , μοναξιά , εγκατάλειψη , ανέλπιδες σκέψεις για τον λυτρωμό που δεν έρχεται με το ξημέρωμα της καινούριας ημέρας. Το τέλος μία σχέσης που πονάει. Σηματοδοτεί όμως μια νέα αρχή.

«Από κερί και κεχριμπάρι»- Νυχτερινό και εδώ το σκηνικό . Βασανιστικές ώρες αγρύπνιας απολογισμού μιας αγάπης που ξεκίνησε σαν όνειρο και κατέληξε να χαθεί «στους δρόμους του απείρου». Από τα πιο ωραία ποιήματα της συλλογή που έχει μελοποιηθεί παράλληλα.

«Ο ήχος της φωνής σου» Έλλειψη, στέρηση και νοσταλγία για εικόνες ζωής αποτυπωμένες σε φωτογραφίες , καταγραμμένες στη μνήμη, εικόνες που και έρχονται και ζωντανεύουν συνειρμικά μέσα από τα απλά της καθημερινότητας που μας περιβάλλει.

«Μια λέξη, ένα χάδι , μια ματιά» Πόσο τρυφερά αναγκαία, βάλσαμο ψυχής όταν υπάρχουν και τι πόνος όταν λείπουν και δεν μπορείς να ερμηνεύσεις το γιατί!

«Γιατί;»- ερωτηματικό μετέωρο χωρίς λογικές απαντήσεις και βασανίζει για όσα ωραία προέκυψαν αλλά δεν αξιώθηκαν να έχουν συνέχεια. Τα αναπάντητα ερωτηματικά για τα ανεκπλήρωτα και αδιέξοδά της ζωής ματώνουν ψυχές και σώματα

«Αυτό που σε πονά»- Έντονα τα συναισθήματα θλίψης και οργής γι α συμπεριφορές που δυσκολεύουν την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων μέσα στη κοινωνία με πιο σκληρή από όλες την αδιαφορία που δεν αντέχεται δεν δικαιολογείται

«Ο γέρο-βασιλιάς» Το παληό δίνει την θέση του στο καινούριο μαζί και τις αποκτημένες εμπειρίες – γνώσεις που προτρέπουν σε αξίες ζωής και συμπεριφορές αποφυγής όπως η αλαζονεία . Η συγνώμη είναι το πρώτο βήμα αναγνώρισης των λαθών και διάθεσης επαναπροσδιορισμού των αξιών της ζωής.

«Το ποτάμι» Προτροπή να ζεις μέσα στο ρεύμα της ζωής για ζωή με ουσία παρά τις δυσκολίες και όχι σαν απλός παρατηρητή να την βλέπεις να περνάει από δίπλα σου.
«Τριαντάφυλλο γλυκό» Η ζωή δικαιώνει και δικαιώνεται μέσα από την « γλύκα» του έρωτα! Από πιο ωραία της ζωής, η αγάπη που η ποιήτρια επιστρατεύει όλες τις ομορφιές της φύσης προκειμένου να την περιγράψει.

Η ζωή πέρα από τα δύσκολα είναι γεμάτη χαρά και όμορφες εικόνες -«Το πλεούμενο»

Η επαφή με τη φύση, τη θάλασσα χαρίζουν στιγμές απόλαυσης και μοναδικής ευεξίας - «Θαλασσολαγνεία».

Προσφέρουν τη χαρά του φευγαλέου ονείρου- «Μικρό μου όνειρο»

Σε ταξιδεύουν στην ομορφιά του άπιαστου ονείρου που δεν αιχμαλωτίζεται - «Σελάνα»

Μαργαρίτα Αρβανίτη







Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014




ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Την Κυριακή 30 Νοέμβρη μεταδόθηκε
από το «ΡΑΔΙΟ ΚΙΒΩΤΟΣ 99.2 FM
η συνέντευξή μου στην κοινωνική λειτουργό
και ραδιοφωνική παραγωγό Σωτηρία Κυρμανίδου
στα πλαίσια της εκπομπής της
 "Φυλλομετρώντας κι αναπολώντας".
Σε μια πολύ όμορφη και φιλική συζήτηση
 είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε
για την ποιητικη μου συλλογή «Ψηφίδες»,
 για το νέο μου βιβλίο «Πάροδος Μουσών 9»
και για πολλά άλλα ενδιαφέροντα θέματα
σε σχέση με την ποίηση και τη λογοτεχνία.
Την ευχαριστώ θερμά για το βήμα που μου πρόσφερε!