Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

«Πάροδος Μουσών Εννιά»

Η κριτική/σχολιασμός του βιβλίου μου «Πάροδος Μουσών Εννιά» από την εκλεκτή  μου φίλη Νίκη Σύρπα, την οποία  ευχαριστώ από καρδιάς για τα τόσο ζεστά κι επαινετικά της λόγια!

Να διευκρινίσω εδώ ότι οι ιστορίες των τριών αδελφών/ηρωίδων  είναι  πραγματικές. Η Κλειώ είναι η αληθινή ιστορία της ζωής της μητέρας του άντρα μου (γι αυτό και το βιβλίο είναι αφιερωμένο «στη Μαρία, τη δεύτερη μάνα μου») ενώ η Θάλεια και η Μέλπω ήταν πράγματι αδελφές, υπαρκτά πρόσωπα στον ευρύτερο συγγενικό μου κύκλο, και οι ιστορίες τους πέρα για πέρα αληθινές (δυο γάμοι, Αμερικές, δολοφονίες  κλπ). Εγώ απλά τις «αδέλφωσα» όλες, δημιούργησα και την μάνα Ουρανία και τις έβαλα να ζουν στη Βέροια, στην αυλή που μεγάλωσα.

Από την Νίκη Σύρπα:

«Βάσω μου χθες τελείωσα το βιβλίο σου "Πάροδος Μουσών 9". Με καθήλωσε εξίσου όπως και το "Βάλς μιας ζωής". Όλοι οι ήρωες του τραγικοί που απίστευτες συμπτώσεις της ζωής τους ήθελαν να είναι μαζί!

Το αντάριασμα της ψυχής της  Ουρανίας, αυτό το πάλεμα για το σωστό και το δίκιο για το καλό των παιδιών της, με συγκίνησε βαθειά - ειδικά όταν κατέληξε στην τραγική απόφαση να δώσει στη αδελφή της το δικό της παιδί για να ζήσει μία καλύτερη ζωή. Και πόση σύμπνοια και μεγάλη αγάπη μεταξύ των αδελφών! Παρέμεινε αλώβητο το συναίσθημα ακόμα κι όταν έφυγε μακριά η μία από την άλλη. Η αγάπη η αδελφική νίκησε την απόσταση. Υποδειγματική!

Τελικά φαίνεται, διαβάζοντάς σε κανείς, πόσο πράγματι πολύ αγάπησες αυτή την πόλη. Αν κι έφυγες μικρή, έμειναν τα πάντα ανεξίτηλα στην μνήμη σου, σαν να μη πέρασε ούτε μία μέρα. Σαν να μην έφυγες ποτέ και συνέχιζες να παίζεις αμέριμνα στην αυλή της Παρόδου Μουσών 9. Θυμάσαι τα πάντα - δρόμους, τοπωνύμια, συνοικισμούς, όλα.Τελικά, πάντα ζει μέσα μας ό,τι αγαπήσαμε!

Υπέροχο βιβλίο με μια γλώσσα που εγώ θαυμάζω,γιατί μου γλυκαίνει την καρδιά - μου βγάζει τρυφερά και γλυκά συναισθήματα, ανθρώπινα. 

Συγχαρητήρια, Βάσω μου, για ένα ακόμα συναρπαστικό ταξίδι που έκανα μέσα από τους ήρωες των παιδικών σου χρόνων, που με τόσο όμορφο τρόπο μας τους γνώρισες!»




Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

Ιστορίες στο... φτερό - το λάδι

Πρώτη χρονιά του γιου μου στο εξωτερικό κι η κλασσική Ελληνίδα μανούλα (που δεν είμαι, δηλαδή, αλλά κάπως μου βγήκε τότε) αποφάσισε να πάει στο ξενάκι της ένα πεντόλιτρο λάδι μιας και το ελαιόλαδο το πουλούν εκεί σε συσκευασία... αρώματος (και σε παραπλήσια τιμή!). Κάτι να βάζει στη σαλάτα, κάτι λαδερό να του μαγειρέψω, απαραίτητο το λαδάκι και σε γενναιόδωρες δόσεις, κατά πώς το συνηθίζουμε στο σπίτι.

Αγόρασα λοιπόν τον τενεκέ, τον συσκεύασα ωραία ωραία με το ειδικό νάυλον, εκείνο με τα φουσκάκια, το έβαλα σε μια κούτα μαζί με άλλα αγνά προϊόντα της ελληνικής γης και παραγωγής και κατέφθασα στον «Βενιζέλο» ευάερη κι ευήλια με την κούτα και τα λοιπά μπαγκάζια. Στο γκισέ, που με ρώτησαν αν έχω κάτι να αναφέρω, δήλωσα απλά και φυσιολογικά το λάδι - για να εισπράξω την κάθετη και κατηγορηματική άρνηση της υπαλλήλου «δεν επιτρέπεται να μεταφέρετε λάδι, κυρία μου, είναι επικίνδυνο».

Επικίνδυνο; Το ελαιόλαδο; Το εντός του μεταλλικού εσφραγισμένου δοχείου και της επιμελημένης (των φουσκακίων) συσκευασίας; Σαν τι θα μπορούσε να κάνει ή να πάθει το λαδάκι που το χαρακτήριζαν και επικίνδυνο; Όχι ότι είχα καμία αυταπάτη πως θα την έπειθα περί του αντιθέτου αλλά ήθελα, βρε αδελφέ, να μου λύσει την απορία, να εμπλουτίσω τις γνώσεις μου.

«Υπάρχει φόβος να εκραγεί!» μου ανακοίνωσε περισπούδαστα και με αποστόμωσε. Τέλος οι αντιρρήσεις, πήγα παράμερα, άνοιξα την (με χιλιάδες μέτρα ταινίας σφραγισμένη) κούτα, έβγαλα τον τενεκέ, την έκλεισα όσο καλύτερα μπορούσα και επέστρεψα. «Τι να το κάνω αυτό;» τη ρώτησα περίλυπη «αφήστε το στην άκρη και θα περάσει η υπηρεσία αχρήστευσης», μου απάντησε. Αχρήστευση; Κρίμα το λαδάκι - και της το είπα. Της πρότεινα μάλιστα να της το χαρίσω μα αρνήθηκε ευγενικά αλλά κατηγορηματικά. Το βούτηξα κι εγώ, βγήκα έξω από το κτίριο, πήγα σε ένα καφέ που υπάρχει εκεί και το έδωσα στον υπάλληλο, που με ευχαρίστησε θερμά για το αναπάντεχο δώρο.

Εννοείται πως αγόρασα λάδι από το duty free - δύο συσκευασίες των δύο λίτρων σε τενεκέδες  παρόμοιους με τον δικό μου. Και ερωτώ εγώ εσάς - αυτοί δεν είχαν κίνδυνο να... εκραγούν; Και τους κουβάλαγα σαν χαμάλης όλη τη διαδρομή μέχρι την πύλη και ζορίστηκα να τους βάλω στο ντουλάπι πάνω από τη θέση μου (καλά που δεν έπεσαν να ανοίξουν κανά κεφάλι) και τους ξαναζαλώθηκα μέχρι να παραλάβω τη βαλίτσα και να τα φορτώσω όλα στο καρότσι.


Τι τους πείραζε να στείλω φορτωτική το δικό μου το λαδάκι;;;



Ιστοριες στο... φτερό - το χειροκρότημα

Δεν ξέρω για σας αλλά εμένα η απογείωση και η προσγείωση μου ανεβάζουν την αδρεναλίνη - με την καλή έννοια. Εννοώ πως τις απολαμβάνω, δεν φοβάμαι. Όχι γιατί έχω το κοκκαλάκιτης νυχτερίδας ή το λαγοπόδαρο και με προστατεύουν από κάθε κακό, αλίμονο. Κανείς όμως δεν ξέρει πότε είναι γραμμένη η στερνή του ώρα κι έτσι το έχω φιλοσοφήσει - αν είναι η δικιά μου νάρθει «αεροπλανικώς», τουλάχιστον θα πάω μια κι έξω, χωρίς αρρώστιες και βάσανα και χωρίς να το πολυκαταλάβω, υπόθεση δευτερολέπτων.  Άσε που μπορεί και να τη γλιτώσω και να έχω μετά να περιγράφω τρελές εμπειρίες, να με βγάλουν στο «Mayday» και να γίνω μια διασημότης! Βέβαια υπάρχει και ο αντίλογος, ότι μπορεί να έχει έρθει η ώρα του πιλότου, οπότε χαιρετίσματα! Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Θα μου πείτε - τι μακάβρια είναι αυτά που σ’ έπιασαν τώρα και γιατί.

Είναι που στο τελευταίο μου ταξίδι είχαμε κάποιες αναταράξεις προς το τέλος και ο κυβερνήτης το προσγείωσε κομμάτι άγαρμπα, με παλαντζάρισμα,  απότομο «πάτημα» στον διάδρομο και δυνατό φρένο,  οπότε και τρανταχτήκαμε και κουτουλήσανε στο μπροστινό κάθισμα οι πιο απρόσεχτοι. Κάποιο χλώμιασαν, άλλοι γαντζώθηκαν στα μπράτσα της θέσης τους κι άλλοι έκλεισαν τα μάτια και κάτι μουρμούριζαν χαμηλόφωνα. Κι όταν επιτέλους ακινητοποιήθηκε το αεροπλάνο, άρχισαν όλοι τα χειροκροτήματα ανακουφισμένοι για το αίσιο τέλος της «περιπέτειας».

Μαζί κι εγώ. Όχι γιατί είχα τρομάξει, τα είπαμε αυτά,  αλλά σε ανάμνηση των πρώτων ταξιδιών που έκανα, στη δεκαετία του ’70, όταν ταξιδεύαμε σπάνια, η πτήση ήταν μια  συναρπαστική υπόθεση και ξεσπούσε όλο το επιβατικό κοινό σε χειροκροτήματα μόλις προσγειωνόμασταν. Άλλοι από ανακούφιση, άλλοι (όπως εγώ) σαν ενα είδος «ευχαριστώ» για το ταξίδι που απόλαυσα κι άλλοι (κάτι νεούδια κατά κύριο λόγο) για χαβαλέ. Σε κάθε περίπτωση και για όποιον λόγο, το σκάφος αντιβούιζε από τα παλαμάκια και αισθανόμασταν όλοι σαν να συμμετείχαμε σε μια μικρή συνωμοσία, σαν κάτι να μας ένωνε, σαν και να ήμασταν μαθητές που επιστρέφαμε από την πενταήμερη του Γυμνασίου (ναι, ναι,  εγώ εξατάξιο Γυμνάσιο τελείωσα κι όχι τριτάξιο Λύκειο, είμαι ΤΟΣΟ παλιά! )

Χειροκρότημα λοιπόν. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν είναι κι άσχημο ανεξάρτητα από το πόσο ομαλή ή περιπετειώδης ήταν η πτήση. Ήταν μια ευχάριστη νότα που έκλεινε πανηγυρικά μια συνύπαρξη άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων διάρκειας δυο, τριών ή περισσοτέρων ωρών όπου μοιράστηκαν κοινές εμπειρίες και εντυπώσεις.


Αλήθεια, φίλοι μου - εσείς χειροκροτάτε όταν προσγειώνεστε;


Ιστορίες στο... φτερό - η βαλίτσα

Τα τελευταία κάποια χρόνια ταξιδεύω κατά κανόνα με χειραποσκευή μόνο. Ξέρετε - εκείνο το συγκεκριμένου μεγέθους και όγκου βαλιτσάκι που χωράει στο ειδικών διαστάσεων πλαίσιο των αεροπορικών εταιρειών και που το παίρνεις μαζί σου στην καμπίνα αντί να το στείλεις φορτωτική (έχω τους λόγους μου που κάνω αναλυτική περιγραφή, θα δείτε παρακάτω).

Μια επιλογή που έχει τα συν της και τα πλην της, με βασικό «συν» το  χαμηλότερου κόστους εισιτήριο αλλά και άλλα τινά, όπως το να μην περιμένεις τις αποσκευές σου στον ιμάντα (εκνευριστικές καθυστερήσεις ενίοτε) και να μάθεις (λόγω περιορισμένου χώρου) να βάζεις μέσα στη βαλίτσα τα όντως απαραίτητα κι όχι τη μισή σου γκαρνταρόμπα (την οποία, σημειωτέον, επέστρεφες σπίτι άθικτη σε πολύ μεγάλο ποσοστό).

Στα «πλην» θα κατατάξω το χοντρό μπουφάν που δεν χωράει μέσα και που το φοράς αναγκαστικά από δω κι ας έχει 30 βαθμούς στην Αθήνα (εκεί που πας έχει μέγιστη 8) και τα καλλυντικά που ΔΕΝ μπορείς να πάρεις μαζί σου αν ξεπερνούν τα 100 ml - ακόμη θυμάμαι την απελπισία μου την πρώτη φορά που μου έλαχε   (δεν ήξερες, δε ρώταγες;) και μου πέταξε ο ανάλγητος υπάλληλος στο καλάθι των αχρήστων τον αφρό για τα μαλλιά, κάνοντας με να τρέχω να αγοράσω καινούργιο μόλις πάτησα το πόδι μου στην πόλη προορισμού (γιατί, ως γνωστόν, πώς να επιβιώσεις ΧΩΡΙΣ αφρό για τα μαλλιά;;;)

Είμαι λοιπόν στον «Βενιζέλο» και περιμένω να ανοίξει η πύλη για επιβίβαση με το συνηθισμένο μου βαλιτσάκι ανά χείρας. Ταξιδεύω με ξένη αεροπορική εταιρεία (ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε) η οποία, για κακή μου τύχη, έχει προδιαγραφές για λίγο μικρότερες διαστάσεις χειραποσκευής - τόσο λίγο, που δεν ανησυχώ. Μέγα σφάλμα! Διότι ξαφνικά μας προκύπτει μια αγριωπή υπάλληλος που αρχίζει να ελέγχει με αυστηρό βλέμμα όλες τις βαλίτσες, οι περισσότερες των οποίων μοιάζουν με τη δική μου σε μέγεθος - μη σας πω και κάποιες σαφώς μεγαλύτερες. Κάτι λέει στον έναν, που την αγνοεί, κάτι στον άλλον, που διαπληκτίζεται μαζί της, κάτι στον τρίτο, που μόνο στα χέρια δεν πιάστηκαν, και φτάνει σε μένα.

«Η αποσκευή σας είναι μεγαλύτερη από το επιτρεπτό», μου λέει στυφά «και θα πρέπει να τη στείλετε φορτωτική»
«Μα... συνέχεια μ’ αυτήν ταξιδεύω», της λέω διαλακτικά και ευγενικά, «πού είναι το πρόβλημα;»
«Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλες εταιρείες», μου γουρλώνει τα μάτια (τώρα σκιάχτηκα!)  «αλλά εμείς έχουμε άλλες προδιαγραφές».
«Πολύ καλά», απαντώ γλυκά. «Θα την στείλω φορτωτική εφ’ όσον γίνει το ίδιο και με όλες τις άλλες βαλίτσες του ιδίου ή μεγαλύτερου μεγέθους που βλέπω γύρω μου. Πάρτε τες  όλες και τελευταία θα πάρετε και τη δική μου».

Κάτι πήγε να πει, γύρισε και είδε όλους τους «ομοιοπαθείς» μου να την κοιτάζουν αγριωπά, το μετάνιωσε, πήρε μόνο δυο τρεις που όντως ήταν γκουμούτσες (πού πας, ρε Καραμήτρο, με το μπαούλο;;;) και αποχώρησε ξεφυσώντας.


Κι εμείς συνεχίσαμε την επιβίβαση με μια μικρή λάμψη θριάμβου στο μάτι!



Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Σ’ ευχαριστώ, ΖΩΗ, για τα χρόνια που μου χάρισες.

Δεν ήταν πάντα εύκολα, δεν ήταν πάντα ρόδινα. Ωστόσο ήταν γεμάτα εμπειρίες σημαντικές, αγώνες όμορφους, προσπάθειες δημιουργικές, συγκινήσεις έντονες, απολαβές μοναδικές, ανθρώπους πολυαγαπημένους, σχέσεις ανεκτίμητες.


Και για όλα αυτά τα δώρα σου τα πολύτιμα, για όλες τις ευτυχισμένες στιγμές, τις πολύ περισσότερες από τις δύσκολες, σ’ ευγνωμονώ - κι αν σε ξεκινούσα από την αρχή  σε κάποιο άλλο σύμπαν, με μικρές παραλλαγές πάλι η ίδια θα ήθελα να ήσουν!


Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Άγνωστέ μου οδηγέ της παραλιακής...

Ξέρω... το μωρό γατάκι, ούτε τριών μηνών, που πετάχτηκε από το πάρκινγκ μπροστά στις ρόδες σου κυνηγώντας μια σκουπιδοσακούλα, ήταν αδύνατον να το αποφύγεις... και το χτύπησες... κι εγώ τα είδα όλα αυτά από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου μου, τρελαμένη κι ανήμπορη να κάνω ο,τιδήποτε...

Ωστόσο μπορούσες να σταματήσεις λίγο πιο κάτω, να βγεις από το αμάξι σου και να τρέξεις να δεις αν ζει... αν υποφέρει... αν μπορείς να κάνεις κάτι γι αυτό το δύστυχο πλάσμα...
Κι αν ήταν ήδη πολύ αργά για κείνο, να το μαζέψεις και να το βάλεις στην άκρη του δρόμου... σαν ύστατη πράξη σεβασμού στη ζωούλα που έστω άθελά σου αφαίρεσες... να μη γίνει χαλκομανία στην άσφαλτο, να μην είναι μια ακόμη ντροπή για τον "πολιτισμό" μας...


Όμως όχι... συνέχισες την πορεία σου αδιαφορώντας για τον πόνο και τον θάνατο που προκάλεσες...
Γι αυτή σου την αδιαφορία σε κατηγορώ... για την απονιά... για το "δε βαριέσαι, ένα παλιόγατο ήταν" που πιθανότατα σκέφτηκες... κι έφυγες... κι αυτό είναι το έγκλημά σου...


(Πάρκαρα πιο κάτω, έτρεξα πίσω, το μάζεψα... ήταν ήδη νεκρό, με τα μπλε ματάκια του να κοιτάζουν, γυάλινα κι άψυχα, τον αδιάφορο ουρανό... Το απόθεσα στην άκρη, στους θάμνους πίσω από τις μπάρες, και χάιδεψα θλιμμένη το ακόμη ζεστό κορμάκι του...

Τουλάχιστον δεν υπέφερε το έρμο... RIP, γατονάκι μου...)


Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Στα παιδιά με τα τρύπια παπούτσια

Ήταν ξυπόλυτα ή φορούσαν τρύπια παπούτσια - κι όχι σινιέ αθλητικά...
Κάθονταν τέσσερα τέσσερα σε μικρές αίθουσες και σαρακοφαγωμένα θρανία ή στο ύπαιθρο, σε ένα χωράφι - κι όχι σε πολυτελή ατομικά γραφεία και σε τμήματα των εικοσιδύο μαθητών...
Είχαν τα βιβλία και το φαγωμένο μολυβάκι στο χέρι ή σε πάνινες τσάντες που είχε ράψει η μάνα - κι όχι σε σακίδια πλάτης μάρκας Τάδε...


Αλλά ήθελαν να μάθουν γράμματα. Το ήθελαν πολύ!

Κι έμαθαν. Γραφή κι ανάγνωση, ιστορία κι αριθμητική. Και κάποια από αυτά πήγαν παραπέρα. Σπούδασαν, έγιναν επιστήμονες, πρόκοψαν. Έχτισαν ένα καλύτερο αύριο για τον εαυτό τους, για τα παιδιά τους, για τον τόπο τους, για όλους εμάς σήμερα.

Σ' αυτά τα παιδιά με τα μπαλωμένα ρούχα που ρουφούσαν άπληστα κάθε λέξη του δάσκαλου, σ' αυτά τα παιδιά με τα τρύπια παπούτσια και τη δίψα για μάθηση και για ζωή, σ΄αυτά τα παιδιά υποκλίνομαι σήμερα - με την ευχή να σταθούν παράδειγμα για τα τωρινά, τα δικά μας, που αρχίζουν σήμερα το σχολείο σε ιδανικές (συγκριτικά) συνθήκες.

Καλή σχολική χρονιά, παιδιά μου, και μακάρι να το θελήσετε κι εσείς πολύ - να μάθετε, να αγωνιστείτε, να πάτε παραπέρα!






Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

Σαν σήμερα

Την ξύπνησε το φως του ήλιου που έμπαινε από τις γρίλιες.  Ανακάθισε, τεντώθηκε. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα κι η μέρα όρμησε λιόλουστη και χαμογελαστή στο δωμάτιο. Της ανταπέδωσε το καλημέρισμα και ξύπνησε με ένα πεταχτό φιλί τον καλό της.

Ήπιαν καφέ στη βεράντα συζητώντας για το αυριανό τους ταξίδι. Οι βαλίτσες, έτοιμες στο γραφείο, τους έκλειναν το μάτι όλο υποσχέσεις. Κι οι δυο λάτρευαν τα ταξίδια, τούτο όμως θα ήταν διαφορετικό από τα άλλα, μοναδικό.

Κατέβηκαν μαζί στο δρόμο. Την πήγε μέχρι την πόρτα του αυτοκινήτου της πριν πάει στο δικό του.
«Θα σε δω το βράδυ, στην εκκλησία», του είπε.
«Οχτώμισυ δεν είπαμε;» την πείραξε.
«Κοίταξε να αργήσεις», του αντιγύρισε γελώντας, «να ανατρέψουμε ΚΑΙ αυτήν την παράδοση!»
«Στο τέταρτο θα φύγω, στο λέω - κανόνισε την πορεία σου!» της χαμογέλασε.

Του απάντησε με ένα παρατεταμένο φιλί κι έφυγαν προς αντίθετες κατευθύνσεις.

Το ημερολόγιο έγραφε «Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 1980».





Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

«Μια φορά θυμάμαι μ' αγαπούσες
τώρα βροχή...
μια φορά θυμάμαι μου μιλούσες
τώρα σιωπή...»

Σ΄εκείνους που αγαπήσαμε
Και μας αγάπησαν...

Κι αν έγιν’ η αγάπη βροχή
Και χάθηκε στη σκόνη του χρόνου
Κι αν έγιναν τα λόγια σιωπή
Και χάθηκαν στο θρόισμα τ΄ανέμου

Εμείς τους αγαπούμε πάντα
Για κείνο τ’ όμορφο που ζήσαμε μαζί
Κι ας έγινε βροχή...
Κι ας έπεσε σιωπή

Εμείς θα έχουμε στα χείλη
Τη γεύση εκείνης της βροχής
Και  θ’ ακούμε τον άνεμο να ψιθυρίζει
Με τη δική τους τη φωνή...





Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Σινε «Γαλάζια Ακτή»

Τον φλέρταρα από την αρχή του καλοκαιριού, όταν πρωτοάνοιξε τις πόρτες του κι έφερε πλημμύρα θύμησες στο μυαλό μου. Ο «σινεμάς» της καλοκαιρινής μου γειτονιάς, αχώριστος σύντροφος των διακοπών, στέκι της νεανικής παλιοπαρέας των φοιτητικών μου χρόνων, αγαπημένη διασκέδαση της οικογένειας και των παιδιών μου αργότερα. Πατατάκια, αναψυκτικά, ποπ κορν, μπύρες και σουβλάκια η απαραίτητη πάντα ιεροτελεστία, ψιλοκουβέντα με την παρέα και οι μπροστινοί να γυρίζουν και να αγριοκοιτάζουν.

Κάποια στιγμή έκλεισε για λόγους που ποτέ δεν έμαθα - όχι δηλαδή πως είχε και καμία σημασία... Και μόνο που έβλεπα την πόρτα σφραγισμένη, τους σοβάδες να πέφτουν, τους τοίχους να γεμίζουν συνθήματα λογιών λογιών και τις πλάκες της εισόδου να χορταριάζουν με έπιανε μια βαθιά θλίψη. Τόση, που περνούσα από μπροστά και δεν γύριζα το βλέμμα.

Μέχρι φέτος. Που άνοιξε και πάλι ανανεωμένος, ανακαινισμένος, με καλύτερα καθίσματα, με καινούργια τραπεζάκια και φρέσκο άσπρο χαλίκι στην «πλατεία». Με τα δέντρα του πάντα εκεί να θροΐζουν και καλόγουστες αφίσες στην (εννοείται) γαλάζια του πρόσοψη. Το πόσο χάρηκα δεν λέγεται. Κι όλο σχεδίαζα να πάω κι όλο κάτι τύχαινε κι όλο περνούσα μπροστά του τσεκάροντας το πρόγραμμα και κάνοντας σχέδια που δεν πραγματοποιούσα.

Μέχρι χτες βράδυ, αργά. Που πήγαμε με τον άντρα μου να δούμε την «Βασίλισσα της ερήμου». Εφοδιασμένοι με τα πάντα - σουβλάκια, πατατάκια, μπύρες, τσιγάρα - και με τον χρόνο να γυρίζει δεκαετίες πίσω. Καθίσαμε αναπαυτικά, η νύχτα και το Dolby Surround  μας τύλιξαν κι αφεθήκαμε στη μαγεία - όχι τόσο της ταινίας (καλή ήταν αλλά δεν τρελάθηκα κιόλας) όσο των αναμνήσεων και της νοσταλγίας.

Τα θερινά τα σινεμά - τι μοναδική εμπειρία και απόλαυση!