Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015



Βλέφαρα κλειστά

Κάτω από βλέφαρα κλειστά
Εικόνες αρμενίζουν
Ακάλεστες κι επίμονες
Σε στέλουνε θαρρείς

Σ’ ένα ταξίδι απρόσμενο
Σ΄ονείρατα φευγάτα
Σε ξεχασμένα πρόσωπα
Σε χρόνους παλιακούς

Ανάκατες οι μνήμες σου
Μοιάζουν να ζωντανεύουν
Με σχήματα, με χρώματα
Γεύσεις και μυρωδιές

Στιγμές που παραφύλαγαν
Στης λήθης το σεντούκι
Ν’ ανοίξουν μια χαραματιά
Και νάρθουν να σε βρουν

Μια θάλασσα, ένα φιλί
Ο φάρος, το φεγγάρι
Ένα ξωκκλήσι ολόλευκο
Το γέλιο ενός μωρού

Ένα μικρό κυκλάμινο
Μοσχοβολιά από θρούμπι
Γοργό του γλάρου πέταγμα
Σύννεφα μενεξιά

Αντίο, καλωσόρισμα
Χαμόγελο και δάκρυ
Ασύνδετα, παράταιρα
Κι ωστόσο ταιριαστά

Σφαλείς σφιχτά τα βλέφαρα
Τ’ όνειρο μην τελειώσει
Χαμογελάς αθέλητα
Κι αφήνεσαι γλυκά

Στου ονείρου το στρατί...



Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015



Λευτέρωσε την πεταλούδα

Σαν πεταλούδα... έτσι νιώθω.
Σαν τις πεταλούδες τις καρφιτσωμένες σε κορνίζα... άψυχες, τελειωμένες.
Έτσι είμαι κι εγώ, τελειωμένος  - αλλ’ όχι άψυχος. Με κρατούν εδώ, καρφωμένο στο κρεβάτι, με σωλήνες  να ξεπηδούν από παντού στο κορμί μου. Τρέφομαι με σωλήνα, αναπνέω με σωλήνα, παίρνω φάρμακα με σωλήνα.
«Δεν αντέχω άλλο, πατέρα», μου είπες. «Κουράστηκα να σε νταντεύω, να κλείνομαι μέσα για χάρη σου... έχω τη ζωή μου να σκεφτώ. Θα σε πάω σε οίκο ευγηρίας, να έχεις τη φροντίδα που πρέπει»
Δεν ήθελα τη φροντίδα του γηροκομείου, εσένα ήθελα μοναχά... να σε βλέπω, να σε ακούω, να σε αισθάνομαι γύρω μου. Όπως τότε, που ήσουν μικρούλα - θυμάσαι; Δεν ξεκολλούσες λεπτό από κοντά μου. Το χεράκι σου στο χέρι μου, περίπατοι στην αμμουδιά  κι ατέλειωτες ερωτήσεις  για να μάθεις τον κόσμο.
Και τον έμαθες, στον έμαθα... αλλά δεν σου έμαθα τη συμπόνοια, τραγική μου αμέλεια.
Αρνήθηκα την τροφή, αρρώστησε η ψυχή μου, αρρώστησε το σώμα μου - και με γέμισαν  σωλήνες για να τρέφομαι,  να αναπνέω, να παίρνω φάρμακα.
Πες τους να τους βγάλουν, σε ικετεύω. Να ησυχάσεις κι εσύ, να ξεκουραστώ κι εγώ... να πάω να βρω τη μάνα σου.
Λευτέρωσε την πεταλούδα... την ψυχή μου.