Δευτέρα 25 Απριλίου 2016



Με πολλή χαρά και συγκίνηση, 
τα ίδια συναισθήματα που βιώνω κάθε φορά 
σαν να είναι η πρώτη φορά, 
έπιασα χτες στα χέρια μου το πρώτο αντίτυπο 
του καινούργιου μου βιβλίου
 «Η μετακόμιση των χρωμάτων» - 
και με τα ίδια συναισθήματα σας το παρουσιάζω σήμερα 
 και στην έντυπη μορφή του!
 
 
 

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016




Η τσαχπίνα πεθερά

Δεν το χωρούσε ο νους της. Αυτή; Πεθερά; Αδύνατον! Μα μόλις πριν δυο μήνες είχε κλείσει τα 40! Είχε ξεμπερδέψει με τα φροντιστήρια του μικρού, που πέτυχε με τις πανελλήνιες στην Κρήτη, ο μεγάλος τέλειωνε τις σπουδές του κι ετοιμαζόταν για μεταπτυχιακό κι έμενε μόνος του, σε  μια γκαρσονιέρα, για να «αυτονομηθεί», όπως έλεγε, κι εκείνη ζούσε τη δεύτερη νιότη της - και καλύτερη από την πρώτη, χωρίς τα οικονομικά ζόρια και το ντάντεμα των μωρών της πρώτης. Είχε, βλέπεις,  παντρευτεί νωρίς, στα δεκάξι της, μιας κι ο μεγάλος της ο γιος, εντελώς αυθαίρετα και αδιάκριτα, είχε αποφασίσει να εγκατασταθεί κρυφά και μουλωχτά στη μήτρα της και να κάνει φανερή την παρουσία του κάπου στους πέντε μήνες, όταν ήταν πια πολύ αργά για οποιαδήποτε παρέμβαση.

Χτυπήθηκε, σκοτώθηκε, έκλαψε με μαύρο δάκρυ τη χαμένη της εφηβεία, έπεσε σε κατάθλιψη - ωστόσο ποτέ δεν τον βαρυγκόμησε τον γιόκα της, με τον εαυτό της τα είχε και με τον Βαγγέλη που δεν πρόσεξε, που δεν πήρε τα μέτρα του, που την γκάστρωσε κι αυτή χαμπάρι δεν πήρε ότι μεγάλωνε ένα μωρό μέσα της. Και τι έφταιγε κι αυτός; Στα δεκαοχτώ του σιγά να μη σκεφτόταν και να μη θυμόταν τις προφυλάξεις, έβραζε το αίμα του, ήταν κι η Νάνσυ (από το Αθανασία αλλά σε σκότωνε αν τολμούσες να το αναφέρεις)  ένα όμορφο, τσαχπίνικο κουκλί, πολύ ήθελε; Στάθηκε όμως κύριος, αυτό του το πίστωνε, κι ας ήταν ακόμα παιδί κι αυτός. Πήγε παραπαίδι στο συνεργείο του μπάρμπα του, κατάλαβε νωρίς νωρίς την κλίση του στα καρμπιρατέρ και μπήχτηκε στη δουλειά. Πέρασαν ζόρικα στα πρώτα χρόνια μέχρι να σταθεί στα πόδια του και να να γίνει ο καλύτερος καρμπιρατζής στην πιάτσα.

Η συνέχεια αναμενόμενη - άνοιξε δικό του συνεργείο, τρελή δουλειά, αγόρασαν σπίτι σε χαϊκλασάτη περιοχή και τζιπ 4Χ4, τα παιδιά (εν τω μεταξύ είχε προκύψει κι ο μικρός αν και η Νάνσυ γκρίνιαζε που θα έχανε και πάλι την τέλεια σιλουέτα της) σε ιδιωτικά σχολεία κι η ζωή χαρισάμενη. Και πάνω που έλεγε πως είχε ξεπαιδιάσει κι οργάνωνε την καινούργια φάση στη ζωή της, έσκασε σαν βόμβα η ανακοίνωση του πρωτότοκου.

«Μάνα, παντρεύομαι»

Δεν το πίστεψε, το πήρε για κακόγουστη φάρσα - αλλά δεν ήταν. Μετά το πρώτο σοκ έβαλε τις φωνές. Ότι ήταν μικρός, ότι ακόμα δεν είχε τελειώσει τις σπουδές του, και ποια ήταν αυτή που τον τύλιξε, κι ο πατέρας του θα πάθαινε εγκεφαλικό κι εκείνη καμία όρεξη δεν είχε να παίζει την πεθερά στα 41 της. Και εν πάση περιπτώσει, γιατί τόση πρεμούρα; Τόσο πια τυφλωμένος ήταν;

«Η Πηνελόπη είναι έγκυος»

Της ήρθε σκοτοδίνη. Έγκυος; Πώς τόκανε αυτό; Μα τόσο ανόητος, τόσο απρόσεχτος, τόσο αφελής; Βέβαια, να μην προλάβει να χαρεί τη δεύτερη νιότη της, τα γυμναστήρια και τα σπα της, τις βόλτες με τις φίλες της, τις χλιδάτες διακοπές με τον άντρα της, έπρεπε να της κάτσει κι αυτό, το εγγόνι... Εγγόνι; Κι αυτή γιαγιά; ΓΙΑΓΙΑ;;; Εκτός από πεθερά, και γιαγιά;;; Στα 40 της, για όνομα του Θεού;  Στη σκέψη και μόνο της ήρθε δεύτερος ντουβρουτζάς. Και ποια είναι τέλος πάντων αυτή η Πηνελόπη, από πού κρατάει η σκούφια της, τι σόι οικογένεια έχει, με τι ασχολείταιμ πέρα από τον τυλίξει τον μπουμπούνα, πόσων χρόνων είναι και, τέλος πάντων, τι όνομα είναι αυτό; Πηνελόπη... χάθηκε να το κάνει Πένυ, Νέλυ, Νόπη, κάτι πιο σικάτο βρε αδερφέ;

«Μάνα, ξέφυγες εντελώς; Πηνελόπη τη λένε, συμφοιτήτρια είναι, τάχουμε τέσσερα χρόνια και θα παντρευόμασταν έτσι κι αλλιώς – το παιδί απλά επιταχύνει τις εξελίξεις»

Θα παντρεύονταν! Χα! Και πώς θα ζούσαν; Αυτός ετοιμαζόταν για μεταπτυχιακό,  αυτή άνεργη, πώς θα τα έβγαζαν πέρα; Αυτό το σκέφτηκε όταν... όταν... τέλος πάντων, όταν σκάρωνε το μωρό;

«Εσείς τα σκεφτήκατε;»

Της κόπηκε η λαλιά. Και πάνω που ετοιμαζόταν να την πιάσει η υστερία, να βάλει τα κλάματα, να καταρρεύσει στον δια χειρός  Βαράγκη καναπέ της, ήρθε η ατάκα του γιόκα της και την πάγωσε. Τι να πει τώρα, τι να απαντήσει; Μπούμεραγκ το λογύδριό της, κάτι ψέλισε για τον πατέρα του, που παλεψε σκληρά για να τα καταφέρουν, για τα στερημένα πρώτα χρόνια τους, για τις σπουδές του που θα πήγαιναν χαμένες, για...

«Αυτά είναι δικός μας λογαριασμός - εσύ ξεκίνα να το  παίρνεις απόφαση γιατί αύριο θα φέρω την Πηνελόπη να την γνωρίσετε»

Αύριο; Κιόλας; Και πότε θα προλάβαινε να ψωνίσει, να πάει κομμωτήριο, να κάνει μπωτέ, να πάει στη μανικιουρίστα της - γιατί δεν θα άφηνε αυτή, η Νάνσυ η κοκέτα, να τη δει η νύφη (άκου νύφη!) απεριποίητη, σαν κάτι πεθερές κακομοίρες με ταγιεράκια και ίσα παπούτσια, με μόνη προοπτική και απαντοχή να μεγαλώσουν τα εγγόνια τους. Και μόνο στη σκέψη ανατρίχιασε. Όχι βέβαια! Αυτό τουλάχιστον ήταν στο χέρι της, θα έβλεπαν μια Νάνσυ θεά - νέα, όπως και ήταν, μοντέρνα, αεράτη, τσαχπίνα.  Και θα την έκανε σκόνη τη μικρά, που μπουρδούκλωσε τον γιο της κι έβαλε πλώρη να την κάνει παράωρα πεθερά και γιαγιά - άκου γιαγιά, αυτήν, την Νάνσυ με το όνομα. Άρπαξε την τσάντα της, βούτηξε τα κλειδιά του καμπριολέ που της είχε κάνει δώρο ο Βαγγέλης στα γενέθλια των 40 χρόνων της κι έφυγε σφαίρα.

Γύρισε αργά φορτωμένη τσάντες, πέταξε τις γόβες και τα πράγματα στο πάτωμα, έβαλε ένα Drambuie με πάγο να συνέλθει και βούλιαξε στον καναπέ. Εκεί τη βρήκε ο Βαγγέλης όταν γύρισε ξεθεωμένος από τη δουλειά και, χωρίς να τον αφήσει να πάρει ανάσα, ξεχύθηκε ασυγκράτητη να του αναφέρει τα κατορθώματα του κανακάρη τους - για να μείνει κάγκελο όταν της αντιγύρισε ήσυχα πως τα ξέρει ήδη όλα και πως είναι πανευτυχής που θα γίνει παππούς! Τρίτος ντουβρουτζάς, πόσα να αντέξει η γυναίκα - ξέσπασε σε υστερικά κλάματα, τον στόλισε με χαριτωμένα κοσμητικά για την αναισθησία του κι ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες για την κρεβατοκάμαρα βροντώντας την πόρτα πίσω της.

Την επομένη, κι αφού πέρασε μια ξάγρυπνη νύχτα ψάχνοντας να βρει κάτι για να μπεί στο μάτι ολωνών (και κυρίως του Βαγγέλη), να τους αποδείξει ότι δεν έχει περάσει η μπογιά της, ότι δεν είναι η πεθερά και, κυρίως, η γιαγιά που θέλουν να της φορτώσουν, ότι είναι ακόμη νέα, ΝΕΑ που να πάρει ο διάολος, σηκώθηκε ευδιάθετη έχοντας βρει την απάντηση που έψαχνε. Πέρασε όλο το πρωινό κάνοντας ένα πλήρες σέρβις και επέστρεψε με μια θριαμβευτική λάμψη στο βλέμμα.

Ήταν στην κρεβατοκάμαρα, στον πάνω όροφο, κι έλεγχε την εμφάνισή της όταν άκουσε την πόρτα του κήπου να ανοίγει. Κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα είδε τον γιο της να έρχεται με τη λεγάμενη - ένα νέο, δροσερό, όμορφο κοριτσάκι με καστανόξανθα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά και χωρίς ίχνος μακιγιάζ. Χαμογέλασε ειρωνικά. Τέτοια κοριτσάκια τα μασούσε για πρωινό - που θα της φόρτωνε η μικρά τον τίτλο της πεθεράς και της γιαγιάς! Άφησε να μπουν μέσα, άκουσε τον άντρα της να τους καλωσορίζει ζεστά και πρόσχαρα - καλός Ιούδας κι αυτός - και πήρε να κατεβαίνει αργά και μεγαλόπρεπα τη σκάλα φροντίζοντας να κάνει αρκετό θόρυβο με τη γόβα στιλέτο ώστε να την προσέξουν.

«Μάνα!!!» «Νάνσυ!!!»

Πατέρας και γιος  έμειναν να την κοιτάζουν αποσβολωμένοι. Όσο για την «μικρά», την κοιτούσε κι εκείνη - αλλά με μια έκφραση θυμηδίας στο πρόσωπο. Και δεν ήταν (μόνο) το βαρύ μακιγιάζ... δεν ήταν (μόνο) το έξαλλο μαύρο συνολάκι από την κοντή, κολλητή φουστίτσα και το τοπάκι που άφηνε όλη την (γυμνασμένη, είναι αλήθεια) κοιλιά της γυμνή σε κοινή θέα. Εκείνο που τους άφησε σύξυλους ήταν το ευμέγεθες (σαν μικρό μπιζέλι) μπριγιάν-σκουλαρίκι που άστραφτε στον αφαλό της. Η Νάνσυ τους κοίταξε με βλέμμα θριαμβευτικό, εκλαμβάνοντας το εμβρόντητο ύφος τους ως έκφραση δέους και θαυμασμού, και συνέχισε να κατεβαίνει αργά τη σκάλα – όχι που θα την έκαναν εκείνη, την θεά, πεθερά και γιαγιά από τα 40 της!

Επίλογος

Η Νάνσυ δεν αποδέχτηκε ποτέ τις καινούργιες της ιδιότητες. Γέμισε την ντουλάπα της με έξαλλα νεανικά συνολάκια, επισκέφτηκε τυπικά τον εγγονό της στο μαιευτήριο όταν γεννήθηκε, τον βλέπει ελάχιστα και μόνο όταν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, αρνήθηκε κατηγορηματικά να τον νταντέψει, να του πει παραμύθια, να τον πάει στην παιδική χαρά κι απαγόρευσε σε όλους τη λέξη «γιαγιά». Ο μικρός τη φωνάζει (τις σπάνιες φορές που τη βλέπει) «Νάνσυ» - και λέω «τη φωνάζει» γιατί η ιστορία μας είναι, με μικρές παραλλαγές, πέρα για πέρα αληθινή! Η Νάνσυ είναι απόλυτα υπαρκτό πρόσωπο, πεθερά γνωστής μου κοπέλας, κι εξακολουθεί, στα 50 της πλέον, να έχει το μπριγιάν στον αφαλό και να αρνείται τον τίτλο της γιαγιάς.





Πύρωνε ο ήλιος
Τα κορμιά στην άμμο
Κι η θάλασσα βάλσαμο


Τίναξες τα διάφανα φτερά
Και γέμισε η Άνοιξη
Χρυσόσκονη

                                                                           (Χαϊκού - Β.Απ.)