Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017


Πάει ο παλιός ο Χρόνος

Φεύγει κι αυτός. Λίγες ώρες ακόμη και θα είναι παρελθόν. Φεύγει κι αφήνει πίσω του αναμνήσεις γλυκόπικρες και φωτογραφίες νοσταλγίας. Σαν και νάταν χτες που τον καλοδεχτήκαμε γεμάτοι προσδοκίες, όνειρα και κι ελπίδες. Που του χαμογελούσαμε προσμένοντας να κάνει πραγματικότητα όλα όσα μας στέρησε ο προηγούμενος. Άλλα μας τα χάρισε, σε άλλα κουνήσαμε το μαντήλι απογοητευμένοι.

Και του τα χρεώνουμε αυτά τα τελευταία ξεχνώντας να τον ευχαριστήσουμε για τα πρώτα. Ξεχνώντας πως ο Χρόνος είναι απλά ο καμβάς που εμείς οι ίδιοι κεντούμε τα σχέδια που επιλέγουμε. Στα χρώματα που εμείς αποφασίζουμε. Ας το θυμηθούμε σε λίγες ώρες που θα υποδεχτούμε με ενθουσιασμό τον επόμενο. Κι ας διαλέξουμε, όσο η ζωή μας το επιτρέψει, εκείνα που μας ταιριάζουν πιο πολύ. Εκείνα που θα κάνουν το κέντημα χαρούμενο και φωτεινό - κι εμάς χαμογελαστούς και αισιόδοξους!

Καλό σου κατευόδιο, Χρόνε παλιέ, και σ’ ευχαριστούμε που μας αξίωσες να σε ζήσουμε με τα όμορφα και τα δύσκολά σου - δεν έχει να κάνει, φτάνει που σε ζήσαμε!

Καλή Πρωτοχρονιά σε όλους, φίλοι μου – με χαμόγελο στα χείλη, τη ματιά, την ψυχή!




Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017


Πρωτοχρονιάτικο απόσπασμα από την νουβέλα
«Φρίντα & Βικτώρια».




«Κόντευαν μεσάνυχτα. Παραμονή πρωτοχρονιάς και το κρύο ήταν τσουχτερό ακόμα και μέσα στην Αθήνα ενώ στην Πάρνηθα χιόνιζε από το πρωί. Η Βικτώρια έβαλε ακόμη ένα ξύλο στο τζάκι που τριζοβολούσε χαρούμενα και ζέσταινε το χώρο απλώνοντας μια γλυκιά λάμψη ολόγυρα. Ήταν από τις βασικές της απαιτήσεις όταν έψαχνε να βρει σπίτι - να έχει οπωσδήποτε τζάκι. Έτσι είχε μάθει στο πατρικό της, την παλιά μονοκατοικία κοντά στον ΆιΓιάννη τον Κυνηγό - εκείνη που δόθηκε αντιπαροχή για να χτιστεί μια άχαρη πολυκατοικία. Πόσο είχε κλάψει τότε... της έκλεψαν την παιδική της ηλικία, γκρέμισαν τη ζωή της ολόκληρη... Δεν ξαναπέρασε για χρόνια από την παλιά της γειτονιά, πονούσε κάθε που έβλεπε την πολυώροφη οικοδομή να συνθλίβει με τον όγκο της την αυλή και τον κήπο που έπαιζε παιδάκι. Παρηγορήθηκε κάπως όταν βρήκε αυτό το σπίτι με το τζάκι και το άναβε καθημερινά όλο το χειμώνα.
Η Φρίντα ξεκουλουριάστηκε από την πολυθρόνα που χουζούρευε και τεντώθηκε σαν αιλουροειδές για να ξεμουδιάσει. Κάτι η γαλοπούλα που είχαν ξεκοκκαλίσει νωρίτερα, κάτι το δυνατό Μακεδονίτικο ξινόμαυρο που ακόμα σιγόπινε απολαμβάνοντας το τσιγάρο της (με την κατ’ εξαίρεση άδεια της φιλενάδας της λόγω της ημέρας), κάτι η ζέστη και το απαλό φως των κεριών που ήταν τα μόνα που φώτιζαν τον χώρο, είχε γλαρώσει.
«Βικτωράκι... δεν φέρνεις να κόψουμε εκείνη τη βασιλόπιτα; Δεν κάνει να μας βρει ο καινούργιος χρόνος κοιμισμένες, έχουμε κι ένα μωρό να μεγαλώσουμε!»
Η Βικτώρια, με όλη την σοβαρότητα του εθίμου και την αύρα της εγκυμοσύνης να στεφανώνει το κόψιμο της πίτας, άρχισε να ξεχωρίζει τα κομμάτια. Η Φρίντα με παιδιάστικη ανυπομονησία τα άρπαζε και τα κοιτούσε από κάτω για να δει πού είχε πέσει το φλουρί.






Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017


Χρόνια Πολλά από τις ηρωίδες του βιβλίου μου
«Πάροδος Μουσών 9»!


Χιόνιζε όλη νύχτα στη Βέροια και τα πάντα, σπίτια, δέντρα, θάμνοι, ήταν κουκουλωμένα κάτω από ένα ολόλευκο πέπλο που έκανε το τοπίο ονειρικό. «Να που γίνηκε το χατίρι των κοριτσιών μου και τα αυριανά Χριστούγεννα θα μας εύρουν στα κάτασπρα ντυμένους», μονολόγησε η Ουρανία κι αφήνοντας να πέσει το κουρτινάκι στο παράθυρο πήγε να ξυπνήσει τις τρεις θυγατέρες της.

Στάθηκε στην πόρτα κι έμεινε για λίγο ακίνητη με τη ματιά να τις χαϊδεύει γεμάτη τρυφερότητα. «Τα κορίτσια μου τα όμορφα» σκέφτηκε. «Οι μούσες μου». Πρώτη την πήρε είδηση κι αναδεύτηκε η Κλειώ, το στερνοπούλι της. Άνοιξε τα μάτια, «καλημέρα μάνα» της είπε και της χάρισε εκείνο το φωτεινό της χαμόγελο που έκανε την καρδιά της να πεταρίζει. Απόκοντα ξύπνησαν κι οι άλλες δυο, η Μέλπω και η Θάλεια, τανύζοντας τα χέρια για να διώξουν τον ύπνο από τα βλέφαρα.

Η μάνα τους τις κοίταξε μία μία κι ένιωσε την καρδιά της να φουσκώνει από αγάπη και συγκίνηση. Άνοιξε το παράθυρο κι ένα σύννεφο από νιφάδες όρμησε στο δωμάτιο κάνοντας τα κορίτσια να ξεφωνίσουν από ενθουσιασμό και να τρέξουν ξυπόλητα να χαζέψουν την θεόρατη μουριά της αυλής που έμοιαζε με χριστουγεννιάτικο δέντρο έτσι ντυμένη στα λευκά. Η Ουρανία πήγε κοντά τους και τις αγκάλιασε.

«Ελάτε», τους είπε. «Ελάτε να ευχηθούμε χρόνια πολλά όπως παλιά -που ανοίγαμε το χιονισμένο παράθυρο και φωνάζαμε ευχές να μας ακούσει η γειτονιά κι ο κόσμος ολάκερος. Χρόνια πολλά γειτόνοι, χρόνια πολλά φίλοι κι άγνωστοι, χρόνια πολλά κόσμε! Να είστε πάντα χαρούμενοι, αισιόδοξοι, γελαστοί και δυνατοί και να χαίρεστε την κάθε στιγμή της κάθε μέρας - γιατί είναι πολύτιμη και μοναδική κι όταν φύγει, πίσω δεν γυρνά. Γι αυτό ζήστε την με όλη σας την ψυχή και χαμογελάστε στη Ζωή -κι εκείνη θα σας αντιγυρίσει το χαμόγελο και θα σας ανταμείψει με ακόμη πιο πολλές και πιο όμορφες στιγμές! Χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα, ειρηνικά και φωτεινά Χριστούγεννα σε όλους!»






Πουλιά κυνηγημένα…

Και ξαφνικά μαύρισε ακόμα πιο πολύ ο ουρανός... κι ένα σμήνος πουλιά, κυνηγημένα από τον αέρα και την φορτωμένη με βροχή ατμόσφαιρα, σκέπασαν τη γειτονιά.
Στάθηκα και τα κοιτούσα μελαγχολική. "Σαν τα παιδιά μας", σκέφτηκα, "τα φευγάτα σε άλλες γειτονιές, σε άλλες χώρες... Κυνηγημένα από την κρίση και την φορτωμένη με απογοήτευση πραγματικότητα..."
Παιδιά μου... παιδιά μας... να είστε καλά όπου κι αν είστε...
Η αγάπη, οι σκέψεις και οι ευχές μας πάντα μαζί σας...




Κάποια παλιά Χριστούγεννα στην "Πάροδο Μουσών 9" στη Βέροια, την πατρίδα της καρδιάς μου!

Χαρούμενα Χριστούγεννα με αγάπη και πολλά χαμόγελα φίλοι μου!

"Χριστούγεννα 1972

Η Ουρανία ξύπνησε από έναν περίεργο θόρυβο. Στην αρχή δεν μπορούσε να εντοπίσει ούτε τι ήταν ούτε από πού ερχόταν. Σηκώθηκε, τυλίχτηκε στο σάλι της και βγήκε στον διάδρομο. Ο θόρυβος, κάτι σαν πνιχτά γέλια, την οδήγησε στο δωμάτιο των κοριτσιών. Από τη χαραμάδα της πόρτας ξέφευγε μια λεπτή, αδύναμη αχτίδα φωτός. Χαμογέλασε τρυφερά. Οι κόρες της ξενυχτούσαν. «Λογικό» σκέφτηκε, «έπειτα από τόσα χρόνια που είχαν να βρεθούν όλες μαζί. Παράλογο» ξανασκέφτηκε, «μιας κι έχουν τόσο μεγάλη μέρα μπροστά τους αύριο».

Έσπρωξε σιγανά την πόρτα. Τα μάτια και η καρδιά της γέμισαν από την εικόνα που φανερώθηκε μέσα από το στενό άνοιγμα. Η Μέλπω ήταν μισοξαπλωμένη στο ένα κρεβάτι, με την πλάτη να ακουμπά στο προσκέφαλο και τα φουντωτά μαύρα μαλλιά της να έχουν σκεπάσει το μαξιλάρι. Διαγώνια στο κρεβάτι, με τα πόδια να ακουμπούν στην άσπρη φλοκάτη και το κεφάλι στην αγκαλιά της μεγάλης, που τύλιγε και ξετύλιγε τις ξανθές μπούκλες στα δάχτυλα, χουζούρευε η Κλειώ μέσα στις αστείες ροζ πιτζάμες της με τα αρκουδάκια. Και οι δυο κοίταζαν με μια έκφραση ευθυμίας τη Θάλεια που, καθισμένη στο απέναντι κρεβάτι οκλαδόν, κάτι τους έλεγε με περισπούδαστο ύφος, με τα χέρια να ανεμίζουν για να δώσει έμφαση στα λόγια της.

Η Ουρανία έμεινε για λίγο ακίνητη να τις χαζεύει. «Τα κορίτσια μου τα όμορφα» σκέφτηκε. «Οι Μούσες μου». Θυμήθηκε τον αγώνα που είχε κάνει για να τις ονομάσει έτσι. Ήταν μια υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της πολύ μικρή, στο Δημοτικό ακόμα, όταν είχε μάθει στην ελληνική μυθολογία για τον θεό Απόλλωνα και τις εννέα Μούσες του στις πλαγιές του Ελικώνα. Την είχαν γοητεύσει τόσο τα ονόματα και ο μύθος, που αποφάσισε, αν έκανε ποτέ κόρες, να τους έδινε ονόματα Μουσών, όπως ήταν, τυχαία, και το δικό της.

Δύσκολη δουλειά, όπως αποδείχτηκε στην πορεία. Με την πεθερά της, την κυρα-Πελαγία, και τη μάνα της, την κυρα-Ζαμπέτα, να έχουν κάνει κόμμα και να την κατακεραυνώνουν. «Πού ακούστηκε» έλεγαν οργισμένες, «να μην ονοματίσεις τα κορίτσια σου από τη μάνα σου, από τη μάνα του αντρός σου! Και ποια νομίζεις ότι είσαι, να σπας την παράδοση και να κάνεις του κεφαλιού σου; Άκου “Μούσες”! Δεν φταίει κανείς» συνέχιζε η μάνα της τον εξάψαλμο, «ο κύρης σου φταίει, που σ’ έστειλε σχολειό να μάθεις γράμματα. Να τώρα τα χαΐρια μας. Ρεζίλι θα μας εκάμεις».

«Σιγά μη βγάλω τα κορίτσια μου “Πελαγίες” και “Ζαμπέτες”» απαντούσε πεισματωμένη εκείνη. Και διόλου δεν την ένοιαζε τι έλεγαν οι «γριές». Της έφτανε που ο Λευτέρης της ήταν με το μέρος της. «Ό,τι θέλει η κοκόνα μου» της έλεγε, και την αγκάλιαζε μ’ εκείνο το βλέμμα το γεμάτο αγάπη που την έκανε να νιώθει παντοδύναμη. Τις ονόμασε όπως ήθελε εκείνη, σε πείσμα όλων των κουτσομπολιών και των αντιρρήσεων, με τα ονόματα των Mουσών που της άρεσαν: Μελπομένη, Θάλεια, Κλειώ, χωρίς να θυμάται ποια τέχνη ή επιστήμη αντιστοιχεί στην καθεμία".




Σμύρνα, χρυσό και λίβανο



Αιώνες τώρα πορευόμαστε

Περιπλανώμενοι σε δύσβατα μονοπάτια

Χιονισμένων βουνοκορφών κι άνυδρων ερήμων,

Ψάχνοντας να βρούμε

Το Θείο Βρέφος

Ακολουθώντας το Αστέρι.



Κι όλο θαρρούμε πως κοντοζυγώνουμε

Στη φάτνη.

Κι όλο αναφτερώνουν οι ελπίδες μας,

Πως έφτασε η στιγμή

Να αποθέσουμε στα πόδια Του

Σμύρνα, χρυσό και λίβανο,

Όχι τόσο σαν δώρα σεβασμού κι αγάπης,

Όπως όλοι πιστεύουν λαθεμένα,

Μα πιότερο σαν αναθήματα ικεσίας

Για όσα λαχταρούμε να ‘ρθουνε

Σε τούτον το μίζερο πλανήτη.



Ακόμα δεν Το βρήκαμε

Το Βρέφος των ελπίδων και των προσδοκιών μας.

Κάποιες φορές Το είδαμε

Να μας κοιτάζει τρομαγμένο

Μέσα από τα μάτια μικρών παιδιών

Θαμμένων κάτω από ερείπια βομβαρδισμένων σπιτιών

Ή παιδιών που φόραγαν

Κίτρινα σωσίβια στο λιανό κορμί τους…

Κι άλλοτε πάλι να μας κοιτάζει με θλίψη κι απόγνωση

Μέσα από τα μάτια μανάδων

Που βύζαιναν αποστεωμένα μωρά

Σ’ ένα στεγνό, μαραμένο στήθος.



Κι ύστερα χανόταν πάλι…



Ωστόσο εμείς ακόμα επιμένουμε

Στην αέναη αναζήτησή Του,

Πάντα ακολουθώντας το Αστέρι.

Κι ας έχει λιγοστέψει η λάμψη του.

Κι ας κρύβει κάθε τόσο το πρόσωπό του

Πίσω από σύννεφα οργής και αγανάκτησης

Για όσα φοβερά αντικρίζει

Σε τούτον το μίζερο πλανήτη.



Επιμένουμε…

Κι ας έχει θαμπώσει ο χρυσός.

Κι ας έχει ξεθυμάνει η ευωδιά.

Στη σμύρνα και στο λίβανο…




Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017


Ανα-σύνταξη

Πριν τέσσερα χρόνια σαν σήμερα, την 1η Δεκέμβρη του 2013, υπέβαλα την παραίτησή μου μετά από 36 χρόνια υπηρεσίας ως γιατρός, εκ των οποίων τα 32 στο ΕΣΥ και συγκεκριμένα στο Τμήμα Αιμοδοσίας του «Ασκληπιείου» Βούλας, το οποίο είχα την τιμή να διευθύνω τα τελευταία επτά. Δεν ήταν εύκολη απόφαση - ειδικά όταν έχεις ζήσει τόσες πολλές εμπειρίες για τόσα πολλά χρόνια στον ίδιο χώρο κι έχεις δεθεί με τους συναδέλφους και τον καθημερινό αγώνα να προσφέρεις το καλύτερο που μπορείς. Η επόμενη μέρα ήταν για μένα πάντα ένα ζητούμενο, ένα ερωτηματικό, μια άγνωστη συνιστώσα.

Κι όμως. Ήταν πιο ομαλή, πιο εύκολη, πιο ανώδυνη θα έλεγα η προσαρμογή στα νέα δεδομένα, κυριότερο εκ των οποίων ήταν η σημαντική αύξηση του ελεύθερου χρόνου και, κυρίως, η αυτονομία στη διαχείρισή του. Από την μια μέρα στην άλλη βρέθηκα να διαθέτω περισσότερες ώρες για διάβασμα, για γράψιμο, για περπάτημα ή απλά για να απολαμβάνω το ηλιοβασίλεμα και να φωτογραφίζω τους ουρανούς μου - και, βέβαια, για να αφιερώνω στους αγαπημένους μου. Κι έτσι μπήκα σε εντελώς καινούργιους ρυθμούς, εξ ίσου γοητευτικούς κι ενδιαφέροντες με τους προηγούμενους, των οποίων την ένταση ομολογώ πως νοσταλγώ κατά καιρούς - μόνο που, τέσσερα χρόνια μετά, ένα είναι το βασικό συμπέρασμα στο οποίο έχω καταλήξει:

Η σύνταξη δεν είναι απλά μετάβαση σε μια άλλη διάσταση - είναι ανασύνταξη!





Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017


Συγκομιδή



Μια από τις πολύτιμες παρακαταθήκες (γονιδιακές και επίκτητες)  που μου άφησε ο πατέρας μου είναι η αγάπη για τη γη, για το χώμα, για την ύπαιθρο, για το έξω-από-το-σπίτι γενικά. Αγροτόπαιδο ο ίδιος με μάγευε με ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια, όταν από την τρυφερή ηλικία των 5-6 χρόνων ξεκίνησε να βοηθά τον πατέρα και τα μεγαλύτερα αδέλφια του στα χωράφια, στα κοπάδια, στα περιβόλια. Ιστορίες από μια σκληρή, δύσκολη καθημερινότητα που, ωστόσο, ήταν για μένα πάντα γοητευτικές και ξεχωριστές και που κάποια στιγμή θα τις καταγράψω.

Γι αυτό κι όταν είδα μια από τις ελιές του κήπου γεμάτη καρπούς αποφάσισα να τους "κατεβάσω" - όχι για το (ποιο;) όφελος αλλά για τη χαρά να ασχοληθώ με κάτι γήινο, χειροπιαστό. Να κατεβάσω τις ελιές, να τις χαράξω, να τις ξεπικρίσω και, τελικά, να γευτώ (και να χαρίσω) την δική μου συγκομιδή!

Βγήκαν γύρω στα 4 κιλά. Αρκετές ήταν "χτυπημένες" από δάκο μιας και τα δέντρα μας είναι ανεξάρτητα και μεγαλώνουν χωρίς λίπασμα, ράντισμα κλπ - ό,τι κάνουν από μόνα τους! Όπως και νάχει κανα δίκιλο βρώσιμες ελιές θα καταφέρω να τις εξασφαλίσω - έτσι, για να έχω τη χαρά του χειροποίητου!


Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017


της Νάντιας Παπαθανασοπούλου



Πέντε οι βασικοί ήρωες του βιβλίου της Νάντιας Παπαθανασοπούλου «Επάγγελμα γραμματέας» με αρκετούς κομπάρσους για να υποστηρίζουν την πλοκή και να τονίζουν τις ανατροπές που προκύπτουν καθώς εξελίσσεται η ιστορία -μια ιστορία που ξεκινά από την ιδέα του ψυχολόγου Ανδρέα Παπαδήμα να δημιουργήσει ομάδες δωρεάν ψυχανάλυσης μόνο για γυναίκες με στόχο να συγκεντρώσει υλικό για το βιβλίο που σκόπευε να γράψει. Τέσσερις γυναίκες, η Δανάη, η Δόμνα, η Αντιγόνη και η Χριστίνα, όλες γραμματείς στο επάγγελμα, ανταποκρίνονται στην πρόσκλησή του κι έτσι σχηματίζεται μια ομάδα πέντε διαφορετικών ανθρώπων μιας και ο Αντρέας συμμετέχει ενεργά στη δράση της. Πέντε άνθρωποι με διαφορετικό χαρακτήρα και ψυχοπνευματικό υπόβαθρο που  μέσα από συζητήσεις, επιφυλάξεις, διαφωνίες, συγκρούσεις, αποχωρήσεις, επανασυνδέσεις, εκρήξεις οργής και δάκρυα μετανοίας επαναπροσδιορίζουν ριζικά τη σχέση τους με τον εαυτό τους, αλλάζουν οπτική για πάρα πολλά θέματα που μέχρι τότε θεωρούσαν δεδομένα και βγαίνουν μετά το πέρας των συνεδριών πιο ώριμοι, πιο δυνατοί, πιο φωτεινοί.

Η συγγραφέας μας παίρνει από το χέρι και μας κάνει κοινωνούς όλων αυτών των καταστάσεων, ένα είδος παρατηρητών οι οποίοι συμπάσχουν με τους ήρωες, αγανακτούν με τις λανθασμένες απόψεις ή αποφάσεις τους, αγωνιούν με τα αδιέξοδα και τις πικρές στιγμές τους και χαίρονται σε κάθε απρόσμενη  ανατροπή που τους φέρνει όλο και πιο κοντά στην αυτογνωσία, την αναγνώριση των θετικών στοιχείων της ζωής τους και την διαπίστωση όλων (του Ανδρέα μη εξαιρουμένου) ότι τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται, πάντα υπάρχει η φωτεινή πλευρά της σελήνης κι η ζωή είναι γεμάτη όμορφες στιγμές - αρκεί να έχουμε ανοιχτά τα μάτια της ψυχής μας για να τις διακρίνουμε και να τις χαρούμε.




Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017


Μια καλημέρα είν’ αυτή

«Καλημέρα!»

«Καλημέρα σας!»

Κι αυτό φτάνει για να νιώσεις φιλικά με έναν εντελώς άγνωστό σου που διασταυρώνονται οι πορείες σας στην πρωινή βόλτα με τον σκύλο σου, να αισθανθείς πως μοιράζεσαι με τον άγνωστο αυτόν την αγάπη για το περπάτημα (και τα σκυλιά, αν έχει κι εκείνος), για τις βαθιές ανάσες καθαρού αέρα, για τη θάλασσα αν είσαι τυχερός να βολτάρεις πλάι της, για τα πεύκα αν είσαι στο βουνό, για το ηλιοβασίλεμα αν η βόλτα σου είναι απογευματινή.

Θα μου πεις δεν έχουν όλοι την πολυτέλεια του περίπατου, οι περισσότεροι τρέχουν να προλάβουν την καθημερινότητα και τις χιλιάδες ανάγκες της - πού καιρός και ευκαιρία για χαιρετούρες με αγνώστους. Και θα σου απαντήσω πως ο χρόνος που απαιτείται είναι δευτερόλεπτα κι οι ευκαιρίες πάμπολλες. Η υπάλληλος στο  σούπερ-μάρκετ. Ο ταμίας στην τράπεζα. Ο φούρναρης, ο περιπτεράς, ο ταχυδρόμος της γειτονιάς σου. Οι γνωστοί-άγνωστοι που άλλους βλέπεις καθημερινά κι άλλους σπάνια ή ποτέ ξανά.

Τι σημασία έχει! Μια «καλημέρα» ζεστή, φιλική θα του φτιάξει το κέφι, θα σου χαμογελάσει - και θα φτιάξει ακόμα πιο πολύ και το δικό σου. Κι ας μην ξέρεις το όνομά του. Κι ας είναι η πρώτη φορά που τον βλέπεις. Κι ας πιστεύεις ότι πιθανόν να μην τον ξαναδείς. «Μια καλημέρα είν’ αυτή / πες την κι ας πέσει χάμω» που λέει κι η Χαρούλα!

Παγκόσμια Μέρα του Χαιρετισμού σήμερα!




Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017




"Στον δρόμο των ελεφάντων"
Στον δρόμο του νερού...


Υπάρχει μια παλιά ταινία του 1954 με ελληνικό τίτλο "Στον δρόμο των ελεφάντων" ("Elephant walk"). Την είχα δει πριν χρόνια και δεν μπορώ να πω ότι θυμάμαι και πολλά εκτός από την κορυφαία σκηνή της όπου το πολυτελές μπανγκαλόου, (που ο πρωταγωνιστής επέμενε βλακωδώς και πεισματικά να χτίσει πάνω στον δρόμο που επί αιώνες περνούσαν οι ελέφαντες για να τους "δείξει" ποιος είναι ο αφέντης) διαλύεται από την επέλαση ενός μεγάλου κοπαδιού αυτών των τεράστιων ζώων που δεν ξεχνούν και δεν παραιτούνται.


Έτσι και με το νερό - που έχει και την δύναμη και την μνήμη του ελέφαντα στο πολλαπλάσιο. Όσα εμπόδια και να του βάλουμε εμείς οι ανόητοι μπαζώνοντας την κοίτη του και χτίζοντας πάνω στην πορεία του, εκείνο θα βρει τον δρόμο του, που ξέρει από αιώνες, και θα τον διεκδικήσει παρασύροντας και καταστρέφοντας τα πάντα στο διάβα του - κτίσματα, δρόμους, αυτοκίνητα και, δυστυχώς, ανθρώπινες ζωές...


Μήπως είναι καιρός να αποδεχτούμε την δύναμή του και να του αποδώσουμε την φυσική του κοίτη; Για να μη θρηνήσουμε ξανά τόσες αθώες ψυχές;






Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017


Σαν σήμερα πριν χρόνια εφτά...


Η πρώτη μου κατάθεση στον ποιητικό λόγο έγινε (σε αντίθεση με τους περισσότερους ποιητές που αναφέρουν πως έγραφαν ποίηση από τη νεανική τους ηλικία) σαν σήμερα πριν εφτά μόνο χρόνια. Είχα μόλις επιστρέψει από τον αβάσταχτα οδυνηρό αποχαιρετισμό της μάνας μου, που είχε κινήσει για το στερνό ταξίδι την προηγούμενη, στις 28 Οκτωβρίου του 2010 - την ίδια ημέρα αντίστοιχα που, πενηνταοχτώ χρόνια πριν, είχε δέσει τη ζωή της με εκείνη του πατέρα μου σ' έναν μυστικό αρραβώνα κάτω από τον Λευκό Πύργο της Σαλονίκης.

Σημαδιακή η συγκυρία, μεγάλη η συγκίνηση, άμετρη η θλίψη - κι ένιωσα μια ακατανίκητη ανάγκη, κάτι σαν πόνο σωματικό, να καταθέσω κάπου, κάπως αυτό που αισθανόμουν, να το μετουσιώσω σε λέξεις που καταγράφονταν από μόνες τους, αυτόνομα σχεδόν, κι έδιναν διέξοδο σ' έναν χείμαρρο απελπισίας, καημού και οργής για την αναπόφευκτη, την οριστική, την τραγική απώλεια...





Απώλεια



«Σ’ αγαπάω», ψελλίζουν τα άηχα χείλη

Βουβά. Μανδύας θανάτου

Απλώνεται ήδη παντού.



Τα διάφανα χέρια κινούνται σε χάδι.

«Θα είμαι κοντά σου. Μην κλαις»

Χαμόγελο, δάκρυ, το άγγιγμα πόνος.



«Κι εγώ σ’ αγαπώ». Δεν μιλάς.

Τα μάτια σφαλίζουν, πνοή κουρασμένη

Ταξίδι, απώλεια, μη…



Μη φεύγεις, θα λείψει η σκιά σου, δε θέλω

Να βλέπω τα μάτια κλειστά.

Η ανάσα κονταίνει,

Μικραίνει και σβήνει.



«Πού είσαι;» μα Συ δεν ακούς.

Ξεκίνησες κιόλας στερνό σου ταξίδι

Κι εγώ απομένω βουβή.



Κρατώ σου το χέρι,

Το δάκρυ αρνείται.

Αρνούμαι. Μα είσαι αλλού.






Ρέκβιεμ

Συναντήθηκαν μέσα στη λαίλαπα ενός πολέμου. Εκείνος, έφεδρος ανθυπολοχαγός, έμελλε να γίνει το Πεπρωμένο της. Εκείνη, μαθήτρια στο γυμνάσιο, έμελλε να γίνει η Μοίρα του.

Πορεύτηκαν μια όμορφη ζωή με τα χέρια και τις καρδιές σφιχτοπλεγμένα. Αξεχώριστοι. Ευλογήθηκαν με παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα. Μέχρι που Εκείνη έφυγε πρώτη. Κι έμεινε Εκείνος ρημαγμένος να καρτερά ανυπόμονα τη στιγμή που θα ξανάσμιγαν.

Κάποτε έφτασε η θλιβερή στιγμή να ταράξουν οι ανθρώπινοι κανόνες  τον αιώνιο ύπνο Εκείνης. Αποφασίστηκε για μια κάποια Τρίτη κάποιου Μάη. Την Κυριακή, δυο μέρες πριν, Εκείνος διάβηκε την Πύλη τη Μεγάλη και πήγε να την βρει. Έτσι αναπάντεχα - ή έτσι αναμενόμενα;

Συναντήθηκαν ξανά εκείνη την σημαδιακή Τρίτη. Στην ίδια τελευταία κατοικία. Απίστευτη η σύμπτωση -ή μήπως μίλησε η Μοίρα; Εκείνη τον καλωσόρισε και πάλι κοντά της. Κι Εκείνος της υποσχέθηκε πως δεν θα την άφηνε ποτέ ξανά μόνη.

Σήμερα αποχαιρέτισαν αυτό το σπίτι το στερνό. Μαζί. Πάντα μαζί. Σβήστηκε το χνάρι τους. Το γήινο. Το φθαρτό. Γιατί το άλλο, το άυλο, το άφθαρτο, θα μένει πάντα ζωντανό στην καρδιά και την μνήμη όσων τους αγάπησαν.

Στην δική μου καρδιά και μνήμη…









Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017




Είδα ψες βράδυ ένα παιδί


Είδα ψες βράδυ ένα παιδί
προσφυγόπουλο στη Χίο
θάταν δε θάταν 8 χρόνων
μ' ένα κίτρινο αδιάβροχο
να φυλαχτεί απ' τη βροχή
και κουκούλα που τούκρυβε το πρόσωπο
θελημένα ή αθέλητα, δεν ξέρω
πάσχιζε να περάσει πάνω από τις λάσπες
και τους νερόλακκους
με τα λιγνά του πόδια να πλέουν
μέσα σ' ένα ζευγάρι παλιά αθλητικά παπούτσια
πολλά νούμερα πιο μεγάλα
κι όλο κολλούσαν τα παπούτσια στις λάσπες
κι όλο ξέφευγαν τα λιγνά του πόδια
και τσαλαβουτούσαν στα νερά
κι εκείνο τα μάζευε
και τα ξαναφορούσε
γιατί ετούτα είχε μοναχά
τα παλιά μεγάλα αθλητικά που του έπλεαν
κι έμεινε η ματιά
κι η σκέψη
κι η θλίψη μου
πάνω σ' αυτά τα πόδια τα λιγνά
και στα παπούτσια τα πολλά νούμερα πιο μεγάλα
που κόλλαγαν στη λάσπη...




Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017


Τα γυαλιά και το ποτήρι
(μικρά θαύματα)

Δεν ήταν η πρώτη φορά που τα έχανα. Τα γυαλιά μου. Αν και πολυεστιακά, φτιαγμένα υποτίθεται για συνεχή χρήση, με το που κλείνω το λάπτοπ τα βγάζω (δεν τα ανέχομαι στο πρόσωπό μου αν δεν είναι απόλυτη ανάγκη) και τα αφήνω -πού αλήθεια; Οπουδήποτε, στα πιο απίθανα μέρη, μιας και η κίνηση είναι αυτόματη και σπανίως καταγράφεται στη μνήμη -στο ψυγείο, στην τηλεόραση, στην ψησταριά όπου ταΐζω τα γατιά, στη βρύση της αυλής, στη μάντρα του κήπου, στο πεζούλι του φούρνου, παντού. Αποτέλεσμα; Να τα χάνω συχνά πυκνά και να ψάχνω με τις ώρες να τα βρω.

Αυτή τη φορά όμως τα έχασα για τα καλά. Δυο μέρες άφαντα, φάγαμε τον τόπο με τον άντρα μου, τίποτε. Άνοιξα ντουλάπες, συρτάρια, κοίταξα κάτω από τα κρεβάτια -μηδέν εις το πηλίκον. Το πήρα απόφαση ότι πήγαν οριστικά στα «απολεσθέντα» κι ότι θα πρέπει να φτιάξω καινούργια όταν, σε συζήτηση με την αγαπημένη μου φιλενάδα, μου είπε να κάνω την ευχή με το ποτήρι. Να πάρω ένα γυάλινο ποτήρι, να ψιθυρίσω μέσα «θέλω να βρω τα γυαλιά μου», να το ακουμπήσω ανάποδα και να περιμένω -και θα τα βρω.

Είμαι ορθολογίστρια και αρκετά σκεπτικίστρια, με ξέρετε, και κάτι τέτοια μεταφυσικά τα αντιμετωπίζω με κάποια επιφύλαξη. Ωστόσο αυτή τη φορά κάτι μίλησε μέσα μου όχι με την έννοια «και τι έχω να χάσω» αλλά με την έννοια «κι όμως δοκίμασε, γίνονται μικρά θαύματα» όπως πιστεύει ακράδαντα η φίλη μου -και το έκανα.

Σχολιάστε το όπως θέλετε, φίλοι μου -αλλά μετά από καμιά ώρα, καθώς πάλευα με μια πρίζα κάτω από το γραφείο (όπου είχα ΗΔΗ ψάξει) είδα τα γυαλιά δίπλα σε ένα μπαουλάκι που έχω εκεί να με κοιτάζουν κοροϊδευτικά και να μου λένε «Έι, μανδάμ! Εδώ είμαστε καλέ, δεν μας βλέπεις;» -κι έμεινα άναυδη να τα κοιτάζω κι εγώ μη πιστεύοντας καλά καλά ότι τα είχα βρει και είχα γλιτώσει την ταλαιπωρία (και τα έξοδα βεβαίως) του να φτιάξω καινούργια!

Να είσαι καλά, φιλενάδα μου αγαπημένη -τα μικρά θαύματα πράγματι συμβαίνουν αρκεί να έχουμε τα μάτια της ψυχής μας ανοιχτά για να τα δούμε και το νου μας δεκτικό στο «κάτι παραπέρα» από την τετράγωνη λογική!


Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017


Ασπιρίνη τριμμένη


Τη θυμάστε οι παλιότεροι; Την ασπιρίνη που έτριβε η μάνα μας στο κουταλάκι όταν είχαμε πυρετό; Γέμιζε μετά προσεκτικά το κουταλάκι με νερό και μας την έδινε μετά κόπων και βασάνων γιατί ήταν και πικρή πανάθεμά την! Δεν υπήρχαν τότε σιρόπια ντεπόν με γεύση φράουλα κι όλη τη δουλειά την έκανε η ασπιρίνη-φαρμάκι. Μόνη παρηγοριά το κουταλάκι μέλι που ακολουθούσε για να πάρει την πικράδα.


Και τα βρεγμένα πετσετάκια στο μέτωπο; Τα θυμάστε; Τα βουτούσε σε δροσερό νερό με ξύδι, τα έστιβε, τα απόθετε στο φλογισμένο μέτωπο να το δροσίσει και τα άλλαζε συνεχώς. Και μετά εντριβή με οινόπνευμα, το μπλε, εκείνο που βρωμάει. Και μύριζε το δωμάτιο ξύδι και οινόπνευμα και παιδική αρρώστια - ιλαρά (είναι και πάλι της μόδας!), μαγουλάδες (παρωτίτιδα για τους πιο καινούριους), κοκκύτη, ανεμοβλογιά. Όλες τα πέρασα, μέχρι και οστρακιά - με τριμμένη ασπιρίνη και βρεγμένα πετσετάκια!


Τα θυμήθηκα όλα αυτά τώρα το πρωί καθώς έτριβα το φάρμακο για μια τραυματισμένη γατίτσα. Αλησμόνητα παιδικά μου χρόνια - κι ας ήσασταν ενίοτε και "πυρετικά"!





Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017


Δειλά χαμόγελα



Κι είδα το καλοκαίρι

Να μου χαμογελά μελαγχολικά

Και να χάνεται



Με μια αδιόρατη υπόσχεση και θλίψη



Κι είδα το φθινόπωρο

Να μου χαμογελά δειλά

Και να μου γνέφει



Με μια διστακτική προσμονή κι ελπίδα



Κι είδα την μέσα μου ματιά

Σαν πάντα αισιόδοξη

Να τους χαμογελά κι αυτή



Σ’ αποχαιρετισμό και καλωσόρισμα συνάμα










Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017


Δυσφορείς

Πάλι χτυπά το κινητό. Το κοιτάζεις και μια γκριμάτσα δυσφορίας στραβώνει το στόμα σου. Δεύτερη φορά μέσα στη μέρα και θα ακολουθήσει και τρίτη, το ξέρεις. Καθημερινή κατάντησε ρουτίνα, που σε ενοχλεί. Πολυάσχολη και μονίμως τσιτωμένη εκνευρίζεσαι μ’ αυτά τα τακτικά, αναμενόμενα τηλεφωνήματα. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. «Σαν αντιβίωση», είχες σκεφτεί στις αρχές με ένα χαμόγελο θυμηδίας. Πλέον δεν σε διασκεδάζει η σκέψη, απλά ενοχλείσαι. Σε αποσπούν από τις σπουδαίες και κρίσιμες ενασχολήσεις σου, από τις διεκπεραιώσεις σου, από τα μίτινγκ σου.

Ωστόσο απαντάς - ακόμα. Μονολεκτικά κατά κανόνα. Βαριεστημένα, ανόρεχτα, αφηρημένα, διατρέχοντας ταυτόχρονα με τη ματιά σου το υπόμνημα που έχεις στην οθόνη σου ή ξεσκαρτάροντας τα ατελείωτα μέιλ σου. Ο συνομιλητής σου το καταλαβαίνει και μαγκώνεται. Μαζεύει τις κουβέντες του, κάθε φορά και λιγότερες. Εσύ πάλι δεν καταλαβαίνεις τίποτε. Καλά καλά δεν ακούς τι σου λέει. Άλλωστε όλο τα ίδια και τα ίδια είναι. Κάτι για τον καιρό, κάτι για το πόδι του που τον ενοχλεί τώρα που έπιασε υγρασία, κάτι για τη δική σου καθημερινότητα, η έγνοια του για το πώς είσαι και πώς περνάς. «Καλά», λες -πάντα αφηρημένα- και κοιτάζεις το ρολόι σου, πρέπει να φύγεις. Εκείνος, σαν να το διαισθάνεται, σου λέει να προσέχεις τον εαυτό σου και να πάρεις ομπρέλα, βάρυνε ο καιρός. Πετάς ένα «καλά, καλά, γεια και τα λέμε», κλείνεις το τηλέφωνο ανακουφισμένη, αρπάζεις τον χαρτοφύλακα κι ορμάς στο ασανσέρ διερωτώμενη «μα δεν έχει τίποτε άλλο να κάνει;»

Δεν έχει, κορίτσι μου. Να στο πω εγώ αφού δεν το καταλαβαίνεις από μόνη σου. Όχι γιατί δεν είσαι έξυπνη, κάθε άλλο. Αλλά γιατί οι ευαισθησίες σου έχουν αμβλυνθεί, οι κεραίες σου έχουν διπλώσει, τα μάτια της ψυχής σου έχουν θαμπώσει μέσα στον καθημερινό σου αγώνα για επιβίωση, για επικράτηση, για επαγγελματική δικαίωση. Και ψάχνεις για δικαιολογίες που κι εσύ δεν τις πιστεύεις. Απλά βαριέσαι όλο τα ίδια και τα ίδια. Άσε που σε αποσπά από τις σημαντικές σου ασχολίες, γι αυτό κι αναρωτιέσαι - δεν έχει τίποτε καλύτερο να κάνει; 

Δεν έχει τίποτε να κάνει - ούτε καλύτερο ούτε χειρότερο. Δεν ακούει παρά ελάχιστα, βλέπει θαμπά, τα πόδια του με το ζόρι τον κρατούν ίσα με το σαλόνι. Η τηλεόραση είναι ενόχληση, το βιβλίο θολή εικόνα, το ραδιόφωνο  βαβούρα ακαταλαβίστικη. Πάλι καλά που έχει την πολυθρόνα του δίπλα στο παράθυρο και χαζεύει τους περαστικούς, τα παιδάκια που πάνε σχολείο, τον παλιατζή που περνάει κάθε πρωί, την κυραΛένη απέναντι που απλώνει την μπουγάδα, τις νοικοκυρές που γυρνούν από τη λαϊκή σέρνοντας τα καρότσια. Όλη του η ζωή μια πολυθρόνα στο παράθυρο κι ένα τηλέφωνο. Κι εσύ. Το μέσα του παράθυρο στον έξω κόσμο. Βλέπει με τα μάτια σου, οδηγεί με τα χέρια σου, γεύεται το βιαστικό μεσημεριανό σου. Γι αυτό και σε ρωτάει όλα αυτά τα ανούσια - για να τα ζει μαζί σου. Γιατί άλλη ζωή δεν έχει πια, βαρύ το φορτίο των χρόνων του και λύγισε.

Κι εσύ του στερείς αυτή του την μοναδική διαφυγή, την μόνη χαραμάδα χαράς. Με την αφηρημένη σου απόκριση - που καταλαβαίνει. Με την αδιόρατη δυσφορία σου - που εισπράττει. Με την όλο και πιο λιγόλογη και βιαστική σου κουβέντα - που τον θλίβει. Εσύ ζεις έντονα -και το δικαιούσαι- κι εκείνος μαραζώνει -και δεν το αξίζει. Σκέψου τα λίγο όλα αυτά την επόμενη φορά που θα σε ενοχλήσει με το τηλεφώνημά του και ψάξε να ξαναβρείς μέσα σου την καταχωνιασμένη αγάπη που ξέρω πως του του έχεις και την συμπόνια που επίσης ξέρω πως κρύβεται κάτω από την αλαζονεία της επιτυχημένης καριερίστας.

Γιατί -σκέψου το κι αυτό- δεν θα τον έχεις για πολύ ακόμα να σε «ενοχλεί» ο γερο πατέρας σου…

Και θα ’ναι πια πολύ αργά…



 Η μίνι συνέντευξη μου
στα πλαίσια του Φεστιβάλ Βιβλίου
στο Ζάππειο

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017


Νυχτολούλουδο

Σουρουπώνει. Το ντροπαλό νυχτολούλουδο, το αλλιώτικο, το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό, το αόρατο θαρρείς στη διάρκεια της μέρας, ετοιμάζεται να ανοίξει τις ταξιανθίες του και να πλημμυρίσει τον κήπο με την ξεχωριστή του ευωδιά. Είναι η δική του θριαμβική ώρα και το ξέρει.

Χαμογελά στον ιβίσκο πλάι του, που διπλώνει τα πέταλα στο φιλί της τελευταίας ηλιαχτίδας, και ξεδιπλώνει τα δικά του ρουφώντας τις πρώτες σταγόνες τις νυχτερινής δροσιάς. Κι η νύχτα φορά το ακριβό του άρωμα στο λακκάκι του λαιμού, απλώνεται νωχελικά και μας γνέφει αινιγματικά!






Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017


Ήλιος φθινοπωρινός


Διστάζεις, ήλιε μου, να βγεις
Συννεφιασμένη η μέρα
"Φθινόπωρο", σου μήνυσε,
"Αλλάζουμε σελίδα
Μπαίνουνε κι άλλοι στο χορό
Τα σύννεφα, το κρύο
Η καταχνιά και η βροχή
Κάποια μελαγχολία"
Κι εσύ, σαν πάντα ευγενής,
Παράμερα εστάθης
Γλυκά της χαμογέλασες
Κι έδωσες τη σκυτάλη
Στη σεπτεμβριάτικη αχλύ
Προσωρινά μονάχα
Γιατί, το ξέρω, είσαι εκεί
Κι εγώ θα σε προσμένω

Ήλιε μου φθινοπωρινέ!


Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Από την παρουσίαση των "Μουσών"
στο Ζάππειο



Λίγο πριν την παρουσίαση των "Μουσών" μου
στο Ζάππειο





Φεστιβάλ Βιβλίου




Βέροια, η πατρίδα της καρδιάς μου

Όχι που να το παινευτώ επειδή είναι η πατρίδα μου, αλλά πρόκειται για μια υπέροχη πόλη. Κι αν δεν μένω εκεί, την επισκέπτομαι με κάθε ευκαιρία και απολαμβάνω για μια ακόμη φορά το σεργιάνισμα στα τόσα και τόσα όμορφα μέρη της. Ελάτε να τα περπατήσουμε μαζί.

Ξεκινούμε από την παλιά πόλη, όπου τα σπίτια και τα καλντερίμια έχουν αναπαλαιωθεί και μας μεταφέρουν μονομιάς σε παλιές, αλησμόνητες εποχές, τότε που οι γειτονιές ήταν γεμάτες ζωή και φωνές παιδικές ενώ οι γυναίκες κάθονταν στις αυλόπορτες με το εργόχειρο αγκαλιά. Σήμερα τα περισσότερα σπίτια έχουν μετατραπεί σε καλαίσθητα καφέ ή μικρά εστιατόρια με όμορφη, φιλική ατμόσφαιρα όπου μπορούμε να δοκιμάσουμε, ανάμεσα σε άλλα νόστιμα εδέσματα, και τον παραδοσιακό φασουλονταβά, εθνικό φαγητό της πόλης - γίγαντες στο φούρνο με ντομάτα και μυρωδικά.

Συνεχίζουμε προς την Μπαρμπούτα, τη γειτονιά που αγκαλιάζει ο Τριπόταμος, το βουερό ποτάμι που διασχίζει την πόλη. Το κιόσκι, που βρίσκεται χρόνια τώρα στην όχθη του, μας καλωσορίζει ενώ δίπλα μας κυλάει το κρυστάλλινο νερό του Τριπόταμου ανάμεσα στα αιωνόβια πλατάνια και την πυκνή βλάστηση - μια όαση δροσιάς τους καλοκαιρινούς μήνες αλλά κι ένα ζεστό καταφύγιο για χειμωνιάτικες μικρές αποδράσεις.

Το σεργιάνι μας καταλήγει στην Ελιά, το «μπαλκόνι» της Βέροιας. Ένα καταπληκτικό σημείο της πόλης με πανοραμική ανεμπόδιστη θέα στον μακεδονικό κάμπο που απλώνεται από κάτω. Καθισμένοι αναπαυτικά στις πολυθρόνες του καφέ-μπαρ αφήνουμε τη ματιά και τη σκέψη να ταξιδέψει ενώ απολαμβάνουμε ένα κομμάτι ρεβανί, το παραδοσιακό γλυκό της Βέροιας, που δεν θα το βρείτε πουθενά αλλού σε τέτοια θεσπέσια και μοναδική γεύση.

Πέρα ωστόσο από τις φυσικές ομορφιές της πόλης ο επισκέπτης έχει πολλά και πολύ ενδιαφέροντα μέρη να επισκεφθεί. Η Βέροια είναι γνωστή για τις 70 εκκλησίες της, πολλές από τις οποίες είναι πολύ παλιές και με αρχαιολογική αξία, για το «Βήμα του αποστόλου Παύλου» όπου ο απόστολος κήρυξε τον Λόγο του Κυρίου, για την γραφική και ιδιαίτερου χρώματος Εβραίικη συνοικία της και για την περίφημη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της, η οποία το 2010 κέρδισε το βραβείο του ιδρύματος Bill Gates και το 2012 το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Ακόμη είναι η κοντινότερη πόλη στην μονή της Παναγίας Σουμελά, ιερό και εθνικό  Σύμβολο των Ελλήνων του Πόντου και όχι μόνο, και καμαρώνει για το χιονοδρομικό της κέντρο στο Σέλι του Βερμίου, του καταπράσινου πανέμορφου βουνού που αγκαλιάζει και προστατεύει την Βέροια.

Θα μπορούσα να σας μιλώ με τις ώρες για την Βέροια, την πατρίδα της καρδιάς μου - μα δεν θα το κάνω. Θα σας αφήσω να την ανακαλύψετε μόνοι σας περπατώντας στα όμορφα καλντερίμια και τους σύγχρονους δρόμους της κι ανακαλύπτοντας την κρυμμένη της γοητεία βήμα βήμα. Καλό σας ταξίδι!






Δείτε το link
https://l.facebook.com/l.php?u=https%3A%2F%2Fbibliomageiremata.blogspot.gr%2F2017%2F09%2Fblog-post.html&h=ATMD5n8Hsq4KAm24bckHibfxj2-FMWLb63s1m_vTKr1DbZgxpq8y9V7JSd4yVBIaLntkZEuin6lJyVLM0augT6xse9Cfk9ui2IqfW57rmR-P_l__yA-gDTeT2B9zxPnUuGQor-0ZR9tkDgAGpBVEyiKu7ey6TssYy-Jhou3tmFuTimvFBmmFoo0MMTAX1LLaU1Crswr1KzUBQXrHhB0jX04yhpp0zV8fETnhS08LOi0vug42lL4ZC72izZY4rA66mKaOOfuhJLJjCYHY4mDLTu04T08DytvqzA0Kl84K