Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015


Από την ποιητική μου συλλογή

 «βουκαμβίλιες και γεράνια»

 

Στο χρώμα της φωτιάς   

 

Την έβλεπα ν’ απομακρύνεται...

Να χάνεται...

Να γίνεται ένα

Με την αχλύ της βροχής

Και της ομίχλης...

 

Τα μαλλιά της

Στο χρώμα της φωτιάς

Κρατούσαν τη ματιά μου

Φυλακισμένη...

Μέχρι που χάθηκαν

Κι αυτά

Στο γκρίζο

Το μολυβί της νύχτας...

 

Πάσχιζα να ξεδιακρίνω

Τη θολή φιγούρα

Ενώ η βροχή μούσκευε

Το πρόσωπό μου...

 

Ή μήπως ήταν δάκρυα;

 


 

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015


Από την ποιητική μου συλλογή

 «βουκαμβίλιες και γεράνια»

 

Βροχή    22/9/15

 

Η βροχή ήταν

Μονάχα η αφορμή

Για να αγκαλιαστούμε σφιχτά

Κάτω από τη σκέπη

Της ομπρέλας...

 

Πέρασες το χέρι

Γύρω στους ώμους μου

Κι ένιωσα τη ζεστασιά σου

Να με τυλίγει - και ρίγησα...

Κι όλα χάθηκαν

Σ' ένα τοπίο ονειρικό...

 

Κι έμεινε μόνο

Η ανάσα σου

Να χαϊδεύει

Το πυρωμένο μου μάγουλο...

 

 

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015


Εκλογές  2015 - μέρος Β΄

 

«Καλό βόλι» λέμε για την ψήφο – μόνο που φοβάμαι ότι ΚΑΙ αυτή τη φορά τα βόλια στοχεύουν κατ’ ευθείαν στην καρδιά... τη δική μας, των ξενιτεμένων μας, των παιδιών μας που χαντακώσαμε...

Άντε λοιπόν να ασκήσουμε για μια ακόμη φορά το εκλογικό μας δικαίωμα,  που όλοι «αυτοί» το κατάντησαν υποχρέωση, αγγαρεία, πονοκέφαλο και γενναίο τσακωμό – με τη συνείδησή μας, με τους δικούς μας, με τον κόσμο ολόκληρο.

Καλό βόλι, φίλες και φίλοι μου, με πολλές  πιθανότητες αύριο να έχουμε ήδη μετανοιώσει που ψηφίσαμε το «αστέρι» που ψηφίσαμε - όλοι εμείς οι κουλοχέρηδες!!!

Υ.Γ. Κι ας ελπίζουμε (κι ευχόμαστε) πως δεν θα υπάρξει «Μέρος Γ΄»!!!

 


ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... οι εκλογές

--- Εκλογές αύριο, ελπίζω να το θυμάσαι!

--- Τώρα... σωθήκαμε!

--- Γιατί τόση απαξίωση; «Οι εκλογές είναι η γιορτή της Δημοκρατίας», δε λένε;

--- Με δουλεύεις; Ποια γιορτή, τρομάρα σου; Βλέπεις εσύ κανέναν να έχει γιορταστική διάθεση;

--- Ντάξει... δε λέω... μια μιζέρια και μια μαυρίλα την πιάνεις στον αέρα...

--- Και μια απογοήτευση και μια αγανάκτηση μη σου πω. Δυο φορές στον ίδιο χρόνο, αηδία καταντήσαμε. Άσε που τίποτε δεν με διαβεβαιώνει πως δεν θα πάμε και για τρίτη, αν δεν τα βρουν οι λεβέντες μεταξύ τους.

--- Λες;

--- Εγώ το λέω; Τα μερομήνια το λένε - και κάτι Κασσάνδρες που ελπίζω κι εύχομαι να μη βγουν αληθινές.

--- Μπα... Να δεις που θα βάλουν όλοι τις σοφές τους κεφαλές κάτω και θα βρουν μιαν άκρη, μια συνεννόηση βρε αδερφέ!

--- Να μην εκφρασθώ για τις περισσότερες από τις κεφαλές που αναφέρεις και για το τι έχουν μέσα τους...

--- Να μην εκφρασθείς, η γλώσσα σου τσακίζει κόκκαλα. Πές μου καλύτερα τι θα ψηφίσεις.

--- ΑΝ ψηφίσω, εννοείς.

--- Αυτό δεν το συζητώ - θα πας και θα πεις κι ένα τραγούδι, μην αγριέψω κι έρθω να σε πάω σούρνοντας. Άκου αν θα πάει... μεγάλε, δεν είναι απλά δικαίωμά σου, είναι καθήκον σου - ειδικά στην παρούσα τόσο κρίσιμη περίσταση.

--- Καλά, θα πάω - έτσι το είπα, για να σε τσιγκλίσω! Αλλά το τραγούδι θα το πω, το «μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά, μαύρη σαν καλιακούδα»...

--- Δεν θέλω πεσιμισμούς.

--- Πες μου κάτι αισιόδοξο κι αμέσως θα γίνω οπτιμιστής.

--- Δεν έχω κάτι πρόχειρο... αλλά όλο και θα υπάρχει.

--- Αλίμονο! Όπως ας πούμε ότι ο ήλιος θα ζήσει κάτι εκατομμύρια χρόνια ακόμα;

--- Λίγο τόχεις;

--- Με ξαναδουλεύεις;

--- Προσπαθώ να σε καλοπιάσω για να μου πεις τι θα ψηφίσεις τελικά.

--- Εγώ είμαι στην μεγάλη κατηγορία των αναποφάσιστων, στην κάλπη θα αποφασίσω.
--- Ωραία πολιτική συνείδηση έχεις! Άκου στην κάλπη!

--- Ενώ εσύ; Ο συνειδητοποιημένος, ο ενημερωμένος, ο αποφασισμένος; Ποιον θα τιμήσεις με την ψήφο σου;

--- Τον Κολοκοτρώνη! Εκείνον πάνω στ’ άλογο, με την περικεφαλαία!

 

 

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015


Χεράκια μου ακίνητα...

 

Χεράκια μου ακίνητα

Μικρά

Τρυφερά

Μωρουδιακά

Σαν φτεράκια μικρού σπουργιτιού

Τσακισμένα

Παραιτημένα...

 

Ακουμπισμένα  άψυχα

Πλάι στο μικρό σου ακίνητο κορμάκι

Εκεί

Στην ακροθαλασσιά του τρόμου

 

Γεμάτα παράπονο και απορία

Που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν

Ν’ αδράξουν τη ζωή

Στις τρυφερές τους χουφτίτσες

 

Τις χουφτίτσες που απόμειναν να κοιτάνε

Τον μολυβένιο αδιάφορο ουρανό

Με το ίδιο παράπονο

Την ίδια απορία

Που ξέρω

Που νιώθω

Που βλέπω σχεδόν

 Να καθρεφτίζεται στα τεράστια, αθώα μάτια σου

Την ώρα του χαμού...

«Γιατί;»

 

 

Χεράκια σαν φτεράκια σπουργιτιού

Ακίνητα

Φοβισμένα

Άψυχα...

 

Απ’ όλη την εικόνα

Του αβάσταχτου καημού,

Μικρό μου αφτέρουγο σπουργιτάκι,

Εκείνα ήταν

Που μου σπαράξαν πιότερο

Την καρδιά...

 

Τα χεράκια με τις  μικρές

Χλωμές

Άψυχες χουφτίτσες

 

Που όλο και πληθαίνουν...

 

 

 

 

 

 

 

Η ελαφριά μελαγχολία του Σεπτέμβρη

Ο Σεπτέμβρης πάντα μου προκαλούσε μια ελαφριά μελαγχολία - κι ακόμα μου προκαλεί,  παρ’ όλο που θάπρεπε να είναι ο μήνας μου μιας και Σεπτέμβρη γεννήθηκα, Σεπτέμβρη παντρεύτηκα!

Ίσως  γιατί, σαν παιδί, ο Σεπτέμβρης ήταν ο μήνας έναρξης της σχολικής χρονιάς και λήξης των ανέμελων διακοπών. Όσο κι αν αγαπούσα το σχολείο, προφανώς αγαπούσα περισσότερο το παιχνίδι (ως  ανήκουσα στην πλειοψηφία των παιδιών με ανάλογες απόψεις!)

 Ίσως πάλι γιατί είμαι πολύ ανοιξιάτικο/καλοκαιρινό άτομο - πολύ της μέρας, της εξοχής, του έξω, της θάλασσας.Όσο κι αν μου αρέσει το χουχούλιασμα δίπλα στο τζάκι, προφανώς προτιμώ την φυσική θαλπωρή που προσφέρουν οι ακτίνες του ήλιου από τη ζεστασιά των αναμμένων κούτσουρων που τριζοβολούν στο παραγώνι!

Ο Σεπτέμβρης σηματοδοτεί το τέλος όλων αυτών - των διακοπών παλιότερα, των υπέροχων ατέλειωτων ημερών σήμερα. Αραιώνουμε και αποχαιρετούμε τα μπάνια, το φως μας αφήνει νωρίς, η νύχτα κερδίζει έδαφος κι αρχίζει να διαγράφεται η κλεισούρα του χειμώνα.

Αρχίζουν οι βροχές, που μπορεί να είναι καλόδεχτες κι ευεργετικές στην αρχή, αλλά μετά το παρακάνουν και με κλείνουν μέσα ή με υποχρεώνουν να κρατώ ομπρέλλα για να βγω από την πόρτα μου - και τις αντιπαθώ τις ομπρέλλες! Ακολουθούν τα κρύα (αντιπαθώ τα μπουφάν και τις μπότες), οι μεγάλες νύχτες (αντιπαθώ το σκοτάδι και το τεχνητό φως) και ο συχνά κατσούφης ουρανός (αντιπαθώ τη συννεφιά και τη μαυρίλα).

Μου πέρασε λοιπόν κάποια στιγμή η σκέψη ότι, αφού δεν μπορώ να μετατρέψω τους πολύ χειμωνιάτικους μήνες (συγκεκριμένα από Νοέμβρη μέχρι Φλεβάρη) σε ανοιξιάτικους ή, έστω, φθινοπωρινούς,  θα με βόλευε ιδιαίτερα να μπορούσα να τους παρακάμψω! Σκέψη που απορρίφθηκε πολύ σύντομα για δύο βασικούς λόγους - πρώτον γιατί  δεν μπορώ και δεύτερον γιατί δεν θέλω!

Και το «δεν μπορώ» είναι αυταπόδεικτο - δεν γίνεται να πέσω σε χειμερία νάρκη, σαν τις αρκούδες, ούτε να περνώ τους χειμωνιάτικους μήνες σε κάποιο ολοχρονίς ανοιξιάτικο  μέρος, σαν τις Βερμούδες (άσε που δεν μου ταιριάζει κανένα μέρος πέρα από τη χώρα μου, ένα μυστήριο πράγμα!)

Το «δεν θέλω» όμως;

Εδώ μπαίνει στο σκηνικό η φιλοσοφία μου, η κοσμοθεωρία μου, όπως θέλετε ονομάστε το. Η βαθιά μου πεποίθηση ότι κάθε στιγμή της ζωής μας είναι πολύτιμη, ανεπανάληπτη, μοναδική.  Κάθε στιγμή - καλή, κακή, δύσκολη, οδυνηρή, ευτυχισμένη, απαισιόδοξη, ονειρική, θλιμμένη. Είναι δική μας,  δικαιούμαστε να τη ζήσουμε όποιο χρώμα κι αν έχει και δεν δικαιούμαστε να την αποκηρύξουμε - γιατί δεν θα ξανάρθει ποτέ πίσω.

Κάτι λοιπόν η κοσμοθεωρία μου, κάτι ο φύσει αισιόδοξος χαρακτήρας μου, και η μελαγχολία του Σεπτέμβρη με αποχαιρετά πριν καλά καλά εγκατασταθεί. Κάνει ένα γρήγορο πέρασμα από την φθινοπωρινή  ζωή μου και σκορπάει σαν καπνός μπροστά σε μια πολύ απλή (αλλά τόσο ουσιαστική) σκέψη:

Πού θα πάει; Θα ξανάρθει η Άνοιξη - και το μόνο που εύχομαι (και χρειάζεται) είναι να είμαι εκεί και να την περιμένω!