Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017


Πάει ο παλιός ο Χρόνος

Φεύγει κι αυτός. Λίγες ώρες ακόμη και θα είναι παρελθόν. Φεύγει κι αφήνει πίσω του αναμνήσεις γλυκόπικρες και φωτογραφίες νοσταλγίας. Σαν και νάταν χτες που τον καλοδεχτήκαμε γεμάτοι προσδοκίες, όνειρα και κι ελπίδες. Που του χαμογελούσαμε προσμένοντας να κάνει πραγματικότητα όλα όσα μας στέρησε ο προηγούμενος. Άλλα μας τα χάρισε, σε άλλα κουνήσαμε το μαντήλι απογοητευμένοι.

Και του τα χρεώνουμε αυτά τα τελευταία ξεχνώντας να τον ευχαριστήσουμε για τα πρώτα. Ξεχνώντας πως ο Χρόνος είναι απλά ο καμβάς που εμείς οι ίδιοι κεντούμε τα σχέδια που επιλέγουμε. Στα χρώματα που εμείς αποφασίζουμε. Ας το θυμηθούμε σε λίγες ώρες που θα υποδεχτούμε με ενθουσιασμό τον επόμενο. Κι ας διαλέξουμε, όσο η ζωή μας το επιτρέψει, εκείνα που μας ταιριάζουν πιο πολύ. Εκείνα που θα κάνουν το κέντημα χαρούμενο και φωτεινό - κι εμάς χαμογελαστούς και αισιόδοξους!

Καλό σου κατευόδιο, Χρόνε παλιέ, και σ’ ευχαριστούμε που μας αξίωσες να σε ζήσουμε με τα όμορφα και τα δύσκολά σου - δεν έχει να κάνει, φτάνει που σε ζήσαμε!

Καλή Πρωτοχρονιά σε όλους, φίλοι μου – με χαμόγελο στα χείλη, τη ματιά, την ψυχή!




Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017


Πρωτοχρονιάτικο απόσπασμα από την νουβέλα
«Φρίντα & Βικτώρια».




«Κόντευαν μεσάνυχτα. Παραμονή πρωτοχρονιάς και το κρύο ήταν τσουχτερό ακόμα και μέσα στην Αθήνα ενώ στην Πάρνηθα χιόνιζε από το πρωί. Η Βικτώρια έβαλε ακόμη ένα ξύλο στο τζάκι που τριζοβολούσε χαρούμενα και ζέσταινε το χώρο απλώνοντας μια γλυκιά λάμψη ολόγυρα. Ήταν από τις βασικές της απαιτήσεις όταν έψαχνε να βρει σπίτι - να έχει οπωσδήποτε τζάκι. Έτσι είχε μάθει στο πατρικό της, την παλιά μονοκατοικία κοντά στον ΆιΓιάννη τον Κυνηγό - εκείνη που δόθηκε αντιπαροχή για να χτιστεί μια άχαρη πολυκατοικία. Πόσο είχε κλάψει τότε... της έκλεψαν την παιδική της ηλικία, γκρέμισαν τη ζωή της ολόκληρη... Δεν ξαναπέρασε για χρόνια από την παλιά της γειτονιά, πονούσε κάθε που έβλεπε την πολυώροφη οικοδομή να συνθλίβει με τον όγκο της την αυλή και τον κήπο που έπαιζε παιδάκι. Παρηγορήθηκε κάπως όταν βρήκε αυτό το σπίτι με το τζάκι και το άναβε καθημερινά όλο το χειμώνα.
Η Φρίντα ξεκουλουριάστηκε από την πολυθρόνα που χουζούρευε και τεντώθηκε σαν αιλουροειδές για να ξεμουδιάσει. Κάτι η γαλοπούλα που είχαν ξεκοκκαλίσει νωρίτερα, κάτι το δυνατό Μακεδονίτικο ξινόμαυρο που ακόμα σιγόπινε απολαμβάνοντας το τσιγάρο της (με την κατ’ εξαίρεση άδεια της φιλενάδας της λόγω της ημέρας), κάτι η ζέστη και το απαλό φως των κεριών που ήταν τα μόνα που φώτιζαν τον χώρο, είχε γλαρώσει.
«Βικτωράκι... δεν φέρνεις να κόψουμε εκείνη τη βασιλόπιτα; Δεν κάνει να μας βρει ο καινούργιος χρόνος κοιμισμένες, έχουμε κι ένα μωρό να μεγαλώσουμε!»
Η Βικτώρια, με όλη την σοβαρότητα του εθίμου και την αύρα της εγκυμοσύνης να στεφανώνει το κόψιμο της πίτας, άρχισε να ξεχωρίζει τα κομμάτια. Η Φρίντα με παιδιάστικη ανυπομονησία τα άρπαζε και τα κοιτούσε από κάτω για να δει πού είχε πέσει το φλουρί.






Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017


Χρόνια Πολλά από τις ηρωίδες του βιβλίου μου
«Πάροδος Μουσών 9»!


Χιόνιζε όλη νύχτα στη Βέροια και τα πάντα, σπίτια, δέντρα, θάμνοι, ήταν κουκουλωμένα κάτω από ένα ολόλευκο πέπλο που έκανε το τοπίο ονειρικό. «Να που γίνηκε το χατίρι των κοριτσιών μου και τα αυριανά Χριστούγεννα θα μας εύρουν στα κάτασπρα ντυμένους», μονολόγησε η Ουρανία κι αφήνοντας να πέσει το κουρτινάκι στο παράθυρο πήγε να ξυπνήσει τις τρεις θυγατέρες της.

Στάθηκε στην πόρτα κι έμεινε για λίγο ακίνητη με τη ματιά να τις χαϊδεύει γεμάτη τρυφερότητα. «Τα κορίτσια μου τα όμορφα» σκέφτηκε. «Οι μούσες μου». Πρώτη την πήρε είδηση κι αναδεύτηκε η Κλειώ, το στερνοπούλι της. Άνοιξε τα μάτια, «καλημέρα μάνα» της είπε και της χάρισε εκείνο το φωτεινό της χαμόγελο που έκανε την καρδιά της να πεταρίζει. Απόκοντα ξύπνησαν κι οι άλλες δυο, η Μέλπω και η Θάλεια, τανύζοντας τα χέρια για να διώξουν τον ύπνο από τα βλέφαρα.

Η μάνα τους τις κοίταξε μία μία κι ένιωσε την καρδιά της να φουσκώνει από αγάπη και συγκίνηση. Άνοιξε το παράθυρο κι ένα σύννεφο από νιφάδες όρμησε στο δωμάτιο κάνοντας τα κορίτσια να ξεφωνίσουν από ενθουσιασμό και να τρέξουν ξυπόλητα να χαζέψουν την θεόρατη μουριά της αυλής που έμοιαζε με χριστουγεννιάτικο δέντρο έτσι ντυμένη στα λευκά. Η Ουρανία πήγε κοντά τους και τις αγκάλιασε.

«Ελάτε», τους είπε. «Ελάτε να ευχηθούμε χρόνια πολλά όπως παλιά -που ανοίγαμε το χιονισμένο παράθυρο και φωνάζαμε ευχές να μας ακούσει η γειτονιά κι ο κόσμος ολάκερος. Χρόνια πολλά γειτόνοι, χρόνια πολλά φίλοι κι άγνωστοι, χρόνια πολλά κόσμε! Να είστε πάντα χαρούμενοι, αισιόδοξοι, γελαστοί και δυνατοί και να χαίρεστε την κάθε στιγμή της κάθε μέρας - γιατί είναι πολύτιμη και μοναδική κι όταν φύγει, πίσω δεν γυρνά. Γι αυτό ζήστε την με όλη σας την ψυχή και χαμογελάστε στη Ζωή -κι εκείνη θα σας αντιγυρίσει το χαμόγελο και θα σας ανταμείψει με ακόμη πιο πολλές και πιο όμορφες στιγμές! Χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα, ειρηνικά και φωτεινά Χριστούγεννα σε όλους!»






Πουλιά κυνηγημένα…

Και ξαφνικά μαύρισε ακόμα πιο πολύ ο ουρανός... κι ένα σμήνος πουλιά, κυνηγημένα από τον αέρα και την φορτωμένη με βροχή ατμόσφαιρα, σκέπασαν τη γειτονιά.
Στάθηκα και τα κοιτούσα μελαγχολική. "Σαν τα παιδιά μας", σκέφτηκα, "τα φευγάτα σε άλλες γειτονιές, σε άλλες χώρες... Κυνηγημένα από την κρίση και την φορτωμένη με απογοήτευση πραγματικότητα..."
Παιδιά μου... παιδιά μας... να είστε καλά όπου κι αν είστε...
Η αγάπη, οι σκέψεις και οι ευχές μας πάντα μαζί σας...




Κάποια παλιά Χριστούγεννα στην "Πάροδο Μουσών 9" στη Βέροια, την πατρίδα της καρδιάς μου!

Χαρούμενα Χριστούγεννα με αγάπη και πολλά χαμόγελα φίλοι μου!

"Χριστούγεννα 1972

Η Ουρανία ξύπνησε από έναν περίεργο θόρυβο. Στην αρχή δεν μπορούσε να εντοπίσει ούτε τι ήταν ούτε από πού ερχόταν. Σηκώθηκε, τυλίχτηκε στο σάλι της και βγήκε στον διάδρομο. Ο θόρυβος, κάτι σαν πνιχτά γέλια, την οδήγησε στο δωμάτιο των κοριτσιών. Από τη χαραμάδα της πόρτας ξέφευγε μια λεπτή, αδύναμη αχτίδα φωτός. Χαμογέλασε τρυφερά. Οι κόρες της ξενυχτούσαν. «Λογικό» σκέφτηκε, «έπειτα από τόσα χρόνια που είχαν να βρεθούν όλες μαζί. Παράλογο» ξανασκέφτηκε, «μιας κι έχουν τόσο μεγάλη μέρα μπροστά τους αύριο».

Έσπρωξε σιγανά την πόρτα. Τα μάτια και η καρδιά της γέμισαν από την εικόνα που φανερώθηκε μέσα από το στενό άνοιγμα. Η Μέλπω ήταν μισοξαπλωμένη στο ένα κρεβάτι, με την πλάτη να ακουμπά στο προσκέφαλο και τα φουντωτά μαύρα μαλλιά της να έχουν σκεπάσει το μαξιλάρι. Διαγώνια στο κρεβάτι, με τα πόδια να ακουμπούν στην άσπρη φλοκάτη και το κεφάλι στην αγκαλιά της μεγάλης, που τύλιγε και ξετύλιγε τις ξανθές μπούκλες στα δάχτυλα, χουζούρευε η Κλειώ μέσα στις αστείες ροζ πιτζάμες της με τα αρκουδάκια. Και οι δυο κοίταζαν με μια έκφραση ευθυμίας τη Θάλεια που, καθισμένη στο απέναντι κρεβάτι οκλαδόν, κάτι τους έλεγε με περισπούδαστο ύφος, με τα χέρια να ανεμίζουν για να δώσει έμφαση στα λόγια της.

Η Ουρανία έμεινε για λίγο ακίνητη να τις χαζεύει. «Τα κορίτσια μου τα όμορφα» σκέφτηκε. «Οι Μούσες μου». Θυμήθηκε τον αγώνα που είχε κάνει για να τις ονομάσει έτσι. Ήταν μια υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της πολύ μικρή, στο Δημοτικό ακόμα, όταν είχε μάθει στην ελληνική μυθολογία για τον θεό Απόλλωνα και τις εννέα Μούσες του στις πλαγιές του Ελικώνα. Την είχαν γοητεύσει τόσο τα ονόματα και ο μύθος, που αποφάσισε, αν έκανε ποτέ κόρες, να τους έδινε ονόματα Μουσών, όπως ήταν, τυχαία, και το δικό της.

Δύσκολη δουλειά, όπως αποδείχτηκε στην πορεία. Με την πεθερά της, την κυρα-Πελαγία, και τη μάνα της, την κυρα-Ζαμπέτα, να έχουν κάνει κόμμα και να την κατακεραυνώνουν. «Πού ακούστηκε» έλεγαν οργισμένες, «να μην ονοματίσεις τα κορίτσια σου από τη μάνα σου, από τη μάνα του αντρός σου! Και ποια νομίζεις ότι είσαι, να σπας την παράδοση και να κάνεις του κεφαλιού σου; Άκου “Μούσες”! Δεν φταίει κανείς» συνέχιζε η μάνα της τον εξάψαλμο, «ο κύρης σου φταίει, που σ’ έστειλε σχολειό να μάθεις γράμματα. Να τώρα τα χαΐρια μας. Ρεζίλι θα μας εκάμεις».

«Σιγά μη βγάλω τα κορίτσια μου “Πελαγίες” και “Ζαμπέτες”» απαντούσε πεισματωμένη εκείνη. Και διόλου δεν την ένοιαζε τι έλεγαν οι «γριές». Της έφτανε που ο Λευτέρης της ήταν με το μέρος της. «Ό,τι θέλει η κοκόνα μου» της έλεγε, και την αγκάλιαζε μ’ εκείνο το βλέμμα το γεμάτο αγάπη που την έκανε να νιώθει παντοδύναμη. Τις ονόμασε όπως ήθελε εκείνη, σε πείσμα όλων των κουτσομπολιών και των αντιρρήσεων, με τα ονόματα των Mουσών που της άρεσαν: Μελπομένη, Θάλεια, Κλειώ, χωρίς να θυμάται ποια τέχνη ή επιστήμη αντιστοιχεί στην καθεμία".




Σμύρνα, χρυσό και λίβανο



Αιώνες τώρα πορευόμαστε

Περιπλανώμενοι σε δύσβατα μονοπάτια

Χιονισμένων βουνοκορφών κι άνυδρων ερήμων,

Ψάχνοντας να βρούμε

Το Θείο Βρέφος

Ακολουθώντας το Αστέρι.



Κι όλο θαρρούμε πως κοντοζυγώνουμε

Στη φάτνη.

Κι όλο αναφτερώνουν οι ελπίδες μας,

Πως έφτασε η στιγμή

Να αποθέσουμε στα πόδια Του

Σμύρνα, χρυσό και λίβανο,

Όχι τόσο σαν δώρα σεβασμού κι αγάπης,

Όπως όλοι πιστεύουν λαθεμένα,

Μα πιότερο σαν αναθήματα ικεσίας

Για όσα λαχταρούμε να ‘ρθουνε

Σε τούτον το μίζερο πλανήτη.



Ακόμα δεν Το βρήκαμε

Το Βρέφος των ελπίδων και των προσδοκιών μας.

Κάποιες φορές Το είδαμε

Να μας κοιτάζει τρομαγμένο

Μέσα από τα μάτια μικρών παιδιών

Θαμμένων κάτω από ερείπια βομβαρδισμένων σπιτιών

Ή παιδιών που φόραγαν

Κίτρινα σωσίβια στο λιανό κορμί τους…

Κι άλλοτε πάλι να μας κοιτάζει με θλίψη κι απόγνωση

Μέσα από τα μάτια μανάδων

Που βύζαιναν αποστεωμένα μωρά

Σ’ ένα στεγνό, μαραμένο στήθος.



Κι ύστερα χανόταν πάλι…



Ωστόσο εμείς ακόμα επιμένουμε

Στην αέναη αναζήτησή Του,

Πάντα ακολουθώντας το Αστέρι.

Κι ας έχει λιγοστέψει η λάμψη του.

Κι ας κρύβει κάθε τόσο το πρόσωπό του

Πίσω από σύννεφα οργής και αγανάκτησης

Για όσα φοβερά αντικρίζει

Σε τούτον το μίζερο πλανήτη.



Επιμένουμε…

Κι ας έχει θαμπώσει ο χρυσός.

Κι ας έχει ξεθυμάνει η ευωδιά.

Στη σμύρνα και στο λίβανο…