Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018



Από την «Δωροθέα», το τρίτο μου υπό έκδοση βιβλίο, ένα εντελώς αυτοβιογραφικό απόσπασμα που σχετίζεται με τον αρραβώνα μου με τον καλό μου (ναι, οι παλιότεροι τα συνηθίζαμε κάτι τέτοια πιότερο από τους νεότερους) σαν σήμερα πριν 41 (κι ας μου φαίνεται σαν χτες) χρόνια!

{Καινούργιοι γείτονες λοιπόν. Πριν λίγο έφτασε το φορτηγό και τώρα ξεφορτώνουν, νυχτιάτικα. Ακούω τα έπιπλα που σέρνουν πάνω από το κεφάλι μου. «Ένα ζευγάρι με δυο παιδάκια, κοριτσάκια, αυτός στρατιωτικός, λοχαγός νομίζω, τώρα μετατέθηκε στο στρατόπεδο, ξέρεις, εδώ πιο κάτω, λίγο έξω από το χωριό μας, η γυναίκα του δε δουλεύει, θα κάνετε και παρέα, να μην είσαι μόνη σου κοπέλα μου».

Πλήρες βιογραφικό δια στόματος κυρά Βαγγελιώς, της  σπιτονοικοκυράς μου, που τίποτε δεν της ξεφεύγει απ’ ό,τι συμβαίνει στο χωριό. Στην αρχή πήγε να με ψαρέψει, να φτιάξει και το δικό μου βιογραφικό, αλλά μάλλον της βγήκε λειψό, φτωχικό. «Αρραβωνιασμένη, ε;» (είδε τη βέρα στο αριστερό), «καλό το παλικάρι;» (καλό, αλλιώς δεν θα τό ’παιρνα), «του σιναφιού;» (ναι, γιατρός κι αυτός). Σταμάτησε απογοητευμένη από τις λακωνικές μου απαντήσεις. «Καλό είναι που είσαι αρραβωνιασμένη», σχολίασε τελικά. Ξαφνιάστηκα. «Καλό για ποιον;» τη ρώτησα. «Μα για σένα βέβαια», απόρησε με τη σειρά της που δεν καταλάβαινα τα αυτονόητα. «Μικρή κοπέλα, λεύτερη, μόνη σου σ’ ένα χωριό, δεν κάνει, δεν το βλέπεις; Ενώ τώρα με τη βέρα…» Άφησε τη φράση ατέλειωτη και με κοίταξε με νόημα.

Προβληματίστηκα. Δηλαδή; Μια γυναίκα μόνη της σ’ ένα χωριό κινδυνεύει; Από τα αρσενικά του χωριού; Ακόμα κι αν δεν δώσει κανένα δικαίωμα; Και θα με προστατέψει η βέρα; Σημάδι πως ανήκω σε άλλο αρσενικό; Ένιωσα τη φεμινιστική παντιέρα να υψώνεται μέσα μου κι άρχισα να επιχειρηματολογώ ανάλογα. Με σταμάτησε στις πρώτες φράσεις.

«Καλά όλα αυτά, κορίτσι μου, αλλά για την πόλη. Εδώ είναι χωριό κι ο κόσμος σκέφτεται αλλιώτικα. Βέβαια, κάτι που είσαι γιατρίνα, κάτι που είσαι αρραβωνιασμένη, άμα προσέξεις και λιγάκι δεν θα ’χεις κανένα πρόβλημα»}.


Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018


Τα αγγειά

«Να συχωράς τα αγγειά» έλεγε φουρκισμένη η μάνα μου κάθε φορά που έπρεπε να ανεχτεί καταστάσεις ενοχλητικές έως και εξοργιστικές για να μην πληγώσει αγαπημένα πρόσωπα που παρεμβάλλονταν άθελα ή για να μην προκαλέσει επικίνδυνους κραδασμούς σε σχέσεις εύθραυστες και προβληματικές που, ωστόσο, της ήταν πολύτιμες - είτε αυτές καθαυτές είτε σε συσχετισμό με άλλες εμπλεκόμενες σχέσεις. Ξέρετε, το περίπλοκο γαϊτανάκι των διανθρώπινων και διασυγγενικών σχέσεων.
Α ρε μάνα… πόσο δίκιο είχες. Kαι πόσο αυτόματα έρχεται στη σκέψη μου τούτο σου το απόφθεγμα σε ανάλογες δικές μου περιπτώσεις - κι ας μην έμαθα ποτέ πώς προέκυψε ακριβώς. Το θεωρούσα πάντα δεδομένο, ήταν τόσο προφανής η ερμηνεία του για μένα μετά από τόσα ακούσματα συνδεδεμένα με τις αντίστοιχες αφορμές τους που δεν σκέφτηκα να σε ρωτήσω τότε που μπορούσα. Και τώρα είναι πια πολύ αργά για να το κάνω… έφυγες εσύ, έφυγε κι ο πατέρας που θα μπορούσε να μου δώσει μια απάντηση - εκείνος όλα τα ήξερε θαρρώ…

Ωστόσο δεν πειράζει, μάνα μου - έμεινε η ρήση σου να εκτονώνει την δική μου φούρκα όποτε και αν προκύπτει και να γίνεται η αφορμή, για μια ακόμη φορά, να σε βλέπω σε μιαν άκρη του σπιτιού μας να μου χαμογελάς και να μου λες καρτερικά «μη συγχίζεσαι παιδάκι μου, θα περάσει κι αυτό» - κι είναι τόσο παρήγορη ετούτη σου η παρέμβαση…

Κι έτσι, σου ανταποδίδω το χαμόγελο και «συχωρώ» κι εγώ τα «αγγειά»!


Τρίτη 28 Αυγούστου 2018


Βροχούλα ντροπαλή

Βροχούλα σιγανή, μουρμουριστή, ποτιστική - ντροπαλή θάλεγες, ίσα που κάνει αισθητή την παρουσία της. Βροχούλα που δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να μεγαλώσει και να γίνει βροχή - θέλησε μόνο να μας θυμίσει διακριτικά πως κοντοζυγώνει το φθινόπωρο και καλά θα κάνουμε να απολαύσουμε όσο πιο πολύ μπορούμε τις τελευταίες μέρες μέρες του καλοκαιριού.

Βροχούλα σιγανή - τόσο, που οι σταγόνες της σκαλώνουν στα φύλλα των λουλουδιών και δεν νοτίζουν τις πλάκες γύρω από τα κιούπια. Η Ζενέβ κι ο Λέστερ απολαμβάνουν τον απρόσμενο χορό της με στέγαστρο το τραπέζι της αυλής ενώ η Θέκλα βρήκε καταφύγιο στον ξυλόφουρνο του παππού.

Βροχούλα ντροπαλή - κι εγώ απλώνω τα χέρια να σε αγκαλιάσω και στρέφω το πρόσωπο στον ουρανό να γευτώ τη δροσιά από τις καθάριες σου στάλες.














Κυριακή 26 Αυγούστου 2018


Οι άθλοι του Ηρακλή

Οι διακοπές

Αχ πόσο τις φχαριστήθηκα αυτές τις διακοπές στην Άνδρο δε λέγεται γιατί εκτός από τον Ρόμπι που είναι λιγάκι βαρύς κι ασήκωτος και δεν με πολυπαίζει και τον Τόμπι, τον σκυλάκο του θείου μου που μένει δίπλα αλλά δεν με χωνεύει, δεν ξέρω γιατί, οπότε ούτε κι εγώ τον χωνεύω και σφαζόμαστε μέσα από τον φράχτη, είχα μαζί τα ανιψάκια μου, τα ανθρωποκουταβάκια του μεγάλου μου αδελφού, τα εγγονάκια της μάνας ντε, που πολύ τα αγαπάω κι εκείνα με αγαπούν και με αφήνουν να τους γλύφω τη μούρη, το αγοράκι δηλαδή που είναι πιο μεγάλο και θαρραλέο γιατί το κοριτσάκι είναι πιο μικρούλικο και πιο κοντούλικο, στο μπόι μου πάνω κάτω, κι όταν πήγαινα να του δώσω φιλάκια κινδύνευα να το ρίξω κάτω έτσι φουριόζος που είμαι, τι κινδύνευα δηλαδή που το έριξα καναδυο φορές και με μάλωσε η μάνα κι εγώ πρόσεχα μετά αλλά  ξεχνιόμουν κιόλας, όμως η Βαλέρια (έτσι το λένε το κοριτσάκι) δεν μου κράτησε κακία και μου πετούσε το μπαλάκι να το πιάσω ενώ ο Σέργιος (έτσι το λένε το αγοράκι) μου έδινε τον μεγάλο κόμπο και τον τραβολογούσαμε και κέρδιζα μια εγώ και μια εκείνος και παίζαμε πολύ ωραία αλλά δεν με άφηναν να πλησιάσω κάτι γατάκια που κρύβονταν στα ξύλα της ψησταριάς και πήρε ο μπαμπάς και ο μεγάλος μου αδελφός που τον λένε Παναγιώτη κάτι φράχτες κι έβαλαν γύρω γύρω και πολύ συγχίστηκα που δεν μπορούσα να παίξω με τα πορτοκαλόγατα και δεν φτάνει αυτό αλλά τα έβαλε η μάνα σ’ ένα κλουβάκι και τα πήρε μαζί της (τι τα ήθελε δεν κατάλαβα, τόσα και τόσα γατιά έχουμε) και μας τα κουβάλησε στο κανονικό σπίτι  (γιατί το άλλο το λέει εξοχικό) αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που θα σας την πω άλλη φορά γιατί τώρα σας λέω για την Άνδρο και που λέτε πέρασα τέλεια κι ας χάλασε ο συναγερμός στο αυτοκίνητο και βαρούσε συνέχεια «ίου ίου ίου»  όμως δεν σας λέω τι απέγινε για να σας κρατάω σε αγωνία γιατί κι αυτό θα σας το πω μια άλλη φορά μιας και τώρα είμαι πολύ στενοχωρημένος που έφυγαν τα ανθρωποκουταβάκια μου κι έμεινα μόνος με τον βούδα τον Ρόμπι κι ευτυχώς δηλαδή που έχω τα γατοφιλαράκια μου, τον Σπίθα και τον Λέστερ, να τους την πέφτω και να παλεύουμε κι έτσι παρηγοριέμαι λιγάκι  μέχρι να περάσει ο καιρός και να ξανάρθουν τα ανιψάκια μου και καλή σας μέρα και καλή εβδομάδα που λέει κι η μαμά μου!















Η "ΠΗΝΕΛΟΠΗ" της καρδιάς μας

"ΠΗΝΕΛΟΠΗ" - πολυαγαπημένο πλοίο γεμάτο όμορφες μοναδικές αναμνήσεις στα συχνά πηγαινέλα μας στην Άνδρο.

Εκεί, στη γέφυρά της, γνώρισα τον καπετάν Αργύρη Χατζελένη, την ψυχή του καραβιού, και την γλυκύτατη γυναίκαι του, την Χριστίνα, φίλους γκαρδιακούς πλέον και πολυαγαπημένους επίσης.

Εκεί, στην πρύμνη της, ρέμβαζα το ηλιοβασίλεμα καθώς σαλπάραμε σούρουπο από Ραφήνα ή την πανσέληνο της Άνδρου όταν βράδυ αποχαιρετούσαμε απρόθυμα το όμορφο νησί μας.

Εκεί, στο κατάστρωμά της, πήρα την απόφαση το 2008 να γράψω το πρώτο μου βιβλίο, "Το βαλς μιας ζωής".

Τι κι αν παροπλίστηκε; Τι κι αν δεν ταξιδεύει πια; Τι κι αν η περήφανη κορμοστασιά της δεν μπαίνει πια κυρίαρχη στο λιμάνι του Γαυρίου; Τι κι αν η δυνατή, εντελώς ιδιαίτερη κι αναγνωρίσιμη, μπουρού της δεν μας χαιρετάει πια στο πέρασμά της κάτω από το σπίτι;

Για μένα είναι πάντα ζωντανή, πάντα παρούσα, πάντα ξεχωριστή και μοναδική - και κανένα βαπόρι δεν θα μπορέσει ποτέ να πάρει τη θέση της στην καρδιά μου όσο πιο σύγχρονο και πιο γρήγορο κι αν είναι!

Να είσαι καλά όπου κι αν είσαι, ΠΗΝΕΛΟΠΗ της καρδιάς μας! <3

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018



Αντίο φιστικιά μου…

Σε φύτεψε ο πατέρας 45 χρόνια πριν μαζί με πολλές άλλες αδελφές σου στο γυμνό, τότε, οικόπεδο με το λυόμενο στη μέση. Σας θυμάμαι όλες, μικρά λιγνά δεντράκια, να θεριεύετε χρόνο με το χρόνο και να γίνεστε νεαρά, δυνατά και καταπράσινα δέντρα μαζί με τα τρία -αδύναμα τότε και τεράστια τώρα- πεύκα και τις δυο ελιές της αυλής. Δεν ξέρω γιατί επέλεξε να γεμίσει φιστικιές τον ελεύθερο χώρο γύρω από το σπίτι μιας και ποτέ δεν επεδίωξε να συλλέξει τους καρπούς σας για εμπορικούς λόγους. Ίσως γιατί είστε δέντρο που ευδοκιμεί στην περιοχή και χαρίζει πλούσιο πράσινο φύλλωμα, σκιά και δροσιά το καλοκαίρι - όπως κι έγινε άλλωστε, οι φιστικιές της αυλής ήσασταν για πολλά χρόνια οι φυσικές μας ομπρέλες.

Κάποια στιγμή αρχίσαμε να σας αραιώνουμε για να μπορέσουν να αναπτυχθούν κι άλλα φυτά στον κήπο και να μεγαλώσει η αυλή για να παίζουν μπάλα στην αρχή και μπάσκετ αργότερα τα παιδιά μου και οι φίλοι τους. Τελικά μείνατε μόνο εσύ, η πιο μεγάλη και θεριεμένη απ’ όλες, και δυο ακόμη αδελφές σου στην γωνιά του κήπου. Εσύ ήσουν η αγαπημένη μου και το καμάρι μου. Τεράστια, μας χάριζες την σκιά και την δροσιά σου από την Άνοιξη, που άρχιζαν να βγαίνουν τα πρώτα φυλλαράκια σου και που σε χρόνο ρεκόρ έφτιαχναν έναν καταπράσινο θόλο πάνω από μεγάλο κομμάτι της αυλής, μέχρι τον Νοέμβρη, που κιτρίνιζαν κι έπεφταν με ρυθμούς καταιγιστικούς αναγκάζοντάς με να σκουπίζω γκρινιάζοντας δυο και τρεις φορές τη μέρα. Στα κλαδιά σου κρέμασα την κούνια για τον εγγονό μου. Στα κλαδιά σου τερέτιζαν το καλοκαίρι τα τζιτζίκια και μας κρατούσαν συντροφιά με το εφήμερο τραγούδι τους. Στα κλαδιά σου μέτραγα τις εποχές - πουθενά αλλού δεν τις είδα να διαδέχονται η μια την άλλη με τόση καθαρότητα, ζωντάνια και γοητεία. Ήσουν για μένα ο σηματοδότης των αλλαγών στη φύση που με τόση αρμονία εξέφραζε την δύναμή της πάνω στον εύρωστο κορμό σου.

Μέχρι φέτος την Άνοιξη. Πάνω που άρχισες, σαν κάθε χρόνο, να πρασινίζεις και να πυκνώνουν τα φύλλα σου, άρχισαν ξαφνικά κι απρόσμενα να κιτρινίζουν… και να πέφτουν. Τρόμαξα, είπα δεν μπορεί, δεν γίνεται να πεθάνει η φιστικιά «μου». Ο γεωπόνος που έφερα μου είπε λυπημένα ότι αρρώστησες βαριά - κάποιος μύκητας, ανέφερε- με ελάχιστες πιθανότητες ανάκαμψης. Σε ψεκάσαμε, σου βάλαμε διάφορα φάρμακα… μάταια. Γύμνωσαν τα καταπράσινα κλαδιά σου, ξεράθηκαν, άρχισαν να πέφτουν κι αυτά ακολουθώντας τα φύλλα που τα στόλιζαν. Σε έβλεπα με θλίψη να καταρρέεις μέρα τη μέρα μέχρι που έγινες επικίνδυνη… ποια; εσύ, η αγαπημένη μου φιστικιά, η φίλη μου, που μεγαλώσαμε μαζί.

Στις αρχές του καλοκαιριού πήραμε την δύσκολη απόφαση να κόψουμε τα δύο από τα τρία θεόρατα κλαδιά στα οποία χωρίζονταν ο αρχικός κορμός σου -εκείνα που είχαν πάρει ανεπίστρεπτα τον δρόμο της φθοράς- και να αφήσουμε το τρίτο, το υγιές, μήπως και το γλιτώσουμε. Έτσι κι έγινε, κι έμεινα με την ελπίδα ότι κάτι θα μπορούσα να περισώσω. Μάταια… Εδώ και μια βδομάδα κιτρίνισαν ξαφνικά όλα σου τα καταπράσινα φύλλα -σε μια νύχτα, που λένε. Περίλυπη έβλεπα την αναπόφευκτη πορεία σου προς την ανυπαρξία μιας και η απόφαση να ακολουθήσει και το τρίτο κλαδί την μοίρα των άλλων δύο είναι μονόδρομος… δυστυχώς.

Θα μου λείψεις φιστικιά μου. Πολύ… Θα μου λείψει η χαρά να βλέπω τα πρώτα τρυφερά σου φυλλαράκια να σηματοδοτούν την αρχή της Άνοιξης. Θα μου λείψει η δροσερή σκιά σου το καλοκαίρι. Ακόμα ακόμα θα μου λείψει και η αγγαρεία να μαζεύω ατέλειωτα φύλλα το φθινόπωρο -μέσα στο πρόγραμμα ήταν κι αυτό. Θα μου λείψει η θωριά σου, που μου ’δινε αφορμές να αναθυμιέμαι τόσα και τόσα που κατέγραψαν τα κλαδιά σου και τα μάτια μου όλα αυτά τα όμορφα 45 χρόνια που περάσαμε μαζί. Και θα ζεις πια μόνο μέσα στις φωτογραφίες και τις αναμνήσεις μου - σαν παρουσία αγαπημένη που έκλεισε τον κύκλο της ζωής της κι έγειρε να κοιμηθεί στην αγκαλιά της Μάνας Φύσης…

Αντίο φιστικιά μου…








Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018


Έτσι - σαν μνημόσυνο…

Αφιερωμένο σε μια πολύ αγαπημένη μου Μαρία, μια ξεχωριστή γυναίκα, που θα γιόρταζε σήμερα - την Μαρία Αναστασίου, την μητέρα του άντρα μου και πεθερά μου. Την δεύτερη μάνα μου…

Η δεύτερη μάνα μου

Την γνώρισα το 1975, κοριτσόπουλο ακόμα. Από την πρώτη στιγμή με ονομάτισε κόρη της και μου άνοιξε μια μεγάλη, ζεστή αγκαλιά χωρίς προαπαιτούμενα, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς επιφυλάξεις - κι εγώ την ανταπέδωσα και μείναμε έτσι αγκαλιασμένες για 33 ολόκληρα χρόνια, μέχρι που έφυγε από κοντά μας. Χωρίς να ανταλλάξουμε ποτέ λόγο ψυχρό, λόγο τραυματικό, λόγο που να μένει καρφί στη μνήμη και κάρβουνο στην ψυχή.

Πάντα κοντά μας, πάντα εκεί. Σε χαρές και σε λύπες, σε εκδρομές και σε διακοπές, σε γλέντια και σε αρρώστιες. Να μας βοηθήσει με τα παιδιά μας, τα εγγόνια της που λάτρευε, να μας μαγειρέψει τα μοναδικά φαγητά της, να συμβιβάσει τις διαφωνίες μας. Πάντα διακριτικά και πάντα με το μέρος μου (όχι του γιου της) ακόμη κι όταν είχα άδικο, λέγοντας μόνο «μήπως να το ξανασκεφτείς, βρε κόρη μου;» όπως με αποκαλούσε πάντα. Την αγάπησα και με αγάπησε βαθιά, ειλικρινά. Όχι σαν πεθερά με νύφη αλλά σαν μάνα με κόρη κι ακόμα πιο πολύ. Σαν δυο φίλες που ταίριαζαν σε πολλά και που αγαπούσαν πολύ τους ίδιους άντρες - τον άντρα μου και γιο της και τους γιους μου και εγγονούς της.

Έμαθα πάρα πολλά από την μάνα-Μαρία. Από μαγειρική μέχρι διαχείριση σχέσεων. Μόνο με το παράδειγμά της, ποτέ με συμβουλές και νουθεσίες, μου μετάγγισε την πολύχρονη πείρα και σοφία της και μ’ έκανε καλύτερη σε πολλά. Και πολλές από τις δικές μου συμπεριφορές στις σχέσεις με τις νύφες-κόρες μου είναι πατήματα πάνω σε δικά της αχνάρια. Σαν ελάχιστο φόρο τιμής της αφιέρωσα το δεύτερο βιβλίο μου, το «Πάροδος Μουσών 9», αφού και η ιστορία της Κλειώς, μιας από τις ηρωίδες, είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία της δικής της ζωής - μόνο που έφυγε πριν προλάβει να το διαβάσει…

Θα γιόρταζες σήμερα, μάνα μου Μαρία. Διορθώνω. Γιορτάζεις σήμερα, μάνα μου Μαρία. Γιατί είσαι πάντα παρούσα στη σκέψη και την καρδιά μας. Δεν έφυγες ποτέ. Και ξέρω ότι, από εκεί ψηλά, έχεις πάντα την έγνοια μας και μας σκεπάζεις με την αγάπη σου.






Τρίτη 14 Αυγούστου 2018



«Μια θάλασσα, ένα φιλί
Ο φάρος, το φεγγάρι
Ένα ξωκκλήσι ολόλευκο
Το γέλιο ενός μωρού»

Παναγιά Θαλασσινή - Χώρα Άνδρου

Καλημέρα, χρόνια πολλά για την ημέρα 
και σε όλους όσους γιορτάζουν σήμερα!


Βλέφαρα κλειστά *

Κάτω από βλέφαρα κλειστά
Εικόνες αρμενίζουν
Ακάλεστες κι επίμονες
Σε στέλουνε θαρρείς

Σ’ ένα ταξίδι απρόσμενο
Σ΄ονείρατα φευγάτα
Σε ξεχασμένα πρόσωπα
Σε χρόνους παλιακούς

Ανάκατες οι μνήμες σου
Μοιάζουν να ζωντανεύουν
Με σχήματα, με χρώματα
Γεύσεις και μυρωδιές

Στιγμές που παραφύλαγαν
Στης λήθης το σεντούκι
Ν’ ανοίξουν μια χαραματιά
Και νάρθουν να σε βρουν

Μια θάλασσα, ένα φιλί
Ο φάρος, το φεγγάρι
Ένα ξωκκλήσι ολόλευκο
Το γέλιο ενός μωρού

Ένα μικρό κυκλάμινο
Μοσχοβολιά από θρούμπι
Γοργό του γλάρου πέταγμα
Σύννεφα μενεξιά

Αντίο, καλωσόρισμα
Χαμόγελο και δάκρυ
Ασύνδετα, παράταιρα
Κι ωστόσο ταιριαστά

Σφαλείς σφιχτά τα βλέφαρα
Τ’ όνειρο μην τελειώσει
Χαμογελάς αθέλητα
Κι αφήνεσαι γλυκά

Στου ονείρου το στρατί...

* Από την ποιητική μου συλλογή «Αποτυπώματα»

















Το φοινικάκι μου

Ήταν για πολύ καιρό μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας λες κι αναρωτιόταν αν άξιζε τον κόπο να το παλέψει... μέχρι που πήρε την απόφαση πως η ζωή που μας δίνεται είναι μία και μοναδική και καλό θα ήταν να την κάνει την προσπάθεια - έτσι όπως θάπρεπε να κάνουμε όλοι μας εξ άλλου!

Αποτέλεσμα: ένα θαλερό και καταπράσινο φυτό που καμαρώνει για την κορμοστασιά και τα κουράγια του και μας υπενθυμίζει την μοναδικότητα της ύπαρξης και της κάθε στιγμής μας!

Από τον Σπίθα, το φοινικάκι μου και μένα καλό βράδυ!




Πέμπτη 9 Αυγούστου 2018



Οι άθλοι του Ηρακλή

Τα μεγάλα μου αδέλφια


Τόσο καιρό κρατιέμαι, κρατιέμαι και δεν μιλάω, δεν μιλάω για να μην τα κάνω ρεζίλι αλλά ως εδώ και μη παρέκει γιατί πολλά μου τάχουν κάνει τα μεγάλα μου αδέλφια και σκοτίστηκα αν τα ξεμπροστιάσω γιατί δεν έχω μόνο τον Ρόμπι, που είναι το πιο καλό πλάσμα του κόσμου, έχω και τον Μαξ και την Νέλη και την Μελίτα αλλά δεν σας έχω πει γι αυτά τίποτε ακόμη γιατί σάμπως και τα ξέρω που όλη μέρα είναι ή στο δρόμο ή στην κυρία Χρυσούλα τη γειτόνισσα κι έτσι δεν έχουμε γνωριστεί καλά, τι καλά δηλαδή σχεδόν καθόλου και γι αυτό όταν έρχονται το βράδυ για ύπνο τρέχω πάνω τους όλο χαρά να τα μυρίσω και να παίξουμε αλλά αυτά μου αγριεύουν και με προγκάνε γιατί, λέει, τα παρενοχλώ και πώς θα γίνει τότε να κάνουμε κονέ και μου λέει η μάνα άστα να σε συνηθίσουν σιγά σιγά και μην τους την πέφτεις γιατί τσαντίζονται και σιγά τα αυγά και τους αριστοκράτες που τσαντίζονται κιόλας γι αυτό κι εγώ θα σας τα περιγράψω να μου πείτε αν έχω δίκιο που συγχίζομαι και που λέτε είναι ο Μαξ ο πατριάρχης γιατί είναι και γέρος, 12,5 χρόνων πια κι ο μεγαλύτερος της οικογένειας αλλά κοτσονάτος, και μ’ αυτόν κάτι έχουμε αρχίσει να φιλιώνουμε γιατί δεν τον πολυπειράζω, τον σέβομαι και  με αφήνει καμιά φορά να αράζω δίπλα του κάτω από το κρεβάτι και μετά είναι η Κανέλα η ακατάδεχτη που θέλει να τη λέμε με το καλλιτεχνικό της, Νέλη, αλλά εγώ την φωνάζω Κανέλα και τσαντίζεται και πολύ καλά κάνω γιατί κι αυτή με κράζει και τέλος είναι η Μελίτα η στριμμένη (τη μάζεψε η μάνα πέρσι από την Άνδρο), μια σταλιά σκατό 10 κιλά που μας κάνει και την ζόρικη και με γαυγίζει τσιριχτά και δεν με αφήνει να την πλακώσω παρά τρέχει στην πόρτα του κήπου να την κοπανήσει κάθε πρωί και στο τέλος φεύγουν όλα κι άντε τώρα εσύ να πιάσεις γνωριμίες και φιλίες και πολύ στεναχωριέμαι και νευριάζω αλλά η μάνα μου λέει πως άμα μεγαλώσω και σοβαρέψω και δεν τα πειράζω τότε θα σταματήσουν κι αυτά να με προγκάνε και σιγά μη σοβαρέψω, εγώ μια ζωή τρελοκούταβος θα μείνω και σ’ όποιον αρέσω και στην τελική μη σώσουν και γίνουν φίλοι μου, εμένα μου φτάνει που έχω τον αγαπημένο μου αδελφό βούδα τον Ρόμπι που με ανέχεται να του κλέβω τα παιχνίδια και το φαΐ και να του γλύφω τη μούρη και τώρα που σας τα είπα και ξεθύμανα θα πάω καθώς κοιμάται να κάτσω  πάνω στην βουκεφάλα του και να δείτε που δεν θα κουνηθεί καθόλου, δεν σειέται που λέει και η μάνα!










Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018


Οι άθλοι του Ηρακλή

Ο γάιδαρος 


Ντρέπομαι λιγάκι γι αυτά που θα σας πω σήμερα… όχι για την αιτία της κουβέντας που είχα με τον Ρόμπι αλλά για την κακή μου συμπεριφορά και που τον στενοχώρησα και ήμουν αγενής και μπρούτος (αυτό δεν ξέρω τι είναι, το λέει όμως η μάνα όταν κάποιος γίνεται γάιδαρος) κι εκεί ακριβώς είναι το θέμα μας, στον γάιδαρο, όχι αυτόν που λέει η μάνα μπρούτο αλλά τον άλλον, τον κανονικό με τα μεγάλα αυτιά, κι εκεί είναι το θέμα μας, στα αυτιά τα μεγάλα, και μάλλον τα μπουρδούκλωσα πολύ οπότε ας τα πάρουμε με τη σειρά και που λέτε έβλεπα μίκυμάου στην τηλεόραση γιατί μόνο παιδικά με αφήνει η μάνα να βλέπω, άντε και καμιά διαφήμιση για αντηλιακά που έτσι κι αλλιώς δεν τα χρειάζομαι μιας και είμαι μαύρος από μόνος μου και ξαφνικά αρχίζει ένα τραγουδάκι «ήταν ένα γάιδαρος / με μεγάλα αυτιά» κι εμφανίζεται ένα αστείο ζωάκι με κάτι αυτούμπες νααα!!! και βάζω εγώ τα γέλια και μετά κάνω μια έτσι και κοιτάζω τον Ρόμπι και βλέπω τις αυτάρες του και δώστου νέα γέλια και του λέω «είσαι σίγουρος πως είσαι σκύλος γιατί εγώ για μαύρο γάιδαρο σε κόβω» κι εκείνος σταμάτησε να μασουλάει ένα πλαστικό κόκκαλο που είχε και με κοίταξε παραξενεμένος, κοίταξε μετά και τον γάιδαρο στην τηλεόραση και κατάλαβε και κάτι πήγε να θυμώσει που τον κορόιδευα αλλά μετά σαν να άλλαξε γνώμη γιατί το μάτι του πήρε μια πονηρή λάμψη και το ξέρω καλά εγώ αυτό το βλέμμα και σκέφτηκα «ωχ, πάλι κοτσάνα είπα, καρότο, και θα με ξεφτιλίσει» αλλά εκείνος μου είπε ήσυχα ήσυχα «ψιτ, μικρέ, δεν κοιτάς καλύτερα τα μούτρα σου στον καθρέφτη της μάνας;» κι εγώ γύρισα προς τον καθρέφτη έτσι που ήμουν αραγμένος στο κρεβάτι και τι να δω; ένα μαύρο κουτάβι με κάτι αυτούμπες ναααα!!! και κατάλαβα πως ήμουν εγώ γιατί αυτό κουνιόταν όταν κουνιόμουν κι εγώ και πώς βρέθηκαν αυτές οι αυτάρες στο κεφάλι μου που είχα τόσο όμορφα και χαριτωμένα αυτάκια και πολύ συγχίστηκα και πήγα να βάλω τα κλάματα και τότε ο αδερφός μου ο βούδας αντί να γελάσει άπλωσε την πατουσάρα του και μου χάιδεψε το κεφάλι και μου είπε να μη στενοχωριέμαι γιατί είμαι, λέει,  λυκοσκυλάκος σαν κι αυτόν κι όλα τα λυκάκια κάποια στιγμή σηκώνουν τα αυτάκια τους όρθια και γίνονται αυτούκλες αλλά αυτή είναι, λέει,  και η χάρη μας και σιγά τη χάρη, καθόλου δεν μου άρεσαν τα καινούργια μου αυτιά κι εγώ ήθελα πίσω τα παλιά τα μικρά αλλά δεν γίνεται αυτό και τότε ο Ρόμπι μου είπε και κάτι σοφά λόγια όπως «ποτέ δεν κοροϊδεύουμε κάποιον για κάτι παράξενο ή ελαττωματικό που έχει» και «ό,τι κοροϊδεύεις, το λούζεσαι» και ακόμα ότι δεν κάνουμε ποτέ μπούλινγκ (μη με ρωτήσετε, δεν ξέρω τι είναι αυτό) στους πιο αδύναμους και για να μην πολυλογώ πολύ συγχίστηκα - και που φέρθηκα σαν γάιδαρος (αυτό επίσης δεν το καταλαβαίνω, τι έχει ο γαϊδαράκος, μια χαρά ζωάκι είναι κι ας έχει αυτάρες) και που στενοχώρησα τον αδερφό μου και του υποσχέθηκα πως ποτέ ξανά δεν θα κοροϊδέψω κάποιο ζωάκι αλλιώτικο ή παράξενο κι εκείνος μου έδωσε μια γλυψιά κι έτσι ξαναγίναμε φιλαράκια.




Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018


Πρώτη του Αυγούστου σήμερα κι έφτασε ο (κατά παράδοση) μήνας των διακοπών - αν και προσωπικά προτιμώ τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβρη για αποδράσεις καλοκαιρινές.
Μαζί με όλους φεύγει και η Δωροθέα για διακοπές - ας την κατασκοπεύσουμε λιγάκι σ’ αυτό της το ταξίδι!  *


«Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ, το κατάλευκο επιβλητικό φέρρυ, είχε μόλις λύσει τους κάβους κι απομακρυνόταν αργά από την αποβάθρα της Ραφήνας με προορισμό τις Κυκλάδες – Άνδρο, Τήνο και Μύκονο. Καθισμένη σε ένα από τα παγκάκια της πρύμνης η Δωροθέα έβλεπε το λιμάνι να απομακρύνεται με μια αίσθηση ανακούφισης λες κι αυτή η απόδραση να την απελευθέρωνε από τις δύσκολες καταστάσεις που είχε βιώσει τους τελευταίους μήνες. Είχε δεχτεί με μεγάλη ευχαρίστηση την πρόταση του Θεόφιλου να πάνε για διακοπές λίγων ημερών στην Άνδρο στο τέλος του Αυγούστου μιας και ολόκληρο το καλοκαίρι το είχαν περάσει στην Αθήνα λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων. Οι μικρές είχαν κατενθουσιαστεί αφού θα ήταν η πρώτη φορά που θα έμπαιναν σε καράβι και μάλιστα «μεγάλο, από εκείνα που βάζουν και αυτοκίνητα μέσα», όπως είχε εξηγήσει με περισπούδαστο ύφος η Μαρίνα στην μικρή της αδελφή.

Έτσι, αφού φόρτωσαν βαλίτσες, σωσίβια, κουβαδάκια κι όλα τα σχετικά στο αμάξι, βρίσκονταν τώρα να αρμενίζουν σε μια θάλασσα ακύμαντη με μόνο ένα ανεπαίσθητο αεράκι να ρυτιδιάζει πού και πού την επιφάνεια και να ανεμίζει ελαφρά την σημαία την πρύμνης. Ο Θεόφιλος είχε πάρει τις κόρες τους κι είχαν ξεκινήσει για εξερεύνηση στο καράβι με τελικό προορισμό το κυλικείο για παγωτά, κάτι που τις είχε κάνει να τσιρίξουν από ενθουσιασμό. Η Δωροθέα απολάμβανε τη μοναξιά της και την γαλήνη του δειλινού βλέποντας την καταπράσινη ακτή να ξεμακραίνει και τον ήλιο να ετοιμάζεται να βουτήξει στα νερά του Αιγαίου αφού πρώτα είχε βάψει ρόδινα και μαβιά τα ανάερα σύννεφα του ορίζοντα. 

Ωστόσο δεν ήταν εντελώς μόνη αφού δίπλα της καθόταν φρόνιμα και χουζούρευε ο Μπρούνο, ο καφετής κουταβούλης που είχαν βρει με την Μαρίνα στα τέλη Μαΐου έξω από το σχολείο της παρατημένο στη νησίδα της λεωφόρου να τις κοιτάζει με βλέμμα πανικόβλητο από τα αυτοκίνητα που περνούσαν ξυστά δίπλα του κι ανάμικτο με παράκληση  κι απόγνωση. Η Μαρίνα έτρεξε κοντά του, τον χάιδεψε κι εκείνος κούρνιασε στην αγκαλιά της τρέμοντας. «Θα τον πάρουμε μαζί μας μαμά; Είναι μοναχούλης του, ποιος θα τον φροντίζει τώρα που δεν έχει τη μαμά του; » την ρώτησε παρακλητικά και με αγωνία η κόρη της. Η Δωροθέα έμεινε για λίγο σιωπηλή ζυγιάζοντας την κατάσταση ενώ δυο ζευγάρια μάτια, κοριτσίστικα και κουταβίσια, την κοίταζαν με προσμονή και ικεσία. «Εντάξει», είπε τελικά κάνοντας την κόρη της να χοροπηδήσει ενθουσιασμένη και το κουταβάκι να την μιμείται, «κι ελπίζω να μην το μετανιώσω», σκέφτηκε μέσα της.

Δεν το μετάνιωσε κι ας αυξήθηκαν οι υποχρεώσεις και οι δουλειές της μέσα στο σπίτι. Κι ο κύριος λόγος, πέρα από τη χαρά που έφερε το κουτάβι στα παιδιά της, ήταν η ιδιαίτερα ευεργετική επίδραση που είχε πάνω στην Αννούλα. Η μικρή της κόρη το λάτρεψε από την πρώτη στιγμή - χαλάρωσε, γελούσε περισσότερο, ξεδίπλωσε κάποιες πτυχές του χαρακτήρα της όπως συντροφικότητα, υποχωρητικότητα, συνεργασία και τρυφερότητα που ήταν κρυφές μέχρι τότε και που έκαναν την Δωροθέα να ευλογεί την ώρα που αποφάσισε να πάρει το κουταβάκι στο σπίτι. Το κοριτσάκι της έδειχνε να κάνει άλματα στην πορεία της προς την έξοδο από την απομόνωση και αιτία γι αυτό ήταν ο σκυλάκος. Η Μαρίνα τον ονόμασε Μπρούνο επειδή έτσι έλεγαν τον σκύλο της καλύτερης φίλης της στο σχολείο, η Δωροθέα είπε ότι του ταιριάζει επειδή ήταν καφετής κι η Αννούλα τον ξαναβάφτισε «Μπούνο» και κυλιόταν μαζί του με τις ώρες στο πάτωμα. Όσο για τον Θεόφιλο, και μόνο η χαρά στα μάτια των κοριτσιών του και η ελπίδα στης γυναίκας του ήταν αρκετός λόγος για να τον αποδεχτεί χωρίς δεύτερη κουβέντα».



*Από την «Δωροθέα», το τρίτο μου βιβλίο,
που αναμένεται να κυκλοφορήσει
μέχρι το τέλος του χρόνου.