Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019



Οι άθλοι του Ηρακλή
Ο επιστήμονας  25/7/2019

Θα σας έχει πει βέβαια η μάνα - που δεν αφήνει και τίποτα κρυφό- πως εκτός από ένα σωρό γατιά έχουμε κι ένα χελωνάκι μωρό που το έσωσε εκείνη από τα δόντια της γάτας Τζίντζερ πέρσι τον Σεπτέμβρη που ήταν ακόμα πιο μωρό και το έβγαλε Σταύρο γιατί, λέει, εκείνη τη μέρα γιόρταζε ο Σταύρος κι εγώ απορώ πού ξέρει πως είναι Σταύρος κι όχι Σταυρούλα αφού δεν φαίνεται ακόμα αν είναι αγοράκι ή κοριτσάκι αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μας, το θέμα μας είναι πως ο Σταύρος όλο το χειμώνα ήταν σε ένα αμμολεκανάκι των γατιών με χώμα και φύλλα, στο σαλόνι παρακαλώ, και κάθε μέρα η μάνα τον έβαζε σε ένα μπανάκι με νερό και μετά του έβαζε χορταράκια να φάει κι έτσι την έβγαλε καθαρή το χελωνάκι κι άρχισε να μεγαλώνει τώρα το καλοκαίρι και είπε η μάνα πως θα πρέπει σιγά σιγά να συνηθίζει και τον κήπο για να μπορέσει κάποια στιγμή να το αφήσει ελεύθερο αλλά πού να το τολμήσει τώρα που είναι ακόμα μια σταλιά και θα τον αρπάξουν πάλι τα γατιά -κι εγώ εδώ που τα λέμε, όχι για να το πειράξω αλλά για να το δω από κοντά- κι έτσι έφερε ένα μεγάλο κλουβί και του έβαλε χώμα και φυλλαράκια κι έβαλε τον Σταύρο μέσα κι εκείνος άρχισε να βολτάρει πάνω κάτω κι εγώ τον χάζεψα λιγάκι και μετά βαρέθηκα αφού δεν μπορούσα να τον ακουμπήσω κι έφυγα -αν και κοπάνησα εδώ που τα λέμε λιγάκι τα κάγκελα της κλούβας- και μετά είδα τον Ρόμπι να έχει ξαπλώσει φαρδύς πλατύς δίπλα του και στην αρχή δεν έδωσα σημασία και είπα, θα ζεσταίνεται και κάθεται στη δροσιά, αλλά εκείνος δεν κουνιόταν για πολλή ώρα και τον κοίταζε κι άρχισα να τον πειράζω τι έγινε μεγάλε, του είπα, ερωτεύτηκες το χελωνάκι; αλλά εκείνος μου είπε σοβαρά πως παρακολουθεί τον Σταυράκο και τον μελετάει επιστημονικά να δει πώς ζει και τι κάνει και κρατάει σημειώσεις για να γράψει μια εργασία για τα χελωνάκια που κανονικά δεν πρέπει να τα έχουμε κλεισμένα σε κλουβί γιατί είναι άγρια ζώα όχι δηλαδή αγριευτικά αλλά ζώα της φύσης κι όχι του σπιτιού κι ότι πρέπει να ζουν ελεύθερα αλλά και πώς να το άφηνε η μάνα πέρσι στα χωράφια που θα τον άρπαζε κανα άλλο γατί και θα πήγαινε καλλιά του γι αυτό και το μεγαλώνει προστατευτικά μέχρι να μπορεί να το αφήσει ελεύθερο στον κήπο κι εγώ τέντωσα με θαυμασμό τις αυτούκλες μου που έχω έναν τόσο σοφό επιστήμονα αδελφό και τον ρώτησα πού τα ξέρει όλα αυτά και μου απάντησε ότι κάθεται στο λάπτοπ της μάνας όποτε δεν το χρειάζεται εκείνη και τα βρίσκει στο internet κι εκεί σαν να ντράπηκα λιγάκι που εγώ ασχολούμαι μόνο με παιχνίδια στον υπολογιστή και του υποσχέθηκα πως θα αλλάξω και θα αρχίσω κι εγώ να  διαβάζω για όλα αυτά τα θαυμαστά να γίνω κι εγώ σοφός και επιστήμονας και θα γράψω μια εργασία για τις δεκαοχτούρες που κάθονται πάνω στα σύρματα και κουτσουλάνε την μπουγάδα της μάνας κι εκείνη τις κυνηγάει με τη σκούπα τσιρίζοντας κι αυτό έχει και πιο μεγάλη πλάκα από τον Σταυράκο και τώρα σας αφήνω, πάω να τον δω αν έφαγε όλο του το φαΐ και καλή σας μέρα!




Πέμπτη 18 Ιουλίου 2019


Η Κυρά της θάλασσας - Χένρικ Ίψεν
Ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό στο αεροδρόμιο του Μπίρμιγχαμ είδα αυτήν την φωτογραφία - κι έμεινα άφωνη. Η «Κυρά της θάλασσας» λευκοφορούσα, ακίνητη σε ακύμαντα νερά, με μια ανεξιχνίαστη έκφραση στο πρόσωπο.
Ακριβώς όπως η Δωροθέα στο αντίστοιχο απόσπασμα του βιβλίου μου - μόνο που εκείνη έχει κίνηση. Ειδάλλως η ταύτιση είναι τέτοια που θάλεγε κανείς πως οι δυο γυναίκες είναι μία. Πως η εικόνα αυτή  δημιουργήθηκε για να αποδώσει την στιγμή της κατάδυσης της ηρωίδας μου στα σκοτεινά νερά της θάλασσας.

«Ένα κύμα πιο δυνατό από τα άλλα ήρθε κι έσκασε στον βράχο βρέχοντας τα πόδια και την άκρη από το φόρεμά της. Ξαφνιάστηκε, ξαναγύρισε απότομα στην πραγματικότητα, κοίταξε γύρω της. Ήταν πάντα σ’ εκείνη τη σκοτεινή άκρη της παραλίας, με μόνη συντροφιά τον Μπρούνο που είχε ξαπλώσει στα φύκια κι έπαιζε μ’ ένα θαλασσόξυλο. Στην άλλη άκρη το μπαράκι είχε αρχίσει να γεμίζει από παρέες που κατέβαιναν από το ξενοδοχείο.

Ξαφνικά όλα αυτά της φάνηκαν τόσο μακρινά, τόσο μάταια… κι η θάλασσα τόσο κοντινή, τόσο φιλική. Στο επόμενο κύμα κατέβηκε από τον βράχο, έβγαλε τα σανδάλια της κι άρχισε να βαδίζει προς τα μέσα, προς το μαύρο απέραντο νερό που απλωνόταν μπροστά της. Ήταν κρύο, αλλά δεν την πείραζε. Ένιωθε τα βότσαλα του βυθού ολοένα και πιο απόμακρα από τα δάχτυλα των ποδιών της και τη θάλασσα να την καλεί με μια φωνή μυστηριακή. Το κουτάβι ανασηκώθηκε ανήσυχο κι έκανε να την πλησιάσει αλλά πισωπάτησε όταν βράχηκαν τα πόδια του κι άρχισε να κλαψουρίζει καθώς την έβλεπε ν’ απομακρύνεται. 

Δεν το άκουσε. Το νερό είχε φτάσει μέχρι το στήθος της κι εκείνη αφηνόταν να βουλιάζει ολοένα και περισσότερο… να βουλιάζει και να χάνεται, όπως σ’ εκείνο το όνειρο με την κινούμενη άμμο, μόνο που ήταν η θάλασσα που την κατάπινε στ’ αλήθεια και δεν ήταν όνειρο πια. «Προφητικό» πρόλαβε να σκεφτεί λίγο πριν αφεθεί να τη σκεπάσει το νερό. H φαρδιά φούστα της απλώθηκε στην επιφάνεια της θάλασσας σαν ένα τεράστιο άσπρο κοχύλι, κι εκείνη χάθηκε στα μαύρα νερά.

Στην παραλία ο Μπρούνο άρχισε να ουρλιάζει. Στο μπαρ ο Θοδωρής γύρισε ξαφνιασμένος και κοίταξε το κουτάβι που αλυχτούσε με το βλέμμα του καρφωμένο κάπου στα βαθιά. Ακολούθησε τη ματιά του κι είδε το άσπρο φόρεμα της Δωροθέας να επιπλέει.

Την επόμενη στιγμή βουτούσε στη θάλασσα». 






Οι άθλοι του Ηρακλή
Οι θείες μου
Πού να σας τα λέω τι ωραία που πέρασα αυτές τα μέρες που έλειπε η μάνα κι ο πατέρας όχι βέβαια επειδή έλειπαν μην παρεξηγιόμαστε κιόλας γιατί πολύ τους αγαπάω εννοείται αλλά να, πήγαν στην Άνδρο και δεν μπορούσαν να με πάρουν μαζί γιατί την τελευταία φορά ήμουν πολύ άτακτος και την κοπάνησα δυο φορές και λαχτάρησε η μάνα και είπε τέρμα δεν ξανάρχεσαι κι εγώ σκέφτηκα σιγά, έτσι το λέει για να με τρομάξει, αλλά όταν είδα τον Ρόμπι με το σαμάρι κι εγώ τίποτε είπα αλήθεια το λέει και πάνω που γυρόφερνα το αμάξι για να χωθώ μέσα στα κρυφά ήρθε η θεία Ολυμπία που ήταν από το πρωί στο σπίτι και μου είπε πάμε Ηρακλάκο μου μια βόλτα; κι εγώ που πετάω τη σκούφια μου για βόλτες άρχισα να χοροπηδάω και πήγαμε λοιπόν κι όταν γυρίσαμε ούτε αμάξι ούτε Ρόμπις ούτε μάνα και πατέρας κι έβαλα τα κλάματα που με εγκατέλειψαν και τότε με πήρε αγκαλιά η θεία Ολυμπία και μου έδωσε πολλά φιλιά και χάδια και μου είπε μην κλαις Ηρακλάκο μου δεν σε εγκατέλειψαν για λίγες μέρες θα είναι μόνο  και θα δεις τι όμορφα που θα περάσουμε οι δυο μας και σαν να παρηγορήθηκα λιγάκι ιδίως όταν μου έδωσε ένα κομμάτι ζαμπονάκι και μετά ήρθε και μια άλλη θεία, η θεία Δέσποινα που είναι φίλη της Ολυμπίας, κι αρχίσαμε να παίζουμε όλοι μαζί και πολύ το χαιρόμουνα που με παίρνανε όλο αγκαλιά κι εγώ τις έγλυφα στη μούρη ενώ η μάνα δεν με αφήνει στη μούρη και το βράδυ κοιμόμουνα στα πόδια της θείας Ολυμπίας αλλά πήγαινα και στη θεία Δέσποινα να την φιλήσω για καληνύχτα και πηγαίναμε και βόλτες όλοι μαζί γιατί μια με κρατούσε από το φλέξι η μια θεία και μια η άλλη επειδή, λέει, τις ξεχέριαζα από το τράβηγμα και σιγά, το πιο φρόνιμο παιδί ήμουνα αλλά μάλλον είναι πολύ ευαίσθητες και καλομαθημένες αλλά η μεγάαααλη πλάκα ήταν ένα βράδυ που κάθονταν στην αυλή και έτρωγαν κασεράκι και μου έδιναν και μένα κομματάκια και κάποια στιγμή μπήκε η θεία Ολυμπία μέσα στο σπίτι και φώναξε και την θεία Δέσποινα κάτι να της δείξει κι εγώ έμεινα μόνος με το κασέρι και σκέφτηκα γιατί να τις κουράζω να μου το κόβουν κομματάκια, μεγάλο παιδί πια, και το πήρα ολόκληρο στο στόμα μου και μετά βγήκαν και με είδαν κι άρχισαν να με κυνηγάνε τσιρίζοντας αλλά σιγά και να μη με πιάνανε και μετά έβαλαν τα γέλια και είπαν χαλάλι σου κλεφταράκο κι εγώ έκατσα κάτω και το πελέκησα όλο το κασέρι και πολύ το φχαριστήθηκα άσε που τόμαθε το κόλπο η θεία Ολυμπία κι όταν βούταγα κάτι που δεν έπρεπε, τον κουβά ας πούμε,  μου φώναζε Ηρακλάκο θες τυράκι; κι εγώ παρατούσα τον κουβά κι άρπαζα τον μεζέ κι έτσι χόρτασα τυράκια και γενικά πέρασα σούπερρρρ με τις θείες μέχρι που ήρθε χτες το σόι από την Άνδρο κι από τη μια χάρηκα τόσο πολύ που τους είδα κι έκανα σαν παλαβός αλλά από την άλλη στενοχωρήθηκα που έφυγαν οι θείες για διακοπές γιατί ήταν πολύ ωραίο διάλειμμα γι αυτό και θα τους στείλω ένα μέιλ να τους πω να ξανάρθουν να ξανακάνουμε ζαβολιές, έτσι θεία Ολυμπία και θεία Δέσποινα; και καλές διακοπές και θα σας περιμένω να σας ξανακάνω χαρές και σας φιλώ πολύ και φέρτε και κανα κασεράκι καθώς θα ερχόσαστε, εντάξει;;;





Τρίτη 16 Ιουλίου 2019


Κάποτε πιο παλιά…

Μεγάλωσα ακόμα πιο καλά - ναι, είμαι ακόμα πιο παλιά!
* Με κανένα κανάλι, δεν υπήρχε τηλεόραση στην Ελλάδα - μόνο ραδιόφωνο που μου κρατούσε συντροφιά με τα παραμύθια της θείας Λένας στο «Καλημέρα παιδάκια» στην αρχή και με τραγούδια και το «Θέατρο της Δευτέρας» αργότερα.
* Η μάνα δεν με φώναζε από το μπαλκόνι - πρώτον γιατί δεν είχαμε μπαλκόνι, έμενα σε μια μεγάλη αυλή με μονοκατοικίες τριγύρω, και δεύτερον γιατί δεν προλάβαινε. Μας έκοβε η πείνα από το πολύ παιχνίδι και τρέχαμε σπίτι για να βγούμε στο λεπτό κρατώντας μια φέτα ψωμί με ζάχαρη και να συνεχίσουμε το κυνηγητό και το κρυφτό.
* Δεν υπήρχαν βιντεοκασέτες, δεν είχαν εφευρεθεί ακόμη -είπαμε, δεν υπήρχε καν τηλεόραση.
* Η τυρόπιττα έκανε 2 (δύο) δραχμές όπως και η ενοικίαση ποδηλάτου για ένα τέταρτο της ώρας  (ούτε σκέψη για δικό μας οι πιο πολλοί), το παγωτό και το σουβλάκι - είχαμε επιλογές αν μη τι άλλο!
* Όπως και η βιντεοκασέτα, δεν είχε εφευρεθεί και η κασέτα.
* Αν έπαιζα σε χώματα;;; Μα δεν έπαιζα και σε/με τίποτε άλλο!
* Για κάλαντα; Μόνο πήγαινα; Αλωνίζαμε όλη τη Βέροια και τα «κονομούσαμε» γερά!
Τα σημερινά παιδιά έχουν πολλά - αλλά δεν έχουν τα «δικά» μας, τα οποία και θεωρώ περισσότερο σημαντικά και πολύτιμα. Όχι γιατί ήταν δικά μας - αλλά γιατί ήταν αυθεντικά και ζωντανά κι όχι πλασματικά και τεχνολογικά «θαύματα».
Ίσως γι αυτό να λέει πως «χάσανε τα πάντα»…















Από την συνέντευξή μου για την «Δωροθέα»
στην Μαίρη Γκαζιάνη- μέρος 3ο

Τι είναι η «διασπαστική καταστολή» που αναφέρεις στο βιβλίο; 

Θα αναφέρω κατά λέξη την απάντηση που «έδωσε» στο βιβλίο ο ψυχίατρος και που είναι ο ακριβής επιστημονικός ορισμός αυτής της μάλλον σπάνιας ψυχικής διαταραχής. 
«Το λογικό και συνειδησιακό κομμάτι, το “εγώ”,  συνυπάρχει σε όλους μας με ένα πολύ δυνατό, ενίοτε, “υποσυνείδητο”. Κάποιες λοιπόν υπερφορτισμένες φορές το “εγώ” και το “υποσυνείδητο” πλησιάζουν το ένα με το άλλο και η αντίδραση μπορεί να είναι τόσο δυνατή, που μοιάζει με έναν διαφορετικό εαυτό. Δημιουργείται δηλαδή μια διάσπαση του χαρακτήρα. Δεν είναι περίπτωση διπλής ή πολλαπλής προσωπικότητας - αυτή είναι μια πάθηση ιδιαίτερα σοβαρή και σπάνια».

Δεδομένου ότι είσαι γιατρός, μπορείς να μας πληροφορήσεις πως μπορεί κάποιος να καταλάβει ότι πάσχει από τη συγκεκριμένη πάθηση ώστε ν΄ απευθυνθεί στον αρμόδιο γιατρό;

Δεν θα διακινδυνεύσω μια κατηγορηματική απάντηση, δεν έχω το δικαίωμα και τις εξειδικευμένες γνώσεις μιας και η δική μου ειδικότητα ως γιατρού δεν έχει καμία σχέση με την ψυχολογία/ψυχιατρική. Στο συγκεκριμένο θέμα του βιβλίου -και για να αποδώσω σωστά και με επιστημονικούς όρους την ιδιότυπη κατάσταση της Δωροθέας- ζήτησα την αρωγή και επαγγελματική άποψη της Φώφης Walter-Κυρλίδου, αγαπημένης φίλης και εξαιρετικής ψυχολόγου, την οποία και ευχαριστώ θερμά για την πολύτιμη βοήθεια. Ωστόσο μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι κάθε έντονη ψυχική μας διαταραχή, κάθε τι που μας αναστατώνει, μας καταθλίβει και μας αποσυντονίζει, πρέπει να γίνεται αφορμή να καταφύγουμε στην γνώμη και την βοήθεια των ειδικών.

Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της Λίνας στη ζωή της Δωροθέας; 

Σημαντικός στο πραγματικό κομμάτι, αυτό της ιστορίας της «Δωροθέας» (το βιβλίο είναι μυθιστόρημα, μύθος και ιστορία, αφήγηση πραγματικών γεγονότων μέχρι ένα συγκεκριμένο σημείο) και καταλυτικός στο άλλο κομμάτι, εκείνο  του μύθου, που αναπτύσσει πλέον η συγγραφική φαντασία.

Στις ευχαριστίες αναφέρεις ότι είσαι η Λίνα του βιβλίου. Υπάρχουν βιογραφικά ή βιωματικά γεγονότα στο βιβλίο σου;

Η «Λίνα» είμαι πράγματι εγώ μιας και η «Δωροθέα» έχει έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα μέχρι κάποιο σημείο. Το βιβλίο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στη ζωή μου κατά τα πρώτα νεανικά μου χρόνια και περιγράφει καταστάσεις και εξελίξεις εν πολλοίς πραγματικές και οι οποίες  σταματούν στο σημείο που η ηρωίδα προχωρά στην κίνηση που ανατρέπει την ζωή όλων. Από εκεί και μετά, και δεδομένου ότι η οικογένεια της πραγματικής Δωροθέας «χάθηκε» ξαφνικά από την ζωή μου, η συνέχεια είναι απόλυτη συγγραφική μυθοπλασία.

Ποιες επιπτώσεις έχουν στα δυο μικρά παιδιά, δεδομένου και ότι η μικρή κόρη της Δωροθέας έχει κάποιο είδος αυτισμού, στις αντιδράσεις που προκαλούνται μετά την απιστία της Δωροθέας;

Πιστεύω ότι τα παιδιά είναι πάντα τα μεγάλα, τραγικά θύματα της διάλυσης μιας οικογένειας σε όποια ηλικία κι αν βρίσκονται. Ειδικά τα μικρότερα που δεν μπορούν να καταλάβουν τι συμβαίνει, που αναρωτιούνται γιατί γκρεμίζεται ο προστατευτικός και καθησυχαστικός τους μικρόκοσμος κι ακόμα ειδικότερα παιδιά που έχουν προσωπικά προβλήματα, αυτισμού όπως η μικρή Άννα της ιστορίας μου, ή άλλου είδους.

Τι χρειάζεται να κάνει η Δωροθέα για να κυνηγήσει τα παλιά, ξεχασμένα της όνειρα που είχε πριν το γάμο της;

Πρώτα πρέπει να κάνει μια αυστηρή και ειλικρινή συζήτηση με τον εαυτό της. Να καταγράψει  τα δεδομένα της ζωής της, να αξιολογήσει τις καταστάσεις που έχουν ήδη δημιουργηθεί και παγιωθεί, να αξιολογήσει τη σχέση της με τον άντρα της και, κυρίως, να αξιολογήσει τα παιδιά της – τα παιδιά μας πρώτη μας προτεραιότητα πάνω από κάθε προσωπική φιλοδοξία και/ή διαπροσωπική σχέση. 
Αν αυτή η αξιολόγηση καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μπορεί να συνδυάσει την καινούργια πραγματικότητα  που έχει προκύψει στη ζωή της  με τα παλιά εφηβικά της όνειρα (εφ’ όσον εξακολουθεί να τα επιδιώκει), δεν μένει παρά να έρθει σε συνεννόηση με τον άντρα της για υποστήριξη και να αποδυθεί στον αγώνα κατάκτησής τους.

 Σε αντίθετη περίπτωση, αν δεν μπορεί ή δεν θέλει πλέον, τα κλειδώνει στο μυστικό συρτάρι του μυαλού της και πετάει το κλειδί.

Ευχαριστώ πολύ για την παραχώρηση της συνέντευξης και σου εύχομαι καλοτάξιδο το βιβλίο σου. 

Εγώ ευχαριστώ θερμά - τόσο για τις ευχές όσο και για την δυνατότητα να εκθέσω σκέψεις και απόψεις σχετικά με την «Δωροθέα» μου.






Κυριακή 14 Ιουλίου 2019


Από την συνέντευξή μου στην Μαίρη Γκαζιάνη- μέρος 2ο

Η ηρωίδα σου βρίσκεται εγκλωβισμένη σε καταστάσεις που η ίδια επέλεξε. Τι είναι αυτό που την κάνει ν΄ ασφυκτιά; 

Η Δωροθέα μεγάλωσε σαν μοναχοπαίδι σε ένα ιδιαίτερα αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον με πολλές απαγορεύσεις και κανόνες. Ούσα η ίδια ένα πλάσμα ατίθασο και με έντονη προσωπικότητα είχε βάλει σαν στόχο να σπουδάσει και να ξεφύγει από την καταπίεση του πατέρα της. Η γνωριμία της με τον Θεόφιλο, τον άντρα της, λίγο πριν τελειώσει το λύκειο και η πρότασή του να την παντρευτεί της φάνηκε σαν το κλειδί στην πόρτα της «φυλακής» της και δέχτηκε με ενθουσιασμό διαγράφοντας τα όνειρά της για σπουδές, επάγγελμα, καριέρα – για να ανακαλύψει με τρόμο, λίγα χρόνια αργότερα, ότι το τρίπτυχο «σύζυγος-νοικοκυρά-μητέρα» δεν της ήταν αρκετό και ότι απλά αντάλλαξε την μια φυλακή με μια άλλη που ή ίδια επέλεξε και δημιούργησε.

Η Δωροθέα διχάζεται ανάμεσα στα πρέπει και τα θέλω. Έχει τη δύναμη να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα σ΄ αυτά τα δυο;

Για ένα μεγάλο διάστημα ναι. Δεν κρατά ακριβώς τις ισορροπίες - απλά έχει κλειδώσει σε ένα συρτάρι του μυαλού και της ψυχής της τις προσωπικές της επιθυμίες και επιδιώξεις και δεν τους επιτρέπει να αναδυθούν, ζώντας έτσι μια καθημερινότητα που θεωρεί πως την καλύπτει. Μέχρι που ένα τυχαίο γεγονός έρχεται να τα ανατρέψει όλα αυτά και να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου.

Γάμος, οικογένεια αλλά και απιστία. Ποια ανάγκη ωθεί έναν άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα, προς την απιστία;

Πολλοί είναι οι λόγοι, όσοι ίσως και οι άνθρωποι που προχωρούν σ’ αυτήν την κίνηση. Θεωρώ ωστόσο πως όλοι ξεκινούν από την ίδια αφετηρία – το ανικανοποίητο, το ανεκπλήρωτο που υποβόσκει και καραδοκεί.

Πότε ένας από τους δυο συζύγους αισθάνεται εγκλωβισμένος και καταφεύγει στην απιστία για διέξοδο από τις ευθύνες του/της;

Μεγάλο θέμα συζήτησης, τεράστιο, και πολλαπλές οι απαντήσεις. Δεν θεωρώ πως η απιστία είναι διέξοδος από ευθύνες, αντίθετα δημιουργεί περισσότερες και πιο οδυνηρές- ειδικά όταν υπάρχουν παιδιά. Πιστεύω πως είναι απατηλή διέξοδος από προσωπικά προβλήματα, απόρροια εν πολλοίς προβλημάτων στην σχέση -κίνηση άλλοτε ενστικτώδης και αυθόρμητη κι άλλοτε καλά υπολογισμένη και προγραμματισμένη μιας και φαίνεται σαν λύση σε αδιέξοδες καταστάσεις. Που δεν είναι, φυσικά.

Τι μπορεί να σημαίνει το τρίτο πρόσωπο για τον/την σύζυγο;


Εξαρτάται από την σχέση και από τα αισθήματα που (αν) τρέφει ακόμη για τον/την  σύντροφό του/της. Μπορεί να θεωρηθεί εχθρός θανάσιμος, απειλή για την σχέση και την οικογένεια, εισβολέας επικίνδυνος, πλήγμα στον εγωισμό ή, αντίθετα και πιο σπάνια, ένας αδιάφορος ξένος που έτυχε να παίξει κάποιο ρόλο σε μια ιστορία τελειωμένη από καιρό.









Σάββατο 13 Ιουλίου 2019


Το Facebook μου θύμισε αυτήν την τόσο όμορφη και επαινετική κριτική του εκλεκτού μου φίλου Αλέξανδρου Ακριτίδη για το «Βαλς μιας ζωής» πριν κάποια χρόνια.
Φίλε μου Αλέξανδρε σ’ ευχαριστώ θερμά για μια ακόμη φορά!


«Θα πω τα πράγματα όπως έγιναν.

Εδώ και 2 μήνες κάνουμε ανακαίνιση στο σπίτι και αυτές τις μέρες είμαστε στα βαψίματα και τα στοκαρίσματα. Προχθές το μεσημέρι είχα ξαπλώσει κουρασμένος για να ξεκουραστώ, αλλά είχα υπερένταση. Απέναντί μου βρισκόταν ένα ανοιχτό χαρτοκιβώτιο όπου είχα τοποθετήσει διάφορα βιβλία. Πάνω πάνω βρισκόταν «Το βαλς μιας ζωής» τη Βάσως Αποστολοπούλου. Αμέσως ταρακουνήθηκα. Από την παρουσίαση στη Βέροια είχε περάσει σχεδόν ενάμιση χρόνος και με τα τόσα βιβλία που λαμβάνω για κριτική στο «Αποστακτήριο» δεν είχα προλάβει να το διαβάσω. Το πήρα στα χέρια μου και άρχισα ευθύς να το διαβάζω. Χωρίς ίχνος υπερβολής, για δυο μέρες καθηλώθηκα στον καναπέ μου μην μπορώντας να το αφήσω από τα χέρια μου. Και δίπλα μου η σύζυγος να φωνάζει: «δεν στο είπα! Αν το πιάσεις αυτό το βιβλίο στα χέρια σου θα πρέπει να το τελειώσεις αμέσως!»

Και θα σας πω την αλήθεια. Όσο κι αν με άγγιξε η αληθινή ιστορία των γονιών της Βάσως, που είναι πραγματικά απίστευτη, εμένα άλλο πράγμα μου προξένησε θετική εντύπωση. Ο τρόπος γραφής της. Πολλοί, που διατείνονται για τις συγγραφικές τους ιδιότητες, γράφοντας συνήθως σαχλοερωτικές ιστορίες του κιλού, δεν μπορούν ούτε στο ελάχιστο να φτάσουν τη γραφή της Βάσως Αποστολοπούλου. Ακόμα και αν είδαν τα έργα τους να εκδίδονται από «μεγάλους» εκδοτικούς. Η γραφή της είναι για σεμινάριο δημιουργικής γραφής! Με χρονικά τεχνάσματα, με γλαφυρές περιγραφές, με έναν υπέροχο τρόπο να σε κρατά διαρκώς σε αγωνία και πολλά άλλα που θα μπορούσα να αναφερθώ.

Βάσω μου δυο πράγματα θέλω να σου πω πριν κλείσω. Πρώτον πως είσαι τυχερή που είχες τους γονείς, που μας περιέγραψες, αλλά και εκείνοι είναι τυχεροί που έκαναν τέτοια κόρη. Άξιο τέκνο, αποτέλεσμα ενός δύσκολου και ταλαιπωρημένου έρωτα. Και δεύτερον, ελπίζω αυτό να μην είναι το μοναδικό σου βιβλίο! Το έχεις μέσα σου και πρέπει να το συνεχίσεις! Εμείς πάντως θα περιμένουμε!

Σου στέλνουμε την αγάπη μας από την όμορφή πατρίδα σου, την Ημαθία!

Σε φιλώ

Αλέξανδρος»





Από την συνέντευξή μου στην Μαίρη Γκαζιάνη- μέρος 1ο

Βασιλική πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο σου με τίτλο «Δωροθέα» και υπότιτλο «Σε κινούμενη άμμο». Τι πραγματεύεται η ιστορία που αφηγείσαι;

Η «Δωροθέα» πραγματεύεται το μεγάλο δίλημμα ανάμεσα στα «θέλω» και τα «πρέπει» -δίλημμα που οι περισσότεροι από εμάς έχουμε αντιμετωπίσει κάποια στιγμή της ζωής μας σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Πρόκειται για μια γυναίκα εγκλωβισμένη σε μια οικογενειακή κατάσταση που η ίδια δημιούργησε για να διαπιστώσει κάποια στιγμή με πανικό ότι δεν την καλύπτει, ότι την κάνει να ασφυκτιά, να θέλει να αποδράσει.


Δωροθέα σημαίνει δώρο θεού. Είναι τυχαίο το όνομα που επέλεξες για την ηρωίδα σου;

Καθόλου τυχαίο. Είναι πολύ κοντά στο πραγματικό όνομα της ηρωίδας μιας και η ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στη ζωή μου κατά τα πρώτα νεανικά μου χρόνια και υπήρξε (στην αφήγηση) πραγματικά «δώρο Θεού» για τους γονείς της.


Ποια είναι η κινούμενη άμμος στην οποία κινείται η Δωροθέα;


Η έντονη διαμάχη ανάμεσα στο συνειδητό και το υποσυνείδητό της, ανάμεσα σε όσα διδάχθηκε από τους γονείς, το σχολείο και την κοινωνία να θεωρεί ορθά και σ’ εκείνα που η ίδια επιθυμεί διακαώς να πετύχει σε προσωπικό επίπεδο, δημιουργεί μια κατάσταση αφόρητης συναισθηματικής φόρτισης την οποία -από ένα σημείο και μετά- δεν μπορεί ούτε να ελέγξει ούτε να αντιμετωπίσει. Αυτή ακριβώς είναι η κινούμενη άμμος μέσα στην οποία βλέπει να βυθίζεται στους εφιάλτες της.


Μπορείς να μας συστήσεις την ηρωίδα σου;


Η Δωροθέα είναι μια νέα γυναίκα γύρω στα 25 παντρεμένη από πολύ μικρή, έφηβη σχεδόν, με τον άντρα που αγάπησε και με τον οποίο απόκτησε δυο κόρες ηλικίας δύο και πέντε χρόνων την εποχή που εκτυλίσσεται η ιστορία της. Έχει μια ζωή ευτυχισμένη – φαινομενικά, δεδομένου ότι τόσο τα όνειρα που είχε να σπουδάσει όσο και οι ανεκπλήρωτες προσωπικές της φιλοδοξίες υποβόσκουν και καραδοκούν σαν βόμβα εν υπνώσει. Και δεν χρειάζεται παρά μια αφορμή, μια σπίθα να ανάψει η θρυαλλίδα και να πυροδοτήσει διαδοχικές εκρήξεις που απειλούν να καταστρέψουν την οικογενειακή της ευτυχία, την γαλήνη των παιδιών της, ακόμη και την ίδια της τη ζωή.


Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή
Η επιστροφή
Ήρθε η μάνα ήρθε η μάνα γύρισε επιτέλους στο σπίτι μας μετά από πολλές βδομάδες που έλειπε κι ας λέει ο Ρόμπι ότι έλειψε μόνο τρεις μάλλον δεν ξέρει να μετράει και τόσο καλά ή θέλει να με τσαντίσει πάλι κι αφού σας λέω έλειπε κοντά μισό χρόνο ή έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε εμένα που ξεροστάλιαζα με τις ώρες πάνω στο πεύκο που είναι στη μάντρα κι έτσι μου ερχόταν να πηδήξω μια και να πάω να τη βρω στην Αγγλία και που ξυπνούσα κάθε πρωί με το χάραμα και δεν την έβλεπα να βάζει τα παπούτσια της να μας πάει βόλτα - βέβαια μας πήγαινε ο μπαμπάς αλλά τι να το κάνεις, αυτός πρώτον μουρμούραγε κάτι γαλλικά που τον ξεσηκώναμε «αχάραγο» (δεν ξέρω τι πα να πει αυτό) και δεύτερον είναι και πολύ δυνατός και με κρατούσε γερά από το λουρί και δεν μ’ άφηνε να τρέχω πάνω κάτω και να μυρίζω όλους τους θάμνους και τα δέντρα και τα χωμάτινα λοφάκια ενώ η μάνα με κρατάει κι εκείνη γερά αλλά όλο και την τραβολογάω και πάω εκεί που θέλω και ξεφύγαμε από το θέμα και το θέμα είναι πως γύρισε η μάνα κι εγώ κάτι είχα ψυλλιαστεί που είδα τον μπαμπά να ξαναπλένει την αυλή με το λάστιχο κι αφού χτες την είχε πλύνει και είπα του Βούδα να δεις που περιμένει τη μάνα γι αυτό τα κάνει όλα αστραφτερά για να τα δει εκείνη και να χαρεί και μετά τον είδαμε που μπήκε στο αμάξι απογευματιάτικα ενώ εκείνος μόνο το πρωί φεύγει με το αυτοκίνητο και σιγουρευτήκαμε πως πάει στο αεροδρόμιο να τη φέρει και στηθήκαμε πίσω από το πορτάκι του κήπου και περιμέναμε κάτι ώρες ατέλειωτες μπορεί και δέκα ώρες ή έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε εμένα και επιτέλους έφτασαν κάποια φορά κι άνοιξε η μάνα το πορτάκι και της όρμησα εγώ σαν παλαβός και παραλίγο να την ρίξω κάτω από τα χοροπηδητά και σταματημό δεν είχα αφού δεν μπορούσε να κάνει βήμα παρά με είχε πάρει αγκαλιά και με έλεγε τρελοκούταβο και μου χάιδευε τις αυτούμπες και μετά αγκάλιασε και τον Ρόμπι που περίμενε υπομονετικά να τελειώσω εγώ με τις παλαβομάρες μου για να της κάνει κι εκείνος χαρές και μετά μπήκε ο μπαμπάς με τις βαλίτσες κι έβαλε τις φωνές να κάνουμε πίσω για να μπουν επιτέλους στην αυλή και πήγαμε όλοι μαζί προς το σπίτι και κάτσαμε στο τραπέζι με την ομπρέλα κι αρχίσαμε να μιλάμε όλοι μαζί κι εγώ να της λέω παράπονα που έλειψε τόσο πολύ και που μια μέρα έπιασε καταιγίδα με αστραπές και μπουμπουνητά κι ο μπαμπάς ήταν στη δουλειά κι εμείς μόνοι στην αυλή κι έπαθα τέτοιο πανικό που ακόμα τρέμω που το θυμάμαι και τότε μπήκε στη μέση ο Βούδας και είπε πολλά λες παρλαπίπα, άστην να ησυχάσει τόσες ώρες που ταξίδευε και να μας πει και πώς πέρασε στην Αγγλία με τα παιδάκια της κι η μάνα γέλασε και μας είπε πως πέρασε πολύ όμορφα κι ας έβρεχε τον πιο πολύ καιρό γιατί και δεν την χωνεύει τη βροχή αλλά της λείψαμε κιόλας κι εμείς και τα γατόνια κι ο μπαμπάς κι άρχισε μετά να μας λέει εγγλέζικες ιστορίες κι εγώ κάθισα στα πόδια της φρόνιμα φρόνιμα και την άκουγα κι ήμουνα πολύ χαρούμενος που γύρισε σπίτι μας και σας αφήνω τώρα, τη βλέπω που έρχεται με το λουρί να μας πάει βόλτα και θα ξαναρχίσω να τρεχολογάω πάνω κάτω και πολύ θα το φχαριστηθώ και γεια σας!