Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019


Το ξύλινο αυτοκινητάκι - κάπου στην Ελλάδα του 1948
(σκέψεις με φόντο μια φωτογραφία)

Μια φαρδιά σανίδα, μερικά καρφιά, δυο ξύλινοι «άξονες», τέσσερις ρόδες επίσης ξύλινες κι έτοιμο το αυτοκινητάκι. Φτιαγμένο από τα χέρια του εργάτη ή αγρότη ή μεροκαματιάρη πατέρα φάνταζε στα χέρια του μικρούλη σαν το καλύτερο αγιοβασιλιάτικο δώρο κι έπαιζε ευτυχισμένο μ’ αυτό με μια χαρά γνήσια, αυθεντική, μοναδική.

Άραγε μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο για τα παιδιά μας σήμερα; Για τα παιδιά που η πρόθυμη κι άφθονη προσφορά πολύπλοκων ακριβών παιχνιδιών έχει αμβλύνει αυτόν τον ενθουσιασμό, αυτή τη λαχτάρα για την απόκτησή τους;

Καλό ΣΚ – το τελευταίο του 2019!



Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019


Μέσα στα χαμόγελα και τις ευφρόσυνες γιορταστικές στιγμές ας στείλουμε τη σκέψη και την αγάπη μας στους "άλλους"... τους λιγότερο τυχερούς...

Σμύρνα, χρυσό και λίβανο

Αιώνες τώρα πορευόμαστε
Περιπλανώμενοι σε δύσβατα μονοπάτια
Χιονισμένων βουνοκορφών κι άνυδρων ερήμων,
Ψάχνοντας να βρούμε
Το Θείο Βρέφος
Ακολουθώντας το Αστέρι.


Κι όλο θαρρούμε πως κοντοζυγώνουμε
Στη φάτνη.
Κι όλο αναφτερώνουν οι ελπίδες μας,
Πως έφτασε η στιγμή
Να αποθέσουμε στα πόδια Του
Σμύρνα, χρυσό και λίβανο,
Όχι τόσο σαν δώρα σεβασμού κι αγάπης,
Όπως όλοι πιστεύουν λαθεμένα,
Μα πιότερο σαν αναθήματα ικεσίας
Για όσα λαχταρούμε να ‘ρθουνε
Σε τούτον το μίζερο πλανήτη.

Ακόμα δεν Το βρήκαμε
Το Βρέφος των ελπίδων και των προσδοκιών μας.
Κάποιες φορές Το είδαμε
Να μας κοιτάζει τρομαγμένο
Μέσα από τα μάτια μικρών παιδιών
Θαμμένων κάτω από ερείπια βομβαρδισμένων σπιτιών
Ή παιδιών που φόραγαν
Κίτρινα σωσίβια στο λιανό κορμί τους…
Κι άλλοτε πάλι να μας κοιτάζει με θλίψη κι απόγνωση
Μέσα από τα μάτια μανάδων
Που βύζαιναν αποστεωμένα μωρά
Σ’ ένα στεγνό, μαραμένο στήθος.

Κι ύστερα χανόταν πάλι…

Ωστόσο εμείς ακόμα επιμένουμε
Στην αέναη αναζήτησή Του,
Πάντα ακολουθώντας το Αστέρι.
Κι ας έχει λιγοστέψει η λάμψη του.
Κι ας κρύβει κάθε τόσο το πρόσωπό του
Πίσω από σύννεφα οργής και αγανάκτησης
Για όσα φοβερά αντικρίζει
Σε τούτον το μίζερο πλανήτη.

Επιμένουμε…
Κι ας έχει θαμπώσει ο χρυσός.
Κι ας έχει ξεθυμάνει η ευωδιά.
Στη σμύρνα και στο λίβανο…


*Από την ποιητική μου συλλογή «Αποτυπώματα», Εκδόσεις ΠΝΟΗ






Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019


Δυο Ελίτσες Μια Φορά

(σαν) Ένα Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι σε Εικόνες

Κάποτε, τα χρόνια τα παλιά, ήταν δυο μικρά παιδιά που είχαν δυο μεγάλους (έτσι τουλάχιστον τους έβλεπαν εκείνα, όπως όλα εξάλλου τα παιδιά) γονείς. Οι γονείς αυτοί λοιπόν κάθε Χριστούγεννα αγόραζαν για τα παιδιά τους ένα έλατο αληθινό (του φυτώριου, όχι του βουνού) και τους το στόλιζαν με φωτάκια και μπαλίτσες και πολύ το χαίρονταν τα παιδιά και χτυπούσαν παλαμάκια. Μόνο που στο τέλος των γιορτών έκλαιγαν γιατί το ελατάκι είχε μαραθεί και το έβαζε ο πατέρας τους στο τζάκι και το έκαιγε λέγοντας πως τουλάχιστον δεν θα πήγαινε χαμένο - αλλά τα παιδιά καθόλου δεν τα ζέσταινε η φωτιά από το αγαπημένο τους δεντράκι. Έτσι, όταν μεγάλωσαν λιγάκι, είπαν στους γονείς τους πως δεν ήθελαν πια ελατάκι αληθινό αλλά κάτι άλλο που θα σκέφτονταν εκείνοι σαν μεγάλοι και σοφοί που ήταν.

Οι γονείς, αφού τα αγκάλιασαν και τα φίλησαν που ήταν τόσο ευαίσθητα και πονετικά παιδάκια ακόμη και με τα δεντράκια, έβαλαν τα σοφά κεφάλια τους να σκεφτούν κι όταν γύρισαν από την αγορά έφεραν μαζί τους δυο γλάστρες που η κάθε μια είχε μέσα μια μικρή ελιά. Τα παιδιά απόρησαν αλλά εκείνοι τους εξήγησαν ότι ετούτη τη χρονιά και τις επόμενες θα στόλιζαν τις ελίτσες για δέντρα Χριστουγέννων και ότι μετά θα τις έβαζαν στη βεράντα να μεγαλώσουν σαν κανονικά δεντράκια κι ότι πήραν δυο, ένα για το καθένα τους, σαν δώρο για την όμορφη σκέψη που είχαν κάνει.

Έτσι κι έγινε. Οι ελίτσες στολίστηκαν κι ήταν πολύ πολύ όμορφες με τα φωτάκια και τις γιρλάντες τους. Κι όταν πέρασαν οι γιορτές πήραν τη θέση τους στη βεράντα μαζί με τα άλλα φυτά και μεγάλωναν ευτυχισμένες - και την άλλη χρονιά, τα άλλα Χριστούγεννα, στολίστηκαν και πάλι με φωτάκια και γυαλιστερές μπαλίτσες. 

Ήρθε όμως το άλλο καλοκαίρι και οι ελίτσες είχαν μεγαλώσει πολύ - κι έδειχναν να μη χωρούν άλλο στις μικρές, πια, γλάστρες τους και να στενοχωριούνται… σαν να μη μπορούσαν να ανασάνουν. Τα παιδιά το κατάλαβαν - πάντα τα παιδιά το καταλαβαίνουν γιατί μπορούν και μιλούν με όλα τα πλάσματα της Φύσης, ζώα και φυτά. Είπαν λοιπόν στους γονείς τους πως ήταν καιρός να φύγουν τα δεντράκια από εκείνες τις στενάχωρες γλάστρες και να πάνε να ζήσουν στον κήπο, στο χώμα, να απλώσουν ρίζες και να μεγαλώσουν όπως όλα τα άλλα αδέλφια και ξαδέλφια τους στα χωράφια και στις πλαγιές των βουνών.

Έτσι κι έγινε. Οι δυο ελίτσες φυτεύτηκαν στον κήπο από τον πατέρα των παιδιών κι εκείνα τον βοήθησαν, το καθένα με τη δικιά του - και μετά τις πότιζαν, τις φρόντιζαν, τους μιλούσαν με αγάπη. Κι εκείνες τα άκουγαν και έγερναν με ευγνωμοσύνη τα ασημοπράσινα φυλλαράκια τους και χάιδευαν με την ίδια αγάπη τα παιδικά προσωπάκια. Και μεγάλωναν και θέριευαν μέχρι που την άλλη χρονιά έβγαλαν και μικρά λευκά ανθάκια που στη συνέχεια τα έδεσαν σε μικρούς πράσινους καρπούς, μικρές πράσινες ελίτσες - για πρώτη φορά στην δεντρίσια τους ζωή.

Τα παιδιά πανηγύρισαν ετούτο τον θρίαμβο της Φύσης. Ήταν οι δικές τους ελίτσες, τα δικά τους μικρά δεντράκια, που ξεκίνησαν τη ζωή τους σαν Χριστουγεννιάτικα στολίδια και κατάφεραν να γίνουν εκείνο για το οποίο είχαν γεννηθεί - αληθινά δέντρα σε αληθινό χώμα με αληθινούς καρπούς! Μάζεψαν με προσοχή τις μικρές πράσινες ελίτσες κι ευχαρίστησαν τα δεντράκια τους για το υπέροχο δώρο που τους έκαναν - κι εκείνα θρόισαν τα ασημοπράσινα φύλλα και τους ψιθύρισαν το δικό τους ευχαριστώ για το δώρο ζωής που τους είχαν κάνει κι ότι ήταν πολύ ευτυχισμένα που τα παιδάκια τους, οι μικρές ελίτσες-καρποί, τα είχαν κάνει τόσο χαρούμενα.

Κι όταν ήρθαν τα άλλα Χριστούγεννα τα δυο παιδιά με μια φωνή ζήτησαν από τους γονείς τους να αγοράσουν ένα ψεύτικο δέντρο, άσπρο σαν το χιόνι που τόσο αγαπούσαν, και να το στολίσουν για χριστουγεννιάτικο. Έτσι κι έγινε κι έβαλαν το στολισμένο φωτερό κατάλευκο δέντρο δίπλα στο μεγάλο παράθυρο να το βλέπουν και οι ελίτσες-δεντράκια από τον κήπο και να θυμούνται τα χρόνια που ήταν κι οι ίδιες στολισμένες και να γιορτάζουν κι εκείνες μαζί τους, χαρούμενες πολύ που είχαν βρει πια τον δρόμο τους και την δική τους αληθινή γωνιά πάνω σε τούτη τη γη.

Κι ήταν τόσο όμορφα κι ευτυχισμένα για όλους εκείνα τα Χριστούγεννα!






Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019


Εμπιστεύτηκες… και σε ρήμαξαν…

Το «αμάρτημά» σου υπήρξε ότι εμπιστεύτηκες… κι αυτό στάθηκε μοιραίο για τη ζωή σου.

Εμπιστεύτηκες τα χάδια, τη φροντίδα, το χέρι που σου έδωσε να φας. Χωρίς να ξέρεις (και πώς άλλωστε) πως υπάρχουν κι αλλιώτικα χέρια… χέρια που χτυπούν, που βασανίζουν, που σκοτώνουν. Τα εμπιστεύτηκες κι εκείνα -κι εκείνα έβαλαν άγριο τέλος στη μικρή ζωούλα σου.

Όπως κι εμείς εξ άλλου. Εμπιστευόμαστε κι ονειρευόμαστε - κι είναι πολλές φορές  τα χάδια και τα λόγια ψεύτικα, τα χαμόγελα απατηλά. Και βάζουν άγριο τέλος στα όνειρα και την γαλήνη της ψυχής.

Γι αυτό φυλάξου, αθώο μου γατάκι… γι αυτό φυλάξου, καλόγνωμη ψυχή.


Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019



Οι άθλοι του Ηρακλή

Η σκυλίτσα η Σούγκαρ  


Το Θεό της δεν έχει αυτή η μάνα κι άντε μην τα πάρω τώρα στο κρανίο γιατί κάθε τόσο και κάτι μας φέρνει πεσκέσι σπίτι, σε τετράποδο εννοώ, και άντε η Μπιάνκα πες ήταν μόνη της στην Άνδρο και άντε τα γατόνια ο Ερμής και η Ερμίνα πες  τα είχε μια κυρία μαζί με άλλα 97 σε ένα σπίτι και τα πιο πολλά ήταν άρρωστα αλλά αυτό το καινούργιο με τερμάτισε και θα σας τα πω για να καταλάβετε και να μου δώσετε δίκιο και που λέτε όλα άρχισαν την Πέμπτη το πρωί που βγήκε η μάνα αχάραγο να ταΐσει τα γατιά της γειτονιάς και βλέπει μια σκυλίτσα όμορφη και ζουμπουρλού και μικρούλα και ασπρούλα που ήρθε καταπάνω της και της έκανε χαρούλες κι εγώ από μέσα από το πορτάκι να λυσσάω που την έπεφτε στη μάνα ΜΟΥ αλλά τι να σας κάνω που είχε κλειδώσει και εμπάσηπεριπτώσει (κάνω και λάθη από την τσαντίλα) της έβαλε να φάει και να πιει και μετά την πήγε στη θεία Χρυσούλα δίπλα να την κρατήσει γιατί πού να τη φέρει μέσα σε μας έτσι πως λυσσοκόπαγα εγώ γιατί, λέει, φαινόταν να την είχε κοπανήσει από σπίτι κι ήταν και πρόσφατα στειρωμένη, ακόμα είχε την τομή (μη με ρωτήσετε τι είναι αυτό, χαμπάρι) και να την φυλάξουμε, λέει, μέχρι να βρούμε τη μαμά της και μετά πλάκωσε τα τηλέφωνα και βρήκε κάποια άκρη αλλά μέχρι να τις βρει όλες τις άκρες πέρασαν δυο μέρες που η Μπιάνκα (έτσι την βάφτισαν επειδή είναι άσπρη, βλακείες, Μπιάνκα λένε τη γάτα μας, μη τρελαθούμε τώρα) έμενε στη θεία Χρυσούλα και πήγαινε η μάνα κάθε τόσο και κάνανε χαρούλες κι εγώ άφριζα που τις άκουγα μέχρι που σήμερα το πρωί, κρατηθείτε, μας την κουβάλησε ΚΑΙ στο σπίτι κι εγώ της την έπεσα κανονικά, εννοείται, και τη γαύγιζα άγρια που θέλει να μου πάρει την αγάπη της μάνας αλλά της κούναγα και την ουρά να μην παρατρομάξει αλλά αυτή στην κοσμάρα της, άλλος Βούδας μας βρήκε, ξάπλωσε τ’ ανάσκελα και μου κούναγε κι εκείνη την ουρά της ενώ ο δικός μου Βούδας ο Ρόμπι της έδωνε φιλιά κι εγώ τσαντίστηκα και μπερδεύτηκα, τι βιολί είναι αυτό που μας παίζει, και μετά αυτή ξεθάρρεψε και με πήρε στο κυνήγι παίζοντας και είπα, ώρες είναι να μας μείνει αμανάτι το φρούτο, αλλά ευτυχώς η μάνα βρήκε και τις υπόλοιπες άκρες που λέγαμε και έμαθε πως το σπίτι της είναι λίγο πιο κάτω από το δικό μας και την φόρτωσε στο αμάξι και την πήγε εκεί που ήταν η μαμά της που ήταν πολύ ανήσυχη γιατί όλο την κοπανάει επειδή είναι μόνο ένα μήνα που την έχει πάρει για παιδάκι της από μια κυρία άλλη που την λένε Φιλοζωική και η μικρά δεν έχει συνηθίσει ακόμα, έτσι είπε στη μάνα, και πολύ την ευχαρίστησε που την βρήκε και την φρόντισε και της την πήγε πίσω κι ότι τη λένε Σούγκαρ που είναι άσπρη και γλυκιά και της είπε και η μάνα της κυρίας μαμάς της να φροντίσει να μην την ξαναχάσει γιατί θα πάθει κακό μα από αμάξι μα από κανά  αγριόσκυλο μα από καναν παλαβό που θα της ρίξει φόλα (ούτε αυτό ξέρω τι είναι) και να και κάτι που συμφωνώ απόλυτα μαζί της εγώ όχι μόνο για την Σούγκαρ να μην πάθει κακό (όσο να ’ναι κάναμε κι ένα κονέ που ήταν εδώ) αλλά βασικά να μην ξανάρθει προς τα δω και κάνει χαρές στη μάνα γιατί η μάνα είναι μόνο δικιά μου, άντε και των υπόλοιπων γατόσκυλων της οικογένειας, αλλά όχι και να μας έρχονται και ξένα σκυλιά να την ματσοφιλάνε, μην τρελαθούμε εντελώς!



Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019


Γιάννα

Είχα μόλις βγει από το μετρό στη στάση «Πανεπιστήμιο» και προχωρούσα βιαστικά -είχα ήδη αργήσει σε ένα ραντεβού- όταν την συνάντησα μπροστά στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Σχεδόν σκόνταψα πάνω της έτσι όπως ήταν κουβαριασμένη δίπλα σε ένα πεζούλι, ένας μικροκαμωμένος μαυροντυμένος όγκος όπου δεν ξεχώριζες σχεδόν τα μέλη, τον κορμό. Μόνο ένα μπερδεμένο κουβάρι μακριά μαύρα μαλλιά σηματοδοτούσε τη θέση του κεφαλιού μαζί με μια αδύναμη φωνή που έλεγε μονότονα «βοήθεια παρακαλώ».

Γονάτισα δίπλα της, το κεφάλι της ακουμπούσε σε μια σακούλα σούπερ μάρκετ με άγνωστο περιεχόμενο. Παραμέρισα τις αχτένιστες τούφες και βρέθηκα μπροστά σε ένα αποστεωμένο πρόσωπο νέας γυναίκας που με κοίταζε με βλέμμα σβησμένο. Μια αμήχανη στιγμή όπου δεν ήξερα τι να κάνω παραπέρα και μετά την ρώτησα πώς τη λένε και από πού είναι - έτσι, για να αρχίσω από κάπου.

Μου απάντησε πως τη λένε Γιάννα, πως είναι Ελληνίδα (φαινόταν αυτό από τον λόγο της), πως δεν έχει πού να μείνει, πως είχε κάνει πρόσφατα έκτρωση γι αυτό και ήταν έτσι, διάφορα. Μαζεύτηκαν 3-4 περαστικοί, ένας μου πρότεινε να πάρουμε το 166. Της το είπα, αρνήθηκε. Την πρότεινα να πάρω κάποια υπηρεσία του Δήμου, αρνήθηκε πάλι. Προβληματίστηκα, η αρχική μου υποψία πως ίσως επρόκειτο για ναρκομανή ξαναγύρισε στο μυαλό μου πιο έντονη μετά τις απανωτές αρνήσεις. Δεν ήθελε βοήθεια, χρήματα ήθελε για τη δόση της - ή έτσι τουλάχιστον συμπέρανα.

Και; Τι κάνεις σ’ αυτήν την περίπτωση; Σίγουρα δεν μπορείς να την αναγκάσεις να πάει σε κάποιο χώρο υποστήριξης, έχει ελεύθερη βούληση. Σίγουρα επίσης δεν μπορείς να την παρατήσεις και να σηκωθείς να φύγεις - όχι πως μπορείς να κάνεις και τίποτε ουσιαστικό αλλά και πάλι… Δεύτερη αμήχανη στιγμή. Έβγαλα κάποια χρήματα και τα άφησα στο πλαστικό κυπελάκι της, ήταν το μόνο που σκέφτηκα. Ένα χαμόγελο, κάποια δόντια έλειπαν, ένα σιγανό «ευχαριστώ». Μουρμούρισα ένα «προσπάθησε να βοηθήσεις τον εαυτό σου» που ακούστηκε σαν κακόγουστο αστείο στα ίδια μου τα αυτιά και συνέχισα τον δρόμο μου κατηφής.

Αλήθεια - τι μπορεί να κάνει κανείς όταν συναντά την απόλυτη άρνηση; Ψάχνοντας στο διαδίκτυο βρήκα σήμερα το παρακάτω κείμενο που έδωσε κάποια απάντηση στο ερώτημά μου - "τίποτε"…

Μα κι αυτό δεν είναι απάντηση…

"Με αφορμή τη δικαιολογημένη απορία και ανησυχία που εκδήλωσαν ευαισθητοποιημένοι συμπολίτες για την άστεγη γυναίκα που συναντάται να περιπλανιέται σε δρόμους του ΧΧΧ, θα θέλαμε να ενημερώσουμε για τα εξής:
Την έχει ήδη προσεγγίσει 3 φορές εκπρόσωπος της Κοινωνικής Υπηρεσίας του Δήμου ΧΧΧ, ο οποίος της πρότεινε να τη συνοδεύσει στην Υπηρεσία για να της παρασχεθεί βοήθεια ( δυνατότητα χορήγησης του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, εξασφάλιση φαγητού από τη δομή του Συσσιτίου Απόρων, παροχή προϊόντων από το Κοινωνικό Παντοπωλείο κ.α.).
Η κύρια αρνήθηκε να συνεργαστεί με την Υπηρεσία και να τύχει βοήθειας.
Αν και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, ότι χρήζει βοήθειας από ιατρικές υπηρεσίες, λύση μπορεί να δοθεί μόνον εάν δεχθεί η ίδια η κυρία να συνεργαστεί".

Σε διαφορετική περίπτωση, δεν νομιμοποιείται κανένας φορέας ή Υπηρεσία να της επιβάλλει χωρίς τη θέλησή της οποιαδήποτε οργανωμένη και συστηματική βοήθεια».


Σημείωση: η φωτογραφία είναι, εννοείται, ενδεικτική -από το διαδίκτυο κι αυτή.





Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019



"Και τι ζητάω; Τι ζητάω;
Μια ευκαιρία στον παράδεισο να πάω..."


Κάποια πράγματα μας χαρίστηκαν στη ζωή μας
Άλλα, τα περισσότερα, αγωνιστήκαμε σκληρά για να τα πετύχουμε

Κάποιες στιγμές, πολλές, ήταν όμορφες στη ζωή μας
Άλλες, οι περισσότερες, ήταν δύσκολες και μας σημάδεψαν βαθιά

Κάποιοι άνθρωποι, πολλοί, μας απογοήτευσαν, μας πλήγωσαν και μας πίκραναν
Κάποιοι άλλοι, λίγοι και πολύτιμοι, ήταν και είναι πάντα παρόντες για να μας γλυκαίνουν την καρδιά

Κάποιες καταστάσεις που ονειρευόμαστε, ουτοπικές κι ανέφικτες, δεν θα τις ζήσουμε ποτέ
Κάποιες άλλες, πολλές, ταπεινές κι ωστόσο ανεκτίμητες, τις ζούμε καθημερινά φτάνει να τις αναγνωρίζουμε

Όπως η ηλιαχτίδα που μας ξύπνησε το πρωί
Όπως η ευωδιά του τριαντάφυλλου που άνθισε απρόσμενα
Όπως το χαμόγελο από πρόσωπο αγαπημένο
Όπως το χουρχούρισμα του γατονιού στην αγκαλιά μας!

 







Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019


Πάρε με αγκαλιά

Πάρε με αγκαλιά… σε παρακαλώ. Δεν μπορώ να στο πω με λόγια, δεν ξέρω ακόμα τη γλώσσα σου. Μόνο τη δική μου ξέρω, να βγάζω κραυγούλες ή να κλαίω. Αυτό το κάνω καλά - κλαίω διαφορετικά όταν πεινάω, όταν πονάω, όταν νυστάζω, όταν θέλω αγκαλιά. Κι εσύ με καταλαβαίνεις, το ξέρω. Με ταΐζεις, με ταχταρίζεις, με νανουρίζεις - αλλά κάπου εκεί στην αγκαλιά τα χαλάμε λιγάκι.

Δεν με παίρνεις όσο θέλω, όσο λαχταρώ, όσο έχω ανάγκη. Όχι γιατί δεν θέλεις ή δεν μπορείς, το βλέπω στα μάτια σου πόσο αναστατώνεσαι όταν κλαίω κι εσύ δεν μου κάνεις το χατίρι -αλλά γιατί δεν «πρέπει».  Δεν πρέπει να κακομάθω, δεν πρέπει να ζητάω χεράκια, δεν πρέπει να γκρινιάζω για αγκαλιές. Πρέπει να μάθω να κάθομαι φρόνιμη στο κρεβάτι μου, να βαριέμαι, να κοιτάω το ταβάνι, να πιάνεται η πλατούλα μου. Κι όλα αυτά για να έχετε τον χρόνο, εσύ κι ο μπαμπάς, να κάνετε τις δουλειές σας, να τα προλάβετε όλα.

Κάνετε λάθος, μαμά μου. Εμένα πρέπει να προλάβετε, εμένα που μεγαλώνω κάθε μέρα, που κάθε βδομάδα είμαι και άλλο μωρό, που τώρα είμαι εντελώς αλλιώτικο πλασματάκι από όταν γεννήθηκα τέσσερις μήνες πριν. Που σε δυο τρεις μήνες ακόμη θα μπορώ να κάθομαι και να παίζω με παιχνιδάκια και δεν θα έχω πολλή ανάγκη την αγκαλιά. Που σε πέντε έξι μήνες ακόμη θα μπουσουλάω και δεν θα έχω τόση ανάγκη την αγκαλιά. Που μόλις χρονίσω θα περπατάω και δεν θα έχω καθόλου ανάγκη την αγκαλιά.

Που τότε θα την έχετε ξαφνικά εσείς ανάγκη αλλά δεν θα θέλω εγώ πια γιατί θα τρέχω πάνω κάτω - και θα κλαίτε για τις χαμένες ευκαιρίες και τις οριστικά φευγάτες όμορφες στιγμές που δεν θα ξανάρθουν πια.

Γι αυτό σας λέω - πάρτε με αγκαλιά και δεν θα κακομάθω, μην ανησυχείτε… Συμφωνεί πλέον και η γιαγιά που είχε, στον καιρό της, τις ίδιες με σας  αντιλήψεις και θεωρίες και που τώρα δεν χορταίνει να έχει εμένα και τα ξαδερφάκια μου αγκαλιά και να μας «κακομαθαίνει» όπως της λέτε εσείς  οι γονέοι μας - κι ευτυχώς που δεν σας πολυακούει!


Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019


ΟΚ - αλλά...

ΟΚ, χειμώνιασε, το παραδέχομαι - καιρός του ήταν εξ άλλου αν και δεν το βρίσκω και τόσο απαραίτητο...

ΟΚ, και βροχή θα έχουμε και μέσα θα κλειστούμε και την ίωση θα την αρπάξουμε οσονούπω στρατηγέ μου...

ΟΚ, και στις λάσπες θα τσαλαβουτήσουμε και την ομπρέλα θα μας πάρει ο αέρας και η μιζανπλί θα χαλάσει...

ΟΚ, και στην κίνηση θα κολλήσουμε και τον μ@@@ που βούτηξε την ροδάρα τού 4Χ4 στην νερολακούβα και μας έκανε σύχριστους θα μουτζώσουμε...

ΟΚ, θα τα ανεχτώ όλα αυτά - σάμπως μπορώ να κάνω κι αλλιώς;;;

Αλλά ΜΗ μου ζητάτε να μου αρέσει κι από πάνω όλη αυτή η μίρλα!!!







Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019


Ο παγωτατζής

Σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Βέροια, δεκαετία του '60. Ακούγαμε από μακριά το ντριν ντριν του κουδουνιού και με μιας σταματούσε κάθε παιχνίδι και τρεχαλητό στην μεγάλη αυλή με την τεράστια μουριά στη μέση. Ένα σμάρι παιδιά σκορπίζαμε αλαλάζοντας στα γύρω σπίτια μας ζητώντας από τις μανάδες μας λεφτά για παγωτό. Τα τσεπώναμε και ξανατρέχαμε πάντα αλαλάζοντας στην μεγάλη καγκελόπορτα περιμένοντας ανυπόμονα να φανεί στη γωνία το αντικείμενο του πόθου μας - το κινητό παγωτατζίδικο!

Χαμός με το που έστριβε! Σπρώχνοντας και τραβώντας παραβγαίναμε ποιος θα πρωτοπάρει παγωτό. Κι εκείνος, ο παγωτατζής, με μια άσπρη ποδιά ζωσμένη στη μέση κι έναν σκούφο λερό στο κεφάλι, πάλευε χαμογελαστός να μας προλάβει όλα και να μοιράσει το πιο νόστιμο, το πιο υπέροχο παγωτό που έχω φάει ποτέ στη ζωή μου! 

Κασάτο το λέγαμε, σκέτη κρέμα ήταν, και το έβαζε σε χωνάκια με μια μικρή μεταλική σπάτουλα. Το αρπάζαμε με λαχτάρα, τρέχαμε στη σκιά της μουριάς και το απολαμβάναμε με μικρές γλυψιές, αργά αργά να μην τελειώσει. Έσταζαν τα ζουμιά, λερώνονταν τα ρούχα μα ποιος νοιαζόταν! Φτάνει που γευόμασταν την θεσπέσια βελούδινη υφή του και δροσιζόμασταν κατακαλόκαιρο με το σπάνιο παγωμένο δώρο!

Τα θυμήθηκα όλα αυτά χθες σαν είδα στο καφέ της γειτονιάς μου ετούτο το παλιό ποδήλατο-παγωτατζίδικο να φιγουράρει στην είσοδο και να μου φέρνει στο νου τόσες και τόσες όμορφες αναμνήσεις. Κι είμαι σίγουρη πως πολλοί από σας, οι παλιότεροι, της γενιάς μου, κάτι θα έχετε να νοσταλγήσετε στην θέα του κι ίσως να νιώσετε στον ουρανίσκο σας κάποια παλιά ξεχασμένη γεύση κασάτου παγωτού!




Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019


 
Ήσουν ξεχωριστός, ήσουν τρυφερός κι ευαίσθητος, ήσουν Κύριος με «Κ» κεφαλαίο – ήσουν πολύ αγαπημένος μου…

Η υπέροχη δημιουργία σου «Μια φορά θυμάμαι», από τα μουσικά ορόσημα των νεανικών μου χρόνων,  οδήγησε την πένα μου να γράψει τούτο το ποίημα. Στο αφιερώνω για καλό κατευόδιο…

Καλό σου ταξίδι Γιάννη Σπανέ…

Μια φορά θυμάμαι...  *

«Μια φορά θυμάμαι μ' αγαπούσες
τώρα βροχή...
μια φορά θυμάμαι μου μιλούσες
τώρα σιωπή...»

Σ’ εκείνους που αγαπήσαμε
Και μας αγάπησαν...

Κι αν έγιν’ η αγάπη βροχή
Και χάθηκε στη σκόνη του χρόνου
Κι αν έγιναν τα λόγια σιωπή
Και χάθηκαν στο θρόισμα τ’ ανέμου

Εμείς τους αγαπούμε πάντα
Για κείνο τ’ όμορφο που ζήσαμε μαζί
Κι ας έγινε βροχή...
Κι ας έπεσε σιωπή

Εμείς θα έχουμε στα χείλη
Τη γεύση εκείνης της βροχής
Και θ’ ακούμε τον άνεμο να ψιθυρίζει
Με τη δική τους τη φωνή...

*από τα «Αποτυπώματα»

https://www.youtube.com/watch?v=H-m42WC0NMk

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019


Μονάχα στ’ όνειρο



Ήρθες απόψε στ’ όνειρό μου

Μ’ αυτό σου το χαμόγελο

Που ακόμη και πάντα θα μου λείπει

Κι έδειχνες τόσο εύθραυστος



Τύλιξα  με λαχτάρα τα χέρια γύρω σου

Κι ένιωσα τόσο αδύνατους τους ώμους

Που δίστασα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου

Μη σε πονέσω



Μου έφτανε ωστόσο που σε άγγιζα

Που ένιωθα την λιπόσαρκη πλέον πλάτη

Κάτω από τα δάχτυλά μου

Όπως τότε στο καράβι - θυμάσαι;



Μου έφτανε να σε κοιτάζω στα μάτια

Και να βλέπω μέσα τους

Εκείνη την απέραντη αγάπη

Όπως εκείνη την στερνή φορά - θυμάσαι;



Έτσι με κοίταζες και τώρα

Και μου χαμογελούσες στοργικά

Σου χαμογέλασα θλιμμένα

Μέσα στον ύπνο μου κι εγώ



Και ξύπνησα με τούτο το χαμόγελο

Της αδιόρατης θλίψης

Παρηγορημένη ωστόσο που σ’ άγγιξα

Κι ας ήταν μονάχα στ’ όνειρο


Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019


Τον άρτον ημών

Λατρεύω το ψωμί σε κάθε του μορφή «ορίτζιναλ» - που πα να πει ρίχνω άκυρο στα πολυτελείας, τα άσπρα σαν μπαμπάκι/αραιά σαν αφρός/άνοστα σαν χορτάρι. Το ιδανικό ψωμί πρέπει να είναι ζυμωμένο με μεράκι, να έχει γεύση από αλεύρι κι ανθρώπινο μόχθο, μυρωδιά (ιδανικά) από χωριάτικο ξυλόφουρνο, κόρα τραγανή και ψίχα συμπαγή, στιβαρή. Να μοιάζει όσο γίνεται μ’ εκείνα τα παλιά που έφτιαχναν οι νοικοκυρές στα χωριά, πέντε πέντε στις λαμαρίνες, που τα φούρνιζαν με το ξυλόφτυαρο, που τα σκέπαζαν με τις πανιάρες και που τάιζαν μ’ αυτά τις πολυμελείς τους οικογένειες ολόκληρη τη βδομάδα.

Σαν εκείνα που έφτιαχνε η γιαγιά μου η Βασίλω στο Λεβίδι κι έπαιρνε μαζί του ο πατέρας μου κάθε Κυριακή που επέστρεφε από το χωριό στην Τρίπολη για να έχει να τρώει στη διάρκεια της βδομάδας ενόσω σπούδαζε στην Παιδαγωγική Ακαδημία - ψωμί κι ελιές όλα τα γεύματα όλες τις μέρες.

Φτιάχνω κι εγώ το ψωμί μας εδώ και πολύ καιρό. Καμία σχέση με το αγοραστό. Αλεύρι, νερό, μαγιά, λίγο αλάτι/ζάχαρη/λάδι. Απλές αγνές πρώτες ύλες ζυμωμένες με μεράκι και νοσταλγία. Υπάρχει και ξυλόφουρνος - εκείνος που έφτιαξε ο πατέρας μου με τα χέρια του πυρότουβλο στο πυρότουβλο και συντηρεί ευλαβικά ο άντρας μου και που μας έχει χαρίσει μοναδικά φαγητά και, όταν βολεύει να τον κάψουμε, ξεχωριστά ψωμιά. Και πάνω απ’ όλα έχω το ξυλόφτυαρο - εκείνο της γιαγιάς Βασίλως που πήρα από το χωριό και που δεν το χρησιμοποιώ από φόβο μην το χαλάσω. Κειμήλιο πολύτιμο εκατό χρόνια πίσω…

Γιατί τα μνημονεύω σήμερα όλα αυτά; Γιατί είναι η Παγκόσμια Μέρα Άρτου κι ήθελα να στείλω ετούτο το μήνυμα: φτιάξτε (αν και εφ’ όσον μπορείτε/θέλετε/έχετε κέφι και χρόνο) το δικό σας ψωμί. Τίποτε δεν συγκρίνεται με την μυρωδιά του φρεσκοψημένου καρβελιού καθώς βγαίνει από τον φούρνο, μοσχοβολάει το σπίτι κι όλη τη γειτονιά και σας χαρίζει το καλύτερο (για μένα) γεύμα - φρέσκο ζεστό ψωμί ζυμωτό χειροποίητο και φέτα ελληνική!







Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019


Άκουσα για πρώτη φορά το όνομά της το 2004, στους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Σοφία Κοκοσαλάκη, μια νέα γυναίκα 32 χρόνων που ανέλαβε, με πολλή επιτυχία, τον σχεδιασμό των κοστουμιών της τελετής έναρξης και λήξης και κατά καιρούς άκουγα για την επιτυχημένη καριέρα της στο εξωτερικό.

Χθες έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 47 χρόνων νικημένη από μια πολύ επιθετική, προφανώς, μορφή καρκίνου που διαγνώστηκε μόλις δυο μήνες πριν.

Πέρα από την ευχή για καλό της ταξίδι θα σταθώ σε ένα σημείο μιας συνέντευξης που είχε δώσει πέρσι στο «Κ» της Καθημερινής. "Έχω μια φαντασίωση, ότι μετά τα 89 μου θα πάω να μείνω στην Κρήτη". Ένα όνειρο που δεν έμελλε να βγει αληθινό - όπως τόσα και τόσα όνειρα όλων μας.

Πολύτιμη η κάθε μέρα μας. Δώρο χαρισμένο από τη ζωή. Ας την αξιοποιήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε. Να αγαπάμε τον εαυτό μας, να προσφέρουμε αγάπη, να έχουμε συμπόνια, να νοιαζόμαστε για τους άλλους, για κάθε πλάσμα που μας χρειάζεται.

Να απολαμβάνουμε την αγάπη που εισπράττουμε, να λέμε ευχαριστώ που αντικρίσαμε ξανά τον ήλιο, που είμαστε καλά. Να παραμερίσουμε τη μιζέρια, να αξιοποιήσουμε τον χρόνο που μας δίνεται, να είμαστε ευγνώμονες για τα όμορφα μικρά καθημερινά που ζούμε.

Να ζούμε συνειδητά την κάθε στιγμή - γιατί δεν ξέρουμε τι κρύβει το αύριο.


Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019


Δεν ξέρω γιατί



Μου ζήτησαν να χαμογελάσω

Δεν ξέρω γιατί

Για να βγω πιο όμορφη;

Για να πουν πως υπάρχει ελπίδα;

Για να κρύψουν τα μάτια μου;

Κι εγώ υπάκουσα

Δεν ξέρω γιατί

Κι ας έσταζαν τα δάκρυα

Στις άκρες του χαμόγελου

Μην το κοιτάτε

Είναι ψεύτικο

Κοιτάξτε τα μάτια μου

Μόνο

Εκεί είναι η αλήθεια

Με ρήμαξαν

Κι ακόμα

Δεν ξέρω γιατί…



Οι μεγάλοι μίλησαν


Είμαι μικρός
Πολύ μικρός
Πέντε χρόνων
Μου έλεγε η μάνα
Τις μέρες τις παλιές
Πριν την πλακώσει ο τοίχος

Είμαι μικρός
Πολύ μικρός
Και τίποτα δεν καταλαβαίνω 
Απ’ όλα αυτά 
Τα τόσο τρομαχτικά
Που ακούω και βλέπω
Φωτιές
Καπνοί
Φωνές
Το σπίτι μου έγινε τούβλα και σκόνη
Κόκκινα βαμμένα
Όχι από μπογιά
Από κάτι άλλο
Κάπου κει είναι η μάνα
Και το μωρό μας
Που το κράταγε αγκαλιά
Όταν άρχισαν οι βροντές
Μέσα στη νύχτα
Κι άστραφταν φώτα 
Κίτρινα και πορτοκαλί

Είμαι μικρός 
Πολύ μικρός
Και τίποτα δεν καταλαβαίνω
Απ’ τις κουβέντες των μεγάλων
Να τους σέβομαι
Μου έλεγε η μάνα
Τις μέρες τις παλιές
Πριν την πλακώσει ο τοίχος
Οι μεγάλοι μίλησαν
Κι είπαν ν’ ανάψουν οι φωτιές
Και να γίνει το σπίτι μου
Τούβλα και σκόνη
Είπαν πως δεν πειράζει 
Που έμεινε η μάνα εκεί
Μαζί με το μωρό μας

Είμαι μικρός 
Πολύ μικρός
Και τίποτε δεν  καταλαβαίνω
Από τα λόγια των μεγάλων
Κι ούτε θέλω να τους ακούω
Πια
Μόνο να θυμάμαι τη μάνα θέλω
Και το μωρό μας
Όχι κάτω από τα κόκκινα τούβλα
Που είναι τώρα
Αλλά να το κρατάει αγκαλιά
Στην πόρτα του σπιτιού μου
Που δεν υπάρχει πια
Και να μου χαμογελάει
Καθώς έφευγα 
Με τη σάκα στον ώμο

Είμαι μικρός
Πολύ μικρός
Και τίποτε δεν  καταλαβαίνω

Οι μεγάλοι μίλησαν
Κι η ζωή μου χάθηκε…



















Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019


"Ημέρα Ψυχικής Υγείας" η σημερινή - αφορμή να αναφερθώ στο πρόβλημα της Δωροθέας, της ηρωίδας του ομώνυμου βιβλίου μου, με ένα σχετικό απόσπασμα.

«Η φίλη μας πρέπει να υπήρξε από νεαρή ηλικία ένας άνθρωπος που θέλησε να ακολουθήσει τις κοινωνικές αξίες κατά γράμμα και έπεισε το “εγώ” της ότι η συμβατική συμπεριφορά απέναντι στους γονείς της και, αργότερα, σε σύζυγο και κοινωνία θα της χάριζε την ευτυχία. Έσπρωξε λοιπόν τις όποιες επαναστατικές της τάσεις πολύ βαθιά, σε καταστολή δηλαδή, σε σημείο που το “εγώ” της αποξενώθηκε από αυτά. Επειδή όμως το λογικό και συνειδησιακό κομμάτι της συνυπάρχει, όπως σε όλους μας, με ένα πολύ δυνατό υποσυνείδητο, στην περίπτωσή της, ορισμένες υπερφορτισμένες φορές το “εγώ” και το “υποσυνείδητο” πλησιάζουν το ένα με το άλλο, και η αντίδραση, όταν αυτές οι μη συμβατικές σκέψεις την πλημμυρίζουν, είναι τόσο δυνατή, που μοιάζει με έναν διαφορετικό εαυτό. Δημιουργείται δηλαδή μια διάσπαση του χαρακτήρα της.

Δεν θα έλεγα ότι είναι περίπτωση διπλής ή πολλαπλής προσωπικότητας – αυτή είναι μια πάθηση ιδιαίτερα σοβαρή και σπάνια. Παρ’ όλα αυτά, αυτό το ασανσέρ των αντίθετων σκέψεων και οι ανάλογες αντιδράσεις της επιβαρύνουν ιδιαίτερα την προσωπικότητά της και χρειάζεται μεγάλη προσοχή, γιατί αν δεν γίνει κατανοητό από την ίδια, θα της δημιουργήσει βαθύτερα προβλήματα, ιδίως καταθλιπτικού χαρακτήρα. Ίσως να είναι παράδοξο που ένας άνθρωπος ο οποίος έχει για σημαία στη ζωή του την καθωσπρέπει συμπεριφορά παρουσιάζει τέτοια θέματα, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι άλλες είναι οι κοινωνικές αξίες και άλλα τα “θέλω” του υποσυνείδητου».