Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019


"Εν Βεροία τη 25η Μαρτίου 1964"


Οι σχολικές μου εκθέσεις της πέμπτης δημοτικού κλείνουν με αυτήν της 25ης Μαρτίου όπως την διδάχθηκε, την σεβάστηκε, την έκανε κτήμα του και την γιόρτασε και τίμησε ένα εντεκάχρονο κορίτσι κι όπως εξακολουθεί να την σέβεται, να την τιμά, να αναριγά και να βουρκώνει η σημερινή ενήλικη Ελληνίδα Μακεδόνισσα!




Κυριακή 24 Μαρτίου 2019


«Παγκόσμια Μέρα κατά της Φυματίωσης» η σημερινή –
κι εδώ ένα σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο μου
«Πάροδος Μουσών 9»

«Φυματίωση, κυρία Άνταμς. Έχετε φυματίωση».

Η Θάλεια κοιτούσε τον γιατρό με φρίκη. Φυματίωση; Τι φυματίωση; Ποιος είχε φυματίωση; Αυτή; Αποκλείεται! Ήταν η πιο γερή, η πιο ανθεκτική από τις τρεις αδελφές, «βλάχα» την έλεγε γελώντας η Μάρω  για τα κόκκινα μάγουλά της όταν ήταν μικρή, κάποιο λάθος είχε γίνει, δεν υπήρχε περίπτωση να έχει φυματίωση, αδύνατον.

«Λυπάμαι, κυρία Άνταμς. Η ακτινογραφία το δείχνει καθαρά - να, αυτή η μικρή σκιά εδώ χαμηλά, βλέπετε;»

Τίποτε δεν έβλεπε εκεί χαμηλά, ποια σκιά και κουταμάρες, σάμπως και καταλάβαινε από αυτά, γιατρός ήταν; Τίποτε δεν έβλεπε, η σκιά ήταν στα μάτια της κι όχι στην πλάκα, ξαφνικά όλα είχαν θαμπώσει και δεν διέκρινε ούτε καν τον γιατρό, τι είχε πάθει; Ήταν τα δάκρυα, συνειδητοποίησε ξαφνικά, που είχαν μαζευτεί και δεν έλεγαν να κυλήσουν, καλύτερα, να μη γίνει και ρεζίλι στον ξένο άνθρωπο, που κάτι της έλεγε πάλι.

«Κυρία Άνταμς είστε καλά; Να σας φέρω λίγο νερό;»

Καλά… «Τι καλά», της ήρθε να ουρλιάξει, πώς να είναι καλά, φυματίωση της έλεγε, όχι γρίπη. Άτιμη αρρώστια. Σε τρώει σιγά σιγά, σε σκάβει ύπουλα, οι δυνάμεις σου σε εγκαταλείπουν, αιμοπτύσεις, μαντήλια με άλικο χρώμα, ο πυρετός σε εξουθενώνει - και βήχας... Βήχας ανεξέλεγκτος, εξαντλητικός, να σε πνίγει, να σε διαλύει μέρα με τη μέρα. Σαν την (πώς την έλεγαν, αλήθεια), α,  ναι, το θυμήθηκε, σαν την Μαργαρίτα, την «Κυρία με τις καμέλιες» που είχε διαβάσει παλιά στην Βιβλιοθήκη. Ακόμα θυμόταν το κλάμα που είχε κάνει παρακολουθώντας την να σβήνει λίγο λίγο. Και να τώρα  που ήταν η ίδια καταδικασμένη να ζήσει αυτό το μαρτύριο, αυτόν τον αργό θάνατο.

«Κυρία Άνταμς! Για όνομα του Θεού, τι είναι αυτά που λέτε;»

Η φωνή του γιατρού, έκπληκτη και αυστηρή μαζί, την ξανάφερε στην πραγματικότητα. Τον κοίταξε ξαφνιασμένη κι αμέσως έγινε κατακόκκινη από την ταραχή καθώς συνειδητοποίησε ότι μιλούσε δυνατά τόση ώρα κι έβγαζε την αγωνία της από το άκουσμα της είδησης σαν παραλήρημα.

«Συγνώμη... συγνώμη» τραύλισε ταραγμένη «αλλά... καταλαβαίνετε... μια τέτοια είδηση σε αποδιοργανώνει όσο νάναι... ιδίως άμα δεν το περιμένεις». Πήρε βαθιά ανάσα, ήπιε λίγο από το νερό που της είχε ήδη φέρει και, βρίσκοντας σχεδόν εντελώς την ψυχραιμία της, τον ρώτησε με σταθερή φωνή.

«Και τώρα τι κάνουμε γιατρέ μου;»

«Κατ’ αρχήν να ηρεμήσετε. Η φυματίωση δεν είναι πια η μοιραία αρρώστια που ήταν κάποτε – τον καιρό που ο Δουμάς έγραφε την «Κυρία με τας καμελίας». Η ιατρική έχει προχωρήσει πολύ από τότε. Υπάρχουν θεραπείες που συνεχώς βελτιώνονται, υπάρχουν φάρμακα που την εξαλείφουν τελείως, που την έχουν κατεβάσει στο επίπεδο μιας απλής, αν και επίμονης, λοίμωξης. Κι εσείς δεν έχετε καν σοβαρή εικόνα. Μια μικρή, αδιόρατη σκιά στον πνεύμονα, τυχαίο εύρημα επειδή κάνατε εξετάσεις για να πάρετε βίζα για την Αμερική. Ούτε συμπτώματα ούτε τίποτε. Άδικα πανικοβάλλεστε, κυρία Άνταμς», κατέληξε χαμογελώντας της.

«Εντάξει είμαι, ήταν απλά μια αντίδραση στο ξάφνιασμα και ζητώ και πάλι συγνώμη. Συνήθως είμαι πολύ ψύχραιμη στα ανάποδα που μου συμβαίνουν... κατά καιρούς» του γύρισε το χαμόγελο. « Και τι θα πρέπει να κάνω για να το ξεπεράσω;»

«Η θεραπεία είναι φαρμακευτική και κρατά από έξι μήνες μέχρι ένα χρόνο, ανάλογα. Στη δική σας περίπτωση οι έξι μήνες είναι παραπάνω από αρκετοί για να εξαφανιστεί εντελώς το μικρόβιο και να είστε σαν να μην αρρωστήσατε ποτέ».


Σάββατο 23 Μαρτίου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή
Η Ελπίδα

Γεια σας, γεια σας και ξαναγειά σας και το τι χαίρομαι που ξαναβρεθήκαμε και πάλι δεν λέγεται μετά από τόοοσο καιρό και πολύ μου λείψατε αγαπημένα μου φιλαράκια αλλά τι να κάνω που στην αρχή είχα στραμπουλήξει το ποδαράκι μου και δεν μπορούσα να γράψω και το κρατούσα στον αέρα σαν την μαντάμ Πομπαντούρ που λέει ο Ρόμπις και καθόλου δεν ξέρω ποια ήταν αυτή η μαντάμ, καμιά κακομοιρούλα αναπηρούλα θα ήταν μάλλον, αλλά και μετά που μου πέρασε είχα τη μάνα τόσες μέρες τάβλα μ’ αυτόν τον ντουβρουτζά την ίωση που την βρήκε να κάνει όλο ωχ ωχ ωχ κι εγώ πού όρεξη να γράψω, καθόμουν όλη μέρα κοντά της να της κάνω παρεΐτσα αλλά τώρα έγινε καλά και ξαναρχίσαμε να πηγαίνουμε βόλτες που είχα σκάσει τόσες μέρες όλο κήπο και κήπο και πάνω που σκεφτόμουν να κάνω καμιά ματσολιά να έχω πάλι να σας λέω ήρθε -η μάνα που όλα τα καταλαβαίνει- και μου είπε αντί να κάνω βλακίτσες να κάτσω να σας γράψω για την Ελπίδα και ποια είναι αυτή ρώτησα εγώ τον Βούδα αλλά χαμπάρι κι εκείνος και τότε μας πήρε η μάνα κοντά της και μας είπε έχετε δίκιο, δεν την γνώρισε κανείς σας γιατί έφυγε πριν καν γεννηθείτε και μας φούντωσε την περιέργεια και τότε μας έδειξε κάτι φωτογραφίες από μια πολύ όμορφη ασπρόμαυρη κουταβίτσα και μας είπε αυτή είναι η Ελπιδούλα, η αδέσποτη κουταβίτσα της αδέσποτης μάνας Λητώς, που γεννήθηκε πριν πέντε χρόνια κι έχει γενέθλια σήμερα και που μεγάλωνε σε πανσιόν μαζί με την μαμά της κι όταν έγινε 3 μηνών την πήραμε στο σπίτι για να μάθει να ζει με ανθρώπους, σκυλιά και γατιά και ζήσαμε μαζί εφτά πολύ όμορφους μήνες, την αγαπήσαμε και μας αγάπησε πολύ κι όταν έγινε δέκα μηνών την είδε η κυρία Ιωάννα και τα παιδάκια της και την αγάπησαν κι εκείνοι με τη μία και ζήτησαν να την πάρουν κοντά τους για δική τους σκυλίτσα και είπε η μαμά εντάξει αφού την αγαπάτε τόσο πολύ κι εγώ εκεί την κοίταξα ύποπτα, τι πα να πει εντάξει και πώς κυρά μου δίνεις το παιδάκι σου σε άλλη μάνα και ξαφνικά ένιωσα ένα δάγκωμα στην καρδούλα μου, λες να με δώσει και μένα έτσι, αλλά εγώ δεν θα μείνω σε καμιά άλλη μαμά και θα κάνω τόσες αταξίες και βλακείες που θα τους τρελάνω και θα με γυρίσουν πίσω στο πιτς φυτίλι και τότε η μάνα που όλα τα καταλαβαίνει μας αγκάλιασε και τους δυο και είπε μην ανησυχείτε παλικάρια μου, εσείς δεν πρόκειται να φύγετε ποτέ από κοντά μας, η Ελπιδούλα ήρθε εδώ με αυτόν τον σκοπό, να γίνει ένα καλό πλάσμα και να πάει σε άλλο σπιτάκι μετά ώστε να μπορέσουμε να γλιτώσουμε κάποιο άλλο κουταβάκι από τον δρόμο κι αν δεν είχε φύγει η Ελπιδούλα μπορεί να μην είχαμε τρόπο να κρατήσουμε τον Ρόμπι τρεις μήνες μετά που τον βρήκαμε στα χωράφια μέσα στο μπάμπαλο και το αγκάθι ή ακόμα και σένα, Ηρακλάκο μου, και τότε παρηγορήθηκα και την συμπάθησα την Ελπιδίτσα και συμφώνησα να σας τα γράψω όλα αυτά εγώ γιατί η μάνα πλένει την αυλή που την βρώμισε ο βρωμοαέρας και χρόνια σου πολλά Ελπιδούλα κι ας μη σε γνώρισα και να είσαι ευτυχισμένη με την οικογένειά σου όπως είμαστε κι εμείς και θα πω της μάνας να με φέρει μια φορά να σε δω και να κάνουμε τρέλες στα βουνά και τα λαγκάδια!



Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019


Μακεδονία ξακουστή

"Γιατί τάσκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά"

Ψιτ...λεβέντες...

Οι στίχοι αυτοί του μεγάλου μας Διονύσιου Σολωμού γράφτηκαν για την σκλαβιά της Τουρκοκρατίας. Πάνε αυτά, πέρασαν. Μη θαρρείτε πως θα μας σκιάξετε εσείς τώρα... πως θα μας φιμώσετε, πως θα φοβερίσετε να ΜΗΝ τραγουδάμε το "Μακεδονία ξακουστή", το εμβατήριο που μας γαλούχησε, μας μεγάλωσε, μας συγκινούσε σαν παιδιά και μας κάνει να αναριγούμε σαν ενήλικες...

Εδώ σηκώσαμε ανάστημα στον Τούρκο - εσάς θα φοβηθούμε τώρα; Τριήμερο εθνικού εορτασμού ξεκινά κι εγώ θα το χαιρετίζω καθημερινά με το αγαπημένο μου εμβατήριο - κι αν σας ενοχλεί, ελάτε να τα πούμε κι από κοντά...

"Είσαι και θάσαι ελληνική
Ελλήνων το καμάρι"!







Χαιρετισμοί στην Κυριώτισσα

Παρασκευή της Μεγάλης Σαρακοστής σήμερα. Χαιρετισμοί -κι εμένα ο νους μου ταξιδεύει.

Βέροια, δεκαετία του 60. Χαιρετισμοί. Από νωρίς με έπαιρνε η μάνα μου και κατηφορίζαμε προς την εκκλησία μας, την Κυριώτισσα. Πηγαίναμε πάντα από τους πρώτους. Η μάνα μου, έντονα θρησκευόμενο άτομο, λάτρευε τα τροπάρια και ειδικά εκείνα των Χαιρετισμών και της Μεγάλης Εβδομάδας, αγάπη που την πέρασε ατόφια και σε μένα. Ωστόσο δεν ήταν εύκολο για ένα παιδάκι 5-6 χρόνων, και μάλιστα ζωηρό, να κάθεται φρόνιμα για τόση πολλή (για εκείνο) ώρα ιδίως όταν συναντούσα φίλες μου συνομήλικες που είχαν έρθει κι εκείνες με τις μανάδες τους.

Καθόμασταν λοιπόν κάτω στο πεζουλάκι οι πιτσιρίκες και κάναμε αταξίες. Ανάβαμε κεριά και περνούσαμε το χέρι πάνω από τη φλόγα για να δούμε ποια θα αντέξει πιο πολύ. Ή τα κουνούσαμε για να σταλάξει κάτω το λιωμένο κερί -συνήθως στα φουστάνια ή στα πόδια μας, τσουρουφλίζοντάς τα. Ή πιάναμε το μπίρι μπίρι και γελούσαμε πνιχτά -με τη μάνα μου, την κυρα δασκάλα, να μας αγριοκοιτάζει όλο νόημα και να δαγκώνει τα χείλη. Μα εμείς απτόητες.

Η λύση ήταν το μικρό βιβλιαράκι με τις Ακολουθίες των Χαιρετισμών και της Μεγάλης Εβδομάδας που είχε την έμπνευση να μου αγοράσει και το οποίο κάπου βρίσκεται ακόμη, σε κάποια κούτα ξεχασμένη (πρέπει να ψάξω να το βρω). Ως δια μαγείας έγινα το καλύτερο παιδί. Καθόμουν ήσυχα ήσυχα, με το κεράκι μου ανά χείρας για να βλέπω, και παρακολουθούσα ευλαβικά όλη τη λειτουργία ψέλνοντας κι εγώ σιγανά μαζί με τον παππά και τους ψάλτες -στο τέλος τα είχα μάθει απ’ έξω.

Χρόνια μου Βεροιώτικα, αλησμόνητα. Τέτοιες μέρες σας νοσταλγώ ακόμα πιο πολύ.






Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019


«Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις»

Με όλον μου τον σεβασμό και το δέος, μεγάλε μου Κωνσταντίνε Καβάφη, επίτρεψέ μου σήμερα, Μέρα της Ποίησης, να υποβάλω ταπεινά και με γνώση της ασημαντότητάς μου μια άλλη οπτική για την μέσα μας Ιθάκη - θεωρώντας πάντοτε την δική σου ασύγκριτη και ανυπέρβλητη…

Η μέσα σου Ιθάκη

Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη
Μη βιαστείς να την συναπαντήσεις
Κοίταξε να χαρείς τ’ ατέλειωτο ταξίδι
Ακούμπα τις παλάμες στην κουπαστή του πλεούμενου
Κι άσε την ματιά σου να ταξιδέψει στο πέλαγο
Και στην μέσα σου Ιθάκη
Εκείνη που κουβαλάς στην ψυχή σου
Όλα τα χρόνια του ξενιτεμού

Γύρνα πίσω στα χρόνια τα παλιά
Τότε που, νιος ακόμα, την μετρούσες απ’ άκρη σ’ άκρη
Καβαλάρης παράτολμος σε περήφανο άτι
Κι εκείνη σου χάριζε αγάπη και γνώση
Και τους καρπούς της γης και της ψυχής της
Απλόχερα, αφειδώλευτα, ανυπόκριτα

Μη βιαστείς να φτάσεις στην Ιθάκη την σημερνή
Γιατί μπορεί πολλά να απογοητευτείς
Και να θλιβεί η καρδιά σου
Την Πηνελόπη μη στοχάσαι πως θάβρεις 
Να σε καρτερά υπομονετικά στο υφάδι
Την πήρε ο Αντίνοος σε μέρη μακρινά
Και πια δεν σε συλλογάται

Κι ο γιος σου ο Τηλέμαχος
Π’ άφησες βυζασταρούδι ακόμη
Μην ξαφνιαστείς αν δεν σ’ αναγνωρίσει
Ή, ακόμα πιο πικρά,
Σ’ αναγνωρίσει και στρέψει αλλού τη ματιά
Γιατί χώρια σου μεγάλωσε 
Και πια για πατέρα δεν σε ξέρει

Μονάχα ο Άργος, το κουτάβι σου, 
Που χρόνια σε προσμένει να φανείς ξανά
Κρατά τη μυρωδιά σου στα γέρικα ρουθούνια του
Κι θα σε θυμηθεί καθώς θα σκύψεις 
Να τον χαϊδέψεις με μάτι θολό από το δάκρυ
Θα σου κουνήσει την ουρά μ’ αγάπη
Και θα σβήσει ευτυχισμένος που σε ξανάδε

Γι αυτό σου λέω, Δυσσέα ταξιδευτή,
Άσε το πλεούμενο να σε πάρει σε μέρη μακρινά
Και κράτα στην καρδιά και στην μέσα ματιά σου
Την Ιθάκη που σ’ ανάθρεψε κι αγάπησες πολύ
Κι αν σε φέρει η ρότα σου κάποια μέρα σιμά της
Άλλαξέ την κι απομακρύνσου σιωπηλά

Γιατί η Ιθάκη σου δεν θάναι ποτέ 
Ίδια ξανά…










Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019


Το κίτρινο αεροπλανάκι

Καθόμουν στο αυτοκίνητο σαν υπνωτισμένη και έβλεπα απέναντι τις αυτόματες τζαμένιες πόρτες της αίθουσας αναχωρήσεων του αεροδρόμιου να ανοιγοκλείνουν και να καταπίνουν σε κάθε τους κίνηση επιβάτες κι αποσκευές. 
Άνοιγμα-επιβάτης-κλείσιμο… άνοιγμα-επιβάτης-κλείσιμο… 
Λίγο πριν είχαν εξαφανίσει και σένα πίσω από την γυάλινη ψυχρή τους επιφάνεια. Σε είχα παρακολουθήσει καθώς προχωρούσες προς το μέρος τους με το σακίδιο στον ώμο και το μικρό σου βαλιτσάκι στο χέρι. Φτάνοντας σταμάτησες, έστρεψες πίσω, μας κοίταξες και μας έστειλες ένα τελευταίο χαιρετισμό κι ένα χαμόγελο. Βιάστηκα να στα ανταποδώσω καθώς οι πόρτες άνοιξαν, εσύ πέρασες, εκείνες έκλεισαν, για κάποια δευτερόλεπτα σε διέκρινα πίσω από την γυαλάδα τους και μετά σε έχασα. Οριακά κρατήθηκα να μην τρέξω να περάσω κι εγώ τις συμπληγάδες, να σε βρω , να σε κάνω μια ακόμη τελευταία αγκαλιά και μετά να σ’ αφήσω να περάσεις ελέγχους και διαβατήρια. Αντίθετα μαζεύτηκα κουβάρι στην θέση του συνοδηγού καθώς ο πατέρας σου έβαζε μπρος και παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής στο (για μια ακόμη φορά άδειο) σπίτι.
Άνοιξα τον υπολογιστή, αναζήτησα και βρήκα την πτήση σου και βάλθηκα να παρακολουθώ το μικρό κίτρινο αεροπλανάκι στο ραντάρ. Απογειώθηκες στην ώρα σου και σου ’στειλα ένα ακόμη νοερό «καλό ταξίδι γιόκα μου». Κι ύστερα άρχισα να ταξιδεύω μαζί σου. Είμαι κι εγώ μέσα στο αεροπλανάκι. Τώρα είμαστε πάνω από την λίμνη Πλαστήρα. Τώρα αφήνουμε αριστερά μας την Κέρκυρα. Δαλματικές ακτές, πιάσαμε Άλπεις. Γερμανία, Βέλγιο, μπήκαμε στη Μάγχη. Μια βόλτα κυκλικά πάνω από το Λονδίνο και η προσγείωση στην ώρα της κι αυτή. Και κάπου εκεί το κίτρινο αεροπλανάκι χάνεται από τα ραντάρ, σε χάνω κι εγώ. Άλλη μια κοινή μας πτήση, εσένα πραγματική και μένα νοερή, έφτασε στο τέλος της.
Καλή συνέχεια στην όμορφη ζωή σου, γιε μου. Καλή αναμονή και υπομονή, εαυτέ μου - μέχρι την επόμενη φορά που θα ξανανταμώσετε…



Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019


Και κάπως έτσι κλείνει ο κύκλος των παρουσιάσεων 
τόσο των βιβλίων όσο και των συντελεστών 
της μεθαυριανής εκδήλωσης στο "Φιλύρα".

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

Η Βασιλική Αποστολοπούλου γεννήθηκε στη Βέροια, όπου και τελείωσε το δημοτικό. Αυτή είναι η πατρίδα της, η πόλη της καρδιάς της, παρ’ ότι κατάγεται από την Πελοπόννησο και τη  μετέπειτα ζωή της -μέχρι και σήμερα- την έχει ζήσει στην Αθήνα.

Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησε  ως γιατρός στο Εθνικό Σύστημα Υγείας έως τον Δεκέμβρη του 2013, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Είναι παντρεμένη με τον γιατρό Μανώλη Αναστασίου και έχουν αποκτήσει δυο γιους.

Η λογοτεχνία και η μοναδική ελληνική μας γλώσσα πάντα την γοήτευαν. Το Δεκέμβριο του 2010 εκδόθηκε το πρώτο της μυθιστόρημα με τον τίτλο «Το βαλς μιας ζωής» κι από τότε γράφει διαρκώς. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, μια νουβέλα και μια συλλογή διηγημάτων.

 Το 2015 κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημά της με τίτλο «Πάροδος Μουσών εννιά» και το οποίο επανεκδόθηκε τον Μάιο του  2017  από τις Εκδόσεις «Πνοή». Το 2018 εκδόθηκε η τρίτη ποιητική συλλογή της «Αποτυπώματα» επίσης από τις Εκδόσεις «Πνοή» ενώ το τρίτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Δωροθέα» αναμένεται να κυκλοφορήσει μέχρι τα τέλη Απριλίου 2019 από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.

Σήμερα ζει μόνιμα με τον άντρα της στο Λαγονήσι και μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στο γράψιμο, τη φροντίδα του κήπου και των αγαπημένων της τετράποδων, τη θάλασσα και τα ταξίδια σε Ελβετία και Αγγλία, όπου ζουν και εργάζονται τα παιδιά της και μεγαλώνουν τα εγγόνια της.




ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ  «ΦΙΛΥΡΑ»



«Αποτυπώματα»


«Μου λείπεις… σ’ αγαπώ
Σε είδα απόψε στ’ όνειρό μου
Και σε νοστάλγησα
Ξανά.
Μου λείπεις. Σ’ αγαπώ.
Να το θυμάσαι.
Φιλιά.»

Τα «Αποτυπώματα» είναι η τρίτη μου ποιητική συλλογή η οποία  κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις ΠΝΟΗ.

Όπως και στις δύο προηγούμενες, «Ψηφίδες» και «Βουκαμβίλιες και γεράνια»,  τα ποιήματα που περιλαμβάνει αποτελούν καταθέσεις ψυχής με έναυσμα πάντα κάποιο έντονο ερέθισμα – προσωπικό, συγγενικό, φιλικό, κοινωνικό.

Λίγα λόγια για την συλλογή από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.


«Στιγμές με φόρτιση συναισθηματική.

Κι άλλες ευφορίας ανεκτίμητες.

Στιγμές που σου χαμογελούν.

Κι άλλες που σε θλίβουν.

Στιγμές που περνούν και χάνονται.

Κι άλλες που αφήνουν αχνάρια ανεξίτηλα.


Έτσι είναι τούτα δω τα ποιήματα.


Αποτυπώματα στιγμής.

Αποτυπώματα ψυχής».











Κυριακή 3 Μαρτίου 2019


ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ  «ΦΙΛΥΡΑ»

«Πάροδος Μουσών 9»

Το «Πάροδος Μουσών 9» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά μου. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2015 και στην συνέχεια επανεκδόθηκε το 2017 από τις εκδόσεις ΠΝΟΗ.

Περιγράφει την ζωή τεσσάρων γυναικών, μιας μητέρας και των τριών θυγατέρων της, που βασίζονται σε πραγματικές ιστορίες προσώπων του συγγενικού μου περιβάλλοντος και διαδραματίζονται στην πατρίδα μου, την Βέροια,  τις δεκαετίες του ’60 και ’70.

Λίγα λόγια για την ιστορία από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.

«Τρία κορίτσια, τρεις αδελφές, τρεις μούσες. Η Μέλπω, η Θάλεια, η Κλειώ. Μια μάνα, η Ουρανία, που παλεύει μόνη να τις αναστήσει. Οι Μοίρες, όταν τις μοίραναν, είχαν αλλόκοτη διάθεση.

Ένας γάμος στην Αμερική, μια δολοφονία κι ένας αγώνας επιβίωσης για την Μέλπω. Ένας θυελλώδης έρωτας και πολλές ανατροπές στη ζωή της Θάλειας. Μια υιοθεσία και μια σχέση κόντρα στο κατεστημένο για  την Κλειώ. Κι η Ουρανία, πάντα δίπλα στις θυγατέρες της, να παλεύει με θεούς και δαίμονες για να τις προφυλάξει.

Δεκαετίες ’60 και ’70. Μια αυλή στην πάροδο Μουσών εννιά, στην πανέμορφη Βέροια. Μικρά, γραφικά σπιτάκια τριγύρω και μια θεόρατη μουριά στη μέση. Ποια πορεία σχεδίασαν οι Μοίρες για τα τρία κορίτσια; Σε ποια μονοπάτια άφησαν τα χνάρια τους οι μούσες;

Διαδρομές απρόβλεπτες, πορείες τεθλασμένες. Με μόνο σταθερό σημείο αναφοράς έναν αριθμό: το εννιά στην πάροδο Μουσών».





Σάββατο 2 Μαρτίου 2019


ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΜΟΥ

ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ  «ΦΙΛΥΡΑ»

Λίγα λόγια για την Σοφία Σγουράκη, ηθοποιό, η οποία θα αποδώσει αποσπάσματα από "Το βαλς μιας ζωής" και το "Πάροδος Μουσών 9" και θα απαγγείλει ποιήματα από την συλλογή "Αποτυπώματα"

Η Σοφία Σγουράκη εργάσθηκε στο παρελθόν ως στενογράφος Ελληνικής και Αγγλικής και σαν supervisor στην ΔΕΗ.
Σπούδασε φωνητική στο κεντρικό ωδείο Γκλάβα και έχει λάβει μέρος σε παρουσιάσεις βιβλίων στον  Ιωνικό σύνδεσμο «Εστία» με τραγούδι, αφηγήσεις και απαγγελία ποιημάτων.

Είναι μέλος του CID (Διεθνές Συμβούλιο Χορού) και συμμετέχει ως ηθοποιός καθώς και με τραγούδι και χορό στην θεατρική ομάδα «Έρευνας και μελέτης της Αρχαίας Όρχησης της Δώρας Στράτου και Δρυός Τόποι» του Πανεπιστημίου Αθηνών υπό την διεύθυνση της κ. Άννας Λάζου, καθηγήτριας του Πανεπιστημίου, ηθοποιού και σκηνοθέτιδας, η οποία είναι και η ιδρύτρια της θεατρικής ομάδας.











ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ  «ΦΙΛΥΡΑ»


«Το βαλς μιας ζωής»

«Το βαλς μιας ζωής» είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ.

Πρόκειται για την πραγματική ιστορία του πατέρα και της μητέρας μου, για το πώς γνωρίστηκαν στην διάρκεια του εμφύλιου και ποια εμπόδια και πόσες δυσκολίες χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν και να ξεπεράσουν για να μπορέσουν να συνεχίσουν μαζί τη ζωή τους.

Λίγα λόγια για την ιστορία από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι με λακκάκια γεμάτα φως. Ένας νεαρός αξιωματικός με στοχαστικά, μυστήρια μάτια. Ένας ολέθριος, αδελφοκτόνος πόλεμος. Μάχες, απουσίες, κίνδυνοι, καταστροφές. Η αγάπη αντέχει. Τον ξεπερνά. Και βρίσκεται μπροστά σ’ έναν άλλο πόλεμο. Οικογενειακό - και γι αυτό πιο οδυνηρό. Ωστόσο δεν παραιτείται. Μάχεται. Χάνει, κερδίζει, ονειρεύεται. Και συνεχίζει.

Μια σκάλα που κρύβει λόγια ψιθυριστά. Ένα κελάρι φορτωμένο καημούς και ανεκπλήρωτα όνειρα. Το άσπρο νυφικό που έγινε γκρίζο - της ερημιάς. Ένα γεφύρι πάνω στον γκρεμό. Ύστατο καταφύγιο της απόγνωσης. Ένα παγκάκι στο πάρκο. Και το χιόνι στοργικός μανδύας του ονείρου.

Μια απαγωγή που στοιχειώνει θύτες και θύματα. Ένας άντρας που διεκδικεί και αγωνίζεται. Αδιέξοδο. Η τελική σύγκρουση αναπόφευκτη - και η τελική λύση αναπάντεχη. Στην άκρη της ελπίδας. Στα όρια της αντοχής. Λύτρωση και δικαίωση συνάμα.



Μια φωτογραφία στο χρώμα της σέπιας. Τέλος κι αρχή μαζί. Στο κλείσιμο του κύκλου. Στην προσμονή του άγνωστου. Υποσχέσεις που κρατήθηκαν για μια ζωή. Της Χριστίνας και του Ορέστη. Και η μελωδία ενός βαλς να σημαδεύει στιγμές ευτυχίας.













Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή
Τα γενέθλια

Πώς με βρίσκετε δεν είμαι κούκλος; και τι δεν μου ’βαλε η μάνα πάνω μου  την Άρτα με τα Γιάννενα που λέει κι ο Ρόμπις και κρυφογελάει κάτω από τα μουστάκια του σαν να με κοροϊδεύει αλλά δεν με νοιάζει, σήμερα τίποτε δεν αφήνω να μου χαλάσει τη διάθεση ούτε τα ριγωτά γυαλιά ούτε η καρδούλα στις αυτούμπες μου, έτσι κι αλλιώς θα τα φάω μέχρι το βράδυ αφού πρώτα σκάσω το μπαλόνι και κάνω φύλλο και φτερό το χαλάκι στα πόδια μου αλλά το βράδυ αυτά που θα έχουν τελειώσει τα γενέθλιά μου γιατί δεν σας το ’πα, έχω γενέθλια σήμερα, γίνομαι ενός χρονού -όχι χρόνου, να το λέτε σωστά- βέεεεβαια!!! όχι πως το ήξερα δηλαδή, ο Ρόμπις μου το σφύριξε σήμερα το πρωί γιατί εκείνος είναι Βούδας και ξέρει από αυτά ενώ εγώ χαμπάρι τι είναι αυτό το γενέθλια και μου είπε πως σαν σήμερα πριν ένα χρόνο γεννήθηκα αλλά εγώ δεν είμαι και χαζός, πού το ήξερε, εκεί ήταν; και γιατί εγώ δεν θυμάμαι τίποτε και μου απάντησε ότι κανείς δεν ήταν εκεί ούτε και η μάνα που με βρήκε πολλές μέρες μετά να τρεκλίζω από την κούραση και τον φόβο σε έναν δρόμο μοναχούλι μου και με πήρε αγκαλιά και με πήγε στον γιατρό μου τον κύριο Διονύση και υπολόγισαν ότι πρέπει να γεννήθηκα σαν σήμερα, πρώτη Μαρτίου, και ποιος είναι αυτός ο Μαρτίος πήγα να ρωτήσω αλλά μετά το ξέχασα γιατί μπήκε η μάνα με ένα κουτί μπισκοτάκια και με πήρε αγκαλιά και μου είπε χρόνια πολλά Ηρακλάκο μου και καλά μυαλά που δεν το κατάλαβα δηλαδή αλλά με σκούντησε ο μεγάλος και μου είπε ψιθυριστά, εννοεί να σοβαρευτείς και να μην κάνεις τόσες αταξίες και σιγά τις αταξίες, που κυνηγάω τα γατιά κι εκείνα τρέχουν και προπονούνται για κατοστάρηδες; ή που παίρνω τα μαξιλάρια από τα γατοκρέβατα στην ψησταριά και τα πάω βόλτα στον κήπο να τα αερίσω ή που έφαγα το βιβλίο του κυρίου Τόλη Αναγνωστόπουλου αφού το διάβασα πρώτα -καλό ήταν, κύριε Τόλη, να γράψεις κι άλλο και δεν θα το ξαναφάω, μπέσα- ή που μασούληξα το κάλυμμα του κρεβατιού για να φαίνεται τι ωραίο σεντόνι είχε η μάνα από κάτω ή που έφαγα το φυτό από τη γλάστρα γιατί το πέρασα για σαλάτα έτσι τραγανό που ήταν ή- κι εκεί ο Ρόμπις μου έκλεισε το στόμα με την πατουσάρα του και μου είπε κρύβε λόγια χαϊβάνι γιατί θα τα θυμηθεί η μάνα όλα αυτά τα χαζά που έκανες και δεν θα μας δώσει τα μπισκοτάκια κι εγώ το βούλωσα κι έβαλα το πιο ωραίο μου χαμόγελο εκείνο που πάει ασορτί με τις αυτούκλες μου και της είπα γλυκά σ’ ευχαριστώ πολύ μανούλα μου και θα είμαι το πιο καλό παιδί κι εκείνη ψιλοχαχάνισε και σαν να μου φάνηκε ότι δεν με πολυπίστεψε αλλά δεν έκατσα να το επεξεργαστώ και πολύ γιατί άνοιξε το κουτί και μας έδωσε λιχουδιές από τρεις παρακαλώ στον καθένα και μετά το έβαλε πάνω στο ψυγείο που δεν το φτάνω, καρότο, να δεις για πότε θα άδειαζε και τότε μου είπε ο αδελφός μου εεεεεπ μικρέ, τι υποσχέθηκες μόλις τώρα κι εγώ ντράπηκα στ’ αλήθεια και πήγα και κάθισα φρόνιμα στο κρεβάτι -παραπατώντας λιγάκι που δεν έβλεπα και καλά μ’ αυτές τις γυαλούμπες στη μούρη- κι έτσι πέρασα πολύ όμορφα στα γενέθλιά μου και του χρόνου να είμαστε καλά που λέει κι ο Βούδας!