Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017


Πρώτη της Άνοιξης μέρα

Ένα μπουμπούκι που κοιμόταν καιρό. Ήσυχο. Αθόρυβο. Αναλλοίωτο στον χρόνο που περνούσε - τόσο, που αναρωτιόμουν αν θα ανοίξει ποτέ. Μέχρι που, προχθές, ξεκίνησε την πορεία του στη ζωή - και κάθε μέρα  ανοίγει και πιο πολύ τα πέταλά του στον ήλιο, στο φως, στην άνοιξη.

Σαν την Άνοιξη την ίδια που περίμενε ήσυχη κι αθόρυβη να γυρίσει ο Χρόνος για να πεταρίσει τα βλέφαρα στον ήλιο, στο φως, στην αναγέννηση - και κάθε μέρα να ανθίζει και να γεμίζει τις αισθήσεις μας χρώματα κι αρώματα.

Πρώτη μέρα του Μάρτη σήμερα, πρώτη της Άνοιξης ημέρα - κι εγώ ανασαίνω βαθιά τον μυρωμένο της αέρα κι αισθάνομαι σαν να βγαίνω από χειμερία νάρκη.
Καλωσόρισες Άνοιξη!



Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017


Σκουλαρίκια τα όνειρά μου.

Αφήνω προσεχτικά την καλούμπα. Υψώνεσαι σιγά σιγά.
Στην αρχή διστακτικά. Μετά ξεθαρρεύεις.

Αρπάζεις το ρεύμα του ανέμου σαν χαίτη αλόγου κι αρχίζεις να καλπάζεις.

Κι ανεβαίνεις, όλο ανεβαίνεις. Σε παρακολουθώ και καμαρώνω.
Έχεις στα ζύγια σου κρεμασμένα σκουλαρίκια τα όνειρά μου.

Τα πηγαίνεις ψηλά. Τα σεργιανίζεις στο γαλάζιο. Καμαρώνεις κι εσύ.


Η καλούμπα τελειώνει απότομα και με ξαφνιάζει.

Σε κοιτάζω, μια κουκίδα τόσο μακρινή. Με κοιτάζεις και συ.
Η καλούμπα τραβάει ανυπόμονα. Ξέρω. Αναρωτιέσαι τι θα κάνω.

Θα τη μαζέψω, να σε φέρω πίσω; Να ακουμπήσεις θλιμμένος στο γρασίδι μετά από το μεθυστικό σου πέταγμα;
Θα την κρατήσω σταθερή κοντράροντας τον άνεμο μέχρι ή εκείνη να σπάσει ή εκείνος να παραιτηθεί;

Σου χαμογελώ κι ας είσαι πολύ ψηλά για να με δεις. Και την αφήνω να γλιστρήσει από τα δάχτυλά μου.

Καλό σου ταξίδι, αητέ μου. Πάρε τα όνειρά μου και σεργιάνισέ τα μακριά.
Κι αν σε βρουν καταιγίδες, δεν πειράζει.

Κι αν μπλεχτούν τα ζύγια σου σε έλατα ψηλά, δεν πειράζει.
Κι αν σκαλώσεις στ’ άλμπουρα ιστιοφόρου μεσοπέλαγα, δεν πειράζει.

Αρκεί που θα έχεις ταξιδέψει στα σύννεφα ψηλά.
Και μαζί με σένα και τα όνειρά μου. Σκουλαρίκια στα ζύγια σου.

Ψηλά. Μακριά. Στο απέραντο κι ατέλειωτο.

Στο μαγικό.












           


Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017


Κάποια φυτά, πιο ανθεκτικά και σκληρά, προσαρμόζονται εύκολα στην αλλαγή της θέσης τους στον κήπο - και ευδοκιμούν γρήγορα.


Κάποια άλλα, πιο τρυφερά κι ευαίσθητα, θέλουν τον χρόνο τους για να προσαρμοστούν - αλλά όταν ξαναβρούν τους ρυθμούς τους, δίνουν το πιο όμορφο λουλούδι.


Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους - να το θυμόμαστε αυτό.





Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017


Ήρεμο ηλιοβασίλεμα



Οι ευτυχισμένοι λαοί δεν έχουν ιστορία, λένε.


Το ίδιο και τα ήρεμα ηλιοβασιλέματα.

Εκείνα που δεν έχουν εντυπωσιακά χρώματα.

Που δεν είναι πυρπολημένα από τον ήλιο που γέρνει.

Που δεν βάφουν τα βουνά μαβιά και τα σύννεφα πορτοκαλί.

Που περνούν από τη ζωή μας και φεύγουν ήσυχα κι απαρατήρητα - σαν κάποιους ανθρώπους.

Που έχουν ωστόσο τόση γαλήνη να μας δώσουν μέσα από το μεγαλείο της απλότητάς τους - σαν κάποιους ανθρώπους επίσης.

Και που δεν τα/τους εκτιμούμε - γιατί δεν κραυγάζουν.


Σ' αυτά τα ηλιοβασιλέματα, σ' αυτούς τους ανθρώπους στέλνω απόψε την αγάπη μου.





Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017


Η σκιά του φόβου

Η σκιά που απλώνει ο φόβος, ο όποιος φόβος, πάνω μας εξαρτάται από το πώς τον κοιτάζουμε, από ποια γωνία τον φωτίζουμε.

Αν τον κοιτάξουμε λοξά, διστακτικά, δειλά, τότε η σκιά μακραίνει αφύσικα, δυσανάλογα - και μας καταπίνει.

Αν όμως σηκώσουμε ανάστημα και τον κοιτάξουμε από ψηλά, θαρρετά, κατάματα, τότε η σκιά μαζεύει, συρρικνώνεται - και γίνεται κουκίδα που την καταπίνει η δική μας δύναμη ψυχής.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017


Σκέψεις

Μην αγχώνεσαι και μη καταθλίβεσαι με όσα δύσκολα υποψιάζεσαι ή φοβάσαι ότι θα σου συμβούν στο μέλλον. Αν μπορείς να κάνεις κάτι για αυτό, έχει καλώς - αλλιώς, άστο στην άκρη κι αντιμετώπισέ το όταν (και αν) έρθει.
Στο μεταξύ ζήσε την κάθε σου στιγμή και μέρα όσο καλύτερα μπορείς - γιατί περνά και δεν ξανάρχεται.

Κι αν δεν μπορείς να κάνεις αυτό που αγαπάς, φρόντισε να αγαπάς αυτό που κάνεις - όλο και κάποια θετικά θα έχει.

Και να θυμάσαι - τίποτε δεν είναι τόσο τρομαχτικό κι αδιέξοδο όσο το κάνουν να φαίνεται οι ώρες της νυχτιάτικης αγρύπνιας.
Γι αυτό περίμενε την αυγή να διώξει τα φαντάσματα και να φωτίσει τα προβλήματα στη σωστή τους διάσταση - η νύχτα είναι πολύ κακός σύμβουλος!

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017


Άντε στο καλό πια!

Σε γνώρισα πριν πολλά χρόνια. Παιδούλα ήμουν και με ξεγέλασες. Στην αρχή με γοήτευσες, ήσουν τόσο διαφορετικός κι ενδιαφέρων. Μετά άρχισες να με κουράζεις. Έρχεσαι χωρίς να σε θέλω και φεύγεις όποτε σου καπνίσει - ευτυχώς δηλαδή. Με κλείνεις μέσα στο σπίτι, έχεις εκρήξεις θυμού, σκοτεινιάζεις συχνά, μελαγχολώ. Με αναγκάζεις να φορώ ρούχα κλειστά μέχρι το λαιμό που καθόλου δεν μου αρέσουν - αλλά δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς, είσαι καταπιεστικός.

Κάθε χρόνο τα ίδια. Σε βαρέθηκα, τ' ακούς; Κι αποφάσισα σήμερα, του αγίου Βαλεντίνου, να σε διώξω για μια ακόμη φορά. Κι ας ξέρω πως θα ξανάρθεις και πως δεν μπορώ να κάνω τίποτε για να σε αποφύγω. Τουλάχιστον να έχω την ικανοποίηση πως σου τα είπα έξω από τα δόντια.

Χειμώνα, σε βαρέθηκα! Άντε στο καλό πια!





Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017


Γιαούρτι Καραγιάννη



Βέροια, δεκαετία του ’60. Σε ένα στενάκι πίσω από την οδό Κεντρικής το γιαουρτάδικο του Καραγιάννη με το πιο νόστιμο γιαούρτι που έχω φάει ποτέ - ακόμη έχω τη γεύση του στον ουρανίσκο μου. Σε μεγάλες πήλινες τσανάκες με την χοντρή πέτσα από πάνω. Δεν υπήρχαν τότε τυποποιημένα γιαούρτια ούτε σε μικρά πήλινα ούτε (πολύ περισσότερο) σε πλαστικά κουπάκια. Μόνο χύμα.


Μ’ έστελνε η μάνα μου με μια σουπιέρα (δεν είχαμε τάπερ τότε) και στηνόμουν στη σειρά - μεγάλη κίνηση το μαγαζί. Κι εγώ να παραφυλάω να πετύχω καινούρια τσανάκα, να την ξεκινήσει με τη δική μου σουπιέρα για να έχει μπόλικη πέτσα. Ο Καραγιάννης έπαιρνε το απόβαρο και μετά τη γέμιζε με την επίπεδη μεγάλη κουτάλα με το βελούδινο πεντανόστιμο γιαούρτι.


Κι ύστερα κατηφόριζα την οδό Μιαούλη, προς την Κυριώτισσα, με το πολύτιμο φορτίο μου μέχρι να φτάσω στην πάροδο 5, στη γειτονιά μου, στην αυλή μου - που ακόμη έρχεται στα όνειρά μου και με γεμίζει γλυκιά νοσταλγία!



Βέροια πολυαγαπημένη - πατρίδα της καρδιάς μου!













Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Το χάλασμα

Η φωτογραφία είναι μπροστά από αυτό ακριβώς το σπίτι
το πρώτο της ζωής μου.
(Από την συλλογή διηγημάτων μου
 "Η μετακόμιση των χρωμάτων")

Στεκόταν και το κοιτούσε σαν υπνωτισμένη. Ούτε και ήξερε πόση ώρα. Τριγύρω ερημιά και απόλυτη ησυχία, αν εξαιρέσεις κάποια μακρινά αλυχτίσματα σκύλων. Το χάλασμα βρισκόταν στην είσοδο του χωριού και οι λιγοστοί του κάτοικοι ήταν σκορπισμένοι στα γύρω χωράφια, μοχθώντας πάνω στη σκληρή γη. Ήταν μόνη, ολομόναχη. Καλύτερα. Ήθελε να είναι μόνη τούτη τη στιγμή. Να μη δει κανείς τα δάκρυα που έτρεχαν ανεξέλεγκτα από τα μάτια της. Να μη διαβάσει κανείς μέσα τους τη συγκίνηση που τρικύμιζε την ψυχή της.

Ώστε αυτό ήταν. Το πρώτο της σπίτι. Το σπίτι που γεννήθηκε. Απίστευτο... Πόσο πιο μικρό από αυτό που θυμόταν... από αυτό που είχε πλάσει με τη φαντασία της μέσα από τις αφηγήσεις της μάνας της. Αφηγήσεις που ηχούσαν σαν παραμύθια στα παιδικά της αφτιά και που είχαν πάρει με τα χρόνια την πατίνα του μυθικού. Και να την τώρα, μπροστά στο χάλασμα, να προσπαθεί να τοποθετήσει μέσα του πρόσωπα και καταστάσεις που συνωστίζονταν στο μυαλό της και βιάζονταν, λες, να πάνε και να χωθούν πίσω από τους χορταριασμένους τοίχους.

Εδώ πρέπει να ήταν η κουζίνα. Να, αυτή η τρύπα θα ήταν το ξύλινο παράθυρο που είχε από κάτω τον πέτρινο πάγκο με τον νεροχύτη και το βρυσάκι, που γέμιζε ο πατέρας της με νερό φερμένο με τενεκέδες από την δημοτική βρύση. Αυτό το παράθυρο θα ήταν που πήρε φωτιά όταν έπαθε εμπλοκή η γκαζιέρα και την άρπαξε η μάνα της και βγήκε έξω τρέχοντας και φωνάζοντας -ευτυχώς πρόλαβαν οι γείτονες κι έσβησαν τη φωτιά πριν καταστρέψει ολόκληρο το σπίτι.

Κι αυτό το άνοιγμα, που έχασκε, θα ήταν η πόρτα. Η είσοδος που σε έβαζε στο χολ με το μονό ντιβάνι και την ξυλόσομπα. Να και το άλλο παράθυρο, δίπλα στην πόρτα. Πίσω από τα δαντελένια κουρτινάκια του θα ήταν που περίμενε η μάνα της τον πατέρα της εκείνο το χιονισμένο βράδυ, όταν είδε τον λύκο να τον παραφυλάει δίπλα στο χαντάκι. Πόσο είχε τρομάξει τότε μέχρι να τον δει να μπαίνει στο σπίτι ασφαλής, αφού είχε διώξει το αγρίμι...

Δίπλα η κρεβατοκάμαρα. Το διπλό σιδερένιο κρεβάτι. Η κούνια της. Ακόμα ένιωθε να λικνίζεται μέσα της. Ακόμα άκουγε τη φωνή της μάνας της να την νανουρίζει. Ακόμα έβλεπε τον πατέρα της να της δείχνει το φεγγάρι μέσα από το νοτισμένο τζάμι και να της μουρμουρίζει λόγια που δεν καταλάβαινε –και που ωστόσο την καθησύχαζαν τόσο γλυκά.

Ένα ταπεινό σπιτάκι του ενός δωματίου, με ένα μικρό χολάκι και μια ακόμη πιο μικρή κουζίνα. Η φωλιά της. Ο μικρός της παράδεισος. Εκεί βρισκόταν τώρα η ψυχή της. Αυτό έβλεπε με τα θολωμένα της μάτια. Έβλεπε τις σκιές των αγαπημένων της. Τα πρώτα παιδικά της χρόνια. Τις κοριτσίστικες κοτσίδες της με τα κόκκινα φιογκάκια να ανεμίζουν. Τη μάνα της γερμένη στην πόρτα να της χαμογελά. Τον πατέρα της να της ανοίγει μια αγαπημένη αγκαλιά που χωρούσε όλον τον κόσμο. Τον κόσμο της.

Αυτά έβλεπε. Κι όχι ένα χάλασμα...


Μπορείς να σέβεσαι χωρίς να αγαπάς...
Αλλά δεν μπορείς να αγαπάς κάποιον που δεν σέβεσαι... 

Τουλάχιστον όχι για πολύ.