Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018


Σαν σήμερα πριν πέντε χρόνια βίωσα την τελευταία μου μέρα σαν εν ενεργεία γιατρός και ξεκινούσα την νέα φάση της ζωής μου σαν συνταξιούχος πλέον. Τα συναισθήματα ανάμικτα, οι σκέψεις φορτισμένες - και τα κατέγραψα στο παρακάτω κείμενο που αναδημοσιεύω σήμερα και το αφιερώνω στον πολύ αγαπημένο μου φίλο, κουμπάρο και συνάδελφο Στέλιο Δρόση ο οποίος (κοίτα σύμπτωση) διανύει κι αυτός σήμερα την τελευταία του μέρα σαν ενεργός παιδίατρος κι από αύριο θα ανήκει στο μεγάλο κλαμπ των συνταξιούχων.

Στέλιο μου καλή αρχή στην νέα και, πίστεψέ με, πολύ όμορφη περίοδο της ζωής σου!

Παύση εργασίας

Σήμερα ήταν η τελευταία εργασιακή μου μέρα. Το λέω έτσι για να το μαλακώσω, να το ξορκίσω κάπως... γιατί αν πω «η τελευταία μέρα μου στη δουλειά» ακούγεται πιο βαρύ, πιο μελαγχολικό, πιο επώδυνο. Άσε που δεν αντιστοιχεί και στην πραγματικότητα - γιατί η «δουλειά» μου δεν ήταν ποτέ δουλειά για μένα. Όχι επειδή συνηθίζουμε να λέμε ότι ο γιατρός δεν κάνει επάγγελμα αλλά λειτούργημα - ή, μάλλον, όχι μόνο γι’ αυτό. Ναι, αναμφισβήτητα ο γιατρός επιτελεί λειτούργημα, όπως ο δάσκαλος, ο κοινωνικός λειτουργός και πολλές άλλες κατηγορίες εργαζομένων - αλλά δεν ήταν μόνο αυτό που με έκανε όλα αυτά τα χρόνια να μην θεωρώ την δουλειά μου «δουλειά».

Ήταν η αγάπη που της είχα, που εξακολουθώ να της έχω και που πάντα θα είναι εκεί - κι ας μην είμαι εγώ εκεί πλέον... Για μένα, το να περνώ κάθε πρωί την πύλη του νοσοκομείου ήταν σαν να περνούσα την πόρτα του κήπου μου. Το να μπαίνω κάθε πρωί στην Αιμοδοσία ήταν σαν να έμπαινα στο σπίτι μου. Το να κάθομαι στο γραφείο μου ήταν σαν να καθόμουν στην αγαπημένη μου πολυθρόνα στο σαλόνι μου. Το να ασχολούμαι με τα πολλά και ποικίλα θέματα του τμήματος ήταν σαν να ασχολούμουν με τα του οίκου μου. Και το να μιλώ, να αστειεύομαι, να συμπάσχω, να χαίρομαι με την καθημερινότητα των φίλων-συναδέλφων μου ήταν σαν να μιλούσα, γελούσα, πονούσα μαζί με πολύ δικούς μου ανθρώπους - με αδέλφια μου.

Και ξαφνικά μέσα σε μια ώρα, μια στιγμή καλύτερα, έρχεται ένα χαρτί και σου λέει πως όλα αυτά ανήκουν στο χθες... πως κι εσύ ανήκεις στο χθες για την υπηρεσία σου - την ίδια εκείνη υπηρεσία που μέχρι πριν μια ώρα, μια στιγμή καλύτερα, σε καταμετρούσε στο ενεργό δυναμικό της... Απίστευτο, ε; Κι ωστόσο αληθινό. Έτσι, απλά, γίνεσαι «πρώην». Πρώην εργαζόμενος και νυν συνταξιούχος.

Σύνταξη... τι άχαρη, τι άτυχη έκφραση. Όχι ότι φταίει η λέξη, αλίμονο. Φταίει όλο αυτό το αρνητικό φορτίο που την έχουμε γεμίσει δεκαετίες τώρα. Συνταξιούχος... δηλαδή παρελθόν... δηλαδή παροπλισμένος... δηλαδή περιθώριο. Αναπόφευκτοι συνειρμοί το καφενείο (για τους άντρες), τα σήριαλ στην τηλεόραση (για τις γυναίκες), τα ΚΑΠΗ (και για τους δυο), το γιαουρτάκι κι η φρυγανιά... άντε, και καλή ψυχή!

Έλα μου όμως που δεν είναι έτσι - καθόλου όμως! Γιατί μετά την αναπόφευκτη μελαγχολία, την κατάθλιψη ίσως από την απώλεια μιας καθημερινότητας που αγαπούσες (ή ανεχόσουν, δεν έχει να κάνει - η αλλαγή είναι πάντα ένα σοκ) έρχεται η συνειδητοποίηση του τι και πόσα μπορείς να κάνεις στον ανέλπιστα πολύ ελεύθερο πλέον χρόνο σου. Η μέρα αποκτά ξαφνικά περισσότερες ώρες (πάνω από 24), ο χρόνος ξαφνικά επαρκεί για να πας εκείνη τη βόλτα στην Ακρόπολη που αναβάλλεις χρόνια, εκείνη την επίσκεψη στο Μουσείο που έχει στοιχειώσει μέσα σου, εκείνη την εγγραφή στο γυμναστήριο που ποτέ δεν πρόφταινες να κάνεις, εκείνα τα μαθήματα κιθάρας που άφησες πίσω μαζί με την εφηβεία σου.

Και, για να έρθω στα καθ’ ημάς (τα κατ’ εμέ), να τελειώσεις το γράψιμο εκείνου το θεατρικού που έχεις αρχίσει, να διαβάσεις εκείνα τα βιβλία που σκονίζονται στα ράφια, να πας στο αγαπημένο σου εξοχικό χωρίς να αναρωτηθείς αν είναι αργία ή εργάσιμη, να σκαλίσεις τον κήπο σου, να κάνεις μεγάλες βόλτες με τον σκύλο σου χωρίς να τον κουβαλάς πίσω άρον άρον γιατί έχεις και μαγείρεμα - θα μαγειρέψεις αύριο, έχεις χρόνο.


«Τελικά θα αποφασίσεις;» είναι σαν να σας ακούω να μου λέτε. «Τι είναι η σύνταξη - τέλος εποχής ή καινούργια αρχή; Μελαγχολία ή ανανέωση;»

Και τα δυο. Κι αν στην αρχή υπερτερεί το πρώτο, στη συνέχεια υπερισχύει το δεύτερο - φτάνει το κενό, που αναπόφευκτα δημιουργεί η παύση εργασίας (να ένας όρος που τώρα μόλις σκέφτηκα και που είναι πολύ προτιμότερος από τον άχαρο «παίρνω σύνταξη»), να έχουμε ήδη προνοήσει να το γεμίσουμε με όμορφες δραστηριότητες - είτε λέγονται παλιά απωθημένα είτε καινούργιες επιθυμίες και σχεδιασμοί. Φτάνει να εφαρμόσουμε, στη δική μας περίπτωση, την ρήση του μεγάλου μας Σολωμού «το χάσμα π’ άνοιξε ο σεισμός ευθύς εγιόμισε άνθη» - γιατί ένας σεισμός είναι η σύνταξη, φίλοι μου…μικρός ή μεγάλος, δεν έχει σημασία. Εκείνο που μετρά είναι να γεμίσουμε άνθη το χάσμα που ανοίγει - μικρό ή μεγάλο, δεν έχεις σημασία επίσης.

Το χρωστάμε στον εαυτό μας, στα χρόνια που πέρασαν και, κυρίως, στα χρόνια που έρχονται. Και που μπορούν να είναι εξίσου όμορφα, αν όχι ομορφότερα, από εκείνα που αφήσαμε πίσω μας!




Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018


Οι άθλοι του Ηρακλή - το ημερολόγιο

Το  εμβόλιο   27/4/2018

Είμαι τόσο πολύ περήφανος σήμερα για τον εαυτό μου και τη λεβεντιά μου και θα σας εξηγήσω αμέσως τι εννοώ μη με περάσετε και για ψωνάρα που με λέει ο Ρόμπι και με νευριάζει αλλά να τα πάρουμε με τη σειρά και που λέτε το πρωί  ήρθε η μάνα και με έβαλε στο αυτοκίνητο κι αυτό κάτι μου θύμιζε που δεν μου άρεσε καθόλου και με πήγε σε ένα σπίτι που δεν το ήξερα κι ήταν ένας κύριος που κι αυτός κάτι μου θύμιζε και μου είπε η μάνα πες καλημέρα στον γιατρό σου τον κύριο Διονύση κι εκείνος μου χαμογέλασε και μου είπε καλώς το τυχερό κουταβάκι ,κι εγώ τον κοίταξα ύποπτα γιατί είχε ένα λάστιχο γύρω από τον σβέρκο του με ένα στρογγυλό πράγμα στην μια άκρη και κάτι κουμπάκια στην άλλη και έβαλε τα κουμπάκια στ’ αυτιά του και το στρογγυλό πράγμα στην πλάτη και την κοιλιά μου κι εγώ τραβήχτηκα γιατί ήταν κρύο το ρημάδι αλλά εκείνος με χάιδεψε και ηρέμησα και μετά μου άνοιξε το στόμα κι είδε μέσα -δεν μπορώ να καταλάβω τι έψαχνε εκεί- κι είπε στη μάνα «μια χαρά τον βρίσκω τον μπαγάσα» κι εγώ του είπα δεν με λένε μπαγάσα, Ηρακλή με λένε, αλλά μάλλον δεν με κατάλαβε και συνέχισε λέγοντας «να του κάνουμε το πρώτο εμβόλιο για να μπορέσεις να τον βγάλεις βόλτα» και μετά πήρε ένα πράγμα σαν σωλήνα που είχε κάτι μυτερό στην άκρη -όλο μυστήρια κλαπατσίμπαλα είχε- και τον ξανακοίταξα ύποπτα αλλά πριν προλάβω να πάρω χαμπάρι κάνει μία χραπ! και με βουτάει από τον σβέρκο και μου χώνει το μυτερό πράγμα στο δέρμα κι εγώ ξαφνιάστηκα με το τσίμπημα μα καθόλου δεν έκλαψα, είμαι γενναίο παλικάρι εγώ όπως σας έλεγα στην αρχή, μάλλον τα πήρα στο κρανίο που δεν μου το συζήτησε πρώτα να ξέρω κι εγώ τι με περιμένει αλλά μου πέρασε γρήγορα η τσαντίλα γιατί με πήρε η μαμά αγκαλιά και με γέμισε φιλιά κι έλεγε «μπράβο το γενναίο μου κουταβάκι» κι αν είναι να με ματσοφιλάει έτσι ωραία τότε να κάνω κάθε μέρα εμβόλιο -αλήθεια, τι είναι αυτό με το περίεργο όνομα; δεν κατάλαβα, θα ρωτήσω τον Βούδα τον Ρόμπι που τα ξέρει όλα- και μετά ο γιατρός μου, ο κύριος Διονύσης, είπε ότι είμαι ένα υγιέστατο κουταβάκι 2 μηνών και 4.5 κιλών και έδωσε συγχαρητήρια  στη μάνα για την εξαιρετική ανατροφή που μου έχει δώσει κι εγώ του έσκασα ένα μεγάααλο φιλί  στο μουσούδι του (έτσι δεν το λένε και στους ανθρώπους;) και γι αυτό σας έλεγα στην αρχή ότι είμαι πολύ χαρούμενος σήμερα!








Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018



Ένα κλικ

Για να κόψεις το τσιγάρο

Δεν χρειάζεται παρά

Ένα «κλικ» στο μυαλό…

Γιατί όλα εκεί είναι!



Όλο κι όλο που χρειάστηκε

Για να πυροδοτήσει το δικό μου κλικ

Ήταν μια κουβέντα

Από τον μικρό μου γιο



Κι αν πάνε όλα καλά

Σε σένα θα το χρωστάω

Κωσταντή μου!









Οι άθλοι του Ηρακλή
Αγάπη αδελφική

Και της τόλεγα της μάνας να προσέχει - να πεις πως δεν της τόλεγα… που κοπανιόταν από το πρωί να συμμαζέψει την αυλή από το χάλι που είχε καταντήσει μετά την βροχάρα που είχε κατεβάσει όλες τις πευκοβελόνες κάτω κι είχε μπουκώσει κι ένα αυλάκι που έχουμε για να φεύγουν τα νερά και πάλευε η καημένη να το καθαρίσει μ’ εκείνες τις γαλότσες που πολύ μ’ αρέσει να τις σβαρνίζω στον κήπο αλλά δεν την έβλεπα και πολύ αποτελεσματική, ψιλοχασομέραγε,  οπότε πήρα κι εγώ τη σκούπα μου κι άρχισα να τρέχω πάνω κάτω στο αυλάκι για να ξεμπερδεύουμε καμιά φορά αλλά εκείνη αντί να μου πει μπράβο κουταβούλη μου που με βοηθάς άρχισε να φωνάζει να φύγω από τη μέση γιατί θα πεδικλωθεί με το κοντάρι και θα πέσει και τι τόθελε και τόλεγε που ξαφνικά πάρτην κάτω γιατί γλίστρησαν κι οι γαλότσες κι έπεσε στα νερά κι έγινε και μούσκεμα και έξαλλη και με βουτάει που λέτε από τον σβέρκο και με ανεβάζει στη βεράντα και με δένει -με αλυσίδα γιατί τα άλλα τα λουριά τα μασουλάω και τα κόβω- και νάμαι ο δόλιος δεμένος σαν τον Οδυσσέα στο κατάρτι (ξέρετε εκείνον τον αρχαίο με το ξύλινο άλογο) να κοιτάζω περίλυπος που έχασα τον χαβαλέ και που δέθηκα κι από πάνω κι εκείνη τη στιγμή τι νομίζετε πως έγινε; ήρθε βαρύς κι ασήκωτος ο μεγάλος μου αδελφός ο Ρόμπις με κοίταξε καλά καλά και χωρίς να μου πει τίποτα κάθισε δίπλα μου κι αγνάντευε κι αυτός τη μάνα που είχε πάρει το καρότσι και το φόρτωνε και στην αρχή σαν να πήγα να τσαντιστώ, για να με φυλάξει ήρθε; αφού ήμουνα δεμένος αλλά αμέσως σκέφτηκα αποκλείεται, κάτι άλλο συμβαίνει και ξαφνικά μου ήρθε η φλασιά ότι ήρθε για να μου κάνει παρέα που ήμουνα αλυσοδεμένος σαν τον Προμηθέα (ξέρετε εκείνον τον αρχαίο με τον αετό στο βουνό) και δεν μπορούσα να κουνηθώ και όσο το σκεφτόμουνα τόσο μου φαινόταν ότι έτσι ήταν και κάποια στιγμή τον ρώτησα μαγκωμένα -μην αρχίσει και χαχανίζει- αν κάθεται κοντά μου για το χατίρι μου κι εκείνος με κοίταξε για λίγο μ’ εκείνα τα μεγάλα καφέ αγαπησιάρικα μάτια του και μετά άπλωσε την πατουσάρα του και μου χάιδεψε τα αυτιά  χωρίς να πει λέξη κι εγώ κατάλαβα ότι σωστά το σκέφτηκα κι ας μην το έλεγε καθαρά γιατί είναι κι αδέξιος στα λόγια και λίγο μπουνταλάς αλλά εμένα δεν με νοιάζουν τα λόγια μου φτάνουν τα έργα και πολύ συγκινήθηκα που με αγαπάει τόσο πολύ και του έσκασα μια γλυψιά στη μουσούδα και μετά καθόλου δεν με πείραζε που ήμουνα μπαστακωμένος στα κάγκελα και μη σας πω ότι το χάρηκα κιόλας γιατί έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να καταλάβω πόσο πολύ με αγαπάει ο Βουδάκος μου και να σκεφτώ πόσο όμορφη είναι η αδελφική αγάπη και πόσο τυχεροί είμαστε που έχουμε ό ένας τον άλλον και σας το λέω πολύ σοβαρά να αγαπάτε πολύ τα αδέλφια σας όσοι είστε τυχεροί σαν και μένα και έχετε αδελφό (έστω και αδελφή, δεν πειράζει) κι ας μην είναι τόσο όμορφα σαν τον Ρομπάκο μου!


Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018



Οι άθλοι του Ηρακλή
Το τραπεζομάντιλο

Τώρα εγώ θα σας τα πω κατά πώς έγιναν και θέλω να με πιστέψετε γιατί μπορεί να είμαι ζωηρός και σκανταλιάρης και ζημιάρης αλλά δεν λέω ποτέ ψέματα και να το πείτε κι εσείς στη μάνα για να με συχωρέσει γιατί πολύ τη στενοχώρησα και τώρα ψάχνω να βρω ένα μαγκάλι κάρβουνα (που δεν ξέρω ακριβώς τι είναι)  να τα φάω γιατί έτσι έλεγε η γιαγιά Χριστίνα, η μάνα της μάνας -αλήθεια, έχουν και οι μαμάδες μαμά; πολύ παράξενο μου φαίνεται- ότι καλύτερα να φας ένα μαγκάλι κάρβουνα παρά να στεναχωρέσεις τη μάνα σου όμως κι εγώ πού να το φανταστώ με το ρημαδοτραπεζομάντιλο αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά και που λέτε έχουμε ένα τραπέζι στην αυλή με ένα τραπεζομάντιλο που έχει στη μέση μια τρύπα για να περνάει ο σωλήνας που κρατάει την ομπρέλα και τώρα που έγινε χειμώνας έβγαλε η μάνα την ομπρέλα και εγώ που ανεβαίνω στο τραπέζι και γαυγίζω όλα τα σκυλιά και τα γατιά που περνούν απ’ έξω βλέπω ξαφνικά μια τρύπα να! στην καταμέση  και σκέφτηκα ότι η μάνα θα την έκανε για να παίρνει αέρα το τραπέζι και μετά σκέφτηκα να την κάνω λιγάκι πιο μεγάλη για να μην κουράζεται η μάνα να κάνει τρύπες κι άρχισα να τραβάω το τραπεζομάντιλο με τα δόντια μου κι έκανα κάτι ωραιότατες τρύπες τεράστιες και φάνηκε από κάτω τι ωραίο που είναι το τραπέζι μας κι εκείνη την ώρα βγήκε έξω η μάνα με την τσάντα της και τα κλειδιά του αυτοκινήτου, κάπου θα πήγαινε, και μόλις βλέπει τις τρυπάκλες μένει παγωτό και της πέφτουν κλειδιά και τσάντα και γουρλώνει τα μάτια και βάζει μια φωνή «Ηρακλήηηηη!» και σειρά μου να μείνω παγωτό που αντί να μου πει μπράβο την βλέπω να βουτάει τη σκούπα και να με παίρνει στο κυνήγι τσιρίζοντας «αλίμονό σου αν σε πιάσω στα χέρια μου» και σιγά να μη με έπιανε που έγινα καπνός κι άρχισα να τρέχω γύρω γύρω από το σπίτι με τη μάνα ξοπίσω να ανεμίζει τη σκούπα σαν σημαία και θα είχε πολλή πλάκα αν ήταν παιχνίδι αλλά την άκουγα να μου λέει ένα σωρό γαλλικά και κάθε φορά που περνάγαμε μπροστά από τον Ρόμπι -αυτός κι αν ήταν παγωτό, ακίνητος λέμε- του τάχωνε  κι εκείνου που δεν με πρόσεχε κι έκανα ζημιά μεγάλη και μετά κουράστηκε κι άρπαξε τσάντα και κλειδιά κι έφυγε και τότε ήρθε ο Βούδας και μου έχωσε μια μπάτσα και μου είπε πως την θύμωσα πολύ την μάνα και πως έτσι και δεν ξαναγυρίσε να βρω καράβι να φύγω και πού να το βρω ο έρμος το καράβι που είναι στην Άνδρο οπότε ζάρωσα σε μια γωνιά και περίμενα και σε λίγο γύρισε η μάνα ξεθυμωμένη και μου είπε λυπημένη πως πολύ την στεναχώρησα και καλύτερα να μου έδινε μια σκουπιά παρά που την είδα έτσι κι έβαλα τα κλάματα και της ζήτησα συγγνώμη κι εκείνη με χάιδεψε και μου είπε αχ τι θα κάνω με σένα τρελοκουτάβι μου κι εγώ της έδωσα μια γλυψιά και θα προσπαθήσω να μην κάνω αταξίες αλλά και δεν το υπόσχομαι κιόλας γιατί αυτό που εσείς οι άνθρωποι λέτε αταξίες εμείς τα σκυλάκια το λέμε παιχνίδι και κάπου μπερδευόμαστε κομμάτι και τώρα πάω να την καλοπιάσω λιγάκι προκαταβολικά για την επόμενη ματσολιά!




"Παγκόσμια Ημέρα για τα Δικαιώματα του Παιδιού" η σημερινή...
 Κι εγώ αναρωτιέμαι - πού πήγαν τα δικαιώματα του παιδιού
που η εικόνα του μου σκοτείνιασε την ψυχή
κι οδήγησε το χέρι μου να γράψει το παρακάτω ποίημα;
Αλήθεια...πού;

Είδα χτες βράδυ ένα παιδί  *

Είδα ψες βράδυ ένα παιδί
προσφυγόπουλο στη Χίο
θάταν δε θάταν 8 χρόνων
μ' ένα κίτρινο αδιάβροχο
να φυλαχτεί απ' τη βροχή
και κουκούλα που τούκρυβε το πρόσωπο
θελημένα ή αθέλητα, δεν ξέρω

πάσχιζε να περάσει πάνω από τις λάσπες
και τους νερόλακκους
με τα λιγνά του πόδια να πλέουν
μέσα σ' ένα ζευγάρι παλιά αθλητικά παπούτσια
πολλά νούμερα πιο μεγάλα
κι όλο κολλούσαν τα παπούτσια στις λάσπες
κι όλο ξέφευγαν τα λιγνά του πόδια
και τσαλαβουτούσαν στα νερά
κι εκείνο τα μάζευε
και τα ξαναφορούσε
γιατί ετούτα είχε μοναχά
τα παλιά μεγάλα αθλητικά που του έπλεαν

κι έμεινε η ματιά
κι η σκέψη
κι η θλίψη μου
πάνω σ' αυτά τα πόδια τα λιγνά
και στα παπούτσια τα πολλά νούμερα πιο μεγάλα
που κόλλαγαν στη λάσπη...

* Από την 3η ποιητική συλλογή μου "Αποτυπώματα", Εκδόσεις Πνοή



Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018


Προδομένη γενιά

"Τα λόγια και τα χρόνια
τα χαμένα
και τους καημούς
που σκέπασε
καπνός..."

Λόγια ψεύτικα
χρόνια χαμένα
όνειρα προδομένα
οράματα ποδοπατημένα

μια γενιά λεηλατημένη
εξαπατημένη
κι άλλη μια...
κι άλλη... κι άλλη...

καπνός σκέπασε
ελπίδες και πόθους
κι οι καημοί
χάθηκαν στη λήθη...

"Κι εμείς φωνάζαμε
ζήτω και γεια
σαν κάθε μέρα"...














Οι άθλοι του Ηρακλή
Η πανσιόν μέρος βού
Και που λέτε βγήκε την άλλη μέρα ο ήλιος αλλά αντί να ξυπνήσουμε εμείς τη μάνα να μας πάει βόλτα αχάραγα με την πυτζάμα κι ένα μπουφάν από πάνω και να μουρμουράει «καρότο με την αλλαγή της ώρας, ακόμα δεν το πήρατε χαμπάρι ότι είναι 5.30 κι όχι 6.30» μας ξύπνησε ένα μικρόσωμο υστερικό από το τρίτο κλουβί απέναντι αριστερά που άρχισε να γαυγίζει και πήραν φόκο και μερικά άλλα κι άρχισε μια συναυλία που μας πήρε τ’ αυτιά και πήρα κι εγώ ανάποδες κι άρχισα να τα προγκάω αλλά ο Ρόμπι έβαλε την πατουσάρα του μπροστά στο στόμα μου και μου το κλεισε και είπε πως πρέπει να φερόμαστε σαν καλοαναθρεμμένα παιδιά και σιγά τα μούτρα των απέναντι που θα τους φερθώ κι ευγενικά αλλά ο Βούδας επέμενε ότι δεν έχει σημασία τι κάνουν οι άλλοι, εμείς τι πρέπει να κάνουμε και να είμαστε πάντα σωστή και πάνω που ετοιμαζόμουν να του απαντήσω ανάλογα που με έχει πρήξει με τις σολομωνικές του -αυτό δεν ξέρω τι είναι αλλά το λέει καμιά φορά ο μπαμπάς σε κάτι τύπους στην ΤιΒι- ήρθε η κυρία Σοφία και μας άνοιξε την πόρτα και βγήκαμε στο προαύλιο (έτσι το λένε) και τρέξαμε πάνω κάτω να ξεμουδιάσουμε και πήγαμε στην άκρη να κάνουμε τσίσα γιατί είχαμε σκάσει -ποτέ δεν λερώνουμε το σπίτι μας όποιο και να είναι- και μετά εγώ πήγα στο μικρό το υστερικό και το γαύγιζα κι εκείνο είχε λουφάξει και με κοίταζε θλιμμένο και με μάζεψε ο Ρόμπι και μου είπε να σταματήσω να το προγκάω γιατί αυτό το σκυλάκι μπορεί να μην έχει μαμά και να μένει όλον τον καιρό εκεί και για αυτό φωνάζει, από καημό, κι εγώ τότε φρίκαρα και βούρκωσα και πήγα κοντά και του έγλυψα τη μουρίτσα και του ψιθύρισα να μη στενοχωριέται, θα βρεθεί και για εκείνο μια μαμά, και πάνω στην ώρα ακούω μια αγαπημένη φωνή «πού είναι τα αγόρια μου;» και ήταν η μάνα με τον πατέρα που ήρθαν να μας πάρουν κι άρχισα να χοροπηδάω στα κάγκελα σαν παλαβός αλλά κι ο Βούδας έκανε το ίδιο που μας παριστάνει τον ψύχραιμο και σοβαρό και η κυρία Σοφία άνοιξε την πόρτα και πέσαμε πάνω τους και τους δίναμε τρελά φιλιά και κοντέψαμε να τους ρίξουμε κάτω κι εκείνοι μας χάιδευαν κι έλεγαν «εντάξει, εντάξει, ηρεμήστε, κι εμείς σας αγαπάμε πολύ» και δώστου να χοροπηδάμε εμείς μέχρι που μας λούρωσαν και μας πήγαν στο αμάξι και τι χαρά έκανα που το είδα αυτή τη φορά κι αφού δώσαμε πολλά φιλιά στην Σοφία της είπαμε γεια, εκείνη μας είπε καλή αντάμωση -κι εκεί με έζωσαν λιγάκι τα φίδια, γιατί το είπε αυτό;- κι εγώ απάντησα σιγά μην ξανάρθουμε και ξανανταμώσουμε, εγώ θα μπω μέσα στη βαλίτσα της μάνας και θα πάω μαζί της την επόμενη φορά που θα πάει ταξίδι κι ας με κοροϊδεύει  ο Ρόμπι ότι λέω βλακείες και δεν χωράω αλλά εγώ θα τα βολέψω και μετά φύγαμε και φτάσαμε σπίτι και χάρηκα τόσο πολύ που ξαναείδα την αυλή και τον κήπο μας  που από την συγκίνηση δεν κυνήγησα κανένα γατί, μόνο τον Μπετόβεν ματσούλιασα λιγάκι, και μετά ανέβηκα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα ξερός μέχρι το μεσημέρι και πάει και τέλειωσε κι αυτό και μακριά από μας!




Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018



Οι άθλοι του Ηρακλή

Η πανσιόν μέρος α΄

Λοιπόν διακόπτω για λίγο την ημερολογιακή αναδρομή (καταλαβαίνετε ελπίζω καθαρεύουσα) για να βγάλω έκτακτο δελτίο και δεν εννοώ «έκτακτο» όπως λέμε «έκτακτο το ηλιοβασίλεμα σήμερα» που τρέχει συνέχεια  η μάνα και φωτογραφίζει αλλά «έκτακτο» που σημαίνει ασυνήθιστο και μπορεί να σας μπουρδουκλώνω λιγάκι αλλά να δείτε τι μπουρδούκλωμα περάσαμε εγώ κι ο Βούδας από χτες το μεσημέρι μέχρι σήμερα το απόγευμα και να τα πάρουμε από την αρχή όταν η μάνα μας φόρτωσε χτες στο τζιπ κι εγώ καθόλου δεν ήθελα γιατί κάτι μου βρώμαγε και δεν ήταν ο Ρόμπι, αυτός καθαρός είναι, κάτι μυστήριο ψυλλιάστηκα αλλά δεν με έπαιρνε να κάνω και κάτι γιατί μας έκλεισε την πόρτα κι έβαλε μπρος και μας πήγε σε ένα μέρος που το λένε «πανσιόν» όπως άκουσα να το λέει με μια κυρία που ήταν εκεί και τη λένε Σοφία, πολύ καλή κυρία για να λέμε και του στραβού το δίκιο γιατί μας άφησε να της δώσουμε πολλά πολλά φιλιά,  και μετά μας πήγε μαζί με τη μάνα σε ένα περίεργο μέρος που είχε πολλά μικρά δωματιάκια το ένα δίπλα στο άλλο με κάτι κάγκελα μπροστά και σε κάθε ένα είχε κι ένα σκύλο και πρώτη φορά βλέπαμε τόσα σκυλιά μαζεμένα και κάποια γαυγίζανε τα σκασμένα και συγχιστήκαμε κι οι δυο αλλά μέχρι να πάρουμε χαμπάρι τσουπ! βρεθήκαμε σε ένα από αυτά τα δωματιάκια και η μάνα έστρωσε τα χαλάκια μας που τα είχε φέρει μαζί της και πολύ με παραξένεψε αυτό, τι δουλειά είχαν εκεί τα χαλάκια μας, και μετά μας έκανε μια μεγάλη αγκαλιά και μας χάιδεψε και τους δυο και μας είπε ότι θα κοιμόμασταν εκεί το βράδυ γιατί εκείνη κι ο μπαμπάς έπρεπε να πάνε σε ένα μέρος που το λένε συνέδριο και μετά θα έλειπαν τη νύχτα και δεν γινόταν να μας αφήσουν μόνα στο σπίτι κι ώσπου να καταλάβω τι ήθελε να πει μας φίλησε και βγήκε από το δωματιάκι κι έκλεισε την πόρτα κι άρχισε να περπατάει προς το αμάξι και μείναμε εμείς παγωτό που τη βλέπαμε να φεύγει κι ούτε και βάλαμε τις φωνές γιατί μας ήρθε κεραμίδα και μετά έβαλε μπρος κι εξαφανίστηκε και τότε εγώ έβαλα τα κλάματα κι είπα του Ρόμπι ότι εγώ φταίω για όλα που είμαι σκανταλιάρης και ζημιάρης και δεν με θέλει πια η μάνα αλλά ο σοφός αδελφός μου μού σκούπισε τα μάτια με τη γλωσσάρα του και μου είπε να μη λέω κουταμάρες πρώτον γιατί η μάνα μας αγαπάει πολύ και ΠΟΤΕ δεν θα μας αφήσει και να φύγει για πάντα και δεύτερον, είπε, αφού άφησε και μένα μαζί σου, που δεν κάνω ζημιές,  πα να πει ότι αλήθεια είναι, μόνο για απόψε, και θα έρθει αύριο να μας πάρει να πάμε σπίτι μας και σαν να μου φάνηκαν λογικά όλα αυτά και σταμάτησα να κλαίω και τότε ήρθε και η κυρία Σοφία και μας έδωσε λιχουδιές και μας πήρε κι εκείνη αγκαλιά και μας είπε πως σίγουρα θα έρθει η μάνα κι έτσι παρηγορήθηκα και της έδωσα μια μεγάλη γλυψιά και ξαπλώσαμε με τον Ρόμπι στα χαλάκια μας για να κοιμηθούμε αγκαλιά και ησύχασαν και τα άλλα σκυλάκια μέχρι που ακόμα κι ο διπλανός μας, ένας μεγάλος σκύλαρος που μας πρόγκαγε στην αρχή, μας είπε καληνύχτα και να μην ανησυχούμε γιατί εκείνος έρχεται συχνά σ’ αυτό το «πανσιόν» γιατί η μαμά του ταξιδεύει πολύ και πάντα όμως έρχεται να τον πάρει αλλά τώρα νύσταξα και θα σας πω την υπόλοιπη ιστορία αύριο και καληνύχτα και σε σας.



Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018


Του αγίου Ορέστη χθες, 10 Νοέμβρη,  και γιόρταζε ο "Ορέστης", ο ήρωας του πρώτου μου μυθιστορήματος "Το βαλς μιας ζωής", που μιλάει για την ιστορία γνωριμίας και αγάπης των γονιών μου - με κάποια έννοια γιόρταζε ο πατέρας μου, που αναφέρεται μ' αυτό το όνομα στο βιβλίο!

Ένα μικρό απόσπασμα λοιπόν που αναφέρεται στην πρώτη τους συνάντηση - έτσι, τιμής ένεκεν για την χτεσινή γιορτή!

Η πρώτη συνάντηση
(από το βιβλίο μου «Το βαλς μιας ζωής»)

Η Χριστίνα ήταν ταραγμένη. Ταραγμένη και έξαλλη με τον εαυτό της ακριβώς γι αυτό. Έλεγε μηχανικά «χαίρω πολύ» στους άντρες που της έσφιγγαν το χέρι και δεν συγκράτησε κανένα όνομα. Τα πρόσωπα της φαίνονταν θολά και ίδια το ένα με το άλλο - ήταν και η στολή που τους έκανε να μοιάζουν μεταξύ τους. Μέχρι που στα μάτια της καρφώθηκαν δυο μάτια σκούρα καστανά. Και ο χρόνος σταμάτησε εκεί. Το χέρι της φυλακίστηκε μέσα σ’ ένα ζεστό, δυνατό χέρι, σε μια χειραψία που έστειλε κύματα αναστάτωσης μέχρι το τελευταίο κύτταρό της και στ’ αυτιά της  έφτασε μια βαθιά, μπάσα φωνή, στέρεη κι αντρίκια. «Ορέστης Πετρίτης» της είπε, «χαίρομαι που σε γνωρίζω».

Με το στόμα ξαφνικά κατάστεγνο και επιστρατεύοντας όλο της το κουράγιο «κι εγώ χαίρομαι» του απάντησε, συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι αυτή η χειραψία ήταν λίγο πιο δυνατή, λίγο πιο παρατεταμένη από τις άλλες – ή έτσι της φάνηκε, έτσι λαχταρούσε να είναι. Τον κοίταξε. Την κοίταζε κι εκείνος. Μάτια στο χρώμα του ώριμου κάστανου, σοβαρά, διεισδυτικά που αντάμωσαν με τα δικά της τα μελιά, τα γλυκά, τα κοριτσίστικα. Και τα βλέμματα χαράκωναν τον αέρα σαν σπαθιά, αθόρυβα κι όμως τόσο κοφτερά, σαν μαυριτάνικες λεπίδες. Η Χριστίνα χαμογέλασε. Τα λακκάκια παιχνίδισαν στις άκρες των χειλιών της και ήταν η σειρά του νεαρού αξιωματικού να χάσει τον ρυθμό της ανάσας του, να αφήσει βιαστικά, αν και απρόθυμα, το χέρι της και να πάρει τη θέση του στο τραπέζι.




Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018


Τα μικρά καθημερινά μας "τίποτα"...

Με ρωτάει ο καλός μου γυρίζοντας αργά το μεσημέρι από το Θριάσιο "Πώς πέρασες σήμερα, τι έκανες;"
Κι εγώ, σουφρώνοντας τα φρύδια σε μια γκριμάτσα εσωτερικής αναρώτησης, απαντώ "μμμ... τίποτα".

Ύστερα, απορώντας κι εγώ, κάθομαι να αναλύσω αυτό το "τίποτα", να το ανιχνεύσω - γιατί, βρε αδερφέ, πού πήγαν όλες αυτές οι ώρες από τις 6 το πρωί που σηκώθηκα μέχρι τώρα; Κάτι πρέπει να έκανα, δεν μπορεί να ήμουνα σε κώμα - άσε που νιώθω και ψιλοκουρασμένη!

Λοιπόν έχουμε και λέμε: έβγαλα τα σκυλιά βόλτα, τα τάισα, τάισα και τα γατιά, δικά μας και αδέσποτα, σκούπισα και συμμάζεψα το σπίτι, σκούπισα και την αυλή από τις καθημερινές ελιές και φύλλα, έβαλα κι άπλωσα δυο πλυντήρια, έπλυνα τα βραδυνά πιάτα (που βαρέθηκα να πλύνω χτες γιατί έβλεπα το Voice), μαγείρεψα κοκκινιστό με μακαρόνια (το αγαπημένο του), πετάχτηκα σούπερ μάρκετ για κάτι ψιλοψώνια, μίλησα με δυο τρεις φίλες στο τηλέφωνο, σεργιάνισα στο FB για κάμποσο ανταλλάσσοντας καλημέρες και σχόλια, έβαλα τον Ηρακλή να γράψει ημερολόγιο (γιατί θέλει σκούντημα κάποιες φορές), πήγα τον Μπετόβεν για εμβόλιο, σχεδίασα την συνέχεια της "Σαντίγια"... αυτά...

Αυτά - τα μικρά καθημερινά μας "τίποτα"!





Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018



Οι άθλοι του Ηρακλή - το ημερολόγιο
Το «ρού» και ο Σπίθας    19/4/2018

Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος σήμερα γιατί κατάφερα επιτέλους να πω το «ρου» και ποιος νομίζετε ότι μου το έμαθε; ο Σπίθας ο γάτος που πίνουμε μαζί γαλατάκι και που είναι υπναράς κι όλο κοιμάται και κάνει χουρ χουρ κι εγώ παραξενεύτηκα και προσπάθησα να το κάνω κι εγώ και στην αρχή έκανα χουλ χουλ κι εκείνος έβαλε τα γέλια κοροϊδευτικά κι εγώ τσαντίστηκα και πείσμωσα κι όλη μέρα έκανα χουλ χουλ και με κοίταζε ο Ρόμπι παραξενεμένος και μου έλεγε, μπερδεύτηκες μικρέ και νομίζεις πως είσαι γάτος; σκύλος είσαι και μάλιστα λιγάκι κουτός αλλά σημασία δεν του έδωσα παρά συνέχισα να προσπαθώ και κατά το μεσημεράκι ακούω τον εαυτό μου να κάνει χουρ χουρ και στην αρχή δεν πίστευα στα αυτιά μου που τα είχα καταφέρει αλλά το ξανάκανα κι ακούστηκε το ίδιο κι άρχισα να χοροπηδάω από τη χαρά μου και φώναζα Ρόμπι Ρόμπι τα κατάφερα και τότε το κατάλαβε κι αυτός και μου είπε μπράβο μικρέ που λες το όνομά μου σωστά κι όχι Λόμπι κι αυτό να σου γίνει μάθημα και να το θυμάσαι, ότι όταν θέλουμε πολύ κάτι και επιμένουμε το καταφέρνουμε στο τέλος και είμαι πολύ περήφανος για σένα, νιάνιαρο, και μου έδωσε μια μεγάλη γλυψιά στη μούρη με τη γλωσσάρα του  κι εγώ άρχισα να τρέχω πάνω κάτω πάνω κάτω και να λέω όλες τις λέξεις που ήξερα που έχουν ρού -Ρόμπι, νερό,  Λέστερ (το άλλο μας γατί) και πάνω από όλα το όνομά μου, Ηρακλής, Ηρακλής- και με είδε η μάνα κι είπε, πάει τρελάθηκε το κουταβάκι μου κι εγώ της είπα δεν τρρρρελλάθηκα αλλά είμαι πολύ χαρρρούμενος που μπορρρώ να πω το ρρρού και χάρηκε πολύ κι εκείνη όχι που είπα το ρού αλλά που δεν το ’βαλα κάτω αλλά επέμεινα και τα κατάφερα και μου είπε κι εκείνη μπράβο Ηρακλάκο μου που κυνηγάς τους στόχους σου κι εκεί μπερδεύτηκα λιγάκι, εγώ κυνηγάω τα γατιά μας και ποιοι είναι αυτοί οι στόχοι να τους πάρω φαλάγγι κι αυτούς αλλά το ξέχασα αμέσως γιατί η μάνα μου έδωσε ένα μεγάλο μπισκότο για το μπράβο κι εγώ άρχισα να το μασουλάω και της υποσχέθηκα ότι θα τους κυνηγάω συνέχεια τους στόχους, κανέναν δεν θα αφήσω σε ησυχία -κι ας μην ξέρω, είπαμε, τι πα να πει- αν είναι να μου δίνεις μπισκοτάκια κι εκείνη έβαλε τα γέλια και με πήρε μια μεγάλη αγκαλιά κι είμαι τόσο μα τόσο χαρρρούμενος!







Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018


Ταξίδι ζωής

Έναν καιρό και μια φορά
Χρόνια πριν πολλά
Σαν τέτοιες μέρες
Δυο παιδιά νέα
Άγνωστα μεταξύ τους
Ένα κορίτσι κι ένα αγόρι
Γεμάτα όνειρα
Ενθουσιασμό
Και προσδοκίες
Σάλπαραν για το ταξίδι
Της γνώσης
Που έμελλε για τους δυο τους
Να γίνει και ταξίδι ζωής
Και να πορευτούν αντάμα
Στα χρόνια τα επόμενα

Κι ακόμα αντάμα
Αρμενίζουν








Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018



Μέρος της εισήγησής μου στην χθεσινή παρουσίαση του βιβλίου «Ο χορός της φωτιάς» της Εύης Δουργούτη

«Ο χορός της φωτιάς» - Εύη Δουργούτη - 3/11/2018

«Πολλές φορές παρακαλούσε να ξεχάσει, να βυθιστεί με ανακούφιση στη λήθη και ν’ ανασάνει επιτέλους ελεύθερα. Όπως τότε, πριν τους βρει το κακό. Μετά όμως συνερχόταν. Δεν έπρεπε και δεν μπορούσε να λησμονήσει. Έφταιγε κι αυτό δεν μπόρεσε να το συγχωρήσει ποτέ στον εαυτό της».
Με αυτές τις λίγες γραμμές από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου η Εύη Δουργούτη μας φέρνει αντιμέτωπους με τον κεντρικό του πυρήνα. Κάποιο μυστικό που βαραίνει αφόρητα την -κατά τα φαινόμενα-κεντρική του ηρωίδα, την γιαγιά Μαρίκα. Ένα μυστικό που δεν μπορεί αλλά και δεν θέλει να ξεχάσει μιας και θεωρεί αυτή της την ψυχική οδύνη κάτι σαν εξιλέωση για το «κακό» που τους «είχε βρει» κάπου στο μακρινό παρελθόν και για το οποίο «έφταιγε» εκείνη.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα κλειδωμένο συρτάρι αναμνήσεων και μυστικών. Ή μάλλον σε ένα κλειδωμένο συρτάρι που μέσα του υπάρχει ένα μικρότερο, κλειδωμένο κι αυτό, και μετά ένα άλλα κι ένα άλλο. Κάθε συρτάρι με τις δικές του καταγραφές, με τις δικές του αναμνήσεις. Κάποιες από αυτές είναι γνωστές στο χωριό, οι κάτοικοί του (οι γεροντότεροι τουλάχιστον) υπήρξαν μάρτυρες συγκλονιστικών γεγονότων κατά το παρελθόν, γεγονότων που σημάδεψαν το χωριό και, κυρίως, την οικογένεια της Μαρίκας και του Σταμάτη και κάποιων μελών της ειδικότερα. Γεγονότα που στάθηκαν η αφετηρία  να ξεκινήσει μια χιονοστιβάδα εξελίξεων στην οικογένεια, να παρθούν λάθος αποφάσεις, να ακολουθηθούν λάθος διαδρομές ζωής, να υποφέρουν ψυχές και να υπάρξουν παράπλευρες απώλειες σε άτομα που δεν έφταιξαν κι ωστόσο πλήρωσαν με ένα συχνά επώδυνο κι άδικο τίμημα. Και ανοίγεται το ένα συρτάρι μετά το άλλο μέχρι που φτάνουμε στο πιο μικρό, το πιο κρυφό, εκείνο που φυλάει το οδυνηρό μυστικό που ταλανίζει την ψυχή και τις άγρυπνες νύχτες της Μαρίκας εδώ και χρόνια.
Δεν είναι ωστόσο μόνο αυτή η αναδρομή που απολαμβάνει ο αναγνώστης καθώς προχωρά στην ανάγνωση. Κι αν αυτή καθαυτή η υπόθεση είναι το ένα μεγάλο ατού του βιβλίου και η αναβίωση μιας ολόκληρης εποχής το δεύτερο, το ύφος, η γλώσσα και ο τρόπος γραφής της Εύης Δουργούτη είναι το τρίτο και πιο σημαντικό. Ύφος μειλίχιο, τρυφερό, συμπονετικό - αλλά και δυνατό, σκληρό εκεί που χρειάζεται και δοσμένο τόσο αβίαστα που δεν ξενίζει, δεν αγκυλώνει. Γλώσσα ρέουσα με εμφανή την γνώση, τον σεβασμό και την αγάπη της συγγραφέως για τις λέξεις, τις εκφράσεις, την δομή της ελληνικής μας γλώσσας την οποία έχουμε την ευλογία και την ευτυχία να αποκαλούμε μητρική.  Όσο για τον τρόπο γραφής, ήδη σας ανέφερα την δεξιοτεχνία της να κρατά μέχρι σχεδόν τα μέσα της αφήγησης καλά κρυμμένο ένα μυστικό, στο οποίο ευθέως και εντίμως αναφέρεται από την πρώτη κιόλας σελίδα.



Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018



Οι άθλοι του Ηρακλή - το ημερολόγιο

Ο αδελφός μου ο Λόμπι   15/4/2018

Έχουν πελάσει πέντε μέλες που είμαι σ’ αυτό εδώ το σπίτι και μου φαίνεται πως είμαι από πάντα γιατί πελνάω πολύ καλά και η μαμά κι ο μπαμπάς με αγαπούν πολύ και με κάνουν όλο αγκαλίτσες κι η μαμά μου έβαλε κι ένα κουδουνάκι στο λαιμό επειδή είμαι τόσο μικλούλης που δεν με βλέπουν γιατί είναι και πανύψηλοι, γίγαντες κανονικοί, και μπολεί να με πατήσουν αλλά χτυπάει το κουδουνάκι και με πλοσέχουν όταν είμαστε μαζί αφού το κανονικό μου σπίτι είναι ένα πολύ ωλαίο δωμάτιο με τζάμια γύλω γύλω για να μπολώ να βλέπω έξω και να μη στενοχωλιέμαι που πλέπει να είμαι μοναχούλης μου πολλές ώλες για να μην κολλήσω καμιά αλλώστια από τα άλλα αδελφάκια μου που είμαι πολύ μικλός και δεν έχω κάνει ακόμα εμβόλιο(δεν ξέλω τι είναι αυτό αλλά φοβιστικό μου ακούγεται) όμως  με βγάζει η μαμά κάθε λίγο και με πηγαίνει σε ένα μέλος που το λένε κήπο κι έχει χολταλάκια  και μου λέει «πίπι» κι εγώ κάνω τσισάκια και μετά μου λέει μπλάβο το αγόλι μου και με φιλάει και με ξαναπάει στο γυάλινο δωμάτιο αλλά κάποιες φολές με αφήνει και λίγο παλαπάνω για να γνωλιστώ και με τα άλλα ζωάκια τα αδελφάκια μου κι έτσι γνώλισα πλώτα πλώτα τον μεγάλο μου αδελφό τον Λόμπι που είναι ίδιος με μένα στο χλώμα αλλά τελάστιος, πλαγματικός γίγαντας κι αυτός -να σκεφτείτε πως ολόκληλος εγώ είμαι ίσα με το κεφάλι του αλλά είναι ένα υπέλοχο πλάσμα όλο καλοσύνη και αγάπη και καθόλου δεν με πείλαξε που θα μπολούσε να με κάνει μια χαψιά παλά με μύλισε πλοσεχτικά και με σκούντησε και λιγάκι κι εγώ κάθισα φλόνιμα ακούνητος και μετά μου είπε με την πολύ βαλιά φωνή του «καλωσόρισες νιάνιαρο, εγώ είμαι ο Ρόμπι ο μεγάλος σου αδελφός και θα σε προσέχω και θα σου μάθω όλα όσα ξέρω και πώς να φέρεσαι για να μη στεναχωρείς τη μάνα αλλά θα είσαι υπάκουος και φρόνιμος» κι εγώ του είπα και βέβαια θα σε ακούω και είμαι πολύ χαλούμενος που έχω έναν τόσο καλό αδελφό και κάνω ό,τι κάνει και πάω όπου πάει όσο είμαι έξω από το σπιτάκι μου και χώνομαι στην αγκαλιά του που είναι μεγάλη και ζεστή και κάτι μου θυμίζει αλλά δεν μπολώ να βλω τι, όμως και δεν με νοιάζει καθόλου, μου φτάνει που έχω εκείνον να με πλοσέχει και να μου μαθαίνει πλάγματα όπως να μην ψευδίζω αλλά να λέω καθαλά το «σού» και το «ζού» και μου μένει τώλα το «λού» -όχι αυτό το «λού» αλλά το κανονικό, το «λού»- και μου φαίνεται πως μπελδεύτηκα και τα λέω λάθος απότε θα σταματήσω τώλα και θα ξαναγλάψω όταν καταφέλω να πω σωστά το «λού»!