Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018


Οι άθλοι του Ηρακλή
Η βαλίτσα
Είμαι πολύ προβληματισμένος και πολύ ανήσυχος, τι ανήσυχος δηλαδή που με έχουν ζώσει τα φίδια από το πρωί που βλέπω πάλι να εμφανίζονται βαλίτσες και να γεμίζουν με πράματα και καθόλου δεν μου αρέσει αυτό, μα καθόλου σας λέω, μου ξυπνούν μνήμες τραυματικές που λένε και στις ειδήσεις και κάνω ντεζά βυ και όχι «βου» που το λένε κάποιοι λάθος αλλά «βυ» με το «υ» βαθύ και κλειστό σαν «ου» αλλά όχι ακριβώς, όπως το λένε τα ανθρωποκουταβάκια της Ελβετίας για να καταλάβετε, και εν πάση περιπτώσει -αυτό το ’μαθα να το λέω σωστά επιτέλους- δεν είναι εκεί το θέμα μας αλλά που την ψυλλιάστηκα εγώ τη δουλειά ότι πάλι θα την κοπανήσει η μάνα με τον πατέρα για ταξίδι και πολύ συγχίστηκα κι ακόμα πιο πολύ όταν είδα να βάζει μέσα κάτι βιβλία πολύχρωμα, αλλιώτικα από εκείνα που ξέρω, και κάτι αυτοκόλλητα χιονανθρωπάκια κι αγιοβασιλάκια που κάνουν μπαμ ότι είναι για ανθρωποκουταβάκια και τότε μου ήρθε η φλασιά ότι εκεί θα τα πάει, στα εγγόνια της στην Ελβετία, στη Ζενέβ (την πόλη, όχι τη γάτα μας) και ρώτησα τον Ρόμπι πόσο μακριά είναι αυτή η Ζενέβ για να ξέρω και τι ντουβρουτζάς με περιμένει κι εκείνος μου είπε πολύ μακριά, με το αρεοπλάνο πας (τώρα αρεο- ή αερο- θα σας γελάσω) από εκείνα που φεύγουν από έναν κύριο Βενιζέλο που είναι και γείτονας και κάνουν πολύ θόρυβο και με νευριάζουν και θα πάω να του την πω καμιά μέρα του Βενιζέλου πως δεν κάνουν έτσι οι γείτονες, κοτζάμου φασαρία μέσα στη μαύρη νύχτα, αλλά πάλι ξέφυγα από το θέμα που είναι η βαλίτσα και που λέτε την έκλεισε κάποια στιγμή η μάνα κι εγώ την κοίταξα καλά καλά (τη βαλίτσα) και σαν να μου φάνηκε του χεριού ή μάλλον του δοντιού μου και λέω να την βουτήξω με τα δόντια και να πάω να τη θάψω στον κήπο να μη μπορούν να φύγουν γιατί είχα και τον άλλο τον σεβντά, πού θα μας αφήσουν τόσες μέρες μόνους μας, και μια που το σκέφτηκα και μια που άκουσα τη μάνα να μιλάει με τη θεία Σοφία, ξέρετε εκείνη την κυρία μ’ εκείνο το πανσιόν που είχαμε πάει για ένα βράδυ με τον Βούδα, και πολύ ψου ψου ψου άκουγα και καθόλου δεν μου άρεσε όλο αυτό και το είπα στον Ρόμπι «να δεις που πάλι θα μας πάει εκεί» κι εκείνος σήκωσε τους ώμους και είπε «ε και; μια χαρά περάσαμε την άλλη φορά» και του είπα «είσαι βλήμα και πουθενά καλύτερα από το σπίτι μας και τότε ήταν για ένα βράδυ ενώ τώρα είναι πολύ μακριά η Ζενέβ και θα είναι για πολλά βράδια» και πάνω που πήγα να βάλω τα κλάματα από το κακό μου κι από παράπονο  εκείνος μου έδωσε μια γλυψιά και μου είπε να μην είμαι εγωιστής και τι σημασία έχει το δικό μας μικρό ξεβόλεμα μπροστά στη χαρά που θα κάνει η μάνα που θα αγκαλιάσει τα εγγονάκια της μετά από τέσσερις μήνες που έχει να τα δει και τότε εγώ το σκέφτηκα λιγάκι και σαν να μου φάνηκε σωστό και δίκαιο αυτό και παρηγορήθηκα και είπα οκέι, χαλάλι το πανσιόν αν είναι να χαρεί η μάνα αλλά σας εξομολογούμαι ότι ακόμα μου τριγυρίζει στο μυαλό η διαολιά να  την θάψω τη βαλίτσα στον κήπο κάτω από την φιστικιά και δίνω μεγάλη μάχη μέσα μου και τέλος πάντων θα δείξει και τώρα σας αφήνω και καλή χρονιά που δεν ξέρω δηλαδή και τι πα να πει αλλά η μάνα το λέει συνέχεια αυτές τις μέρες οπότε καλή χρονιά και χρόνια πολλά σας!



Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018


Στο MetroMall

Βγαίνοντας από το μετρό και πηγαίνοντας βιαστικά να πάρω το αυτοκίνητο από το γκαράζ του MetroMall σταμάτησα για λίγο να χαζέψω τα χιλιάδες φωτάκια που είχαν ντύσει φοίνικες, κολόνες, έλατα χριστουγεννιάτικα, βιτρίνες, εκείνα που κρέμονταν από την οροφή σαν εντυπωσιακές τεράστιες χιονονιφάδες, ένα πανηγύρι από λαμπιόνια που γέμιζαν λάμψη και γιορτινή αίσθηση τον χώρο.
«Όμορφη εικόνα» ξεπήδησε η σκέψη αυτόματα.
«Όμορφη για ποιον;» ήρθε άμεσα ο αντίλογος, εσωτερικός και κάθετος.
«Μα… για τον κόσμο που περιδιαβαίνει ψωνίζοντας ή απλά χαζεύοντας, όπως εμείς καλή ώρα», απάντησε διστακτικά η Πρώτη σκέψη.
«Μη με βάζεις στον ίδιο παρονομαστή με σένα, δεν υπάρχει εμείς - είμαστε τόσο διαφορετικές», ήρθε κάθετη η φωνή της Δεύτερης.
«Και δηλαδή τι θες να πεις;», είπε πιο θαρρετά τώρα η Πρώτη. «Ότι δεν θα πρέπει να χαίρομαι με τα φωτάκια, με τα στολίσματα, με τα χαρούμενα παιδικά μουτράκια, με τα γέλια των εφήβων και τα χαμόγελα των μεγάλων;»
«Και τι γίνεται μ’ εκείνους που δεν χαίρονται; Εκείνους με τα χιλιάδες προβλήματα; Τους άστεγους, τους άνεργους, τους κακοπληρωμένους; Τους πρόσφυγες, τα ασυνόδευτα ορφανά, αυτούς που συνθλίβει η μοναξιά; Τους έλαβες όλους αυτούς υπ’ όψιν πριν “χαρείς” με τα φωτάκια και την απατηλή χρυσόσκονη;» ξαναρώτησε σαρκαστικά η Δεύτερη.
Τις παρακολουθούσα αμίλητη, με ενδιαφέρον, χωρίς να παίρνω θέση.
«Τους έλαβα», αποκρίθηκε μετά από στιγμιαία σκέψη η Πρώτη, εντελώς ξεθαρρεμένη τώρα. «Τους φέρνω στο νου μου κάθε φορά που νοιώθω όμορφα, σαν μια διαχρονική ενοχή που με κρατάει υπό έλεγχο, σαν να οφείλω ένα χρέος απροσδιόριστο που κι εγώ δεν ξέρω πώς και πότε το απέκτησα και που, ωστόσο, είναι εκεί σαν αγκάθι να με αγκυλώνει και να μου θυμίζει πως, ενόσω εγώ χαίρομαι, κάποιους σκοτεινιάζει η θλίψη. Όμως είναι Χριστούγεννα… κάτι σαν διάλειμμα… κάτι σαν χαμόγελο αστραφτερό όσο και προσωρινό που μας χρειάζεται για να πασπαλιστούμε λίγη χρυσόσκονη κι εμείς… κι ας ξέρουμε πως αύριο θα σβήσουν τα λαμπιόνια και θα ξαναγυρίσουμε στην λιγότερο ή περισσότερο μουντή πραγματικότητά του ο καθένας…» 
Ένιωσα την Δεύτερη να ετοιμάζεται για αντεπίθεση κι αποφάσισα να παρέμβω - στο κάτω κάτω είναι Χριστούγεννα, μέρες ειρήνης.
«Έχετε κι οι δυο δίκιο, η κάθε μια από την δική της σκοπιά», τους είπα μαλακά. «Ναι, δικαιούμαστε να χαιρόμαστε με την γιορταστική ατμόσφαιρα, είναι η απόδρασή μας η γυαλιστερή κι ας είναι πρόσκαιρη κι απατηλή. Και ναι, οφείλουμε να έχουμε στην άκρη του μυαλού μας τους λιγότερο τυχερούς, εκείνους που στερήθηκαν το δικαίωμα να χαίρονται με την χρυσόσκονη των ημερών, και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε γι αυτό -ουσιαστικά κι όχι με ευχολόγια. Να κάνουμε κάτι, τόσο δα, όσο μικρό κι αν είναι - γιατί τα πολλά μικρά “κάτι” μπορούν να φτιάξουν ένα μεγάλο “πολύ”… κι ας ευχηθούμε ο καινούργιος χρόνος να είναι πιο συμπονετικός και πιο καλοσυνάτος για κείνους που δεν μπορούν να χαρούν με τα αστεράκια και τις φωτερές χιονονιφάδες που κρέμονται από την οροφή».
Τους χαμογέλασα, τις πήρα από το χέρι και κατεβήκαμε τις κυλιόμενες για το γκαράζ. 




Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018


Από την "Δωροθέα", το τρίτο μου μυθιστόρημα 
-που βρίσκεται ήδη στις Εκδόσεις Πνοή και σύντομα στα χέρια σας-
 κάποιες σκέψεις της ηρωίδας κάποια παραμονή Χριστουγέννων.
Γιατί δεν είναι για όλους πάντα χαρούμενα τα Χριστούγεννα...


Το ημερολόγιο της Δωροθέας

Παραμονή Χριστουγέννων. Και; Είμαι άδεια. Δεν νιώθω τίποτε, ούτε χαρά ούτε λύπη. Κενό. Δεν με πειράζει, καλύτερα έτσι. Να μην αισθάνομαι, να μη σκέφτομαι, να μη θυμάμαι. Μόνο που αυτό το τελευταίο δεν το πετυχαίνω πάντα. Θυμάμαι. Και τότε πονάω…πολύ... Θυμάμαι άλλες χρονιές. Τι λέω άλλες, ακόμη και η περσινή ήταν «άλλες» -κι όμως μου φαίνεται τόσο μακρινή… Σαν να την έζησα σε άλλη ζωή. Τότε που στολίζαμε το σπίτι με τα κορίτσια από νωρίς, από τις αρχές του Δεκέμβρη. Με την Μαρίνα μου να κόβει τραγουδώντας «Απ’ έλατο… απ’ έλατο» (έτσι το είχε καταλάβει)  αστεράκια και καμπανούλες σε κόκκινο και κίτρινο χρυσόχαρτο και να τα κολλάει στα τζάμια ενώ η Αννούλα μου, με το αρκουδάκι της αγκαλιά,  την παρακολουθούσε σοβαρή κι απόμακρη μαζί, σαν να ταξίδευε για ακόμη μια φορά στους δικούς της μυστικούς κόσμους.

Είπα καμπανούλες κι άρχισε να χτυπά η καμπάνα του ΆιΓιάννη για τον εσπερινό. Σύμπτωση; Ή κάποιος εκεί πάνω ακούει τις κρυφές μου σκέψεις; Παραλογίζομαι, το ξέρω… αλλά μ’ ανακουφίζει η σκέψη ότι κάποιος με ακούει και με  καταλαβαίνει χωρίς να ζητά εξηγήσεις. Όχι πως  μου ζητάει και κανένας άλλος δηλαδή… μη γίνομαι κι άδικη… Ούτε καν ο άντρας μου… Αλλά όλοι στο βάθος των ματιών τους έχουν γραμμένο ένα «γιατί» κι ας μην το λένε. Κι εγώ το βλέπω κάθε φορά που με κοιτάζουν και με το ζόρι κρατιέμαι να μην ουρλιάξω «δεν ξέρω, αφήστε με ήσυχη… γιατί είμαι μια άθλια, μια τιποτένια, που  δεν της αξίζει να της φέρεστε με καλοσύνη… αλλά δεν θέλω κιόλας, δεν θέλω τον οίκτο σας, καλύτερα να με φτύσετε κατάμουτρα αν αυτό είναι που θέλετε να κάνετε, δεν θέλω να με κοροϊδεύετε, δεν θέλω…»

Παραλογίζομαι πάλι… Βλέπω παντού εχθρούς, υποκριτές, συνωμότες… Κι αν κάνω λάθος; Αν στ’ αλήθεια νοιάζονται για μένα; Αν ο εχθρός, ο υποκριτής, ο συνωμότης είναι μέσα μου; Τρομάζω σ’ αυτή τη σκέψη, δεν τη θέλω, δεν μπορώ να τον παλέψω τον μέσα μου εχθρό… Το κεφάλι μου βουίζει…δεν θέλω να σκέφτομαι άλλο… θέλω να σταματήσω να σκέφτομαι, να πονάω, να φοβάμαι… Θέλω να κοιμηθώ και να μην ξυπνήσω ξανά…

Κι αυτές οι καμπάνες δεν λένε να σταματήσουν… με τρελαίνουν… σαν να είναι μέσα στο μυαλό μου…

Σταματήστε πια…






Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018


Χριστούγεννα στο «Βαλς μιας ζωής»
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα χιόνισε για τα καλά, μισό μέτρο χιόνι σε μια νύχτα, και όλα πήραν μια παραμυθένια όψη. Το πάρκο έμοιαζε σαν ζωγραφιά βγαλμένη από όνειρο παιδικό και το Γεφύρι, με τα χοντρά κρύσταλλα να κρέμονται στο βάραθρο σαν γιγάντια σπαθιά και το χιόνι να ισορροπεί στα σκαλιστά του κάγκελα, έμοιαζε με τεράστιο γλυπτό από χέρια επιδέξιου καλλιτέχνη.
Η Χριστίνα λάτρευε το χιόνι. Το ατέλειωτο λευκό την γαλήνευε, έκρυβε τις όποιες ασχήμιες της πόλης και ταξίδευε την φαντασία της σε μέρη μαγικά. Η καθημερινή της διαδρομή για το εργοστάσιο περνούσε μέσα από το πάρκο και διέσχιζε το Γεφύρι, δυο μέρη που πάντα της άρεσαν και που, μετά το πρώτο ραντεβού της με τον Ορέστη, αγαπούσε ιδιαίτερα.        
Η Χριστίνα ένιωθε το κρύο να περνά μέσα από το παλτό, τα γάντια και το σκούφο της, να μουδιάζει το μυαλό και την καρδιά της και να γίνεται ένα με την παγωνιά μέσα της. Ο Ορέστης δεν είχε απαντήσει στο γράμμα της κι αυτό την απέλπιζε. Ήταν καλά; Την σκεφτόταν ακόμη; Γιατί αυτή η σιωπή; Με τα χέρια στις τσέπες και σκυμμένο το κεφάλι έφτασε στην τελευταία στροφή του δρόμου πριν το Γεφύρι, σήκωσε τα μάτια και έμεινε ακίνητη, αποσβολωμένη. 
Στη μέση του Γεφυριού, ακουμπισμένος στα κάγκελα, με το πηλήκιο κατεβασμένο ως τ’ αυτιά και τυλιγμένος στη στρατιωτική του χλαίνη, ο Ορέστης την κοίταζε χαμογελώντας!    
Έκλεισε τα μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα και τα ξανάνοιξε, σίγουρη πως η οπτασία θα είχε χαθεί και θα ξαναβρισκόταν μόνη στην σιωπή του παγωμένου απομεσήμερου. Εκείνος όμως ήταν πάντα εκεί και μάλιστα ερχόταν προς το μέρος της με τα χέρια ανοιχτά σε μια τεράστια αγκαλιά. Χριστούλη μου δεν ονειρεύομαι, είναι στ’ αλήθεια αυτός, είναι εδώ, τον βλέπω, έρχεται, καρδιά μου μη σπάσεις τώρα, ψυχή μου κρατήσου, μη με προδώσεις, μη λιποθυμήσεις σώμα μου, μη μουδιάζεις, κινήσου, πήγαινε σ’  αυτή την αγκαλιά που σε περιμένει σαν φωλιά!
«Ορέστη!» άκουσε τον εαυτό της να φωνάζει, το λατρεμένο όνομα βγήκε από τα χείλη της χωρίς να δώσει εκείνη την εντολή, κι άρχισε να τρέχει, τα πόδια της βούλιαζαν στο χιόνι, ο σκούφος έπεσε κάτω, τα μαλλιά της χύθηκαν στους ώμους, η ανάσα της κόπηκε.


Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018


Σμύρνα, χρυσό και λίβανο

Με αφορμή τις μέρες τούτες
τις χριστουγεννιάτικες
ένα ποίημά μου που τις προσεγγίζει
με τρόπο διαφορετικό...
θλιμμένο θάλεγα
και καταγγελτικό...


Γιατί δεν είναι πάντα όλα γύρω μας
πασπαλισμένα με αστερόσκονη...


Eυχαριστώ θερμά τον Πάνος Αντωνόπουλος και το Envivlio 
για τούτη την ανάρτηση!

🔗https://www.envivlio.com/smyrna



Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018



Οι άθλοι του Ηρακλή
Η κατασκήνωση - 5 Μαΐου 2018

Έβλεπα από μέρες μια αναστάτωση στο σπίτι με βαλίτσες και σακ βουαγιάζ να ανεβαίνουν από την αποθήκη και τη μάνα να έχει πολλά ψου ψου ψου με τη θεία Χρυσούλα από δίπλα κι όλο να της λέει για τα γατιά και τα σκυλιά, μυστήρια πράματα,  και κάτι ύποπτα τηλεφωνήματα με μια θεία Ολυμπία που δεν την ήξερα κι άκουγα και συνέχεια το όνομά μου και του Λέστερ και της Ζενέβ και καθόλου δεν μου άρεσαν αυτά τα συνωμοτικά μέχρι που μια μέρα μου είπε η μάνα ότι θα πάω λίγες μέρες κατασκήνωση μαζί με τα γατιά που σας έλεγα στο σπίτι αυτής της θείας Ολυμπίας και καθόλου δεν μου άρεσε κι  αυτό το κατασκήνωση που δεν ξέρω και τι πα να πει αλλά πάνω που ετοιμαζόμουν να ρωτήσω τον Ρόμπι κάνει η μάνα μία χραπ! και με σβερκώνει και με χώνει σε ένα κλουβί και με πάει στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου και πάνω που ήμουν έτοιμος να βάλω τις φωνές και να διεκδικήσω τα δικαιώματά μου σαν ελεύθερος σκύλος βλέπω στο διπλανό κλουβί τη Ζενέβ και τον Λέστερ να κάθονται ήσυχα ήσυχα και να με χαζεύουν και πολύ παραξενεύτηκα που δεν μίλαγαν κι εκεί επάνω έβαλε μπρος η μάνα και φύγαμε και τους ρώτησα πού πάμε και μου είπαν ότι θα πάμε σε ένα άλλο σπίτι που ζούσαν αυτοί όταν ήταν πολύ μωρά για να μείνουμε μερικές μέρες γιατί η μάνα θα πάει ταξίδι με τον πατέρα και δεν μπορούμε να μείνουμε μόνα μας και πριν καλά καλά προλάβω να καταλάβω τι γινόταν φτάσαμε σ’ αυτό το άλλο σπίτι κι εκεί ήταν αυτή η  κυρία που την λένε Ολυμπία και με πήρε αγκαλιά και μου έδωσε φιλιά   και μπισκοτάκι και πολύ μου άρεσε αυτή η θεία και μετά ήρθε και μια πιο μικρή θεία που τη λένε Χριστίνα και είναι κόρη της μεγάλης θείας κι  αρχίσαμε ένα παιχνίδι τρελό με τα παιχνίδια μου που άφησε η μάνα κι εγώ ξεφώνιζα και πολύ το γούσταρα όλο αυτό μέχρι που θέλησα πιπί αλλά δεν είχε κήπο κι έτσι τα αμόλησα στο σαλόνι κι ήρθε τρέχοντας η μεγάλη θεία με μια σφουγγαρίστρα κι εγώ είπα, παιχνίδι θα είναι κι αυτό, η μάνα ποτέ δεν σφουγγαρίζει τον κήπο, και τα αμόλαγα όπου μου κατέβαινε κι έτρεχαν και οι δυο θείες, μεγάλη και μικρή, με τον κουβά τσιρίζοντας και πολύ χαβαλέ είχε αλλά τον πιο χαβαλέ τον έκανα με τα γατιά της θείας Ολυμπίας που φρίκαραν όταν με είδαν κι ανέβηκαν όλα, και τα εφτά, πάνω στα ντουλάπια της κουζίνας και δεν κατέβαιναν με την καμία κι ας τους γαύγιζα εγώ να έρθουν να παίξουμε κι έτσι πέρασα πολύ ωραία στην κατασκήνωση και θα ξαναπάω με την πρώτη ευκαιρία αν και κάτι σαν να άκουσα την θεία Ολυμπία να λέει στη μάνα όταν ήρθε μετά από τρεις μέρες να μας πάρει ότι χρειάζεται επειγόντως διακοπές σε ένα ερημονήσι για να ηρεμήσει και σκέφτομαι να της πω να με πάρει μαζί της να ξεσαλώσουμε αν και όταν γυρίσαμε σπίτι και είδα το σακ βουαγιάζ της μάνας μπήκα μέσα και λέω να το καβατζώσω γιατί και βολικό σαν φωλίτσα είναι και μπορεί να μη με καταλάβει η μαμά και να με πάρει μαζί της στο επόμενο ταξίδι της!











Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018


"Ημέρα του Μετανάστη" η σημερινή - κι εγώ καταθέτω ένα ποίημα από την συλλογή μου "Ψηφίδες" γραμμένο πάνω σε μια εικόνα στην τηλεόραση, παλιά...
Αιμάτινο το δάκρυ...

      I.             

Βαρύ το συρματόπλεγμα
Έδενε την ψυχή σου
Πιότερο κι απ’ το σώμα σου
Καθόσουν με τις ώρες
Κι αγνάντευες το πέλαγο
Με βλέμμα παγωμένο
Αλλιώς σου τα μιλήσανε
Κι άλλα φανερωθήκαν

  II.             

Ξεκίνησες ελπίζοντας
Πιστεύοντας, ζητώντας
Την άκρη στην απελπισιά
Αχτίδα στο σκοτάδι
Το δάκρυ σου το στέγνωσες
Πριν φτάσει στην καρδιά σου
Και κίνησες αχάραγα
Με την ευχή της μάνας 
Και το στερνό της το φιλί
Μονάχο κατευόδιο

III.             

Τις νύχτες που παράδερνες
Στην άγρια φουρτούνα
Μέσα στο σαπιοκάραβο
Εσύ ονειρευόσουν
Τα πυρωμένα μάτια σου
Τρυπούσαν το σκοτάδι
Ψάχναν του κόσμου μια γωνιά 
Τ’ όνειρο ν’ απαγγιάσουν

IV.             

Τώρα το συρματόπλεγμα
Τ’ όνειρο στραγγαλίζει
Και σου καρφώνει στην ψυχή
Αγκάθινο στεφάνι
Έχεις τα μάτια σου σβηστά
Άψυχα, παγωμένα
Και καρτεράς το τίποτε
Νάρθει να σε τελειώσει

   V.             

Κι είναι στα μάτια της ψυχής 
Αιμάτινο το δάκρυ...







Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018


Ένα τσιγάρο μια φορά   μέρος 2ο

(το πρώτο μέρος εδώ

Και κάπως έτσι κυλούσε ο καιρός. Μόνο που μέσα μου δούλευε προφανώς αντίστροφη η μέτρηση - και το ήξερα. Απλά άφηνα να ωριμάσει μόνη της η απόφαση τροφοδοτούμενη από πολλά μικρά καθημερινά εναύσματα «κατά». Όπως το να λαχανιάζω σε σχετικά βατή ανηφόρα. Ή να αποσύρομαι στη μέση του χασαποσέρβικου. Ή να σιχτιρίζω που έπρεπε να βγω από την ταβέρνα έξω, στους 5 βαθμούς ψοφόκρυο, με μπουφάν και γάντια για ένα τσιγάρο της συμφοράς. Ή να ξεμένω νυχτιάτικα (δύσκολο αλλά όχι αδύνατο) και να ψάχνω φρενιασμένα για κανα ξεχασμένο πακέτο και να μη βρίσκω και να συμβιβάζομαι με τα «χορτάρια» του άντρα μου και να με καπνίζουν αυτά αντί να τα καπνίζω εγώ. Μιλάμε για δράματα δηλαδή!
Η αντίστροφη μέτρηση λοιπόν θεωρώ ότι άρχισε πέρσι τον χειμώνα όταν ο τετράχρονος, τότε, εγγονός μου με ρώτησε «γιατί καπνίζεις γιαγιά;» Άντε τώρα εσύ να απαντήσεις - και πριν προλάβω να σκαρφιστώ κάποια (ποια; ) απάντηση, συμπλήρωσε, σαν γνήσιο τέκνο των γονιών του, «αφού το τσιγάρο είναι κακό». Τόμπολα η γιαγιά, μπουρδούκλωσε μια ακατάληπτη απόκριση, έλιωσε το τσιγάρο στο τασάκι κι ορκίστηκε να μην ξανακαπνίσει μπροστά στο παιδί. Δεν ήταν το «να μην ξανακαπνίσει-τελεία» αλλά ήταν κάτι - και το πιο σημαντικό: μπήκε σε λειτουργία ο μηχανισμός.
Να διευκρινίσω κάτι εδώ. Δεν έχω εξάρτηση από την νικοτίνη. Δεδομένο και τσεκαρισμένο αυτό. Όταν είμαι μόνη μου (το συνηθέστερο τις καθημερινές, τώρα που είμαι πλέον εν συντάξει) ή όταν έχω πολλά να κάνω (πράγμα καθημερινό επίσης) δεν ανάβω τσιγάρο, δεν το χρειάζομαι. Για μένα το τσιγάρο είναι -ήταν- η παρέα, η ψιλοκουβέντα, ο καφές ή το ποτό/κρασί. Τόσο, που όταν δεν έχω παρέα το πρωί γιατί λείπει ταξίδι ο καλός μου, δεν φτιάχνω καν καφέ, δεν τον χρειάζομαι, οπότε ούτε και καπνίζω. Κλείνει η παρένθεση.
Κι έτσι φτάνουμε στο δια ταύτα. Στην απόφαση. Που ήρθε φυσιολογικά, αβίαστα, «σαν έτοιμη από καιρό» κι εκείνη, όπως λέει ο μεγάλος μας Καβάφης. Με ένα κλικ, όπως προανέφερα. Που πυροδοτήθηκε από μια (ακόμη) παρατήρηση/προτροπή του μικρού μου γιου. Θα μου πείτε, γιατί η συγκεκριμένη φράση; Γιατί τώρα; Μυστήριο. Ήταν επειδή είχε έλθει το πλήρωμα του χρόνου; Ήταν η ίσως δυσδιάκριτη αλλά σίγουρα έντονη ανησυχία και έγνοια που περιέκλειαν τα λόγια του; Ήταν ότι αυτό το απλό (και χιλιοακουσμένο) «κόβετε χρόνια από τη ζωή σας» με έκανε να σκεφτώ ότι ίσως να μην προλάβω να δω τα εγγόνια μου να μεγαλώνουν; Ήταν η συνειδητοποίηση ότι θα λείψει, οδυνηρά ίσως, η παρουσία μου παράωρα από κάποια πολύ αγαπημένα μου πλάσματα; Όπως λείπει η παρουσία των δικών μου αγαπημένων απόντων από τη ζωή μου; Πολλές και πολύπλοκες και εκ των υστέρων σκέψεις και αξιολογήσεις που σαφώς και δεν ήταν με τίποτε συνειδητές όταν είπα «αυτό ήταν, το κόβω εδώ και τώρα».
Είναι τρεις βδομάδες που πάρθηκε η απόφαση. Πώς νιώθω; «Είμαι η Βάσω και είμαι καλά». Όχι μόνο γιατί πραγματικά δεν έχω κανένα πρόβλημα, κανένα στερητικό. Όχι μόνο γιατί δεν ψάχνω την τσάντα μου να δω αν έχω τσιγάρα πριν πάω κάπου. Όχι μόνο γιατί δεν έχω εκείνη την αίσθηση του γυαλόχαρτου στο στόμα. Αλλά κυρίως γιατί βλέπω μια στροφή, κάποιες δεύτερες σκέψεις, στον «υψηλόβαθμο» καπνιστή άντρα μου. Που με είδε να το κόβω χωρίς να τρέμουν τα χέρια μου. Χωρίς να με πιάνει στερητικό, turkey. Που ξέθαψε το IQOS και το ενεργοποίησε και πάλι. Που περιόρισε τα «ορίτζιναλ» τσιγάρα στο μισό. Που ελπίζω να τα περιορίσει ακόμα πιο πολύ -αν δεν τα καταργήσει εντελώς. Αυτό είναι το μεγάλο μου κέρδος -γιατί το δικό μου προσωπικό στοίχημα θεωρώ (κι ελπίζω) πως το έχω ήδη κερδίσει.
Μήπως είναι καιρός να βάλετε κι εσείς το δικό σας και να το κερδίσετε, φίλοι μου καπνιστές/πρώην συνάδελφοι;


Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018


Ένα τσιγάρο μια φορά   μέρος 1ο

Για να κόψεις το τσιγάρο
Δεν χρειάζεται παρά 
Ένα «κλικ» στο μυαλό
Γιατί όλα εκεί είναι

Όλο κι όλο που χρειάστηκε
Για να πυροδοτήσει 
Το δικό μου κλικ
Ήταν μια κουβέντα

Από τον Κωσταντή, τον μικρό μου γιο

«Μάνα… κάντε μια χάρη στον εαυτό σας. Κόψτε το τσιγάρο, περιορίστε το κρέας, φροντίστε να τρώτε νωρίς το βράδυ. Κόβετε χρόνια από τη ζωή σας κι είναι κρίμα…»
Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτά τα λόγια. Και οι δυο μου γιοι ήταν φανατικοί πολέμιοι του καπνίσματος από τότε που κατάλαβαν τον εαυτό τους, από τότε που άρχισαν να αρθρώνουν λόγο, από νήπια δηλαδή. Παράξενο θα ’λεγε κανείς για παιδιά που μεγάλωναν σε περιβάλλον καπνιστών μιας και οι δυο γονείς είχαμε αυτό το κουσούρι καθώς και η πλειοψηφία των φίλων, γνωστών, συγγενών που έρχονταν στο σπίτι μας ή πηγαίναμε εμείς στα δικά τους. Τα παιδιά μας είχαν σταθερή αντικαπνιστική άποψη, έκρυβαν ή πετούσαν τα πακέτα μας (τα είχα ψαρέψει ουκ ολίγες φορές από τα σκουπίδια) και μας τα έψελναν για τα καλά σε κάθε ευκαιρία.
Ύστερα ήρθε η εφηβεία. Κάτι οι καπνίζουσες παρέες, κάτι το άγχος των εξετάσεων, κάτι το (μόνιμο κάκιστο) «παράδειγμα» των γονιών, κάπου το ξεκίνησαν κι εκείνα - κι εμείς ανήμποροι να αντιδράσουμε σε κάτι που ήταν, προφανώς, καταστροφικό και παράλογο. Τι επιχειρήματα να αντιτάξεις όταν είσαι ο ίδιος  ζωντανό παράδειγμα «προς αποφυγή» και το οποίο, ωστόσο, είναι για τα παιδιά, σ’ αυτήν την ευαίσθητη ηλικία, παράδειγμα «προς μίμηση».
Ευτυχώς οι γιοι μας ανένηψαν αρκετά έγκαιρα - τουλάχιστον σε σχέση με τους γονείς τους, που εξακολουθούσαμε να είμαστε αντικαπνιστές στη θεωρία και χρυσοί πελάτες του «Παπαστράτου» στην πράξη. Όταν τα παιδιά μας έκοψαν το τσιγάρο είχαν ήδη αυτονομηθεί, ζούσαν στα δικά τους σπίτια, οπότε δεν βιώσαμε έντονες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις του τύπου «βρωμάει το σπίτι, κόφτε το» ή «δεν μπορώ να ανασάνω εδώ μέσα, σταματήστε πια το  ρημάδι» ή «ακόμα και τα ρούχα μου μυρίζουν τσιγαρίλα, έλεος…». Απλά καθημερινά θέματα δηλαδή που, όμως, δεν προέκυψαν μιας και, είπαμε, είχαν γίνει πια ανεξάρτητοι κι αυτόνομοι. Βέβαια κι εμείς ήμασταν όσο γίνεται προσεκτικοί και διακριτικοί στα δικά τους σπίτια. Ελαττώναμε τα τσιγάρα, βγαίναμε στη βεράντα, καθόμασταν μπροστά σε ανοιχτά παράθυρα καταχείμωνο - ξέρετε, όλα αυτά τα χαριτωμένα που λες «δεν πάει στα κομμάτια, καλύτερα καθόλου παρά αυτά τα καραγκιοζιλίκια»  και που, ωστόσο, ούτε το λέγαμε ούτε το κάναμε.
Εν τω μεταξύ όλο και περισσότεροι φίλοι και συγγενείς, «λεπροί» σαν κι εμάς, το έκοβαν ή το άλλαζαν σε στριφτό, σε ηλεκτρονικό ή, τελευταία, σε IQOS. Εμείς απτόητοι, παραδοσιακοί. Μια απόπειρα του Παναγιώτη, του μεγάλου μας γιου, να μας συνετίσει με το ηλεκτρονικό έπεσε στο κενό (μπήκε πολύ γρήγορα στο συρτάρι) όπως και οι συνεχείς παραινέσεις και των δύο παιδιών μας να το κόψουμε - είπαμε, δεν το έβαζαν κάτω. Ο καλός μου, υψηλόβαθμο στέλεχος στην καπνιστική ιεραρχία, απλά κώφευε κι εγώ, μικρομεσαία αμαρτωλή με μικρή κατανάλωση, διατεινόμουν ότι μπορώ να το κόψω ανά πάσα στιγμή αν το θελήσω - απλά δεν ήθελα να στερηθώ κάποιες παγιωμένες συνήθειες όπως καφές + τσιγάρο, ποτό + τσιγάρο, παρέα (αυτό κι αν ήταν εθισμός) + τσιγάρο. Και το ισχυριζόμουν με αδιάσειστα επιχειρήματα μιας και στις δυο μου εγκυμοσύνες το είχα κόψει μαχαίρι με το που βγήκε θετικό το τεστ και χωρίς καν να βαρυγκωμήσω -αντίθετα, έβγαζα τον καπνίζοντα σύζυγο στο μπαλκόνι γιατί δεν ανεχόμουν την μυρωδιά. Το ότι το ξανάρχισα μόλις τα μωρά μου απογαλακτίστηκαν είναι αλλουνού παππά βαγγέλιο.






Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018


Ο μπαμπάς μου ο γιατρός

Πήρα μια λαχτάρα προχτές… μα μια λαχτάρα που ακόμη τρέμουν τα ποδαράκια μου όταν το σκέφτομαι και θα σας τα πω για να καταλάβετε πόσο συγχίστηκα γιατί εγώ τη μάνα την ξέρω ατρόμητη και γενναία και να σβουρίζει συνέχεια  πάνω κάτω και σταματημό να μην έχει κι όταν την είδα προχτές το απόγευμα να ξαπλώνει στα καλά καθούμενα και να κάνει ωχ ωχ ωχ ξαφνιάστηκα στην αρχή και νόμισα ότι είναι καινούργιο παιχνίδι αλλά όταν πήγα κοντά την είδα σαν να πονάει κι άρχισα να της γλύφω τη μούρη να της περάσει αλλά εκείνη έκανε πιο πολλά ωχ ωχ ωχ και με έσπρωχνε κι εγώ πήγα να στενοχωρηθώ που δεν με ήθελε αλλά τότε ήρθε ο μπαμπάς ανήσυχος και τη ρώτησε τι έχει κι εκείνη κάτι του είπε για ένα νεφρό που την πονάει που δεν ξέρω και τι πα να πει και πάνω που ετοιμαζόμουνα να ρωτήσω τον Ρόμπι βλέπω τον μπαμπά να καταφτάνει με ένα σωρό περίεργα κλαπατσίμπαλα που έβλεπα πρώτη φορά και δεν ήξερα κανένα εκτός από  μια βελόνα σαν κι εκείνη που μου έκανε εμβόλιο ο γιατρός ο Διονύσης και τον κοίταξα πολύ μα πολύ ύποπτα τον μπαμπά κι ήμουν συνέχεια από κοντά για να δω τι θα κάνει κι όταν τον είδα να πλησιάζει τη μάνα και να ετοιμάζεται να την καρφώσει με τη βελόνα στο χέρι αγρίεψα και του γρύλισα σιγανά να τον προειδοποιήσω αλλά εκείνος χαμπάρι, μόνο γύρισε θυμωμένος και μου είπε αλέ Ηρακλή, εσύ μου έλειπες τώρα, κι αυτό πα να πει φύγε -είναι το μόνο γαλλικό που ξέρω- και τότε ήρθε ο αδελφός μου και με έβγαλε έξω με το στανιό γιατί δεν ήθελα να αφήσω τη μάνα απροστάτευτη και μου είπε μην είσαι χαζός, ο μπαμπάς είναι γιατρός και ξέρει τι να κάνει για να μην πονάει η μάνα κι εγώ του είπα χαζός είσαι εσύ, ο κύριος Διονύσης είναι γιατρός, ο μπαμπάς είναι κηπουρός και καμιά φορά και πυροσβέστης που ανάβει και σβήνει το τζάκι κι εκείνος τότε γέλασε και μου είπε άκου να μαθαίνεις γιατί εγώ τα έχω ξαναδεί αυτά με τη μάνα, ο μπαμπάς είναι ανθρωπογιατρός του πόνου και γι αυτό έχει βελόνες κι άλλα κλαπατσίμπαλα και θα την κάνει καλά τη μάνα όπως και την άλλη φορά κι εγώ έμεινα να χάσκω, άκου να έχω μπαμπά γιατρό και να μην το ξέρω κι ότι υπάρχουν και ανθρωπογιατροί όπως σκυλογατογιατροί και μετά ξαναμπήκα στο σπίτι αλλά κάθισα φρόνιμα φρόνιμα σε μια άκρη -αν και μ’ αγριοκοίταξε ο μπαμπάς- και είδα τη μαμά να έχει ακόμα κλειστά τα μάτια αλλά δεν έκανε πια ωχ ωχ ωχ και σαν να φαινόταν λιγάκι καλύτερα κι εγώ της έγλυψα το χέρι το τρυπημένο αλλά πολύ προσεκτικά και μετά πήρα ένα μυστήριο κόκκινο λάστιχο που της είχε βάλει ο μπαμπάς πιο πριν για να το μασήσω που είχε δέσει τη μαμά μου αλλά ήρθε τρέχοντας ο Ρόμπι και μου το άρπαξε αγριεμένος γιατί είναι, λέει,  από τα εργαλεία του μπαμπά και σιγά τα εργαλεία, τα κλαδευτήρια είναι εργαλεία και οι τζουγκράνες, αλλά δεν είπα κουβέντα γιατί χαλάλι του το λάστιχο του μπαμπά αφού έκανε καλά τη μάνα κι ας έκανα δυο μέρες να συνέλθω από τη λαχτάρα και είμαι πολύ περήφανος που έχω έναν τόσο σπουδαίο γιατρομπαμπά και ποτέ να μη σας τύχει να πάθετε νεφρό-πως-το-λένε.






Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018



Ρέκβιεμ για μια σεβαστή κι αγαπημένη φίλη

Για την γιατρό Βασιλική Χειμωνίτση, την μεγάλη κι εμβληματική αυτή μορφή της Αναισθησιολογίας, της Αλγολογίας και της ευρύτερης ιατρικής που έφυγε πρόσφατα από κοντά μας, και την ξεχωριστή πορεία της σε όλους τους παραπάνω χώρους αρμόδιοι να μιλήσουν είναι οι δεκάδες γιατροί αναισθησιολόγοι/αλγολόγοι που υπήρξαν μαθητές και «παιδιά» της, όπως επέλεγε να τους αποκαλεί απαντώντας στην γεμάτη σεβασμό, αγάπη και εκτίμηση προσφώνησή τους «Μάνα του Πόνου», τίτλο που έφερε με συγκίνηση και περηφάνεια ως το τέλος της ζωής της.
Εγώ θα μιλήσω για την δική μου Χειμωνίτση… την Βάσω - την Βασούλα αν θέλετε, όπως της άρεσε να με αποκαλεί η ίδια λέγοντας χαριτολογώντας «να που ξανασυναντηθήκαμε οι δυο Βασούλες». Την καλλιεργημένη, ευαίσθητη, πάντα περιποιημένη και κομψή και πάντα χαμογελαστή Κυρία, μ’ εκείνη την αίσθηση του χιούμορ που σε έκανε να νιώθεις τόσο όμορφα στη συζήτηση και την συναναστροφή μαζί της. Έζησα πολλές όμορφες στιγμές κοντά της σε συνέδρια και εκδρομές  με κορυφαίες κι αλησμόνητες τις κοινές μας εμπειρίες κατά τη διάρκεια του τριών εβδομάδων ταξιδιού μας στην Κίνα το 2007, στο οποίο δήλωσε ενθουσιασμένη συμμετοχή μόλις έμαθε ότι το προγραμματίζαμε με τον Μανώλη κι άλλους φίλους, μια 20μελή παρέα. Δεν πτοήθηκε από την μεγάλη απόσταση, από το πολύωρο αεροπορικό ταξίδι, από την μεγάλη διάρκεια της εκδρομής, από το ομολογουμένως πυκνό και, συχνά, κουραστικό πρόγραμμα.
Ακολουθούσε αδιαμαρτύρητα τις ατέλειωτες ξεναγήσεις με τη χαρά μικρού παιδιού ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Κι αν κάπου κουραζόταν, μας έλεγε καθησυχαστικά «προχωρήστε εσείς παιδιά μου και θα σας περιμένω στην έξοδο πίνοντας παγωμένο τσάι - και μην ανησυχείτε για μένα, δεν αδικούμαι, μου φτάνει που είμαστε όλοι μαζί». Μαζί στον πήλινο στρατό. Μαζί στην Απαγορευμένη Πόλη. Μαζί στις φυτείες τσαγιού. Μαζί στους αυτοκρατορικούς κήπους. Μαζί στις -συχνά- πολύωρες διαδρομές με το πούλμαν. Μαζί στα γεύματα και δείπνα και πάντα περιποιημένη, αρωματισμένη, κοσμηματοφορούσα. Παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή τους ξεναγούς  και τα όσα είχαν να μας πουν σε αντίθεση με τους περισσότερους από μας που χαζεύαμε τα αξιοθέατα βγάζοντας δεκάδες φωτογραφίες. Στο Πεκίνο, στην Γκουιλίν, στην Χσιάν, στην Χανγκτσόου, στη Σανγκάη, στο Χονγκ Κονγκ. Στα απανωτά αεροπορικά εσωτερικά ταξίδια. Στο κουραστικό ταξίδι της επιστροφής όταν όλοι είχαμε καταρρεύσει από την κούραση κι εκείνη μας έλεγε ιστορίες από την πλούσια σε εμπειρίες ζωή της.
Θα μου λείψουν αυτές σου οι ιστορίες Βασούλα μου - κι επίτρεψέ με να σε λέω έτσι γιατί έτσι σε αισθανόμουν… φίλη… κι ας με έλεγες εσύ κόρη σου και τον Μανώλη γιο σου. Θα μου λείψει το χαμόγελο και η ευγενική σου παρουσία, το χιούμορ και η πάντα θετική σου διάθεση - αλλά θα είσαι πάντα στην καρδιά και τη σκέψη μου, πολύτιμο κομμάτι των αναμνήσεών μου, και θα σε θυμάμαι με σεβασμό, εκτίμηση, συγκίνηση κι αγάπη.

Καλή σου ανάπαυση ΚΥΡΙΑ Βασιλική Χειμωνίτση.




Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος Γ΄ (τελευταίο)*

Ευχαριστώ θερμά την συγγραφέα/ποιήτρια Μαίρη Γκαζιάνη  για την δυνατότητα να εκφράσω σκέψεις και συναισθήματα μέσα από μια συνέντευξη με τόσο μεστές και στοχευμένες ερωτήσεις.

Η νοσταλγία προκαλεί ποιητικό οίστρο;

Κάποιες φορές ναι -όταν βλέπω, ακούω, θυμάμαι κάτι που με γυρίζει πίσω στον χρόνο, σε στιγμές έντονες που με σημάδεψαν, και καταγράφω τα όσα αισθάνομαι σε ποιήματα όπως το «Ήχοι σιωπής» που προαναφέραμε ή το «Μια φορά θυμάμαι».
Τι ρόλο παίζει η νοσταλγία στη ζωή σας;

Σημαντικό και πάντα θετικό. Βλέπετε συναισθηματικά δένομαι πολύ με πρόσωπα, καταστάσεις και τόπους και  οι αναμνήσεις μου αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη που βιώνω και ξαναβιώνω  με την ίδια τρυφερότητα και συγκίνηση πάντα.
Στο βιβλίο σας υπάρχουν ερωτικά αποτυπώματα;

Στο συγκεκριμένο, τα «Αποτυπώματα», όχι -κυριάρχησαν άλλα συναισθήματα και καταστάσεις. Ίσως σε κάποια επόμενη συλλογή να αναφερθώ στον έρωτα που μετουσιώνεται σε βαθιά αγάπη και εκτίμηση. 
«Αποτυπώματα στιγμής. Αποτυπώματα ψυχής» αναφέρετε στο οπισθόφυλλο. Η στιγμή κατευθύνει την ψυχή ή η ψυχή προσδιορίζει τη στιγμή;

Όταν η στιγμή είναι έντονη, κυριεύει την ψυχή και κυριαρχεί πάνω της με απρόβλεπτες και πιθανά καταστροφικές συνέπειες. Εναπόκειται στην δύναμη της ψυχής και την στιβαρή συγκρότηση του χαρακτήρα για να μπορέσει η πρώτη να πάρει και πάλι τα ηνία και να οδηγήσει την στιγμή στη σωστή κατεύθυνση.

Με μια φράση, τι σημαίνει για σας ποίηση;
Ειλικρινή, αδέσμευτη και ασύνορη κατάθεση ψυχής.

Η ποίηση έχει ανταπόκριση στους αναγνώστες ή την αποφεύγουν και πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;
Θεωρώ πως σήμερα έχει μικρότερη ανταπόκριση από ό,τι σε προηγούμενες εποχές κι αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους - με κυριότερους  τις δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε οι μεγαλύτεροι στην καθημερινότητά μας (οπότε δεν  υπάρχει χρόνος ή/και διάθεση να αφεθούμε στην θαλπωρή της ποίησης) και την καλπάζουσα τεχνολογική εξέλιξη που επηρεάζει καταλυτικά τους νεότερους και τους απομακρύνει από τον ρομαντισμό και την εσωτερικότητα του ποιητικού λόγου.

Αφού σας ευχαριστήσω, θα σας ζητήσω να κλείσετε αυτή τη συνέντευξη με έναν δικό σας στίχο.
Εγώ ευχαριστώ θερμά για την ευκαιρία που μου δώσατε να αναφερθώ σε ένα πολύ αγαπημένο μου θέμα και, αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να κλείσω με ένα ολοκληρωμένο ποίημα, μικρό σε έκταση αλλά χαρακτηριστικό, θεωρώ, του ποιητικού μου προσανατολισμού.

Μου λείπεις… σ’ αγαπώ
Σε είδα απόψε στ’ όνειρό μου
Και σε νοστάλγησα
Ξανά
Μου λείπεις… σ’ αγαπώ
Να το θυμάσαι
Φιλιά

*Από την συνέντευξή μου στην Μαίρη Γκαζιάνη για τα «Αποτυπώματα» και την ποίηση και λογοτεχνία γενικότερα.






Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος Β΄ *

Ευχαριστώ θερμά την συγγραφέα/ποιήτρια Μαίρη Γκαζιάνη  για την δυνατότητα να εκφράσω σκέψεις και συναισθήματα μέσα από μια συνέντευξη με τόσο μεστές και στοχευμένες ερωτήσεις.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή σας «Αποτυπώματα». Τι είδους αποτυπώματα αφορά; 
Όπως ανέφερα και πιο πριν τα ποιήματά μου αποτυπώνουν εκείνο που αισθάνομαι και/ή σκέφτομαι σε μια δεδομένη στιγμή, οπότε επόμενο ήταν να πάρει η συλλογή αυτόν ακριβώς τον τίτλο
Από πού αντλείτε την έμπνευση;
Από οτιδήποτε μπορέσει να με συγκινήσει, να με εξοργίσει, να με ενθουσιάσει, να με θλίψει, να με προβληματίσει στην προσωπική μου ζωή, στον συγγενικό ή φιλικό μου περίγυρο και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο ειδικά στις δύσκολες και συχνά σκοτεινές εποχές που ζούμε.
Ποια συναισθήματα εκφράζονται μέσα στα ποιήματά σας; 
Εκείνα που ανέφερα πιο πάνω - οργή, θλίψη, αγανάκτηση, νοσταλγία και, σπανιότερα, ευφορία.
Τι είδους ηχώ μπορεί να έχει η σιωπή σύμφωνα με το ποίημα «Ήχοι σιωπής»;
Στο συγκεκριμένο ποίημα έχει την ηχώ της απόγνωσης, του αδιέξοδου, της απομυθοποίησης, της οδύνης.
Διακρίνω κάποια θλίψη στα ποιήματά σας. Γράφετε πιο εύκολα στη θλίψη ή στη χαρά; 
Εξαιρετικά εύστοχη επισήμανση. Πράγματι πολλά από τα  ποιήματά μου εκφράζουν μια θλίψη, μια οδύνη, αναφέρονται σε μια χαρακιά στην ψυχή. Ίσως γιατί οι δύσκολες, οι οδυνηρές στιγμές αναζητούν εναγώνια έναν άμεσο τρόπο έκφρασης, μια «έξοδο κινδύνου» για να δραπετεύσουν και να αποσυμπιεσθεί έτσι η ψυχή από το ανυπόφορο, πολλές φορές, φορτίο της. Τουναντίον οι όμορφες, οι ευτυχισμένες στιγμές μας απαιτούν να τις βιώσουμε, να τις απολαύσουμε με όλο μας το είναι και δεν αφήνουν χρόνο για ποιητικές ενασχολήσεις.
Πώς εμπνευστήκατε το ποίημα «Χεράκια μου ακίνητα»; 
Στο ποίημα αυτό εκφράζεται όλη μου η οδύνη και απόγνωση για τον τραγικό, άδικο χαμό των μικρών προσφυγόπουλων στα νερά του Αιγαίου - απόγνωση κι οδύνη που συμπυκνώθηκαν και εξερράγησαν όταν τον Σεπτέμβρη του 2015 είδα στις ειδήσεις το άψυχο κορμάκι του μικρού, μόλις δύο ετών, Αϊλάν από τη Συρία να κείτεται μπρούμυτα  στην παραλία με τις μικρές του χουφτίτσες να κοιτάζουν ακίνητες τον ουρανό… Πραγματικά συγκλονίστηκα, ήταν τόσο επώδυνο… πόσω μάλλον που ο μικρούλης ήταν λίγο μόλις μεγαλύτερος από τον εγγονό μου. Οι συνειρμοί αυτόματα κι αναπόφευκτα με καταρράκωσαν, με συνέτριψαν και η μόνη διέξοδος για να ανασάνω ήταν να αφήσω τα συναισθήματά μου να ξεχυθούν στο χαρτί.

*Από την συνέντευξή μου στην Μαίρη Γκαζιάνη για τα «Αποτυπώματα» και την ποίηση και λογοτεχνία γενικότερα.







Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018


Οι άθλοι του Ηρακλή

Αγάπη αδελφική

Και της τόλεγα της μάνας να προσέχει - να πεις πως δεν της τόλεγα… που κοπανιόταν από το πρωί να συμμαζέψει την αυλή από το χάλι που είχε καταντήσει μετά την βρόχα που είχε κατεβάσει όλες τις πευκοβελόνες κάτω κι είχε μπουκώσει κι ένα αυλάκι που έχουμε για να φεύγουν τα νερά και πάλευε η καημένη να το καθαρίσει μ’ εκείνες τις γαλότσες που πολύ μ’ αρέσει να τις σβαρνίζω στον κήπο αλλά δεν την έβλεπα και πολύ αποτελεσματική, ψιλοχασομέραγε,  οπότε πήρα κι εγώ τη σκούπα μου κι άρχισα να τρέχω πάνω κάτω στο αυλάκι για να ξεμπερδεύουμε καμιά φορά αλλά εκείνη αντί να μου πει μπράβο κουταβούλη μου που με βοηθάς άρχισε να φωνάζει να φύγω από τη μέση γιατί θα πεδικλωθεί με το κοντάρι και θα πέσει και τι τόθελε και τόλεγε που ξαφνικά πάρτην κάτω γιατί γλίστρησαν κι οι γαλότσες κι έπεσε στα νερά κι έγινε και μούσκεμα και έξαλλη και με βουτάει που λέτε από τον σβέρκο και με ανεβάζει στη βεράντα και με δένει -με αλυσίδα γιατί τα άλλα τα λουριά τα μασουλάω και τα κόβω- και νάμαι ο δόλιος δεμένος σαν τον Οδυσσέα στο κατάρτι (ξέρετε εκείνον τον αρχαίο με το ξύλινο άλογο) να κοιτάζω περίλυπος που έχασα τον χαβαλέ και που δέθηκα κι από πάνω κι εκείνη τη στιγμή τι νομίζετε πως έγινε; ήρθε βαρύς κι ασήκωτος ο μεγάλος μου αδελφός ο Ρόμπις με κοίταξε καλά καλά και χωρίς να μου πει τίποτα κάθισε δίπλα μου κι αγνάντευε κι αυτός τη μάνα που είχε πάρει το καρότσι και το φόρτωνε και στην αρχή σαν να πήγα να τσαντιστώ, για να με φυλάξει ήρθε; αφού ήμουνα δεμένος αλλά αμέσως σκέφτηκα αποκλείεται, κάτι άλλο συμβαίνει και ξαφνικά μου ήρθε η φλασιά ότι ήρθε για να μου κάνει παρέα που ήμουνα αλυσοδεμένος σαν τον Προμηθέα στο βουνό (ξέρετε εκείνον τον αρχαίο με τον αετό) και δεν μπορούσα να κουνηθώ και όσο το σκεφτόμουνα τόσο μου φαινόταν ότι έτσι ήταν και κάποια στιγμή τον ρώτησα μαγκωμένα -μην αρχίσει και χαχανίζει- αν κάθεται κοντά μου για το χατίρι μου κι εκείνος με κοίταξε για λίγο μ’ εκείνα τα μεγάλα καφέ αγαπησιάρικα μάτια του και μετά άπλωσε την πατουσάρα του και μου χάιδεψε τα αυτιά  χωρίς να πει λέξη κι εγώ κατάλαβα ότι σωστά το σκέφτηκα κι ας μην το έλεγε καθαρά γιατί είναι κι αδέξιος στα λόγια και λίγο μπουνταλάς αλλά εμένα δεν με νοιάζουν τα λόγια μου φτάνουν τα έργα και πολύ συγκινήθηκα που με αγαπάει τόσο πολύ και του έσκασα μια γλυψιά στη μουσούδα και μετά καθόλου δεν με πείραζε που ήμουνα μπαστακωμένος στα κάγκελα και μη σας πω ότι το χάρηκα κιόλας γιατί έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να καταλάβω πόσο πολύ με αγαπάει ο Βουδάκος μου και να σκεφτώ πόσο όμορφη είναι η αδελφική αγάπη και πόσο τυχεροί είμαστε που έχουμε ο ένας τον άλλον και σας το λέω πολύ σοβαρά να αγαπάτε πολύ τα αδέλφια σας όσοι είστε τυχεροί σαν και μένα και έχετε αδελφό (έστω και αδελφή, δεν πειράζει) κι ας μην είναι τόσο όμορφα σαν τον Ρομπάκο μου!