Κυριακή 19 Μαΐου 2013

"Στους αφρούς των κυμάτων" - Video

"Στους αφρούς των κυμάτων" - Video


http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=XiWmkMm9alQ  

«Ερινύες»


«Ερινύες»

     
Τα δάχτυλά της χαράκωναν την άμμο με μανία ανοίγοντας βαθιά αυλάκια. Σαν εκείνα που έσκαβαν τα δάκρυά της χαρακώνοντας τα μάγουλά της. Δεν τα ένιωθε, όπως δεν ένιωθε τον αέρα που σφύριζε στ’ αυτιά της και νότιζε τα ρούχα της με αλμυρές σταγόνες θάλασσα. Μόνη. Κατάμονη. Εκείνη κι οι σκέψεις που πονούσαν, που όσο κι αν πολεμούσε να τις κλειδώσει σ' ένα μαύρο κουτί και να τις καταχωνιάσει στα πιο βαθιά λαγούμια του μυαλού της, αυτές επέμεναν να χυμούν σαν τις Ερινύες και να την ξεσκίζουν.
   
       “Μάνα μου...” ψιθύρισε. “Πού πήγες μάνα μου...Δεν πρόλαβα, Χριστέ μου, δεν πρόλαβα...” Έγειρε στο πλάι αποκαμωμένη και κουβαριάστηκε σαν έμβρυο.
   
    Όλη μέρα ταξίδευε με κάθε μέσο που θα την έφερνε όσο πιο γρήγορα γινόταν στο πατρικό της. Αεροπλάνο, καράβι, ταξί. Με τα μάτια καρφωμένα στο ρολόι να μετρά τα λεπτά που φάνταζαν ώρες... Είχε νυχτώσει πια όταν έσπρωξε την παλιά ξεφτισμένη πόρτα του σπιτιού της. Εκείνη έτριξε πένθιμα και υποχώρησε, ανοίγοντας ένα σκοτεινό κενό μπροστά της και μια μαύρη τρύπα στην ψυχή της. Η απόκοσμη ησυχία που όρμησε πάνω της την πάγωσε. Αλλόκοτη, παράλογη, τη γέμισε πανικό.

      Από την κλειστή πόρτα του δωματίου της μάνας της ξέφευγε μια αδύναμη φωτεινή γραμμή – κι ένας ήσυχος, αδύναμος θρήνος. Ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν. Γύρισε το πόμολο. Ο θρήνος έπαψε κι η θεια της σήκωσε τα κατακόκκινα μάτια και την κοίταξε, μια μομφή και μια θλίψη η ματιά της. Έπειτα γύρισε το κεφάλι προς το κρεβάτι «έφυγε πριν λίγο», ψιθύρισε, «φτερούγισε η ψυχούλα της σα χελιδόνι... Δεν την πρόλαβες», σκλήρυνε η φωνή, «με τ΄όνομά σου ξεψύχισε...»

     Ένιωσε ν’ αδειάζει... Πλησίασε το κρεβάτι. Με μάτια στεγνά, πυρετικά, κοίταξε την εξαϋλωμένη μορφή, τα διάφανα χέρια σταυρωμένα πάνω στο σεντόνι, τα αραιά άσπρα μαλλιά στο μαξιλάρι. Δεν ήταν η μάνα της αυτή, αδύνατον – τουλάχιστον η μάνα που ήξερε, η μάνα που είχε αφήσει πίσω όταν έφυγε βροντώντας την πόρτα πριν δέκα τόσα χρόνια...

        Γονάτισε... Άγγιξε διστακτικά τα ακίνητα χέρια σαν να φοβόταν πως θα σκορπίσουν. Ήταν ακόμη ζεστά, θαρρείς και θα ζωντάνευαν και θα σκέπαζαν τα δάχτυλά της όπως τότε που ήταν μικρούλα...όταν έδιωχναν κάθε της φόβο με ένα τους χάδι. Απόμεινε ασάλευτη να τα αισθάνεται και να χάνεται σε μιαν άβυσσο θύμησες.
     
      Η πρώτη μέρα στο σχολείο, όταν έβαλε τα κλάματα που είδε τη μάνα της να φεύγει κι απόμεινε στην αυλή τρομαγμένη. Το ζεστό της φιλί όταν της έδειξε περήφανη το πρώτο της γραπτό – μια σελίδα γεμάτη κουλουράκια. Το πρώτο της κέντημα, όταν καθόταν υπομονετικά να της μάθει σταυροβελονιά. Η τριανταφυλλίτσα που φύτεψαν μαζί, η χαρά της όταν άνθισε το πρώτο της τριαντάφυλλο. Τα μπάνια στη θάλασσα κάτω από το σπίτι τους, όταν την μάθαινε να κολυμπάει κι εκείνη τσίριζε και την αγκάλιαζε σφιχτά.

       Πότε άρχισαν να ξεθωριάζουν όλα αυτά; Πού χάθηκε αυτή η σχέση, αυτό το δέσιμο με τη μάνα της; «Κάπου στην εφηβεία, όταν άρχισες να αμφισβητείς τα πάντα» της ψιθύρισε το παρελθόν. Ξαφνικά όλα την ενοχλούσαν. Ο τρόπος που μίλαγε, τα ρούχα που φορούσε, ο κότσος στα μαλλιά της... Τα απεριποίητα χέρια, το σχολειό που δεν τέλειωσε, οι απλοϊκές της φιλενάδες ... Ακόμα και τα σήριαλ που έβλεπε στην τηλεόραση τα θεωρούσε ηλίθια και της τόλεγε με περιφρόνηση...

       Κι εκείνη; Τι έκανε εκείνη; Υπομονή, σκέφτηκε ξάφνου πικρά. Ανεχόταν όλα της τα καμώματα με καρτερία. «Της ηλικίας είναι, θα περάσει» έλεγε. Μα δεν πέρασε. Αντίθετα χειροτέρεψε καθώς, μεγαλώνοντας, ένιωθε να την πνίγει το χωριό της. Το μικρό νησάκι το ξεχασμένο κι από τον Θεό, η μονότονη καθημερινότητα που την εξουθένωνε, το πλοίο της γραμμής που περνούσε μια φορά τη βδομάδα, η προοπτική να περάσει ολόκληρη τη ζωή της όμοια κι απαράλλαχτα με τη μάνα της, όλα. Αυτό το τελευταίο πάνω απ’ όλα. Ένας ορίζοντας κλειστός που την πλάκωνε σαν ταφόπλακα και την ισοπέδωνε.

       Και γι αυτό ακόμα η μάνα της έφταιγε. Που τη γέννησε σ’ αυτό το βρωμόνησο... Που ήταν φτωχιά και δεν μπορούσε να της αγοράσει αυτά που λαχταρούσε... Που δεν της περνούσε καν η σκέψη να την πάρει και να πάνε αλλού να ζήσουν... Για όλα. Και δεν έχανε ευκαιρία να της το χτυπάει με κάθε τρόπο. Μέχρι που έγινε συνήθεια, να αντιδρά σε κάθε τι που της έλεγε. Άσπρο η μάνα της, μαύρο εκείνη. Έτσι, χωρίς λόγο πια, χωρίς αιτία. Η αντίδραση για την αντίδραση. Κι η μάνα να σωπαίνει στενάζοντας.

       Ως τη μέρα της μεγάλης ρήξης. Όταν της ανακοίνωσε πως θα φύγει, θα πάει στη μεγάλη πόλη, να ξεφύγει από μια Μοίρα που δεν διάλεξε και δεν ήθελε. Κι ήταν η πρώτη φορά που η μάνα της όρθωσε ανάστημα. Αγρίεψε, σκοτείνιασε η ματιά, άλλαξαν κουβέντες πικρές. Πιότερο εκείνη μίλαγε, η μάνα άφηνε τη φουρτουνιασμένη της όψη να μιλά αντίς για λόγια. Τις άκουσε η γειτονιά, η θεια της έφτασε τρέχοντας, προσπάθησε να τη συνεφέρει, να τη συνετίσει. Μάταια. Την άλλη μέρα κιόλας πήρε το πλοίο της γραμμής κι έφυγε να κυνηγήσει τ’ όνειρο, να γυρίσει ανεμίζοντας την παντιέρα της πετυχημένης.

       Τίποτε δεν κατάφερε. Για δέκα χρόνια σερνόταν σε ασήμαντες δουλειές, σε εφήμερους εραστές, σε αδιάφορες συντροφιές. Τις νύχτες τής μοναξιάς, όταν έκλαιγε βουβά, αναθυμόταν άθελα τη μάνα της. Στην αρχή με οργή. Κατόπιν με συμπόνια. Με αγάπη ύστερα. Άρχισε σιγά σιγά να ξεκαθαρίζει η σκέψη, να μαλακώνει η ψυχή. Μα δε γύρναγε πίσω. Από πείσμα πρώτα. Από ντροπή μετά. Πώς να γυρίσει αποτυχημένη. Πού να κρύψει τα κουρέλια της χαμένης της αξιοπρέπειας. Καλύτερα μακριά. Κι όμως. Είχε τόσα να της πει. Ήθελε τόσο να γύρει στον ώμο της, να κλάψει, να ξαλαφρώσει. Να ζητήσει μια μεγάλη συγνώμη που την πίκρανε, να νιώσει τα αγαπημένα χέρια να την κανακεύουν ξανά.
     
      Τα χέρια που τώρα κείτονταν ακίνητα πάνω στο σεντόνι.
     
      «Σε μεγάλωσε με μέλι και με γάλα – κι εσύ της αντιγύρισες μια φούχτα χώμα» είπε η θεια της σκληρά, φέρνοντάς την πίσω. Την κοίταξε με βλέμμα θολό, τρελαμένο.Φίλησε το διάφανο χέρι, σηκώθηκε παραπατώντας, με την ψυχή σωσμένη. Χύθηκε στην πόρτα, έτρεξε αλαφιασμένη στην παραλία, σωριάστηκε πάνω στη βρεγμένη άμμο.

       «Μάνα μου...» αντιλάλησε η κραυγή της στην αγριεμένη θάλασσα. «Συχώρα με μάνα μου...δε σε πρόλαβα...
Που πήγες, μάνα μου;»

«Ο γερο-βασιλιάς»


«Ο γερο-βασιλιάς»

«Ο βασιλιάς απόθανε...να ζήσει ο βασιλιάς μας»
Φωνάζαν οι υπηκόοι του. Κι εκείνος αγροικούσε
Απ’ το στερνό κρεβάτι του τ΄ομορφοσκαλισμένο
Μες στη χρυσή του φορεσιά την χιλιοκεντημένη
Κωνσταντινάτα εκατό, μαργαριτάρια χίλια
Στα σταυρωμένα χέρια του μαγιάτικο λουλούδι
Να τόχει να μυρίζεται στης κάτω γης τις στράτες
Κι είχε τα μάτια σφαλιστά, τα χείλη σφραγισμένα
Δίπλα του τον παράστεκε πανώριο παλικάρι
«Γιόκα μου, φως τ’ αυγερινού, της θάλασσας αγέρι
Σίμωσε κάτι να σου πω σαν λόγο τελευταίο
Κι ας ειν’ τα μάτια σφαλιστά, τα χείλη σφραγισμένα»
Έσκυψε ο νιος ο βασιλιάς τον λόγο για ν’ ακούσει
Του γέροντα πατέρα του. «Κύρη μου, την ευχή σου
Να τη φορέσω φυλαχτό, κακό να μη φοβάμαι»
«Γιε μου απ’ όλα τα κακά ετούτο να φοβάσαι
Να μη σου πάρει το μυαλό - το λεν’ αλαζονία
Και είναι ύπουλο πολύ. Σε τρώει σα σαράκι
Και σου θολώνει το μυαλό, την κρίση σου θολώνει
Και δε σ’ αφήνει να σκεφτείς, να δεις και να γροικήσεις
Μην το αφήσεις γιόκα μου νάρθει να σε στοιχειώσει»
Τον λόγο  δεν απόσωσε κι ο νιος αναθυμιέται
Τα λόγια πούπε τα πικρά στον γέροντα πατέρα
Εκείνα που ξεστόμισε με κάποια καταφρόνια
Γιατί τα νιάτα τ’ άμυαλα έτσι του ψιθυρίσαν
Πως είναι παντοδύναμος, δικός του ο κόσμος όλος
Κι ο γέροντας αδύναμος, με χρόνους φορτωμένος
Το δάκρυ κύλησε βουβό. «Συχώρεσε πατέρα
Τον γιο σου τον ανάξιο. Και δός μου την ευχή σου
Να τη φορέσω φυλαχτό, κακό να μη φοβάμαι»
Ο γέρων χαμογέλασε. «Την έχεις, ακριβέ μου
Και φόρεσέ την φυλαχτό, κακό να μη φοβάσαι»
Κι απόκοντα ξεκίνησε το ύστερο ταξίδι
Στης κάτω γης τις ρεματιές, στης κάτω γης τις στράτες
Κρατώντας στην παλάμη του μαγιάτικο λουλούδι...






«Φωνές»

«Φωνές»


Ξεμακραίνει. Το νιώθεις και θλίβεσαι...
Βήμα βήμα αλαργεύει – σκοτάδι...

Οι Φωνές σου μιλούν «Αποδέξου το...»
Και ματώνει,πονάς... μα σωπαίνεις

Ξεθωριάζουν τα όνειρα που ’χτισες
«Μα δεν ήταν στην άμμο...» ψελλίζεις

Οι Φωνές επιμένουνε «Χάθηκε...»
Κι απομένει το δάκρυ στο βλέμμα

Το κενό μεγαλώνει, απλώνεται
Στην ψυχή, στην καρδιά, στη ζωή σου

Κι απομένεις να βλέπεις την άβυσσο
Φιλικά να σου γνέφει – και  σβήνεις...



«Στους αφρούς των κυμάτων»


«Στους αφρούς των κυμάτων»    

                                           
                                            Στους αφρούς των κυμάτων σε ψάχνω
Με τα μάτια θολά

Στους ανέμους απλώνω τα χέρια
Με τα χείλη στεγνά

Στο μελτέμι, στον μπάτη, στον γρέγο
Μα εσύ πουθενά

Έχεις φύγει στην άκρη του χρόνου
Κι έχω μείνει μισή

Το κελάρι του νου ξεκλειδώνω
Και μου γνέφεις εσύ

«Είμαι δω» ψιθυρίζει η ματιά σου
Και μετά σκοτεινιά

Απομένω με άδειο το βλέμμα
 Σε μια μαύρη γωνιά

Της ζωής μου τους χτύπους μετράω
Και τους βγάζω λειψούς

«Δε θ’ αργήσεις να φτάσεις» μου λέει
η φωνή της ηχούς

Η σκιά σου σκορπίζει, σε χάνω
Κι όλα γύρω σιωπούν

Στου μυαλού μου την έρημη χώρα
Ξωτικά κατοικούν

Κι εγώ σέρνω το γέρικο βήμα
Στου χαμού τον γκρεμό

Να τελειώσω, να σβήσω ζητάω
Για να βρω λυτρωμό.




"Ο ήχος της φωνής σου"


"Ο ήχος της φωνής σου"

Μου λείπει ο ήχος της φωνής σου
Φωτογραφίες μιλούν σιωπηλά
Για στιγμές που έζησαν
Για στιγμές που πέρασαν

Αισθάνομαι θαρρείς το κύμα
Να βρέχει τις άκρες των δαχτύλων
Σχεδόν μυρίζω τα λουλούδια
Που ανθίζαν στις πλαγιές

Πρόσωπα γελαστά
Κάτω από έναν ήλιο βασιλιά
Ή μέσα στο ψιλόβροχο
Που δρόσιζε τα χείλη

Φωτογραφίες που χαμογελούν
Μα δε μιλούν
Κι ο ήχος της φωνής σου
Μου λείπει...

"Μικρό μου όνειρο"


"Μικρό μου όνειρο"

Ήρθες αθόρυβα κι ακούμπησες 
στα μεταξένια πέταλα των λουλουδιών...
ανάλαφρη...
ανάερη...
μεταξένια κι εσύ

μεταξένια κι εύθραυστη μαζί...
τόσο εύθραυστη που βούρκωσα...
κι ήπιες το δάκρυ μου
αντί για νέκταρ...

κι ύστερα τρεμόπαιξες τα διάφανα φτερά
και γέμισες ασημόσκονη και γαλάζια πάχνη
τα βλέφαρά μου...

και χάθηκες στην αχλύ του δειλινού...
μικρό μου όνειρο με λάμψη ζυμωμένο
να με θυμάσαι...

«Κουράστηκα να ζω»



"Κουράστηκα να ζω" 



Κουράστηκα να ζω
Το γέρικο να σέρνω βήμα
Σε πορείες φθαρμένες
Σε οδούς αδιέξοδες



Κλεισμένος στα τείχη της σιωπής μου
Ψάχνω να βρω διέξοδο
Την Κερκόπορτα του κάστρου
Να δραπετεύσω



Στρέφω τριγύρω το βλέμμα
Θολό από την πατίνα του χρόνου
Κι από το δάκρυ που δεν κύλησε
Και πάγωσε στη ματιά



Μετρώ απουσίες και θλίβομαι
Παρουσίες που έσβησαν
Φίλοι που μ’ εγκατέλειψαν
Για το ταξίδι της λησμονιάς



Αδειάζουν οι θέσεις γύρω μου
Γεμίζουν τα κενά με σκιές
Σιωπηλοί ψίθυροι με καλούν
Χέρια φιλικά μου γνέφουν



Κι Εσύ έχεις φύγει μακριά
Ξέχασες την υπόσχεση της νιότης
Ότι θα ’μαστε μαζί
Ως την άκρη του χρόνου



Κουράστηκα να ζω, Καλή μου
Χωρίς Εσένα, σκιά μου και φως
Στείλε σημάδι και στίγμα
Να κινήσω για το τελευταίο ταξίδι



Να σε βρω!


"Είναι κάτι νυχτιές"



"Είναι κάτι νυχτιές..."

Είναι κάτι νυχτιές που βαραίνει η ψυχή
Και τ’ αγιόκλημα πια δε μυρίζει

Κι όσο κι αν προσπαθείς να ξεχάσεις – μπορείς;
Το μυαλό σου εκεί τριγυρίζει

Σ’ έναν λόγο πικρό, σ’ ένα βλέμμα σκληρό
Σε μιαν άσκεφτη, άστοχη λέξη

Σε μια εικόνα  θολή, που μουδιάζει το νου
Και που δεν τον αφήνει να τρέξει

 Να σηκώσει φτερά, να πετάξει ψηλά,
Και να φύγει μακριά, να ξεφύγει

Και να ψάξει να βρει του λωτού τον ανθό
Τη στιγμή το μπουμπούκι π’ ανοίγει

Είναι κάτι νυχτιές που ματώνει η ψυχή
Κι αρμενίζει σε θάλασσες θλίψης

Με έναν φάρο σβηστό κι ουρανό σκοτεινό
Την ψυχή σου, Ψυχή, πού θα κρύψεις;












"Θαλασσολαγνεία"


"Θαλασσολαγνεία"

Λικνίζομαι. Αφήνομαι γλυκά
Στην αγκαλιά της Αρχέγονης Μάνας

Σεντόνι  νερένιο, σμαραγδί
περιβάλλει τρυφερά το σώμα

Το αυτί θαλασσινό κοχύλι
Συλλέγει τους πανάρχαιους ήχους

Βουητό αιώνων αναλλοίωτο
Μιλά για κρυμμένα μυστικά

Για πλάσματα ονειρικά
Για γοργόνες και κουρσάρους

Για τριήρεις, γολέτες, Τιτανικούς
Για ναυμαχίες και ναυάγια μυθικά

Τα δάχτυλα χαϊδεύουν το κύμα
Κι εκείνο ξεγλιστρά και ξεφεύγει

Αγγίζει  για μια στιγμή τη μασχάλη
Κι ύστερα χάνεται στ’ αέναο ταξίδι

Ένας ήλιος  κυρίαρχος του ουρανού
Ρουφά λαίμαργα τις αλμυρές σταγόνες

Και μια αύρα δροσερή του πελάγου
Στεγνώνει δειλά το νοτισμένο δέρμα

Αφήνομαι. Λικνίζομαι γλυκά.
Θάλασσα. Μαγεία. Θαλασσολαγνεία!


«Απώλεια»


«Απώλεια»

«Σ’ αγαπάω», ψελλίζουν τ’ άηχα χείλη
Βουβά. Μανδύας θανάτου
Απλώνεται ήδη παντού.

Τα διάφανα χέρια κινούνται σε χάδι.
«Θα είμαι κοντά σου. Μην κλαις»
Χαμόγελο, δάκρυ, το άγγιγμα πόνος.

«Κι εγώ σ’ αγαπώ». Δεν μιλάς.
Τα μάτια σφαλίζουν, πνοή κουρασμένη
Ταξίδι, απώλεια, μη!

Μη φεύγεις, θα λείψει η σκιά σου, δε θέλω
Να βλέπω τα μάτια κλειστά.
Η ανάσα κονταίνει,
Μικραίνει και σβήνει.

«Πού είσαι;» μα Συ δεν ακούς.
Ξεκίνησες κιόλας στερνό σου ταξίδι
Κι εγώ απομένω βουβή.

Κρατώ σου το χέρι,
Το δάκρυ αρνείται.
Αρνούμαι. Μα είσαι αλλού.


“Αγρύπνια”


“Αγρύπνια”    

Σκοτάδι. Ύπνος δεν με σιμώνει
Ώρες αγρύπνιας παραφυλούν
Σκιές ονείρου που με στοιχειώνει
Τα μάτια καίνε. Θλίψεις μετρούν

Η νύχτα τρέχει. Ισοπεδώνει
Είμαι μονάχη.Γύρω κανείς
Αυγή δεν έχει, δεν με λυτρώνει
Κι εσύ, το ξέρω, δε θα φανείς

Είπες «Θα φύγω». Κι ήρθε η λήθη
Να χτίσει φάτνη μες στη σιωπή
Ψάχνω - δε βρίσκω χτύπο στα στήθη
Και ψηλαφίζω πληγή νωπή

Μετρώ ανάσες που λιγοστεύουν
Δάκρυ. Ανάσα.Χτύπος. Ψυχή
Έρεβος, σκότος παραμονεύουν
Εδώ το τέλος. Εδώ η αρχή