Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015


Ξεχασμένο τσιγάρο


Με άναψες και με παράτησες στο τασάκι. Κι απ’ ό,τι βλέπω, το ίδιο κάνεις εδώ και πολλή ώρα. Σωρός τα τσιγάρα που κάηκαν μόνα τους. Αλήθεια, γιατί τα ανάβεις;


Σε βλέπω που πηγαινοέρχεσαι αγριεμένος. Καναπές μπαλκονόπορτα και πάλι πίσω. Με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη. Με τα χέρια να ανεμίζουν καθώς μονολογείς ακατάληπτα. Δεν βγάζω άκρη. Κάτι για το κινητό. Κάτι για κάποιο μήνυμα.


Αυτό το κινητό κοντεύεις να το διαλύσεις. Μια το κοιτάς, μια το πετάς στον καναπέ. Μετά το ξαναπιάνεις, το ανοίγεις. Τι γράφει τέλος πάντων και σ’ έχει αναστατώσει τόσο πολύ; Είναι κανα δίωρο τώραπου έκανε «μπιπ», ήμουν ακόμη μέσα στο πακέτο όταν το άκουσα. Κι από τότε δεν έχεις ησυχία.


Στέκεσαι μπροστά μου με το βλέμμα χαμένο. Ούτε και θυμάσαι ότι με άναψες. Κάνεις να με πιάσεις, το μετανιώνεις. Τραβάς το χέρι, αρπάζεις το ποτήρι από δίπλα μου και το πετάς με μανία στον απέναντι τοίχο. Το κιτρινωπό του περιεχόμενο κατρακυλάει αργά και φτάνει στο χαλί. Το μουσκεύει. Εσύ το παρακολουθείς αδιάφορα, με γυάλινα μάτια.


Πηγαίνεις πάλι προς τη μπαλκονόπορτα. Την ανοίγεις. Βρέχει πολύ έξω και φυσάει. Ο αέρας μπαίνει μέσα ορμητικά, σπρώχνει τις κουρτίνες και φέρνει τη βροχή σχεδόν μέχρι το τασάκι μου. Αδιαφορείς. Κάθεσαι στο άνοιγμα της πόρτας κι αφήνεις το νερό να σε μουσκεύει. Βρέχει τα μαλλιά σου, κυλάει στο πρόσωπο και το λαιμό σου, τρυπώνει στο πουλόβερ σου. Τα μάτια σου γυαλίζουν κι είναι κι εκείνα γεμάτα νερό – μέσα τους... τι περίεργο...


Το κινητό χτυπάει. Τρέχεις με λαχτάρα, σκοντάφτεις στο τραπεζάκι, παραλίγο να πέσεις. Το αρπάζεις. «Εσύ είσαι;» λες με απογοήτευση. «Δεν έχω όρεξη, παράτα με». Το κλείνεις, το ξαναπετάς στον καναπέ. Με μια απότομη κίνηση κλείνεις και τη μπαλκονόπορτα. Οι κουρτίνες μαγκώνουν, σχεδόν ξεκολλούν από τους κρίκους. Αδιαφορείς. Γεμίζεις ένα καινούργιο ποτήρι και το κατεβάζεις μονορούφι. Η γκριμάτσα στο πρόσωπό σου δηλώνει ότι το σιχαίνεσαι. Τότε γιατί το πίνεις;


Ανάβεις τσιγάρο. Άλλο. Έχεις ξεχάσει ότι εγώ ακόμη καίω στο τασάκι. Το κοιτάζεις κι αυτό με την ίδια γκριμάτσα αποστροφής. Το πετάς κάτω και το πατάς με λύσσα πάνω στο χαλί. Δε σε νοιάζει που το καις, που το λερώνεις. «Τελειώσαμε», ουρλιάζεις. Στο τσιγάρο; Στον εαυτό σου; Σε ποιον; Δεν μπορώ να καταλάβω, ένα απλό τσιγάρο είμαι. Με διάρκεια ζωής κάτι λίγα λεπτά, πόσα να προλάβω να μάθω...


Σε βλέπω που πηγαίνεις στο μπάνιο. Ακούω το νερό να τρέχει κι εσένα να βγάζεις κάτι παράξενους ήχους. Κλαις; Αυτό είναι, κλαις. Αλλά με μανία, με απόγνωση. Σ’ ακούω να χτυπάς τις γροθιές σου στο ντουλάπι. Φωνάζεις. Και πάλι ασυνάρτητα. Κάτι σαν «..ώσαμε». «Τελειώσαμε»; Αυτό λες; Ποιοι τελειώσατε... και γιατί αυτό σε πονάει τόσο πολύ;


Το κινητό ξαναχτυπάει. Τρέχεις. Πάλι δεν είναι αυτός που περιμένεις, το βλέπω στο πρόσωπό σου. Ωστόσο αυτή τη φορά δεν το κλείνεις. Όποιος και νάναι στην άλλη άκρη, αρχίζεις πάλι να ουρλιάζεις. «Τελειώσαμε... αυτό μόνο μου έγραψε ... τελειώσαμε... ακούς;;; τελειώσαμε... έτσι απλά... σαν να μην τρέχει τίποτε... σαν να μη ζήσαμε τα όσα ζήσαμε... μούγραψε ένα τελειώσαμε... σε μήνυμα... ακούς;;; σε μήνυμα... όχι να μου το πει κατά πρόσωπο... ούτε καν στο τηλέφωνο... σε μήνυμα... χα!... πόση περιφρόνηση... πόση απαξίωση... όλα ψέματα... ΨΕΜΑΤΑΑΑΑ...»


Πατάς με δύναμη το κουμπί, σχεδόν το ξεκολλάς. Και ξαφνικά καταρρέεις. Σωριάζεσαι στον καναπέ. Το κινητό σου πέφτει από τα χέρια. Ούτε που το προσέχεις. Περνάς και ξαναπερνάς τα δάχτυλα μέσα από τα μαλιά σου. Λες και θέλεις να τα ξερριζώσεις. Μετά κρύβεις το πρόσωπο μέσα στις παλάμες σου. Βγάζεις πάλι κάτι παράξενους ήχους. Αλλιώτικους όμως. Σαν αγρίμι που πιάστηκε σε παγίδα και θρηνεί. Ναι, αυτό είναι. Σαν πληγωμένο αγρίμι.


Η κάφτρα μου έχει σβήσει από ώρα. Κι έχω μείνει εκεί, στο τασάκι μου, μισό μέσα και μισό έξω, και σε κοιτάζω. Πόσο σε συμπονάω... Να μπορούσα να σου μιλήσω... να σου πώ πόσο σύντομη είναι η ζωή, κι ας μην είσαι τσιγάρο... κι ας είναι η δική σου τόσο πολύ μεγαλύτερη από τη δικη μου... κι ωστόσο παραμένει τόσο μικρή... σαν ανάσα. Να σου πω πως δεν αξίζει να τη χαλάς για κανένα μήνυμα... για κανένα «τελειώσαμε»...


Μα δεν μπορώ. Δεν είμαι παρά ένα τσιγάρο. Εφήμερο, μισοκαμένο, έτοιμο να πέσει κάτω ξεχασμένο. Τελειωμένο. Κι όμως νιώθω ότι εσύ είσαι πιο τελειωμένος από μένα. Ακόμη είσαι στον καναπέ. Ήσυχος .Έχεις πάρει ένα μαξιλάρι αγκαλιά κι έχεις κρύψει μέσα του το πρόσωπό σου. Κουνάς το σώμα σου ρυθμικά μπρος πίσω χωρίς να βγάζεις πια κανέναν ήχο. Μόνο η βροχή ακούγεται, που έχει δυναμώσει. Πόση ώρα να έχει περάσει άραγε;


Ξαφνικά πετάγεσαι πάνω με τόση φόρα που τρομάζω ακόμη κι εγώ. Αρπάζεις το πεταμένο στο πάτωμα κινητό. Αρχίζεις να πατάς τα κουμπιά σαν μανιακός. Βρίσκεις αυτό που ψάχνεις και το κοιτάς σαν να το βλέπεις πρώτη φορά. Με έκπληξη. Με απόγνωση. Αρχίζεις ξανά το ατέλειωτο πήγαιν’ έλα. Καναπές μπαλκονόπορτα και πίσω. Μουρμουρίζεις πάλι. «Τελειώσαμε... τελειώσαμε... πώς τελειώσαμε... γιατί τελειώσαμε...». Το ίδιο σκηνικό... ξανά από την αρχή.


Αλλά όχι. Δεν είναι το ίδιο. Είναι χειρότερο. Το λένε τα μάτια σου. Κατακόκκινα, γυαλίζουν -κι ας είναι θολά. Ανοίγεις πάλι την μπαλκονόπορτα. Πάλι ορμά μέσα ουρλιάζοντας η καταιγίδα. Δεν το βλέπεις καν. Ορμάς κι εσύ - έξω, στο μπαλκόνι, που το μαστιγώνει η βροχή. Ουρλιάζοντας κι εσύ. Και εκσφενδονίζεις το κινητό με λύσσα, με μίσος. Αυτό χάνεται. Εξαφανίζεται. Το καταπίνει το σκοτάδι και το κενό των οχτώ ορόφων που απλώνεται από κάτω.


Έχω παγώσει από τρόμο. Έχεις παγώσει κι εσύ. Στέκεσαι για λίγα δευτερόλεπτα ακίνητος με το βλέμμα του τρελού να γυαλίζει στα μάτια σου. Έπειτα ρίχνεις πίσω το κεφάλι κι αρχίζεις να γελάς, να γελάς... ένα γέλιο που με τρομάζει ακόμη πιο πολύ από το ουρλιαχτό σου. Ανοίγεις τα χέρια σαν να θέλεις να αγκαλιάσεις τη βροχή, τον αέρα, τη νύχτα. Χορεύεις. Ένα αλλόκοτο, δαιμονισμένο χορό.


Ύστερα δρασκελίζεις την κουπαστή.


Κι η κραυγή σου «τελειώσαμεεεε» χάνεται στο κενό των οχτώ ορόφων...

 



 

 

Ο χαρταετός της νοσταλγίας


Παραμονή της Καθαρής Δευτέρας. Μια λιόλουστη, ανοιξιάτικη μέρα. Η παραλιακή λεωφορος Σουνίου είχε γεμίσει χαρταετούς. Κάθε πάρκινγκ, κάθε αλάνα, κάθε πρασιά. Χαρταετοί όλων των χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών σε καλούσαν να τους πάρεις μαζί σου και να τους υψώσεις την Καθαρή Δευτέρα τιμώντας ένα έθιμο χρόνων. Οδηγούσα και τους χάζευα. Και τι δεν μου θύμιζαν!


Παλιές εποχές, τότε που ήμασταν παιδιά και τους φτιάχναμε μόνοι μας, με καλάμια και κόλλες. Και κόβαμε κορδέλες να κάνουμε τα ζύγια και την ουρά. Και μετά η τρεχάλα να τους υψώσουμε! «Κράτα κεφάλι και θα σου πω εγώ πότε να τον αφήσεις». Και τρέχαμε. Και υψώνονταν. Και σχεδόν πάντα μπατάριζε γιατί δεν τον είχαμε ισοζυγιάσει. Και μάγκωνε στα δέντρα ή τα καλώδια της ΔΕΗ. Και νάαα το κλάμα και η τσαντίλα!


Κι αργότερα, όταν είχα τα παιδιά μου μικρά, που πλέον τους αγοράζαμε έτοιμους. Να δέσουμε την ουρά. Να κολλήσουμε τα ζύγια. Να κρατώ εγώ κεφάλι και να τρέχει ο πατέρας τους. Και να υψώνεται! Πανηγύρι τα μικρά! Να τους δίνουμε έπειτα την καλούμπα και να την κρατούν με ευλάβεια. Και να τον καμαρώνουν ψηλά στον ουρανό. Και να τσακώνονται ποιος θα τον κρατήσει πιο πολύ. Και να λέει ο (εξάχρονος) μεγάλος στον (τρίχρονο) μικρό «θα σε πάρει μαζί του, είσαι μικρός και ελαφρύς» για να τον πείσει να αλλάξει βάρδια!


Οδηγούσα και τους χάζευα. Και ξαφνικά έβγαλα φλας δεξιά. Και μπήκα στην αλάνα. Παράταξη οι χαρταετοί, όλα τα χρώματα απλωμένα. Και διάλεξα έναν που σαν κάτι να μου θύμιζε! Και πήρα και ουρές και ζύγια και καλούμπα. Μες στην καλή χαρά! Τι κι αν τα παιδιά μεγάλωσαν πια και δεν τσακώνονται ποιος θα τον πρωτοκρατήσει. Τι κι αν μεγαλώσαμε (λιγάκι) κι εμείς! Εμείς θα κρατήσουμε την καλή μας διάθεση και και θα τον υψώσουμε τον χαρταετό μας όπως τα χρόνια τα παλιά!