Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015


Σκαρί μου ανυπόταχτο

Ξεχύθηκες περήφανο
 Το κύμα να δαμάσεις
 Με τα πανιά ολάνοιχτα
Σε θάλασσα αφρισμένη
 
Σφύριζε ο γραίγος σκοτεινός
 Μάνιαζε η τραμουντάνα
 Και τσάκιζαν τα κύματα
 Στ΄ορθόπλωρο σκαρί σου
 
Τίποτε δεν λογάριαζες
 Μα σύγνεφα, μα ανέμους
 Το λιόγερμα σου έγνεφε
 Κι εσύ χαμογελούσες
 
Σκαρί μου ανυπόταχτο!
 

Από "Τα στιχάκια μου"

Φιλί μαζί και δάκρυ
 
 Τ΄αστρα μας συναντήθηκαν
 Στου ορίζοντα την άκρη
 Κι αλλάξαν την πορεία τους
 Για νάμαστε μαζί
 
Τα μάτια μας κοιτάχτηκαν
 Στης μοναξιάς τα μάκρη
 Κι άρχισε της αγάπης μας
 Το όνειρο να ζει
 
Τα χείλη μας ενώθηκαν
 Φιλί μαζί και δάκρυ
 Και μυστικά ψιθύρισαν
 Πως θάμαστε μαζί
 
Από τα "Στιχάκια" μου

Ήχοι σιωπής

 

Θυμάσαι τότε που με κοιτούσες

Κι ήταν τα μάτια σου δυο στάλες φως...

Πόσα μου χάριζες μ’ αυτό το βλέμμα

Γέμιζε χρώματα ο ουρανός...

 

Θυμάσαι τότε που μου μιλούσες

Κι ήταν τα λόγια σου παρηγοριά ...

Ώρες πολύτιμες, καταδικές μας

Και θρυμματίζονταν η μοναξιά...

 

Θυμάσαι τότε που μ’ αγαπούσες

Και κάναμε όνειρα για μια ζωή...

Ήμουν για σένανε ο κόσμος όλος

Και μ’ ονομάτιζες μοναδική...

 

Θυμάσαι τότε που μου ’πες «φεύγω,

Δεν έχεις τίποτε πια να μου πεις»...

Σκόρπισε τ΄όνειρο, χάθη η ψυχή μου

Και με τυλίξανε ήχοι σιωπής...

 

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015



ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ – το αγενές αγένειο...
--Γέμισε ο κόσμος ανάγωγους ...
--Με ποιον τάχεις πάλι;
--Με το χτεσινό αγενές αγένειο...
--Έλα μου... Τι είναι πάλι τούτο;
--Το χτεσινό αμούστακο γαϊδούρι –και συγγνώμη γαϊδουράκια μου  για την υποτιμητική σύγκριση...
--Δεν καταλαβαίνω...
--Κι εγώ δεν καταλαβαίνω – πώς τα καταφέραμε σαν κοινωνία κι αναθρέψαμε τόσα πολλά γαϊδούρια δίποδα...
--Και πού το συνάντησες το «αγένειο»;
--Στο μετρό χτες. Είχα μπει στην Ομόνοια, αφού είχα φάει όλο μου το πρωινό ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες σε κάποια δημόσια υπηρεσία για κάτι ρημάδια έγγραφα – και δεν είναι να κάνουμε τέτοιες γυμναστικές στην ηλικία μας, ξεπατώθηκα στην κούραση και δεν ένιωθα τα πόδια μου από την ορθοστασία...
--Το ξέρω, τόχω πάθει...
--Γεμάτο το βαγόνι, όρθιος εγώ να περιμένω πότε θα λιποθυμήσω. Λίγο πριν το Σύνταγμα βλέπω μια κυρία στο κοντινό μου κάθισμα να ετοιμάζεται – «θα κατέβει», σκέφτηκα περιχαρής – αλλά λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο...
--Το γαϊδούρι;
--Το αμούστακο και ξεκαπίστρωτο... Πάνω που κάνω να καθήσω, νιώθω μια σπρωξιά κι ακούω ένα «συγγνώμη να περάσω». Γυρίζω και βλέπω ένα εικοσάχρονο αγένειο μαϊρεμάτι, με τον φραπέ στο χέρι, να με παραμερίζει και να στρογγυλοκάθεται στη θέση...
--Τι είναι το μαϊρεμάτι, χριστιανέ μου;
--Λιανός, μισή μερίδα, μισοριξιά... πώς το λένε...
--Α, μάλιστα... και λοιπόν; Τον άρπαξες;
--Τι να αρπάξω... Έχεις ιδέα από τέτοια μουλάρια; συγγνώμη μουλαράκια μου... Μια κουβέντα λες, δέκα βρισιές σου αντιγυρίζουν – και, ή θα πρέπει να τα βρίσεις κι εσύ σα χαμάλης ή να τα πλακώσεις στις μπάτσες... Χαμάλης δεν είμαι, τη σωματική βία την απεχθάνομαι, οπότε...
--Οπότε;
--Του έριξα ένα κακό βλέμμα, από κείνα τα δολοφονικά μου...
--Και;
--Και - τίποτε! Με αγνόησε παντελώς και συνέχισε να πίνει τον φραπέ του - που στο λαιμό να του κάτσει του αλήτη...
--O tempora, o mores!
--Ακριβώς – που μώρα και κασίδα να τον πιάσει... τον πιθηκάνθρωπο... συγγνώμη, πρόγονοί μου...
 
 
 
 



Σάββατο 14 Μαρτίου 2015


Ο δάσκαλος και ο καθρέφτης

Του Κώστα Θερμογιάννη

 

Εικόνες καθημερινές, συνηθισμένες θάλεγε κανείς. Από αυτές που συναντούμε γύρω μας, που βλέπουμε και ακούμε στις ειδήσεις -και που ξεχνούμε συνήθως μετά από λίγο. Ιστορίες που προσπερνούμε εύκολα –ή που μας είναι αόρατες, όπως και οι πρωταγωνιστές τους.

Ο Κώστας Θερμογιάννης δεν τις προσπέρασε, δεν τις ξέχασε. Τις είδε με ευαισθησία. Τις άκουσε με προσοχή. Έσκυψε πάνω τους με ενδιαφέρον, με ανθρώπινη ματιά, με αγάπη. Και μας τις παρουσιάζει με δεξιοτεχνική πέννα, με ρέουσα γραφή, με διαφορετική προσέγγιση. Μας βάζει μέσα στην ψυχή των πρωταγωνιστών τους. Μας δείχνει τα γεγονότα μέσα από την δική τους οπτική. Ακόμα κι όταν φαίνεται να μην αξίζουν τη συμπάθειά μας, τους συμπαθεί και μας κανει κι εμάς να τους συμπαθήσουμε. Κι όταν την αξίζουν, μας κάνει να τους αγαπήσουμε, να τους σεβαστούμε, να τους θεωρήσουμε δικούς μας ανθρώπους. Σχεδόν συγγενείς.

«Ο δάσκαλος και ο καθρέφτης»  περιλαμβάνει επτά διηγήματα και τρεις σκηνές, που αποτελούνται από δύο λήψεις η κάθε μία. Συνολικά δεκατρείς ιστορίες που μιλούν για «την χαρά και τον πόνο, την αγάπη και το μίσος, το χτες και το αύριο, τη δημιουργία αλλά και την καταστροφή», όπως αναφέρει ο συγγραφέας τους στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Δεκατρείς ιστορίες που μιλούν με διαφορετικό τρόπο στον κάθε αναγνώστη, που αγγίζουν διαφορετικές ευαισθησίες του καθένα από μας -κάποιες πιο έντονα, κάποιες πιο ήπια.

Η κυρα Θωμίνα από την «Σκηνή τρία-λήψη ΙΙ». Τόσο τρυφερή, τόσο συγκινητική, τόσο ανθρώπινη σχέση μέσα σε ένα ζευγάρι. Σχέση ζωής που συνεχίστηκε και πέρα από αυτήν. «Χωρίς εσένα δεν θα μπορούσα να φανταστώ ούτε την άλλη ζωή», της είπε ο Θωμάς της. Και ταξίδεψαν αγκαλιά.

Ο μπαρμπα Βαγγέλης από την «Σκηνή δύο-λήψη Ι». Κερδίζει εξ αρχής τη συμπάθειά μας κι ας είναι βαρυποινίτης. Η σκέψη του «για να έχει κανείς παρόν θα πρέπει να έχει και μέλλον, ειδάλλως ο χρόνος μένει στάσιμος, αέναα ακίνητος» από τις πιο εντυπωσιακές και αληθινές που έχω συναντήσει.

Ο ανώνυμος σερβιτόρος του Classic από την «Σκηνή ένα-λήψη ΙΙ». Που «το γκρι της πόλης είχε απλωθεί μεσα στην ψυχή του» -μέχρι που ένας ζωγραφικός πίνακας από ένα απροσδόκητο καλλιτέχνη τον έκανε να νιώσει «τον κρύο αέρα με τη φρεσκάδα του υψομέτρου να του χαϊδεύει τα μαλλιά».

Η ηλικιωμένη απόκληρη στην «Τελευταία πόρτα». Η μόνη, η ξεχασμένη από τη ζωή, η αποδιωγμένη από το παιδί της. «Έχω να τον δω χρόνια... Ούτε τα εγγόνια μου τα έχω δει...» λέει πικρά στον άγνωστο της πλατείας -τον οποίο, ωστόσο, βρίσκει τη δύναμη να παρηγορήσει, να συμβουλέψει.

Ο μεγαλοδικηγόρος από το «Ο δάσκαλος και ο καθρέφτης», που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο. Ο πετυχημένος, ο καταξιωμένος. Που κρατούσε μέσα του σαν φυλαχτό τα λόγια του δασκάλου του -εκείνου που του χάρισε τον καθρέφτη της συνείδησής του. «Η αλήθεια που βρισκόταν εκεί μέσα ξεχύθηκε μπροστά του» και του έδειξε το δρόμο.

Ο εκτελεστής από το «Η ψυχή του ανθρώπου». Σπαραχτικός, ανθρώπινος, συγκλονιστικός στην εξομολόγησή του. «Παπά, ξέρεις ποιο είναι το πιο κρύο μέρος στον κόσμο; Ξέρεις; Η ψυχή, παπά, είναι το πιο κρύο μέρος, η ψυχή, τ’ ακούς; Μπορείς να κάνεις την ψυχή μου να ζεσταθεί; Μπορείς;» Από τις πιο δυνατές ατάκες του βιβλίου.

Κώστα Θερμογιάννη, αγαπημένε μου φίλε, σ’ ευχαριστώ για την μοναδική συντροφιά που μου κράτησε ο «Καθρέφτης» σου! Πάντα καλοτάξιδος!