Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Φρίντα και Βικτώρια – η κρίση
(μέρος 27ο – 1/9/14)

Νουβέλα σε συνέχειες
 Από τη Φώφη Walter-Κυρλίδου (Φρίντα)
και τη Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου (Βικτώρια)


ΒΙΚΤΩΡΙΑ

«Επιτέλους!» μουρμούρισε η Βικτώρια μόλις έφτασε μπροστά στο ταμείο και πήρε στα χέρια της τα δυο πολυπόθητα εισιτήρια για να μπουν στην Πινακοθήκη Ουφίτσι. Το όνειρό της θα γινόταν πραγματικότητα σε λίγο, αμέτρητα χρόνια μετά την πρώτη τους επίσκεψη στην Φλωρεντία, τότε που, με απέραντη απογοήτευση, έφευγαν από αυτό το ίδιο ταμείο άπραχτες γιατί δεν έφταναν τα χρήματά τους να μπουν μέσα. Όχι ότι την είχε πειράξει και πολύ την Φρίντα, εκείνη έκλαιγε για το δερμάτινο μπουφανάκι που είχε κυαλάρει σε μια βιτρίνα και που έπρεπε να πουληθεί ολόκληρη για να το αγοράσει!
«Έλα Φριντάκι, μπαίνουμε», γύρισε περιχαρής να της ανακοινώσει - μα η κολλητή της δεν ήταν πίσω της, όπως νόμιζε. Ξαφνιασμένη αλλά και ανήσυχη έψαξε ένα γύρω με το βλέμμα να την βρει, μη τολμώντας να κουνηθεί ούτε πόντο από την ουρά μπας και χάσει τη σειρά της - και μετά θα έπρεπε να περιμένουν άλλο τόσο για να μπουν.
Αυτό που είδε την έκανε έξαλλη. Η φιλενάδα της είχε πιάσει την κουβέντα με τον Ιταλό σεκιουριτά, έναν ομολογουμένως λίαν γοητευτικό μελαχρινό παίδαρο, ο οποίος είχε γύρει πάνω στο αβυσσαλέο ντεκολτέ της και κάτι της έδειχνε τάχα μου στο χάρτη της πόλης.
«Φρίντα! Φρίντα είπα! Έλεος πια, για όνομα του Θεού... έλα χριστιανή μου, μπαίνουμε σου λέω... Φρίντα!»
Η Φρίντα κάτι είπε βιαστικά του Ιταλού, κάποιο χαρτάκι άλλαξε χέρια, κι έτρεξε να χωθεί πίσω της στην ουρά.
«Αμάν πια, στην Πινακοθήκη ήρθαμε κι εσύ ζαχαρώνεις με τον σεκιουριτά;» της είπε αγανακτισμένη.
«Τι να τους κάνω τους πίνακες μαρή, εδώ έχουμε ζωντανή ζωγραφιά... Τέλος πάντων, ας μπούμε μια και στο υποσχέθηκα» της είπε πονηρά και προχώρησαν στην είσοδο.


ΦΡΙΝΤΑ

Η πανδαισία χρωμάτων και εικόνων της Ιταλικής Αναγέννησης πλημμύρισαν με φωτεινές αχτίδες ενθουσιασμού ακόμη και την ρεαλίστρια Φρίντα. Όσο για την Βικτώρια, τα κύματα αγαλλίασης άρχισαν να σβήνουν από τα φυλλοκάρδια της τα μεσοαστικά της ταμπού. Πέρασαν όλο σχεδόν το πρωινό τους στην Πινακοθήκη, περπάτησαν χιλιόμετρα, ανεβοκατέβηκαν ατέλειωτες σκάλες αλλά τα είδαν όλα - ή σχεδόν όλα, μιας και κάποια στιγμή η Φρίντα άρχισε να παραπονιέται για έντονα γουργουρητά στο στομάχι και κράμπες στα πόδια. Τσίμπησαν κάτι πρόχειρο σ’ ένα υπαίθριο καφέ και πήραν κατάκοπες τον δρόμο για το ξενοδοχείο τους
Πίσω, στην όμορφη σουίτα τους, η Φρίντα έκανε να κρυφτεί στο μπάνιο για να μιλήσει όταν την πήρε ο Πάολο, ο νόστιμος σεκουριτάς, τηλέφωνο. Η κολλητή της όμως της χαμογέλασε εγκάρδια κι όταν, με κάτι Ιταλικά τσάτρα πάτρα, κανονίστηκε ραντεβού λίγες ώρες αργότερα με δείπνο (κι ό,τι ήθελε προκύψει) συνοδεία και κάποιου φίλου του  Αρτούρο, ξεναγού, η Βικτώρια όχι μόνο δέχτηκε αλλά, κι όλο τσαχπινιά, έβγαλε απο την βαλίτσα της το αφόρετο, ακόμη, κυλοτάκι-δώρο της φιλενάδας της.
"Το φύλαγα για μια μαγική περίπτωση, Φριντάκι. Και τώρα πώς να μην το τιμήσω σ’ αυτή την πόλη που εκπέμπει ρομαντισμό από κάθε της πόρο! Μωρέ θα βγούμε, θα ξεσαλώσουμε και θα περάσουμε και τέλεια. Καλά έκανες, φιλενάδα, και χαμογέλασες κλέφτικα στον Πάολο. Εσύ τελικά ξέρεις το μυστικό της ζωής... ένα φλερτάκι, ένα ραντεβουδάκι, δυο γελάκια και κανένα φιλί! Αυτός είναι ο παράδεισος για μας τις δυο την σήμερον ημέραν και θα τον ζήσουμε εδώ, στη γενέτειρα του Ντάντε Αλιγκιέρι, που τον περιέγραψε στην Θεία Κωμωδία του".




Φρίντα και Βικτώρια – η κρίση
(μέρος 26ο – 31/8/14)

Νουβέλα σε συνέχειες
 Από τη Φώφη Walter-Κυρλίδου (Φρίντα)
και τη Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου (Βικτώρια)



ΒΙΚΤΩΡΙΑ

Η Βικτώρια είχε μείνει άναυδη. Κοίταζε μια τη φίλη της και μια ένα πλαστικό μπρελοκάκι που κρατούσε στα χέρια της η Φρίντα και το ανέμιζε καθώς υπογράμμιζε τα λόγια της με ζωηρές χειρονομίες. Ήπιε μια γουλιά κρασί μπας και συνέλθει.
«Φλωρεντία; Είπες Φλωρεντία; Εσύ κι εγώ, οι δυο μας;» κατόρθωσε να ψελλίσει.
«Γιατί μαρή, θέλουμε και παρέα; Μπας και θέλεις να καλέσουμε και τους αχαΐρευτους που κόντεψαν να μας διαλύσουν;» ρώτησε λίγο αστεία, λίγο καχύποπτα.
«Αυτό δα μας έλειπε», βιάστηκε να απαντήσει η άλλη - ώρες ήταν να ξαναρχίσουν οι παρεξηγήσεις. «Δεν πάω καλύτερα να πνιγώ; Και μια που τους ανέφερες, να σου πω ότι ο δικός σου, ο πρώην τέλος πάντων, με πήρε τηλέφωνο προχτές, όταν σ΄έψαχνε και δεν σ’ έβρισκε, και ακουγόταν πολύ αναστατωμένος και ανήσυχος...»
«Ααα... μη μου τη χαλάς τώρα αλλάζοντας κουβέντα... τι θέλεις τώρα και μου θυμίζεις τον Μπάμπη. Σε πήρε τηλέφωνο κι ακουγόταν πονεμένος... Εγώ να δεις πώς είμαι στα φυλλοκάρδια μου. Το έκλεισα όμως το κουτάκι της καρδιάς και το διπλοκλείδωσα. Δεν ξαναεπιτρέπω σε κανέναν άντρα να κάνει την καρδιά μου τας κεμπάπ. Τέρμα αυτή η ιστορία, τώρα πάμε Φλωρεντία! Να, πάρε και το μπρελοκάκι για γκαραντί! Θυμάσαι μαρή; Που θέλαμε να πάρουμε κάτι για σουβενίρ και τα φράγκα μας δεν έφταναν παρά μόνο για τούτο το πλαστικό μπιχλιμπίδι; Αλήθεια, τόχεις το δικό σου;»
«Μπα... το βούτηξε ο ανεπρόκοπος ο Φραγκίσκος μαζί με τα κλειδιά του σπιτιού... θυμάσαι;» μελαγχόλησε ξαφνικά η Βικτώρια. Η Φρίντα το πρόσεξε αμέσως.
«Ρε συ Πέτρο», φώναξε του Μπουλούκου, «βάλε λίγη μουσική να ξεδώσουμε λιγάκι, καρντάση μου!»


ΦΡΙΝΤΑ

Άλλο που δεν ήθελε ο ταβερνιάρης, η Φρίντα όταν έμπαινε στο μαγαζί τού έδινε ζωή. Πελάτισα από παλιά, πάντα με το χαμόγελο, το κέφι και τον καλό λόγο για τα μαγειρευτά της κυρα-Μαρίκας, της γυναίκας του. Έβαλε λοιπόν ο Πέτρος το ζεϊμπέκικο στη διαπασών κι αυτή σηκώθηκε μερακλωμένη τραβώντας την Βικτώρια από το χέρι.
«Ασ’ τον τρελό στην τρέλα του... Βικτωράκι, τον εθνικό μου ύμνο θα χορέψουμε. Άντε, να πάνε πέρα οι καημοί». Άρχισε τα τσαλίμια και οι υπόλοιποι θαμώνες άρχισαν να χειροκροτούν τις δυο χορεύτριες. Η Βικτώρια, πιο σεμνή πάντα, όταν η μουσική γύρισε σε τσιφτετέλι γονάτισε κι άρχισε να δίνει ρυθμό στην φιλενάδα της που, σαν γνήσια Μικρασιάτισσα, λικνιζόταν σαν φλόγα μέσα σε αεράκι.
Αμέτρητα τα τραγούδια που χόρεψαν -  Διονυσίου, Καζαντζίδη, Μοσχολιού! Ο Πέτρος άδειασε όλα τα γαρύφαλλα που είχε στα βαζάκια των τραπεζιών και τους τα έριξε. Η ταβέρνα  είχε ανάψει από το τσακίρ κέφι και, ενώ πια οι χορευτές ήταν αρκετοί, οι δυο γυναίκες δεν έπαψαν να εξευμενίζουν τον σεβντά τους στην πρόχειρη πίστα. Κι όταν η Βικτώρια, εντελώς μεθυσμένη, έβγαλε το δαντελένιο κυλοτάκι και το ανέμιζε σαν μπαντιέρα αλαλάζοντας «να πεθάνει ο Χάρος», έγινε χαμός!
 Όταν οι πρώτες ηλιαχτίδες γαργάλησαν τα παράθυρα του μαγαζιού και η κυρα-Μαρίκα έκανε σήμα στον άντρα της, ο Μπουλούκος σταμάτησε τη μουσική, φίλησε τη Φρίντα και την Βικτώρια σταυρωτά και τις κέρασε από ένα βαρύ γλυκό  περιποιημένο για κατευόδιο.

Αγκαλιασμένες πήραν την κατηφόρα για το αυτοκίνητο νοιώθοντας πως ο χρόνος είχε σταματήσει κι ότι ξαναζούσαν τα χρόνια της ανέμελης νιότης.




Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

Νυχτερινές ανάσες

Ήρεμα γλιστρούσε η γόνδολα
Στα σκοτεινά, ακίνητα νερά
Του Κανάλ Γκράντε...

Γερμένη στην κουπαστή
Μ΄έναν ουρανό βαρύ για σκέπη
Άκουγα το τραγούδι του γονδολιέρη
Σε μια γλώσσα μελωδικκή...

Τι κι αν δες καταλάβαινα τις λέξεις
 Η ψυχή μου ταξίδευε μαζί με τις νότες
Πάνω από τα σκοτεινά, ακίνητα νερά...


*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*








Φρίντα και Βικτώρια – η κρίση
(μέρος 25ο – 30/8/14)

Νουβέλα σε συνέχειες
 Από τη Φώφη Walter-Κυρλίδου (Φρίντα)
και τη Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου (Βικτώρια)


ΒΙΚΤΩΡΙΑ

«Πω πω ήττα...», μουρμούρισε η Βικτώρια κατεβάζοντας το ακουστικό. «Καημένε Μπάμπη... μέχρι που αρχίζω να σε συμπονάω... Κι αυτό πάλι το αποψινό ραντεβού; Τι έχει βάλει στο δαιμόνιο μυαλουδάκι της η θεοπάλαβη...Καμιά τρέλα πάλι, όπως ακριβώς το είπε... άντε τώρα να δω πώς θα περάσει η μέρα, θα με φάει η περιέργεια... κι έχω κι ένα σωρό στη σχολή σήμερα,  παράδοση στους πρωτοετείς και να αποτελειώσω τη διόρθωση των γραπτών του τρίτου έτους που έμεινε στη μέση προχτές...»
            Τελικά ευτυχώς που είχε τόσα πολλά να κάνει κι απασχόλησε το μυαλό της μέχρι αργά το απόγευμα. Γύρισε στο σπίτι της κατάκοπη κατά τις πέντε και μπήκε αμέσως στο ντους να διώξει από πάνω της την κούραση της μέρας και να ετοιμαστεί για την βραδυνή συνάντηση. Να που έμεινε και κάτι καλό από όλη αυτή την ιστορία, σκέφτηκε χαμογελώντας καθώς άπλωνε τη σκιά στα μάτια της. Ξανάρχισα να προσέχω την εμφάνισή μου μετά από χρόνια εγκατάλειψης... α ρε ΜπάμπΑλέξανδρε... αυτό θα σας το χρωστάω!
            Άνοιξε το συρτάρι της να πάρει καθαρά εσώρρουχα κι η ματιά της έπεσε στο δαντελένιο κυλοτάκι που της είχε κάνει δώρο η κολλητή της για το πρώτο ραντεβού με την «συναγρίδα», όπως έλεγε, και που το είχε καταχωνιάσει κάπου στο βάθος. Το έπιασε στα χέρια της. Άσφαιρο πήγες κι εσύ, κακόμοιρο... σιγά να μη σε χρησιμοποιούσα για τα στανικά κρεβατώματα με τον λεγάμενο... Όχι κι ότι θα σε πρόσεχε δηλαδή, με σβησμένο φως και καμιζόλα να φορούσα χαμπάρι δεν θα έπαιρνε... Με μια ξαφνική κι αδικαιολόγητη παρόρμηση τόβαλε μέσα στην τσάντα της.
            Βρήκε την Φρίντα να την περιμένει στο Στέκι με μια κανάτα χύμα κόκκινο κρασί, το περίφημο ξακουστό κρασί του Μπουλούκου, και δυο ποτήρια γεμάτα μπροστά της.


ΦΡΙΝΤΑ

«Καλησπέρα Βικτωράκι, έλα και κερνάω κρασάκι... ναι μωρέ, είπα ν’ αλλάξω δουλειά και να φτιάχνω μαντινάδες! Άντε να παραγείλλουμε γιατί τα σχέδια είναι πολλά και η νύχτα μικρή, φιλεναδίτσα. Λοιπόν, εμείς σβήσαμε μιάμιση σχέση, εεε... η δική σου με τον Αλέξανδρο για μισή μου κάνει, αλλά αποδείξαμε ότι η γυναικεία φιλεναδική αδελφότητα, όταν είναι πραγματική και δυνατή, αντέχει τα πάντα, ακόμη και τα άνανδρα ερωτικά ντου. Φέρε πιο κοντά τη μελιτζανοσαλάτα, φιλενάς, και άκου με προσεχτικά. Σε μια βδομάδα έχετε τετραήμερο εσείς οι εκπαιδευτικοί. Τα εισιτήρια τα έβγαλα σήμερα το πρωί, έκλεισα και ξενοδοχείο πέντε αστέρων, όχι σαν την πανσιόν που είχαμε πάει τότε παλιά, και το μόνο που μένει είναι να φτιάξεις το σακ βουαγιάζ σου και την κάναμε!

»Καλέ... μη με κοιτάς σαν χάνος, κλείσε το στόμα σου, Βικτώρια, μη μπει καμιά μύγα! Ναι, κοπέλα μου, για τη Φλωρεντία σου μιλάω, αμ πού λες να πηγαίναμε, στο Κουρδιστάν; Άλλο πάλι και τούτο! Θα πάμε τέσσερις μερούλες κυριλέ σε όλα τα μουσεία και τις εκθέσεις που γουστάρεις. Υπόσχομαι ότι θα φορέσω  δετά παπούτσια αυτή τη φορά, μη ξεροσταλιάσω η έρμη, τα βράδια όμως είναι δικά μου, σινιορίνα, και θα μας γνωρίσουν από την καλή όλα τα κλαμπ και τα μπαράκια πολυτελείας. Μια φορά να ακούσω ότι είσαι κουρασμένη και δεν μπορείς να βγεις, θα σε πιάσω απ’ το τσουλούφι. Είπαμε, τετραήμερο ξεσαλώματος είναι αυτό, όχι ανάπαυσης. Άσε που ελπίζω να με αφήσεις να ξεζαλιστώ και λίγο από την πολλή πρωινιάτικη κουλτούρα και με ένα ελαφρύ σόπινγκ, έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε... ξέρεις ότι τα δερμάτινα είναι η αδυναμία μου. Άντε... γεια μας και καλό μας ταξίδι», είπε μονορούφι, άδειασε το ποτήρι της με τον ίδιο τρόπο και κοίταξε να δει την αντίδραση της φιλενάδας της.





Φρίντα και Βικτώρια – η κρίση
(μέρος 24ο – 29/8/14)

Νουβέλα σε συνέχειες
 Από τη Φώφη Walter-Κυρλίδου (Φρίντα)
και τη Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου (Βικτώρια)



ΒΙΚΤΩΡΙΑ

Η Βικτώρια ακούμπησε στην κουπαστή κι ακολούθησε με το βλέμμα το αυτοκίνητο της φιλενάδας της μέχρι που χάθηκε στη στροφή του δρόμου. Τι νύχτα κι αυτή αλήθεια, σκέφτηκε ανασαίνοντας την μυρωδιά του νοτισμένου γρασιδιού στον κήπο της πολυκατοικίας.
Ποιος να μου τόλεγε πως τελικά θα βρισκόταν ο από μηχανής θεός να διορθώσει το αδιέξοδο και το παραπάτημα της φιλίας μας – και πως θα ήταν ο  ίδιος ο υπεύθυνος για όλα αυτά, ο Μπάμπης, που με τα στραβοκοιτάγματά του θα έδινε τη λύση... Αχ έρημε μπετατζή... εσύ κοιμάσαι κι η τύχη σου δουλεύει – ανάποδα όμως!
Καθόλου δεν κοιμόταν ο Μπάμπης. Από την ώρα που δεν βρήκε τη Φρίντα στο μπαράκι, και μετά από δεκάδες αναπάντητες κλήσεις στο κινητό της, καθόταν σε αναμμένα καρφιά. Ξάγρυπνος έμεινε όλη τη νύχτα να μετράει τις ώρες μέχρι να ξημερώσει και να πάρει τηλέφωνο, ποιαν άλλη, την κολλητή της, μπας και μάθει τι συμβαίνει κι εξαφανίστηκε από προσώπου γης.
            Η Βικτώρια άκουσε το κουδούνισμα βυθισμένη σε λήθαργο πάνω στον καναπέ του σαλονιού. Με δυσκολία βρήκε το τηλέφωνο κι ακόμα πιο δύσκολα κατάφερε να μουρμουρίσει ένα «λέγετε;» με φωνή βραχνή από τον ύπνο και το χτεσινοβραδινό ξενύχτι.
            «Έλα Βικτώρια, καλημέρα και με συχωρείς που σε ενοχλώ τόσο πρωί... αλλά δεν μπορώ να βρω την Φρίντα από χτες βράδυ που είχαμε ραντεβού... κάπου χαθήκαμε και την παίρνω στο κινητό αλλά δεν απαντά κι αρχίζω να ανησυχώ... ξέρεις κάτι;»
Και πολύ καλά κάνεις και ανησυχείς, σκέφτηκε η Βικτώρια διώχνοντας με μιας και νύστα και κούραση. Έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση – μόνο που δεν το ξέρεις...


ΦΡΙΝΤΑ

Δυο μέρες μετά η Φρίντα, με μια κούπα καφέ στο χέρι, ανέλυε τις απόψεις της στην φιλενάδα της που την άκουγε προσεκτικά από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Άστα να πάνε γλυκιά μου. Όσες είναι τυχερές και κρατάνε τον συζυγάτο με νύχια και με δόντια, καλώς. Εμείς οι υπόλοιπες ας κοιτάξουμε να ζήσουμε γεμάτα και χωρίς αρσενικά, άμα λάχει, γιατί και σπανίζουν σαν είδος γενικότερα και οι περισσότεροι στην πιάτσα είναι κάπως ελαττωματικοί. Θα μου πεις, Φριντάκι εσύ έπεισες ακόμη κι εσένα την ίδια ότι  ο Μπάμπης ήταν κελεπούρι. Το ξέρω και το παραδέχομαι... τα άτιμα τα σορόπια πολύ μου αρέσουν και είμαι άνθρωπος ή του ύψους ή του βάθους. Αφού παραλίγο να με τουμπάρει πάλι χτες όταν του τηλεφώνησα για να κόψω με μαχαίρι την υπόθεση. Εκεί που του ωρυόμουν για τα ερωτοδολώματα που έριχνε στην πάσα γυνή και σε σένα ειδικότερα, αυτός, ενώ μου μιλούσε στο κινητό, είχε βάλει προορισμό το σπίτι μου -  και πριν του τα ψάλλω καλά καλά για το κερασάκι στην τούρτα, το στήσιμο δηλαδή στο μπαρ, τσουπ και μου κτυπούσε την πόρτα. Τι να κάνω, άνοιξα, τον άκουσα να μου αραδιάζει όλες του τις δικαιολογίες, τον άρπαξα από το ανοιχτό πουκάμισο και του έδωσα ένα σβουριχτό φιλί, τον πήγα μέσα να του ξηγηθώ το αντίο α λα Φρίντα, α... δεν θέλω κραυγές, φιλενάδα, δεν θέλω κραυγές, περίμενε... κι εκεί που, σίγουρος ότι με είχε τουμπάρει, πήγε να μου κλείσει ραντεβού, του είπα να πάρει των οματιών του και να μην ξαναεπιχειρήσει να με δει!
»Όσο για μας τα δυο, Βικτωράκι... έχω κάτι τρελές ιδέες στο μυαλό! Γύρνα εσύ με το καλό από τα μαθήματα και το βράδυ σε κερνάω στο Στέκι του Μπουλούκου. Άσε τις δίαιτες βρε χαζή... κάτι έχω υπ’ όψιν και θέλω να το δούμε μαζί. Άντε τσάο και τα λέμε σύντομα».





Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014


 Θαλασσολαγνεία


Λικνίζομαι. Αφήνομαι γλυκά
Στην αγκαλιά της Αρχέγονης Μάνας

Σεντόνι  νερένιο, σμαραγδί
περιβάλλει τρυφερά το σώμα

Το αυτί θαλασσινό κοχύλι
Συλλέγει τους πανάρχαιους ήχους

Βουητό αιώνων αναλλοίωτο
Μιλά για κρυμμένα μυστικά

Για πλάσματα ονειρικά
Για γοργόνες και κουρσάρους

Για τριήρεις, γολέτες, Τιτανικούς
Για ναυμαχίες και ναυάγια μυθικά

Τα δάχτυλα χαϊδεύουν το κύμα
Κι εκείνο ξεγλιστρά και ξεφεύγει

Αγγίζει  για μια στιγμή τη μασχάλη
Κι ύστερα χάνεται στ’ αέναο ταξίδι

Ένας ήλιος  κυρίαρχος του ουρανού
Ρουφά λαίμαργα τις αλμυρές σταγόνες

Και μια αύρα δροσερή του πελάγου
Στεγνώνει δειλά το νοτισμένο δέρμα

Αφήνομαι. Λικνίζομαι γλυκά.
Θάλασσα. Μαγεία. Θαλασσολαγνεία...


*Από την ποιητική συλλογή μου
«Ψηφίδες»*





Καλοκαίρι

Σοκκάκι μου στενό
Αγαπημένο...
Σπιτάκια γραφικά
Με τοίχους ανθισμένους
Και παραθύρια στεφανωμένα
Με γιασεμιά και βουκαμβίλιες

Σκαρφαλωμένος στην ξερολιθιά
Αγναντεύω το πέλαγο...
Κι ένα άσπρο πανάκι
Σαν γλαροπούλι ξεχασμένο
Στην αγκαλιά τ’ ουρανού
Μου γνέφει φιλικά


*Πίνακας του εκλεκτού μου φίλου 
και εξαιρετικού ζωγράφου
Φώτη Ασπρομάτη*






Φρίντα και Βικτώρια – η κρίση
(μέρος 23ο – 28/8/14)

Νουβέλα σε συνέχειες
 Από τη Φώφη Walter-Κυρλίδου (Φρίντα)
και τη Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου (Βικτώρια)




ΒΙΚΤΩΡΙΑ

Η φλόγα του αναπτήρα έβγαλε την Βικτώρια από την κατάσταση σοκ που είχε πάθει ακούγοντας τον χείμαρρο των εξομολογήσεων - δηλώσεων της φιλενάδας της. Με το ποτήρι το ουίσκι ανέγγιχτο στο χέρι (αυτό το κοριόζουμο ποτέ δεν της άρεσε) και τα μάτια γεμάτα δάκρυα κοίταζε παραζαλισμένη την Βικτώρια έχοντας συγκρατήσει μόνο μια φράση από όλο αυτό το κατεβατό. Γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια τον έχω τον Μπάμπη μπροστά στην φιλία μας, κοριτσάρα μου. Είχε ακούσει καλά; Το είχε πει αυτό η Φρίντα της; Ξανάβρισκε τη φιλενάδα της; Είχε τελειώσει ο εφιάλτης των τελευταίων τριών μηνών που την είχε χάσει - κι είχε χάσει και τον ύπνο και την ίδια της τη ζωή; Σήκωσε το ποτήρι και το κατέβασε μονορούφι.
            «Θέμα χρόνου ήταν φιλενάδα», συνέχισε η Φρίντα τραβώντας μια βαθιά ρουφηξιά και βγάζοντας τον καπνό σε δαχτυλίδια. «Δεν ήταν μόνο το δικό σου μέλωμα... πού να τον δεις πώς χαλβάδιαζε με μια μπαργούμαν στην Βουλιαγμένη! Εδώ καλέ έκλεισε το μάτι ενώπιόν μου και σε μια σεκιούριτι έξω από ένα μαγαζί... γκραν παίχτης που θα έλεγε και η μαμζέλ σου. Άντε γεια μας! Πες μου τώρα για σένα και τον λογιστή σου, γιατί αν είναι να σου την χαλάσω τη δουλειά, κάνω επί τόπου στροφή και την κάνω φιλεναδίτσα».
            «Ποιον λογιστή μου, πάει αυτός... νάταν κι άλλος», χαμογέλασε μέσα από τα δάκρυά της και νιώθοντας το κάψιμο από το ποτό να απλώνεται σ’ όλο της το κορμί και να την χαλαρώνει. Σηκώθηκε και γέμισε πάλι τα ποτήρια. «Τούδωσα απολυτήριο και με βαθμό λίαν κακώς, μια δυστυχία ήταν στο κρεβάτι, αλλού αυτός, αλλού εγώ.. μάπα το καρπούζι, όπως θάλεγες κι εσύ... αλλά δεν τον σχόλασα γι αυτό – τον σχόλασα γιατί αυτός κι ο άλλος ήταν η αιτία που σ’ έχασα» είπε και ξέσπασε σε λυγμούς.


ΦΡΙΝΤΑ

Τάχασε η Φρίντα από το ξέσπασμα της φιλενάδας της. Όσο κι αν την ήξερε καλά (τόσα χρόνια κολλητές είχαν κάνει καυγάδες και καυγάδες για ασήμαντα, κατά κανόνα, θέματα)... τούτο δω δεν το άντεχε, την ξεπερνούσε. Τινάχτηκε πάνω γκρεμίζοντας την πολυθρόνα της κι έπεσε στην αγκαλιά της Βικτώριας.
            Έμειναν έτσι αγκαλιασμένες για κάμποση ώρα, σιωπηλές, τα μάτια να τρέχουν ποτάμι και να ξεπλένουν όσα πικρά έγιναν και ειπώθηκαν τους τελευταίους τρεις μήνες ενώ το σκοτάδι έπεφτε γοργά κι η βροχή δυνάμωνε.
«Κοίτα να δεις πού καταντάμε οι γυναίκες  και για λίγο μέλι κάνουμε τα αδύνατα δυνατά, ξεχνάμε ποιες είμαστε, γυρνάμε την πλάτη σε φίλους και δικούς και στο τέλος... ανακαλύπτουμε ότι τελικά, αντί για γόη, πέσαμε σε αυγό μελάτο» σάρκασε χαμογελώντας μέσα από τα δάκρυά της η Φρίντα σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την φορτισμένη ατμόσφαιρα. «Έλα φιλεναδίνο μου, άσπρο πάτο να πάνε κάτω τα φαρμάκια που μας πότισαν οι άχρηστοι οι άντρηδες... Θα την πιούμε όλη τη μπουκάλα σαν μνημόσυνο για τις σχέσεις που μόλις θάψαμε και στην υγειά της δικής μας σχέσης που δεν καταλαβαίνει από μπόρες και ξαναγεννιέται σαν τον φοίνικα από τις στάχτες της... Άντε, μαρή, να φέρεις και κανα ξηροκάρπι γιατί με βάρεσε κατακούτελα ο Τζώνης ο περπατητής και θα πω κι άλλα τέτοια χαριτωμένα ποιητικά... τρομάρα μου...»

Περασμένα μεσάνυχτα, κι αφού είχαν πατώσει τον Γιαννάκη κι είχαν καταναλώσει ό,τι φιστίκι κι αμύγδαλο υπήρχε στο σπίτι τινάζοντας στον αέρα γυμναστήρια και δίαιτες, η Φρίντα μουρμούρισε ένα ζαλισμένο «άντε να πηγαίνω κι εγώ, έχω μανικιούρ πρωινιάτικα» και μπήκε παραπατώντας στο αμάξι της  παρά τις διαμαρτυρίες της Βικτώριας που επέμενε να την κρατήσει να κοιμηθεί εκεί. 




Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Φρίντα και Βικτώρια – η κρίση
(μέρος 22ο – 27/8/14)

Νουβέλα σε συνέχειες
 Από τη Φώφη Walter-Κυρλίδου (Φρίντα)
και τη Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου (Βικτώρια)


ΒΙΚΤΩΡΙΑ

Ούτε και ήξερε πόση ώρα ήταν στο μπαλκόνι της. Ο αέρας μύριζε βροχή, ο καφές είχε κρυώσει από ώρα - αλλά εκείνη δεν το είχε καταλάβει. Είχε νυχτώσει για τα καλά κι εκείνη καθόταν στα σκοτεινά κοιτάζοντας χωρίς να βλέπει την πόλη που απλωνόταν μπροστά της κι άναβε σιγά σιγά τα φώτα της σαν αστεράκια σε μαύρο βελούδο.
Τα ρομαντικά μας μάραναν, σκέφτηκε βαρύθυμα. Έτσι βαριά και σκοτεινή ήταν η διάθεσή της από χτες το βράδυ, όταν είπε το οριστικό αντίο στον Αλέξανδρο. Όχι γιατί της κόστισε η διάλυση της σύντομης σχέσης τους, κάθε άλλο... Ίσα ίσα που αισθάνθηκε μεγάλη ανακούφιση, σαν να σηκώθηκε μια ταφόπλακα από πάνω της. Αλλά να... δεν είχε μάθει στη ζωή της να πληγώνει τους ανθρώπους γύρω της, όσο κι αν της είχε κοστίσει ακριβά αυτό της το χούι – και τώρα, φέρνοντας ξανά στο νου της την απορημένη όσο και δυστυχισμένη όψη του όταν του ζήτησε να διακόψουν, εκείνο το τεράστιο γιατί που ζωγραφίστηκε στα αγαθά του μάτια, ένιωθε χάλια. Τύψεις που τον κορόιδευε, που του είχε δώσει ψεύτικες ελπίδες, που τον είχε χρησιμοποιήσει σαν (να δεις πώς το έλεγε η Φρίντα) – α, ναι... σαν χρησιμοποιημένη χαρτοπετσέτα...
Στη σκέψη της φίλης της μελαγχόλησε ακόμα πιο πολύ. Ανάθεμα την ώρα που μπήκε στη ζωή μας αυτός ο διάολος, το facebookμονολόγησε ανάβοντας το κερί πάνω στο τραπέζι. Αν δεν ήταν αυτό δεν θα είχες γνωρίσει τον μπετατζή, δεν θα είχα μπλέξει με τον χαλβά, δεν...δεν..
Ο ήχος από λάστιχα που στρίγγλιζαν διέκοψε βίαια τη φιλοσοφική της διάθεση. Ποιος ηλίθιος, σκέφτηκε κι έσκυψε να δει τον καμικάζι της ασφάλτου που τάραζε την σιγαλιά της νύχτας και τσίτωνε τα νεύρα της. Το φλιτζάνι έπεσε από τα χέρια της κι έγινε χίλια κομμάτια.
Η Φρίντα είχε μόλις παρκάρει από κάτω.



ΦΡΙΝΤΑ

«Βικτώρια βγάλε απο  το σερβάν της γιαγιάς σου το ουίσκυ που σου είχα φέρει στα γενέθλια σου, φέρε δυο ποτήρια και κάτσε να μιλήσουμε γιατί αν δεν μιλήσω, θα κάνω μπαμ μα τον Θεό και θα σκάσω. Στα γρήγορα μαρή, όχι σαν αργοκάραβο... τσάκα τσάκα είπαμε!»
Δεν είχε προλάβει να μπει στο σπίτι της Βικτώριας κι άρχισε τις διαταγές. Ξαφνικά όλα είχαν μπει σ’ ενα καλούπι, οι γωνίες και τα παράταιρα είχαν διαλυθεί μεσα στις σταγόνες της μπόρας που έπεφτε τώρα δυνατότερα και η Φρίντα έπρεπε να τα εξηγήσει το συντομότερο για να ξαλαφρώσει.
«Βικτωράκι μου άντε άσπρο πάτο και χαμογέλα λιγουλάκι γιατί γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια τον έχω τον Μπάμπη μπροστά στην φιλία μας, κοριτσάρα μου. Μπροστά σε μας, τσαχπινομπιρμπίλω μου, χαράμι να πάνε όλες οι μπετονιέρες της αγοράς. Άσε που είχα και ένα βάρος, σαν πέντε φορτηγά χαλίκια, που κάκιωσα μαζί σου για χάρη του προκομένου. Πώς να το κάνουμε δηλαδή... παιδαράς ο τύπος, αρχοντόμαγκας... άντε να βρεις τέτοια λαβράκια πλέον, που η αγορά ειναι τίγκα στους τζιτζιφιόγκους. Μάτια έχεις κι εσύ... και τι μάτια... ματάρες, αφού και ο ίδιος ο λεγάμενος τα σορόπιαζε, γιατί νομίζεις πιο πολύ νευρίασα... αλλά αγαθομαρού μια ζωή ήσουν εσύ. Α, κοίτα να σου πω... δεν θέλω βουρκώματα... τσούγκρα πάλι και ξανά μανά άσπρο πάτο... θα φύγει ολη η μπουκάλα σήμερις.

»Όχι καλέ, δεν τον έκανα πέρα ακόμη, αλλα σήμερα με έστησε. Ναι σου λεω... είκοσι ολόκληρα λεπτά περίμενα σαν χτεσινή μαρίδα σε ένα μπαράκι. Σημερα το παίζω μούγκα στην στρούγκα και αύριο του δίνω τα παπουτσάκια του ανά χείρας κι ας με πλαντάξει στις δικαιολογίες...» είπε με μια ανάσα κι άναψε τσιγάρο.