Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Εισαγωγικές, πανελλαδικές, πανελλήνιες

Εμείς τις λέγαμε εισαγωγικές - τις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Δίναμε τον Σεπτέμβρη, που σημαίνει ότι είχαμε κι ένα ολόκληρο καλοκαίρι χωρίς σχολικές υποχρεώσεις για να προετοιμαστούμε καλύτερα - αλλά τι καλοκαίρι!

Διάβασμα όλη μέρα με τη ζέστη και χωρίς κλιματιστικά, με το παράθυρο ανοιχτό και το ρημάδι το «τάκα-τάκα», το παιχνίδι της τότε μόδας (το θυμάστε οι παλιότεροι;) να σου ζαλίζει το λίγο μυαλό που σου είχε απομείνει - όλα τα παιδια στη γειτονιά είχαν από ένα (κι εγώ μαζί, δεν το αρνούμαι) και το κοπάναγαν από το πρωί ως το βράδυ.

Δώσαμε Σεπτέμβρη λοιπόν, κάναμε ό,τι κάναμε και περιμέναμε εναγωνίως τα αποτελέσματα, καλή ώρα σαν τα παιδιά μας σήμερα, τα οποία βγήκαν κάπου αρχές Οκτώβρη αν θυμάμαι καλά (είναι και τόσα χρόνια πίσω). Τότε δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να μάθεις αν πέρασες παρά μόνο από τις έκτακτες εκδόσεις των εφημερίδων και, βέβαια, τους αναρτημένους καταλόγους στα σχολειά μας την επόμενη μέρα.

Κι επειδή ποιος είχε την υπομονή να περιμένει την επόμενη μέρα, το βράδυ που ανακοίνωσαν ότι βγήκαν τα αποτελέσματα (βράδυ κι αυτοί οι ευλογημένοι, να τρέχεις και να μη φτάνεις), ξαμολυθήκαμε με τη φίλη μου τη Γεωργία (δίναμε κι οι δυο Ιατρική) νυχτιάτικα στην Ομόνοια μαζί με μιλιούνια άλλα παιδιά στα γραφεία της «Βραδυνής» για να εξασφαλίσουμε το πολυπόθητο φύλλο.

Αμ δε! Χαμός γινόταν, φύλλα σκισμένα και πεταμένα παντού, όλοι έψαχναν και κανείς δεν έβρισκε άκρη, ένα χάος. Απογοητευμένες και άπρακτες πήραμε το τελευταίο λεωφορείο, γυρίσαμε σπίτι μου και κοιμηθήκαμε μαζί. Που δεν κοιμηθήκαμε δηλαδή, περιμέναμε να ξημερώσει και να πάμε στο περίπτερο να αγοράσουμε εφημερίδα και να δούμε τα χαμπέρια. Έτσι κι έγινε, γυρίσαμε σπίτι κι αρχίσαμε το φυλλομέτρημα στις σχολές που είχαμε δηλώσει.

Εγώ πέρασα, η φίλη μου όχι. Χαρμολύπη το συναίσθημα, ήμασταν πολύ δεμένες και μου στοίχισε ιδιαίτερα που δεν βρήκαμε το όνομά της στους επιτυχόντες. Πέρασε την επόμενη χρονιά και τότε πανηγυρίσαμε αναδρομικά και τη δική μου επιτυχία - μετά μας χώρισε η ζωή.

Σήμερα ανακοινώνονται οι βάσεις για τις φετινές πανελλήνιες. Εύχομαι από καρδιάς καλές σπουδές στα παιδιά που θα περάσουν και καλή συνέχεια στην προσπάθεια σ’ εκείνα που θα χρειαστεί να ξαναδώσουν.Και να θυμάστε - τίποτε δεν εξασφαλίζει η επιτυχία και τίποτε δεν ακυρώνει η όποια αποτυχία.


Ο αγώνας σας για τη ζωή τώρα μόλις αρχίζει - να είστε αισόδοξα και χαμογελαστά ό,τι κι αν συμβεί!



Στους γονείς μου... στους γονείς σας... 
στους γονείς του κόσμου

Στα χρόνια της ακμής μας πιστεύουμε ότι είμαστε θεοί. Όλοι μας. Το πιστεύατε εσείς, το πιστεύουμε εμείς, (θα) το πιστεύουν και τα παιδιά μας. Είμαστε στην πιο ανθηρή, την πιο δυναμική φάση της ζωής μας.Παντοδύναμοι. Κρίνουμε, επικρίνουμε, κατακρίνουμε. Τους φίλους, τους γνωστούς, τους συγγενείς μας, εσάς. Εσάς κυρίως - τους γονείς μας. Αμφισβητούμε τις γνώσεις, τις απόψεις, τα όποια επιτεύγματά σας. Σας βλέπουμε λίγο συγκαταβατικά, λίγο απαξιωτικά, λίγο απορριπτικά και πολύ προστατευτικά, σαν να άλλαξαν οι ρόλοι κι είμαστε εμείς οι «γονείς» κι εσείς τα «παιδιά» μας.

Κι αυτό μέχρις ενός σημείου είναι αναμενόμενο. Μπορώ να πω και απαραίτητο. Για να πάμε παρακάτω. Για να ξεπεράσουμε την προηγούμενη γενιά και να πετύχουμε το κάτι παραπάνω. Μέχρις ενός σημείου όμως. Γιατί, όσο και να έχουμε πάει μερικά (ή πολλά) βήματα μπροστά, δεν παύετε να μας έχετε δείξει τον δρόμο - και δεν παύουμε να σας σεβόμαστε, να σας υπολογίζουμε, να σας αγαπάμε. Κι αν δεν το δείχνουμε πάντα, εσείς το ξέρετε πολύ καλά. Και παραβλέπετε τα λάθη και τα όποια ολισθήματά μας χαμογελώντας - μ’ εκείνο το χαμόγελο που τόσο καλά ξέρουμε και που τόση αγάπη και κατανόηση κρύβει μέσα του. Και που τόσο πολύ ζεσταίνει την καρδιά μας.

Ακόμη κι αν δεν το βλέπουμε πια, ακόμη κι αν είναι μόνο μέσα στη μνήμη και στην ψυχή μας.

Χαραγμένο βαθιά.










Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Σαν παλιό σινεμά...

Γεννήθηκα τη δεκαετία του ’50 και μεγάλωσα σε μια μεγάλη αυλή που είχε μια θεόρατη μουριά στη μέση και μικρά χαμηλά σπιτάκια ολόγυρα.

Δεν είχαμε τηλέφωνο, δεν είχαμε τηλεόραση, δεν είχαμε internet  και υπολογιστές. Είχαμε κρυφτό, κυνηγητό, τα μήλα, το σχοινάκι, το κουτσό  και τον πετροπόλεμο με τα παιδιά του κάτω μαχαλά.

Είχαμε μονίμως γδαρμένα γόνατα που τα πάστωναν οι μανάδες μας με ιώδιο (δεν υπήρχε betadine) κι έτσουζαν και κλαίγαμε... και πάλι τρέχαμε και ξαναπέφταμε και ξαναχτυπούσαμε - πάντα στο ίδιο σημείο, η πληγή δεν έκλεινε ποτέ.

Δεν είχαμε παγωτά σε συσκευασίες, περιμέναμε τον παγωτατζή με το καροτσάκι να βάλει με τη σπάτουλα τη χύμα βανίλια στο χωνάκι - δεν έχω ξαναφάει νοστιμότερο παγωτό!

Τρώγαμε ντοματοσαλάτα και γιαρμάδες το καλοκαίρι, λαχανοσαλάτα και μήλα το χειμώνα. Οι μανάδες μας έφτιαχναν γλυκά του κουταλιού - βύσσινο, μελιτζανάκι, ντοματάκι, σύκο, κυδώνι - που δεν πιάνουν μία μπροστά τους οι τούρτες οι σημερινές.

Το χειμώνα βάζαμε καρύδια μέσα σε ξερά σύκα, τα χώναμε στην τσέπη του παλτού (δεν ξέραμε καν τι είναι το μπουφάν)  και ξεχυνόμασταν στη χιονισμένη αυλή για ατέλειωτους χιονοπόλεμους. Το καλοκαίρι απλώναμε μαρμελάδα ροδάκινο σε μια χοντρή φέτα ψωμί ζυμωτό και τρέχαμε μασουλώντας στα καλντερίμια της πόλης μέχρι να σκοτεινιάσει.

Οι μανάδες μας έπλεναν στη σκάφη  με πράσινο σαπούνι και στάχτη, ξέβγαζαν τα ασπρόρρουχα με λουλάκι και τα άπλωναν με ξύλινα μανταλάκια σε σκοινιά στερεωμένα στα δέντρα της αυλής. Μάζευαν χόρτα από το διπλανό οικόπεδο, μας έβαζαν να καθαρίζουμε μπάμιες με τις ώρες, έβαζαν πελτέ στα κοκκινιστά (δεν υπήρχε πουμαρό και κέτσαπ) και καθάριζαν τα κρεμμύδια στην αυλή μέσα σε λεκανάκια με νερό για να μην τσούζουν τα μάτια.

Μαγείρευαν σε γκαζιέρα ή, στην καλύτερη, σε πετρογκάζ. Τις πίττες και τα ψητά τα πήγαιναν στο φούρνο της γειτονιάς σε ταψιά με γραμμένο το επίθετο  στο πλάι για να μην μπερδεύονται μεταξύ τους - αν και κάποιες φορές, όταν έστελναν εμάς,  παίρναμε αλλουνού ταψί και τρέχαμε μετά να κάνουμε ανταλλαγές!

Μας έπλεκαν πουλόβερ με πολύχρωμα νήματα (δεν υπήρχαν ετοιματζίδικα) και κάθε χρόνο τα ξήλωναν για να τα ξαναπλέξουν σε μεγαλύτερο μέγεθος - κι εμείς τα παιδιά κρατούσαμε την «κούκλα», το πλυμμένο νήμα, με τεντωμένα χέρια για να το τυλίξουν σε κουβάρι.

Ταινίες βλέπαμε στους «σινεμάδες» της πόλης - έχω δει όλες τις ασπρόμαυρες ταινίες της εποχής με την Καρέζη και την Βουγιουκλάκη, τον Αλεξανδράκη και τον Μπάρκουλη. Ακούγαμε το πρωί στο ραδιόφωνο (όσα παιδιά είχαμε) το «Καλημέρα παιδάκια» με την Αντιγόνη Μεταξά (Θεία Λένα) κι οι μεγάλοι τις ειδήσεις και το «Θέατρο της Δευτέρας».

Στις εκλογές μαζεύονταν όλοι οι γείτονες σε ένα σπίτι και άκουγαν τα αποτελέσματα από το ράδιο καταγράφοντας νούμερα σε μπλοκάκια και κάνοντας προσθαφαιρέσεις για να δουν ποιος κέρδισε μέχρι να ανακοινωθούν και επίσημα. Άναβαν οι πολιτικές συζητήσεις, άναβαν και τα αίματα και στο τέλος τσούγκριζαν οι άντρες τα ουζοπότηρα γελώντας, κερδισμένοι και χαμένοι.

Οι σχολικές μας σάκες ήταν δερμάτινες (σπάνια) ή πάνινες (το πιο συνηθισμένο). Τα βιβλία τα αγοράζαμε από το βιβλιοπωλείο, τα ντύναμε με μπλε κόλλα (όπως και τα τετράδια) και κολλούσαμε ετικέττες στο εξώφυλλο - ολόκληρη ιεροτελεστία. Γράφαμε με μολύβια (δεν υπήρχαν στυλό) ή πένες που γέμιζαν με μελάνι και μουτζούρωναν τα χαρτιά.

Στις ονομαστικές γιορτές πηγαίναμε επισκέψεις και  μας κερνούσαν σοκολατάκια μαργαρίτες (τα θυμάστε οι παλιότεροι;) ή γλυκό του κουταλιού και λικέρ ενώ τα βράδια της Κυριακής κάναμε βόλτες πάνω κάτω στον κεντρικό δρόμο (το «νυφοπάζαρο») όπου οι μεγάλοι συζητούσαν, οι μικροί παίζαμε κυνηγητό στα πεζοδρόμια και οι έφηβοι αντάλλαζαν ματιές γεμάτες νόημα ή ραβασάκια οι πιο τολμηροί.

Δεν είχαμε ιδιωτικά αυτοκίνητα πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Πηγαίναμε παντού με τα πόδια ή με ποδήλατο οι πιο προνομιούχοι και ταξιδεύαμε με το ΚΤΕΛ – τα μπλε λεωφορεία για μέσα στον νομό και τα πούλμαν που έκαναν τα μεγάλα δρομολόγια για την Αθήνα, το μεγάλο ταξίδι!

Πόσες αναμνήσεις... πόσες εικόνες από μιαν αλλιώτικη εποχή... Με τα καλά και τα κακά της, με τα όμορφα και τα δύσκολα, με τις στερήσεις και τις προσδοκίες της. Πέρασαν τα χρόνια, μεγαλώσαμε, αλλάξαμε - άλλαξαν και οι καιροί, οι καταστάσεις, οι νοοτροπίες.

Και κρατούμε αυτές τις εικόνες από την παιδική μας ηλικία φυλαγμένες σαν πολύτιμη παρακαταθήκη... σαν παλιό σινεμά με πρωταγωνιστές εμάς και τους αγαπημένους μας... που κάποιοι δεν υπάρχουν πια παρά μόνο στην ψυχή και τη μνήμη μας!





Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Το «ξεχασμένο» κυκλάμινο

Άνθισες κάπου τον Μάρτη και μέχρι τον Απρίλη είχες πλημμυρίσει χρώμα κι ομορφιά το μικρό σου γλαστράκι. Σ’ έβλεπα και σε καμάρωνα, ήσουν η ίδια η άνοιξη.

Κι ύστερα, κάπου στα τέλη του Μάη, άρχισες να φθίνεις. Σε πότιζα πολύ; Σε πότιζα λίγο; Μέχρι να βρω την απάντηση είχες χάσει όλα τα λουλούδια σου... και μετά τα φύλλα... και μετά, τίποτε - ένα τόσο δα μαυρισμένο κοτσανάκι απόμεινες, ίσα που φαινόσουν πάνω από το χώμα και με γέμιζε θλίψη η κατάντια σου.

Ωστόσο δεν σε πέταξα, δεν σου γύρισα την πλάτη, δεν σε ξέγραψα. Σε πότιζα κανονικά, σαν να ήσουν απλά κοιμισμένο κι όχι τελειωμένο. Κάτι μου έλεγε μέσα μου να περιμένω, να σε εμπιστευτώ. Και τόκανα - κι εσύ μου το ανταπέδωσες με το παραπάνω.

Εδώ και μια βδομάδα ξεπρόβαλε δειλά το πρώτο καινούργιο σου βλασταράκι - ένα μικρό, τόσο δα μικρούτσικο φυλλαράκι που μεγάλωνε γοργά και που το ακολούθησαν κι άλλα. Χάρηκα τόσο σαν τα είδα, σαν είδα τη ζωή να παίρνει και πάλι «κεφάλι» από τη φθορά και να κερδίζει την παρτίδα! Τώρα περιμένω και το πρώτο σου λουλούδι να δώσει και πάλι χρώμα στο γλαστράκι σου.

Σ’ ευχαριστώ, κυκλαμινάκι μου. Που μου απέδειξες πως τίποτε δεν είναι τελειωμένο όταν υπάρχει όρεξη για ζωή. Που μου επιβεβαίωσες πως όλα είναι δυνατά όταν υπάρχει θέληση και πείσμα. Που μου θύμισες πως η ευγνωμοσύνη και η ανταπόδωση δεν έχουν εξαφανιστεί. Κι ας προέρχονται μοναχά από ένα ταπεινό κυκλάμινο.


Ταπεινό - και τόσο μεγαλειώδες!





Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Η μπούκλα

Η μάνα μου το έλεγε «η μπούκλα». Δεν ξέρω από πού προέρχεται το όνομα. Από μικρή έτσι το άκουγα και το είχα δεχτεί σαν αυτονόητο να λέγεται έτσι το πλαστικό σκεύος-θερμός με επένδυση από φελιζόλ που χρησίμευε για να κρατάει κρύο το νερό τόσο στις ανά την Ελλάδα εκδρομές της οικογένειας όσο και στο σπίτι τα καλοκαίρια - για να αποφεύγουμε να ανοίγουμε το ψυγείο εκατό φορές τη μέρα, να γίνεται ο καταψύκτης Σιβηρία και να χρειάζεται απόψυξη κάθε βδομάδα το αργότερο.

Η μπούκλα λοιπόν ανανεωνόταν κάθε χρόνο, μιας και η αυξημένη χρήση της κατέληγε στο να ραγίσει και να σπάσει το φελιζόλ και να αχρηστευτεί σαν θερμός. Θα μου πείτε, γιατί δεν αγοράζατε ένα κανονικό θερμός, από εκείνα που είχαν (τότε) γυάλινη εσωτερική επίστρωση και δεν χαλούσαν εύκολα. Κι αυτά τα δοκιμάσαμε. Αλλά ήταν ανισόρροπα τα αφιλότιμα, έπεφταν κάτω και γίνονταν θρύψαλα το γυαλί, οπότε καταλήξαμε στις μπούκλες – γαλάζιες, ροζ, άσπρες, φιστικί, κάθε χρόνο κι άλλο χρώμα.

Μέχρι το καλοκαίρι του 1979, που με είχαν πιάσει τα χειροτεχνικά μου γενικώς, κι αποφάσισα να πλέξω στην καινούργια μπούκλα ένα «ζακεττάκι» με βελονάκι και χοντρό νάυλον νήμα για να προστατεύεται το φελιζόλ. Μπλε το νήμα για να είναι ασορτί, μιας και η μπούκλα της χρονιάς ήταν γαλάζια, και με την ελπίδα να άντεχε για κανα δυο χρόνια.

Άντεξε 37! Ναι, καλά διαβάσατε - 37  χρόνια απόσταση έχουν οι δυο φωτογραφίες. Στην πρώτη είμαι στην κούνια του σπιτιού στο Λαγονήσι με ένα κέντημα αγκαλιά (είπαμε, περνούσα τη φάση της χειροτεχνίας) και την μισοτελειωμένη μπούκλα δίπλα μου. Στη δεύτερη είναι η ίδια μπούκλα πριν λίγες μέρες στην Άνδρο, όπου συνεχίζει να προσφέρει υπηρεσίες διατηρώντας κρύο το νερό - όχι γιατί δεν έχω (πλέον) άλλο τρόπο να το πετύχω αλλά για να κρατώ ζωντανή μια νοσταλγική συνήθεια χρόνων.

Δεν ξέρω από πού προέρχεται το όνομα της μπούκλας, δεν ρώτησα όταν είχα την ευκαιρία και πλέον είναι πολύ αργά για να το κάνω, έχει φύγει η μάνα μου - ωστόσο η μπούκλα του 1979 εξακολουθεί να υπάρχει (αλήθεια, τι γλυκόπικρο θυμητάρι...) και να μου φέρνει στο νου ανεκτίμητες στιγμές με τους αγαπημένους μου, που δεν είναι πια κοντά μου.

Η πλαστική μπούκλα με το φελιζόλ και το δαντελένιο ζακεττάκι - η ταπεινή, η τόσο πολύτιμη!


(Τη φωτογραφία της κούνιας την είχε τραβήξει απροειδοποίητα ο αδελφός μου, μέγα ζιζάνιο – εξ ου και το ξαφνιασμένο μου βλέμμα!)









Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

Κόντρα στον καιρό

Βρέθηκες εκεί μάλλον τυχαία. Δεν είναι ούτε το μέρος ούτε οι συνθήκες κατάλληλα για να αναπτυχθείς κι αυτό φαίνεται από το πόσο ταλαιπωρημένη είσαι. Κάποια παρόρμηση της στιγμής, κάποια απορία για το αν θα μπορούσες να επιβιώσεις ήταν μάλλον η αιτία που βρέθηκες πριν τέσσερα χρόνια από το πρώτο σου σπίτι σε τούτη την ανεμοδαρμένη γειτονιά - με φτωχές, από μέρους μας, ελπίδες ότι θα επιβίωνες.

Ωστόσο εσύ βάλθηκες να διαψεύσεις τις δυσοίωνες προβλέψεις και τα απαισιόδοξα σχόλια όσων σε αντίκριζαν. Θες από πείσμα, θες από εμπιστοσύνη στις δυνάμεις σου, θες από ευγνωμοσύνη σε μας, που σε πήραμε από την ανωνυμία των πολλών ομοίων σου και σε εγκαταστήσαμε σε μια ζόρικη μεν, τόσο όμορφη δε γειτονιά, εσύ άντεξες. Και μελτέμια και μπουρίνια και λιοπύρια και καταιγίδες. Και μεγάλωσες. Και πρόκοψες - έστω και αρκετά ταλαιπωρημένη.


Και φέτος, για πρώτη χρονιά, μας χάρισες τους πρώτους σου καρπούς - εννιά ολόγερα συκαλάκια που γέμισαν χαρά τον κηπουρό σου, που σε φρόντιζε με τόση αφοσίωση, και μένα, που θαύμαζα το μεγάλωμά σου κόντρα στον καιρό. Και ρίζωσες και άντεξες και έδωσες καρπούς, ολοκληρώνοντας με επιτυχία τον κύκλο της ζωής. Παράδειγμα τρανό για όλους μας και, κύρια, για όσους το βάζουν κάτω και καταθέτουν τα όπλα με την πρώτη, άντε τη δεύτερη δυσκολία. Όποιος θέλει, όποιος πιστεύει στον εαυτό του κι επιμένει, βγαίνει πάντα κερδισμένος στην τελική.

Συκιά μου λιγάκι στραπατσαρισμένη, συκιά μου τόσο όμορφη, να ξέρεις πως σε σέβομαι και σ’ αγαπώ πολύ!