Τρίτη 27 Αυγούστου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή

Το ποίημα


Σήμερα έχω μεράκι

να σας γράψω ποιηματάκι

Σαν κι αυτά που η μάνα γράφει

και συγγνώμη για τα λάθη


Να σας πω για τον καημό μου

κι έχω και τον αδελφό μου

Να μου λέει «γράφτα, γράφτα

κι αν δεν πιάσει, τότε κλάφτα»


Που η μάνα με μαλώνει

δίχως λόγο και θυμώνει

Που κατήχηση μου κάνει

πονοκέφαλος με πιάνει


Να προσέχω τα κορίτσια

να τους κάνω τα καπρίτσια

Να τους φέρομαι εντάξει

γιατί όλα έχουν αλλάξει


Με τη νέα μας τη γάτα

την μικρή πρασινομάτα

Μπιάνκα είναι τ’ όνομά της

και μεγάλος ο μπελάς της

Κάνει πάντα ό,τι θέλει

θα μου πείτε, τι σε μέλλει,


Σας το λέω δεν θ’ αντέξω

να ’μαι εγώ συνέχεια έξω

Στην αυλή σαν τον αλήτη

για να είναι η Μπιάνκα σπίτι


Επειδή είναι μικρούλα

και τρομάζει η καημενούλα

Με δυο σκύλους στο κρεβάτι

δεν μπορεί να κλείσει μάτι

Κι είναι εκείνη τώρα μέσα

έγια μόλα έγια λέσα


Κι εμείς έξω τριγυρνούμε

κι όταν πάμε για να μπούμε

Βάζει η μάνα τις φωνές της

και την πιάνουν οι κακές της


Μ’ έχει πρήξει το γατόνι

άντε πια να μεγαλώνει

Για να μπούμε στη σειρά μας

και να βρούμε τα νερά μας


Τώρα γεια σας, σας αφήνω

και το ποίημα τούτο κλείνω

Και τη μάνα όταν δείτε

«έχει δίκιο» να της πείτε


Σας φιλώ ο Ηρακλάκος

ο καλός σας φιλαράκος!






















Κυριακή 25 Αυγούστου 2019


ΟΛΙΒΙΑ 25/8/2019

Ανέβαινε ασθμαίνοντας το δύσβατο μονοπάτι. Ποιο μονοπάτι δηλαδή, μια στενή χωμάτινη γραμμή ήταν, κακοτράχαλη και ξερή, με κοτρόνες να ξεφυτρώνουν κάθε τόσο κόβοντας την προσπέλαση. Άπειρα πετραδάκια παραμόνευαν από την άλλη το επόμενο πάτημά της, να κατρακυλήσουν τον κατήφορο γελώντας διαβολικά και να την παρασύρουν μαζί τους σε μια ανεξέλεγκτη επικίνδυνη πτώση. Τα σανδάλια δεν την βοηθούσαν καθόλου σ’ αυτό το παράτολμο εγχείρημα που τόσο ξαφνικά κι επιπόλαια αποφάσισε μέσα σε μια στιγμή. Άφησε να της ξεφύγει μια σιγανή βρισιά που δεν είχε την προνοητικότητα να βάλει τα αθλητικά της.

Μα μήπως και είχε πρόγραμμα να ξεστρατίσει και ν’ ανέβει τη βουνοπλαγιά; Ο φάρος ήταν ο στόχος της, εκείνος που φαίνονταν στο βάθος του χωματένιου πετρόδρομου να την καλεί για να της αποκαλύψει το μεγάλο του μυστικό -εκείνο για το οποίο και είχε έρθει στο νησί αφήνοντας για λίγο την κεντρική Αγγλία όπου έμενε τα τελευταία χρόνια, αφήνοντας τις απέραντες καταπράσινες εκτάσεις και τον μουντό καιρό με την αβάσταχτη συννεφιά και τον χλωμό ήλιο να προσπαθεί να την διαπεράσει για να βρεθεί σε τούτο το κυκλαδονήσι με το εκτυφλωτικό γαλάζιο τ’ ουρανού και της θάλασσας και τον ήλιο να ξασπρίζει τις πέτρες.

Στον φάρο πήγαινε όταν είδε ξαφνικά στη στροφή, πάνω στα μισά του λόφου, το χάλασμα. Έμεινε να το κοιτάζει ασάλευτη, απολιθωμένη. Ήταν άραγες αυτό; Αυτό που έλεγε το γράμμα; Αυτό που άκουσε το πρώτο της κλάμα, το πρώτο νανούρισμα της μάνας της; Δεν μπορεί, αυτό θα ήταν. Δεν υπήρχε άλλο κτίσμα στην περιοχή κι η θέση του ταίριαζε με τις περιγραφές που είχε. Χωρίς να το πολυσκεφτεί πιάστηκε από τα κλαδιά του χαμηλού αγκαθωτού θάμνου που έφραζε την αρχή του δυσδιάκριτου μονοπατιού με τα αγκάθια του να γδέρνουν τις παλάμες της  κάνοντάς την να αφήσει άθελα μια κραυγή πόνου. Ωστόσο δεν πτοήθηκε. Τσαλαπάτησε κάτι τρυφερά αγριόχορτα παραδίπλα, προσπέρασε το εμπόδιο με βήματα αφύσικα ψηλά και ασταθή και ξεκίνησε την ανάβαση.

Και τώρα βρισκόταν να ανηφορίζει το ανύπαρκτο δρομάκι πεσμένη σχεδόν στα τέσσερα για να μη χάσει την ισορροπία της, ανοίγοντας πέρασμα με τα χέρια της,  γρατζουνίζοντας δάχτυλα και μπράτσα κι ακουμπώντας γυμνά γόνατα πάνω σε μυτερά χαλίκια που έμπαιναν στη σάρκα της αφήνοντας σημάδια και γδαρσίματα. Βλαστήμησε για δεύτερη φορά την βλακεία της να φορέσει σορτς λες και πήγαινε σε κατασκήνωση προσκόπων κι ανασηκώθηκε προσεκτικά για να δει πού βρισκόταν, σε ποια απόσταση από το χάλασμα/στόχο, και, κυρίως, να γραδάρει τι ακριβώς της επεφύλασσε το μη-μονοπάτι για παρακάτω.

Αυτό που είδε εξανέμισε και τα τελευταία απομεινάρια του αρχικού της ενθουσιασμού.


*Από το υπό συγγραφή καινούργιο μου έργο με τον ομώνυμο τίτλο.







Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019


Ο λα ρία - ο λα ρά

Είμαι μια μικρή γατούλα
Όμορφη και τσαχπινούλα
Μπιάνκα είναι τ’ όνομά μου
Λάθος έκανε η μαμά μου

Ο λα ρία - ο λα ρά

Που με νόμιζε αγοράκι
Ενώ είμαι κοριτσάκι
Έτσι είπε ο γιατρός μου
Που χαχάνιζε ο καλός μου

Ο λα ρία - ο λα ρά

Κι εγινήκαμε ρεζίλι
Και γελούν με μας κι οι σκύλοι
Μαξ και Ηρακλής και Ρόμπι
Και του θείου μου ο Τόμπυ

Ο λα ρία - ο λα ρά

Και συγχίστηκε η μαμά μου
Που την πάτησε η γλυκιά μου
Και δεν είμαι ΜπιάνκοΝέρο
Αλλά Μπιάνκα - να το ξέρω!

Ο λα ρία - ο λα ρά



Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019


Ο γιαρμάς της νοσταλγίας

Πού πήγαν οι γιαρμάδες; Χρόνια τώρα; Πού πήγαν αυτά τα ζουμερά, πεντανόστιμα ροδάκινα με την βελούδινη φλούδα και την υπέροχη γεύση; Που, παιδιά στην Βέροια,  τα τρώγαμε ολόκληρα κι έσταζαν τα ζουμιά στο σαγόνι και τον λαιμό, να  λεκιάζουν την μπλούζα και να φωνάζουν οι μανάδες μας; Μα ποιος τις άκουγε; Αρπάζαμε το ώριμο μελωμένο φρούτο από το καφάσι, το ξεπλέναμε στα γρήγορα και ξεχυνόμασταν στην αυλή με τη μουριά και τα γύρω καλντερίμια παίζοντας ακούραστα κι ασταμάτητα.

Πού πήγαν οι γιαρμάδες; Δεν θα είναι υπερβολή αν σας πω ότι δεν τους έχω ξαναγευτεί από τότε που έφυγα από την πατρίδα μου -όχι «εκείνους» τους γιαρμάδες. Και δεν είναι η ανάμνηση κι η νοσταλγία που εξωραΐζει εκείνη την αξέχαστη γεύση. Χρόνια τώρα βλέπω εντυπωσιακά ροδάκινα στις φρουταγορές και στις λαϊκές, βλέπω την ταμπελίτσα «γιαρμάδες Ημαθίας» και πλησιάζω με λαχτάρα. Πιάνω ένα φρούτο και, σαν το λαγωνικό, αρχίζω να το μυρίζω. Τζίφος -σχεδόν πάντα… Είτε κολοκύθι μυρίζω είτε «γιαρμά», ένα και το αυτό. Και φεύγω απογοητευμένη για τον παρακάτω πάγκο, για την επόμενη φρουταγορά.

Κάποιος παραγωγός κάποτε μου έδωσε μια εξήγηση γι αυτήν μου την άκαρπη αναζήτηση. Οι αυθεντικοί γιαρμάδες, μου είπε, πηγαίνουν κατ’ ευθείαν στις αγορές της Ευρώπης όπου πιάνουν καλύτερες τιμές και γι αυτό έχουν εξαφανιστεί από την δική μας αγορά. 

Να το δεχτώ εν μέρει. Σαφώς και δικαιούνται οι παραγωγοί μας να επιδιώξουν το καλύτερο για την παραγωγή τους -ο κόπος και οι θυσίες και οι αγωνίες τους πρέπει να ανταμειφθούν ανάλογα.Αλλά ας μείνει κάτι και για μας. Ας κυκλοφορήσουν κι εδώ, στον τόπο τους, λίγοι από εκείνους τους ζουμερούς, θεσπέσιους Βεροιώτικους γιαρμάδες της παιδικής μου ηλικίας.

 Στο κάτω κάτω της γραφής το δικαιούμαι - δίπλα στις φάρμες τους γεννήθηκα και με την γεύση τους μεγάλωσα!


Τρίτη 20 Αυγούστου 2019


Σχετικά με το ΕΣΥ

Το ΕΣΥ άρχισε να εξοκείλει σχεδόν από την αρχή του και επιδεινώθηκε ραγδαία. Το ξέρω καλά κι από μέσα μιας και ήμουν από τους πρώτους που προσχωρήσαμε με ενθουσιασμό σ' αυτό και το υπηρέτησα με συνέπεια, αφοσίωση κι αγάπη για 28 συναπτά χρόνια - ο άντρας μου ακόμη το υπηρετεί.

Κάποιοι ονειροπόλοι το θεωρήσαμε σαν την απαρχή μιας δίκαιης και ποιοτικής παροχής ιατρικών υπηρεσιών στον πολίτη με ανάλογη και δίκαιη αμοιβή των λειτουργών του.

Για κάποιους άλλους θεωρήθηκε η μεγάλη ευκαιρία της "αρπαχτής" και της ανέξοδης λειτουργίας προσωπικών ιατρείων και εξυπηρέτησης πελατειακών σχέσεων.

Η κρίση έδωσε την χαριστική βολή με την αποστελέχωση, αποδυνάμωση και διάλυση τμημάτων, την κακή (λόγω τραγικών ελλείψεων) λειτουργία αυτών που απέμειναν, την απαξίωση και ευτελισμό των προαναφερθέντων λειτουργών οι οποίοι, ωστόσο, συνεχίζουν οι μεν "ονειροπόλοι" να αγωνίζονται για να το κρατήσουν όρθιο, οι δε "παρτάκηδες" να το εκμεταλλεύονται.

Το ΕΣΥ θέλει εκ βάθρων αναθεώρηση αν θέλουμε να (ξανα)γίνει ΕΣΥ κι όχι να συνεχίζει σαν μια θλιβερή καρικατούρα...







Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019


https://vivliopareas.blogspot.com/2019/07/blog-post_70.html?fbclid=IwAR2kJjKny5b2bQ9urcAl0ajAiPqKSJ6mwJuKbEwAjBv8MiUdxpvRhLybws8


Συνέντευξη μέρος 3ο

Ποιος είναι ο ήρωας και από τα τρία βιβλία σας που αγαπάτε περισσότερο;

Δεν είναι ένας, είναι δύο – η Χριστίνα και ο Ορέστης από το πρώτο μου βιβλίο, το «Βαλς μιας ζωής». Και πώς αλλιώς, άλλωστε, αφού πρόκειται για δυο από τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα, τους γονείς μου!


Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;

Ασυζητητί το έντυπο. Το βιβλίο για μένα είναι ζωντανός οργανισμός, θέλω να το αγγίζω, να μυρίζω την μυρωδιά του χαρτιού, να τσακίζω τη σελίδα που σταμάτησα, να υπογραμμίζω τα σημεία που με εντυπωσιάζουν, να κρατώ σημειώσεις στα περιθώρια, να το κάνω κτήμα μου, φίλο μου. Έντυπο λοιπόν μακράν!


Είχατε από μικρή ονειρευτεί να γίνετε συγγραφέας και αν ναι τι σας εμπόδισε από το να ξεκινήσετε αμέσως μετά το σχολείο;

Από μικρή είχα μια ξεχωριστή αγάπη για τον Λόγο, για τη μοναδική μας γλώσσα, για το διάβασμα και για την αποτύπωση των σκέψεων και των συναισθημάτων μου μέσα από το γράψιμο – έγραφα ωραίες εκθέσεις! Ωστόσο η συγγραφή βιβλίων δεν ήταν στα αρχικά μου σχέδια μιας και από νωρίς με κέρδισε η επιστήμη μου. Το γράψιμο του πρώτου μου βιβλίου, του «Βαλς μιας ζωής», ξεκίνησε το 2008 σαν «τάμα» να αποτυπώσω την ιστορία των γονιών μου – μια διαδικασία που με γοήτευσε ιδιαίτερα κι από τότε γράφω συνεχώς.

 
Μπορείτε να μας προτείνετε ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσει ο κάθε συγγραφέας κι ένα ο κάθε αναγνώστης;

Εννοείτε πέρα από τα δικά μου; Για να κάνουμε και λίγο χιούμορ;

Θεωρώ πως το διάβασμα είναι πολύ προσωπική υπόθεση για τον καθένα από μας, συγγραφέα ή/και αναγνώστη. Εκείνο που μπορεί να συνεπάρει εμένα πιθανόν να είναι εντελώς αδιάφορο ή και απωθητικό για κάποιον άλλον, οπότε η μόνη πρόταση που μπορώ να κάνω είναι «διαβάστε όσο πιο πολύ μπορείτε – τα βιβλία είναι μικρά υπέροχα ταξιδέματα»!


Τι σημαίνουν για εσάς οι βιβλιοπαρουσιάσεις;

Είναι μια πολύ όμορφη εμπειρία, μια ευκαιρία να συναντηθούμε με φίλους, να συζητήσουμε για λογοτεχνία και όχι μόνο, να ενημερωθούμε για νέες κυκλοφορίες βιβλίων με τον καλύτερο τρόπο –την ανάλυση/κριτική/εισήγηση του εκάστοτε παρουσιαζόμενου έργου– και να γίνουμε πλουσιότεροι σε εικόνες και γνώσεις.


Ας κλείσουμε την συνέντευξη όπως εσείς επιθυμείτε.

Αφού σας ευχαριστήσω θερμά για την ευκαιρία να πω λίγα πράγματα για τα βιβλία μου (και ιδιαίτερα για τη «Δωροθέα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις «Πνοή») και να καταθέσω προσωπικές σκέψεις και απόψεις θα ήθελα να ευχηθώ καλό καλοκαίρι σε όλους πάντα με ένα ή περισσότερα βιβλία στις αποσκευές μας – την καλύτερη συντροφιά!







https://vivliopareas.blogspot.com/2019/07/blog-post_70.html?fbclid=IwAR2kJjKny5b2bQ9urcAl0ajAiPqKSJ6mwJuKbEwAjBv8MiUdxpvRhLybws8


Συνέντευξη μέρος 2ο


Τι ελπίζετε να αποκομίσει κάποιος διαβάζοντάς τη.

Πέρα από το ότι θεωρώ ενδιαφέρουσα αυτήν καθαυτή την ιστορία σαν ανάγνωσμα, η «Δωροθέα» πραγματεύεται το μεγάλο δίλημμα ανάμεσα στα «θέλω» και τα «πρέπει» της – δίλημμα που οι περισσότεροι από εμάς έχουμε αντιμετωπίσει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Μιας γυναίκας εγκλωβισμένης σε μια οικογενειακή κατάσταση που η ίδια δημιούργησε για να διαπιστώσει κάποια στιγμή με πανικό ότι δεν την καλύπτει, ότι την κάνει να ασφυκτιά, να θέλει να αποδράσει. Θεωρώ πως οι σκέψεις και τα συναισθήματά της αγγίζουν δικές μας ευαίσθητες χορδές, ίσως αναγνωρίζουμε δικές μας ανάλογες σκέψεις και τάσεις και σίγουρα μας βάζουν σε μια διαδικασία εσωτερικής αναζήτησης και ανίχνευσης, κάτι που πιστεύω ότι είναι και σημαντικό και ωφέλιμο στην αέναη προσπάθεια της καλύτερης γνωριμίας με τον εαυτό μας.


Μιλήστε μας λίγο περισσότερο για την ηρωίδα σας. Τι είναι αυτό που, κατά τη γνώμη σας, την κάνει ξεχωριστή;

Ο καθένας από μας είναι ξεχωριστός, έχει τη μοναδικότητα της ύπαρξης και της όλης ψυχοπνευματικής του δομής. Υπό αυτή την έννοια και η Δωροθέα είναι ξεχωριστή – μια δυναμική νέα γυναίκα που αποφασίζει κάποια στιγμή να κάνει την επανάστασή της για να διαπιστώσει έντρομη ότι της είναι απαγορευμένο από την ίδια της τη ζωή. Εκείνο που την χαρακτηρίζει είναι μια δύναμη ψυχής και χαρακτήρα που την κρατά όρθια, που την στηρίζει στον αγώνα της ενάντια στην κατάθλιψη, που την βγάζει από το σκοτεινό κελί μιας έντονης ψυχικής διαταραχής που σχεδόν την αφανίζει και που, ωστόσο, κατορθώνει να κοιτάξει κατάματα και να τιθασεύσει.


Διαβάζοντας το βιβλίο είδα ότι το εξώφυλλο είναι πολύ ταιριαστό για την ηρωίδα σας. Ήταν δική σας επιλογή;

Χαίρομαι ιδιαίτερα που σας άρεσε κι ελπίζω να έχει την ίδια γνώμη και το αναγνωστικό μας κοινό μιας και, πραγματικά, ήταν μια αρκετά δύσκολη υπόθεση η επιλογή του δεδομένης της ιδιαιτερότητας του θέματος και της εσωτερικότητας του βιβλίου. Υπήρξαν αρκετές εναλλακτικές αλλά οι εκδότες μου Κάκια Ξύδη και Δημήτρης Καραναστάσης (τους οποίους ευχαριστώ θερμά για την πάντα άψογη συνεργασία μας) μου πρότειναν το συγκεκριμένο, κάτι που με βρήκε απόλυτα σύμφωνη – πιστεύω ότι η λιτή γυναικεία φιγούρα με την αδιόρατη μελαγχολία στην όλη της φυσιογνωμία αντιπροσωπεύει απόλυτα τη «Δωροθέα» μου.




https://vivliopareas.blogspot.com/2019/07/blog-post_70.html?fbclid=IwAR2kJjKny5b2bQ9urcAl0ajAiPqKSJ6mwJuKbEwAjBv8MiUdxpvRhLybws8


Ευχαριστώ θερμά το ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΡΕΑΣ και την Litsa Labrakopoulou  για την ευκαιρία να καταθέσω σκέψεις και απόψεις μέσα από αυτήν την τόσο προσεγμένη και στοχευμένη συνέντευξη!


Συνέντευξη μέρος 1ο

Η «Δωροθέα» είναι το τρίτο βιβλίο μιας άτυπης τριλογίας, αν δεν κάνω λάθος. Πείτε μας σε γενικές γραμμές σε ποια χρόνια αναφέρονται αυτά τα τρία βιβλία σας και ποια ακριβώς είναι;

Το πρώτο βιβλίο αυτής της άτυπης, όπως πολύ σωστά επισημαίνετε, τριλογίας είναι το «Βαλς μιας ζωής» το οποίο πραγματεύεται την ιστορία της γνωριμίας των γονιών μου στα δύσκολα χρόνια του ελληνικού εμφύλιου και καλύπτει μια χρονική περίοδο πέντε ετών από το 1947 μέχρι το 1952.

Το δεύτερο βιβλίο, το «Πάροδος Μουσών εννέα», διαδραματίζεται στην Βέροια, την πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα μέχρι τα δώδεκα χρόνια μου και θεωρώ πατρίδα της καρδιάς μου. Καλύπτει μεγάλα διαστήματα των δεκαετιών ’60 και ’70, τότε που εγώ ζούσα εκεί, κι ο στόχος ήταν αυτός ακριβώς – να περιγράψω τη ζωή στην αγαπημένη μου πόλη όπως εγώ τη βίωσα.

Το τρίτο μου βιβλίο, η «Δωροθέα», έχει έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα μέχρι κάποιο σημείο –μιας και βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στη ζωή μου κατά τα πρώτα νεανικά μου χρόνια– και περιγράφει καταστάσεις και εξελίξεις, άλλες πραγματικές κι άλλες φανταστικές, σε μια περίοδο δύο ετών χωρίς να προσδιορίζεται το πότε ακριβώς.


Με την «Δωροθέα» θεωρείτε ότι έκλεισε πλέον αυτός ο κύκλος;

Ο κύκλος της άτυπης τριλογίας έκλεισε, αν εννοείτε αυτό. Θα έλεγα πως έκλεισε προς το παρόν και το κεφάλαιο «μυθιστόρημα» για μένα μιας και προτίθεμαι να στραφώ σε άλλα είδη λογοτεχνίας και να δοκιμάσω τις δυνατότητές μου σ’ αυτά. Έτσι, πέρα από την ποίηση με την οποία έχω ήδη ασχοληθεί έχοντας εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, οι στόχοι μου είναι το παιδικό παραμύθι, η νουβέλα, το διήγημα και ίσως και το θεατρικό.


Τι σας έκανε να ξεκινήσετε τη συγκεκριμένη ιστορία;

Η «Δωροθέα» υπήρξε αποτέλεσμα μιας έντονης προσωπικής μου ανάγκης κάνω ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο και να ανιχνεύσω, κατά το δυνατόν, τις εσωτερικές διεργασίες και τις ψυχολογικές διακυμάνσεις και ανατροπές της ηρωίδας, να την κατανοήσω (όπως ανέφερα είναι υπαρκτό πρόσωπο και ζήσαμε μαζί καταστάσεις που μας σημάδεψαν και τις δυο) και, ίσως, να την συγχωρήσω εν μέρει ή στο σύνολο και για τις ενέργειες που έκανε και τις αποφάσεις που πήρε σ’ αυτά τα δύο χρόνια που περιγράφονται στο βιβλίο – αποφάσεις που επηρέασαν καταλυτικά τόσο την ίδια όσο και την οικογένειά της και, κυρίως, τις δυο μικρές της κόρες.












Τρίτη 13 Αυγούστου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή

Η θεία Ολυμπία

Η αλήθεια είναι πως ψιλοζορίστηκα να σας γράψω αυτά που θα σας γράψω μπας και με περάσετε για αχάριστο αλλά μετά σκέφτηκα πως ξέρετε πολύ καλά πόσο αγαπάω τη μάνα κι άρα δεν θα με παρεξηγήσετε που θα είμαι ειλικρινής παιδί -καλά το λέω;- μαζί σας γιατί αυτό που ζω τις τελευταίες μέρες δεν το έχω ματαξαναζήσει και μιλάω βέβαια για τις θείες Ολυμπίες και Δέσποινες που μένουν στο σπίτι μου τώρα που λείπουν τα σόγια κι ο Βούδας και πάρα πολύ μας προσέχουν εμένα και τα άλλα γατόσκυλα αλλά βασικά εμένα που είμαι ο αγαπημένος τους και συνέχεια παίζουν μαζί μου και μου κάνουν πολλά χάδια και με ταΐζουν τυράκια άσε που κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι με την θεία Ολυμπία στην δικιά μου βέβαια μεριά και στο δικό μου σεντονάκι -μεγαλεία σας λέω- κι όλο μουρμουράει η μάνα ότι μου τον κακομαθαίνετε και λέει η θεία Ολυμπία άστον καλέ νονά να χαρεί λιγάκι τώρα που είναι μοναχοπαίδι κι όταν το πρωτοάκουσα απόρησα τι νονά λέει, η θεία δεν είναι αδελφή της μάνας αφού είναι θεία μου; και τη ρώτησα κι εκείνη με πήρε αγκαλιά και μου είπε μια απίθανη ιστορία ότι, λέει, όταν ήταν μωρό την βάφτισε η μάνα της μάνας, η γιαγιά Χριστίνα που δεν την ξέρω γιατί τώρα πια ζει στον ουρανό, άρα ήταν η νονά της και για πολλά χρόνια της πήγαινε λαμπάδες και παπουτσάκια μέχρι που κάποια στιγμή χαθήκανε και δεν την είδε ξανά η θεία Ολυμπία τη νονά της ούτε και τη μάνα βέβαια και δεν γνωρίζονταν καθόλου μέχρι που πριν τρία χρόνια ένα βράδυ αργά νύχτα κατανύχτα κάτι έγραφε η μάνα στο λάπτοπ -σάμπως και κάνει και τίποτε άλλο;- κι ήταν η τηλεόραση ανοιχτή και κάνει μια έτσι η μάνα τυχαία και βλέπει μια εκπομπή που την παρουσίαζε μια ωραία κοπέλα κι είχε το όνομά της από κάτω, Ολυμπία Χριστοδουλή, κι έμεινε η μάνα κάγκελο, αυτή πρέπει να είναι η βαφτισιμιά της μάνας μου, σκέφτηκε, το όνομα δεν είναι συνηθισμένο κι αμέσως της έστειλε μήνυμα στο φέις ρωτώντας αν είναι αυτή κι η θεία απάντησε κι εκείνη αμέσως ότι πράγματι είναι αυτή και πολύ συγκινήθηκαν και οι δυο και είπαν κι άλλα πολλά και κανόνισαν να βρεθούν κι όταν συναντήθηκαν αγκαλιάστηκαν σφιχτά με δάκρυα -μα πού τα βρίσκουν τόσο εύκολα αυτές οι γυναίκες όλες;- κι έλεγε η μάνα πόσο χαρούμενη ήταν που ξαναβρήκε την βαφτιστήρα της γιαγιάς κι η θεία έλεγε πόσο χαρούμενη ήταν που ξαναβρήκε την μικρή της νονά κι από τότε έγιναν πολύ φίλες γιατί η μάνα την ήξερε από τότε που η θεία ήταν μωρό κι η ίδια λίγο πιο μεγάλη -ε, δεν θα την περνάει και καμιά σαρανταριά χρόνια;- κι έτσι τώρα είναι κάτι σαν συγγενείς κι ακόμα πιο καλά γιατί τον συγγενή σου δεν τον διαλέγεις, αν είσαι τυχερός και τα πάτε καλά εντάξει αλλιώς σου κατσικώνεται στον σβέρκο κι άντε να γλιτώσεις, ενώ τον φίλο τον διαλέγεις γιατί σου ταιριάζει κι όλο λένε και ξαναλένε τι τυχερές που είναι που βρέθηκαν έτσι στα ξαφνικά και τι σου είναι η ζωή και ποτέ δεν ξέρεις τι εκπλήξεις σου φυλάει στη στροφή που εγώ δεν τα πολυκαταλαβαίνω μόνο τις στροφές του δρόμου ξέρω που άμα τρέχει ο πατέρας με πιάνει ζαλάδα αλλά και δεν με πολυνοιάζει αφού εκείνες είναι τόσο χαρούμενες κι εγώ απόχτησα μια τόσο καλή θεία που με χαϊδολογάει και μου δίνει τυράκια κι έχει και φίλη την άλλη καλή θεία την Δέσποινα που κι εκείνη με κακομαθαίνει και τώρα γεια σας, πάω να την αράξω στην κρεβατάρα μας!














Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019


Χαραυγή

Χαράζει η αυγή
Και χαρακώνει
Περιγράμματα κοφτά, σκοτεινά
Στ’ ουρανού το απέραντο
Εικόνες και σκέψεις
Χαρακώνουν τη μνήμη
Κι εκείνη με σύννεφο λήθης
Τις τυλίγει
Σαν από στρείδι μαργαριτάρια
Που αποθέτει στου Χρόνου το ερμάρι
Να φέγγουν χλωμά
Με λάμψη αχνή
Να φωτίζουν τα μελλούμενα





Ανάμεσα ουρανού και θάλασσας
αιωρείται η ψυχή μου
την ήλιο καρτερώντας
και τη γαλήνη...



Τρίτη 6 Αυγούστου 2019




Κυνηγούσες τον ήλιο…

 

Γεννημένο στο κολαστήριο έζησες τις πρώτες βδομάδες της μικρής ζωούλας σου μέσα στα σκοτάδια - και μέσα στα σκοτάδια κρυβόσουν τρομαγμένο για να γλιτώσεις μέχρι που σε βρήκαν και σε έσωσαν οι εθελοντές φιλόζωοι του Μοσχάτου.

Στις ελάχιστες μέρες που έζησες στην αγκαλιά μας, που σε τυλίξαμε με την αγάπη και την έγνοια μας, που ομόρφυνες τη ζωή μας, κυνηγούσες τον ήλιο. Έψαχνες να βρεις τις γωνιές που έπεφταν οι ακτίνες του, κουκούβιζες εκεί και λαγοκοιμόσουν όρθιο μέχρι που έφευγε ο ήλιος - κι έφευγες κι εσύ, άλλαζες γωνιά και τον ακολουθούσες. Είχες στερηθεί το φως και τη ζεστασιά του και τον ρουφούσες με ευδαιμονία…

Έφυγες Λεμονάκι μας… Έτσι, στα ξαφνικά, όταν κανείς δεν το περίμενε. «Πανλευκοπενία», συμπέρανε ο γιατρός σου από την περιγραφή που του έκανα - ο εφιάλτης και η κατάρα των μωρών γατιών. Έφυγες και μας άφησες κομμάτια…

Καλό σου ταξίδι γλυκό μας γατονάκι. Δεν πρόλαβες να μεγαλώσεις, δεν τόθελε η μοίρα σου. Έφυγες και πήγες στον ήλιο που τόσο λάτρευες παίρνοντας μαζί σου ένα κομμάτι από την ψυχή μας… μα θα είσαι πάντα εδώ…

RIP Λεμονάκο μας αγαπημένε…




Κυριακή 4 Αυγούστου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή


Ο μεγάλος θυμός


Έχει κλείσει ο λαιμός μου πρώτα από το κλάμα και μετά από το πολύ άγριο γαύγισμα γιατί είμαι πολύ μα πάρα πολύ θυμωμένος αλλά και πάρα πολύ λυπημένος κι άμα σας πω γιατί θα στεναχωρεθείτε και τα θυμώσετε κι εσείς το ίδιο κι αρχίζω αμέσως την απίστευτη ιστορία που μου είπε το Λεμονάκι αλλά πρώτα να σας πω ποιο είναι το Λεμονάκι που δηλαδή το λένε Λέμον κανονικά γιατί είναι πορτοκαλογατάκι αλλά είναι ένα τόσο μικρούλικο και τοσοδούλικο γατονάκι που το λέμε όλοι Λεμονάκι κι αυτό μας το έφερε προχτές η μάνα και μας είπε να το αγαπάτε και να τον προσέχετε το μωρό γιατί είναι πάρα πολύ βασανισμένο και ταλαιπωρημένο και πράγματι είναι αδυνατούλικο πολύ αλλά από φωνή σειρήνα σας λέω και πολύ φαγανό και ζωηρό, στιγμή δεν κάθεται ήσυχο, κι είπα στον Ρόμπι ποιο ταλαιπωρημένο μας λέει η μάνα αυτό θα μας ξεκουφάνει όλους και θα μας φάει και το σακί με τις κροκέτες και τότε ο Βούδας με κοίταξε σοβαρά σοβαρά και μου είπε για να το λέει η μάνα κάτι θα ξέρει αλλά δεν με έπεισε οπότε πήγα στον Λεμονάκο και τον μύρισα και του έγλειψα την μουρίτσα ποια μουρίτσα δηλαδή που είναι μια σταλιά σαν κουμπί κι αφού γίναμε φιλαράκια ήρθε και χώθηκε στην αγκαλιά μου και χουζούρευε και τότε τον ρώτησα για την ζωούλα του ποια ζωούλα του δηλαδή που είναι μόλις πέντε βδομάδων μωρό κι εκείνος με κοίταξε μ’ αυτές τις τεράστιες θλιμμένες ματάρες του κι άρχισε να μου λέει κάτι απίστευτα φοβερά και φριχτά πράματα ότι γεννήθηκε, λέει, σε ένα πολύ μεγάλο σπίτι που είχε παντού βρωμιές και κόκκαλα και πεθαμένα ζώα και μερικά ζωντανά σκυλιά και γατιά αλλά πολύ αδύνατα και τρομοκρατημένα που έκλαιγαν συνέχεια κι ένα τρομαχτικό πλάσμα με δύο πόδια που τα χτυπούσε και τα βασάνιζε κι ότι αυτός, ο Λεμονάκος, χωνόταν συνεχώς με τα δυο του αδελφάκια στην κοιλιά της μαμάς τους να φυλαχτεί ώσπου μια μέρα την βούτηξε αυτός ο κακός και δεν την ξαναείδαν ποτέ κι έμειναν μόνα τους τα αδελφάκια και πεινούσαν πολύ και φοβόντουσαν ακόμα πιο πολύ και χώθηκαν σε μια τρύπα πίσω από ένα σπασμένο πλακάκι κι εκεί τα βρήκαν κάτι καλές κυρίες και τα έσωσαν κι εκείνον με τα αδελφάκια του τον πήρε μια υπέροχη θεία Γιώτα και τον κρατούσε αγκαλιά και τον χάιδευε και του έβαλε φαγάκι κι αυτός γουργούριζε και μετά την πήρε η μάνα τηλέφωνο την Γιώτα και της είπε να τον φέρει σ’ εμάς κι έτσι βρέθηκε στην δική μας οικογένεια κι όσο ο Λεμονάκος μιλούσε κι έκλαιγε τόσο έκλαιγα κι εγώ απελπισμένος κι όταν τέλειωσε τον έκανα μια σφιχτή αγκαλιά και του είπα τώρα είσαι ασφαλής κι εμείς θα σ’ αγαπάμε όλοι πάρα πάρα πολύ και του έκανα μια γλυψιά στη μουρίτσα-κουμπί και μετά βγήκα στην αυλή παραπατώντας και μου ήρθε ένα μεγάλος, τεράστιος θυμός γι αυτό το δίποδο τέρας που μακάρι να το είχαμε  μπροστά μας να το ξεσκίζαμε  με τις δοντάρες μας κι εγώ κι ο Ρόμπις που βασάνιζε τα ζωάκια κι αφού δεν γινόταν αυτό άρχισα να τρέχω πάνω κάτω γαυγίζοντας σαν μανιασμένος πολλή ώρα μέχρι που βράχνιασα κι έκλεισε ο λαιμός μου και βγήκε η μάνα αγκαλιά με το Λεμονάκι και με κοίταζε παραξενεμένη αλλά δεν είχα φωνή να της εξηγήσω και της τα είπε ο Ρόμπι και τότε βούρκωσε κι εκείνη και μας πήρε μια μεγάλη αγκαλιά και τα τρία κι έτσι μόνο ησύχασα αλλά είμαι ακόμα πάρα μα πάρα πολύ θλιμμένος…