Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018



Οι άθλοι του Ηρακλή

Ο κύριος Ξενοφών

Έχω πολλά νεύρα σήμερα μ’ αυτόν τον βρωμόκαιρο που έχει λυσσάξει να φυσάει από χτες και δεν μπορώ να κυκλοφορήσω με την ησυχία μου στην αυλή και τον κήπο και να κυνηγήσω τα πορτοκαλόγατα παρά με ζμπρώχνει (καλά το λέω ή θέλει σού μπροστά χωρίς το μού; ) ο αέρας γιατί τον έχει ξαμολύσει ένας κύριος Ξενοφών, λέει ο Βούδας, και σιγά τον κύριο, έτσι κάνουν οι κύριοι; να μη μπορεί η μάνα  να ησυχάσει ένα λεπτό παρά να μαζεύει όοολη μέρα φύλλα και να μουρμουρίζει κάτι γαλλικά που εγώ δεν τα καταλαβαίνω αλλά τα καταλαβαίνει ο Ρόμπι και κοκκινίζει -αλήθεια, του φαίνεται, κι ας είναι κατάμαυρος- και να ανεμίζουν κι εμένα οι αυτούκλες μου και να πέφτουν μπροστά στα μάτια μου σαν κουρτινάκια κι όλο του γαυγίζω του Ξενοφών (αυτό καλά το λέω; γιατί είναι και αρχαίο κι εκεί δεν έχω προχωρήσει όπως στα αγγλικά) αλλά αυτός χαμπάρι και εμπάση περιπτώσει κι εγώ δεν το βάζω κάτω αλλά βγαίνω στην αυλή και του γαυγίζω και του αέρα και του Ξενοφών και μετά νευριάζει κι άλλο η μάνα και μου λέει σταμάτα πια μου πήρες τα αυτιά, έχω τα μποφόρ έχω και σένα, κι εγώ την κοιτάζω παραξενεμένος πρώτον γιατί δεν ξέρω τι είναι αυτά τα μποφόρ και πού τα έχει και δεύτερον τι σχέση έχουν τα αυτιά της και τι να τα κάνω να τα πάρω, εγώ έχω τα δικά μου κι είναι και πολύ πιο ωραία από τα δικά της που είναι μικρά και κολλημένα στο κεφάλι της ενώ οι δικές μου οι αυτούμπες είναι αυτοκρατορικές και όρθιες σαν τις κεραίες της τηλεόρασης που βλέπει ο μπαμπάς τα αθλητικά κι όλο γκρινιάζει η μάνα, πάλι Ολυμπιακό βλέπεις; έλα να φάμε καμιά φορά, κι εγώ δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο Ολυμπιακός που κάνει τον μπαμπά να φωνάζει γκόοολ ή να βρίζει «παλτά» κάτι τύπους που κυνηγούν ένα μπαλάκι ενώ όταν κυνηγάω εγώ το δικό μου μπαλάκι μου λέει μπράβο Ηρακλάκο αλλά τώρα μας μάντρωσε μέσα αυτός ο Ξενοφών και δεν μπορώ να παίξω και γι αυτό έχω νεύρα, τα χω και με τον Λέστερ τον αναίσθητο που κοιμάται του καλού καιρού πάνω στο τραπέζι και δεν πα να φυσάει ενώ η φρόνιμη Ζενέβ κοιμάται στο καλάθι της, άσε που άρχισε να ψιχαλίζει και σαν να ετοιμάζεται να ρίξει και μια βρόχα και σιγά να μη βγω να βραχώ, φτάνει που με έκανε μπάνιο πάλι η μάνα προχτές, μανία της να με πλένει κάθε μήνα, κι αφού της λέω τα Χριστούγεννα ξανά, μην το παρακάνουμε, αλλά εκείνη μπααα, δεν ακούει τίποτε αλλά πάλι ξέφυγα από το θέμα που είναι η λύσσα η κακιά του Ξενοφών και βαρέθηκα να τον ακούω και πάω να ξαπλώσω να ηρεμήσω και άντε να μας πει επιτέλους η κυρία Σούζη ότι πάει και τέλειωσε αυτός ο αναποδιασμένος γιατί πολλά μας τα ’κανε...






Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018


Ίσως…

Λόγια που και πάλι δεν ειπώθηκαν
Εξηγήσεις που και πάλι δεν δόθηκαν
Συγνώμες που και πάλι δεν ζητήθηκαν

Ίσως γιατί δεν τόλμησαν τα χείλη
Ίσως γιατί δεν τα ’νιωθε η καρδιά
Ίσως γιατί δεν τ’ άφησε ο εγωισμός

Κι έμεινε η ίδια αμήχανη σιωπή
Εκείνη που σε κάνει να θυμώνεις
Να θλίβεσαι.. ν’ αναρωτιέσαι…

Ίσως την επόμενη φορά
Να βρεις το κουράγιο
Να ρισκάρεις τις εύθραυστες ισορροπίες

Ίσως και να ’ναι  μεγάλο το κόστος
Και να χάσεις πιο πολλά 
Από όσα πιθανόν κερδίσεις

Ίσως όμως και να ’ναι τυχερό
Να διώξεις την ομίχλη
Που σκοτεινιάζει την ψυχή σου

Ίσως…





Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018


Φθινοπωρινή ισημερία

Φθινοπωρινή ισημερία σήμερα κι εγώ, σαν κάθε χρόνο, νιώθω και πάλι πως μπαίνω σε ένα μισοσκότεινο τούνελ που κατηφορίζει και γίνεται πιο σκιερό, πιο λιγόφωτο καθώς οδεύω προς το χειμερινό ηλιοστάσιο του Δεκέμβρη. Κάπου εκεί, στην άλλη άκρη του, βρίσκεται η πιο μεγάλη νύχτα του χρόνου.

Δεν την αγαπώ τη νύχτα. Όσο κι αν με έχει ευεργετήσει με ήσυχες ώρες αυτοσυγκέντρωσης και συγγραφής (μεγάλο μέρος των βιβλίων μου γράφτηκε τις μικρές μεταμεσονύχτιες ώρες) δεν παύει να αποτελεί τον λόγο που στερούμαι το φως, τον ήλιο, τη δράση.

Ωστόσο συμβιβάζομαι, προσαρμόζομαι, υποτάσσομαι στην αναγκαιότητα που μου επιβάλλει η πανίσχυρη Φύση και περιμένω υπομονετικά -ή μάλλον ανυπόμονα- την στιγμή που το τούνελ θα φτάσει στο τέλος του και θα αρχίσει να ανηφορίζει όλο και πιο φωτεινό προς την εαρινή ισημερία του Μάρτη για να αρχίσει η μέρα να παίρνει και πάλι κεφάλι και, παίρνοντάς με από το χέρι, να με οδηγήσει στο αγαπημένο μου θερινό ηλιοστάσιο του Ιουνίου.




Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018


Τα πορτοκαλόγατα - μέρος βού

Ουφ επιτέλους τέλειωσε η μάνα μου μ’ εκείνη την κυρία Δωροθέα που μας είχε γίνει στενός κορσές κι όλο μ’ αυτήν ασχολιόταν και δεν μ’ άφηνε να σας πω τι απέγινε με τα πορτοκαλόγατα μέρος βου και πού είχαμε μείνει; α, εκεί που τα κυνηγούσα και συγκεκριμένα το κοριτσάκι που το λένε, είπαμε, Μπρέιβ (που πα να πει «θαρραλέα» για όσους δεν ξέρετε τα αγγλικά που ξέρω εγώ) γιατί τα άλλα γίνονται καπνός με το που θα με δουν από μακριά και σιγά τη θαρραλέα, επειδή κάθεται στη μάνα να την χαϊδέψει, εμένα να έρθει να μου κουνηθεί για θαρραλέα που όταν με βλέπει εξαφανίζεται κάτω από τα τραπεζάκια κι αφού πάω και της λέω της χαζής ότι δεν θα σε πειράξω, να παίξουμε θέλω μόνο αλλά πού αυτή, σηκώνει η θρασύτατη και το χέρι και μου κάνει και «χου» και σκέφτομαι, να σε αρπάξω μαρή από το σβέρκο όπως αρπάζω και τον Λέστερ και να δεις που μου κάνεις και τον βεληγκέκα (αυτό το λέει η μάνα για μένα, δεν ξέρω ακριβώς τι πα να πει), αλλά μάλλον θυμάται το προχτεσινό κυνηγητό που την πέτυχα στον κήπο και την πήρα φαλάγγι κι εκείνη έτρεξε κι ανέβηκε στη συκιά και δεν μπορούσα να τη φτάσω -πρέπει κάποτε να μάθω κι εγώ να σκαρφαλώνω στα δέντρα σαν τα γατιά- κι έμεινα παγωτό από κάτω να την κοιτάζω σαν χαϊβάνι κι ήρθε κι ο Ρόμπι κι αντί να με βοηθήσει να την κατεβάσουμε που είναι και γίγαντας άρχισε πάλι τη σολομωνική και μην πειράζεις τα γατιά κι ότι δεν τα βάζουμε ποτέ με τους αδύναμους κι άλλες τέτοιες θεωρίες αλλά εγώ συνέχισα να γαυγίζω στο θρασύτατο γατόνι και σαν να μου φάνηκε πως μου έβγαλε τη γλώσσα κοροϊδευτικά κι άφρισα και πάνω που σηκώθηκα στα πίσω πόδια να τη φτάσω μας πήρε είδηση η μάνα μου κι έφτασε τρέχοντας αλλά πιο πριν πρόλαβε κι έφτασε τρέχοντας  η δικιά της η πορτοκαλομάνα, η Τζίντζερ, ουρλιάζοντας σαν δαιμονισμένη και σιγά που θα την φοβόμουν, μια σταλιά σκατό 2.5 κιλά, αλλά έκανε ένα σάλτο κοντά ένα μέτρο και προσγειώθηκε στην πλάτη μου και γαντζώθηκε εκεί με τα νύχια της πάντα ουρλιάζοντας και εγώ ξαφνιάστηκα και πόνεσα και πολύ από τα βρωμόνυχά της κι άρχισα να κλαψουρίζω κάι κάι κάι σαν τον Ραντανπλάν, ένα χαζόσκυλο που έχω δει σε ένα μικυμάου με έναν καμπόη, και τινάχτηκα όπως όταν με καταβρέχει η μάνα στο μπάνιο και την πέταξα από πάνω μου και εν τω μεταξύ η μικρά την κοπάνησε και σκαρφάλωσε στη μάντρα και μου είπε ξανά μανά ο Βούδας ο αναίσθητος καλά να πάθεις που πειράζεις τους αδύναμους κι εγώ του έριξα ένα δολοφονικό βλέμμα αλλά χαμπάρι δεν πήρε και μετά με μάλωσε κι η μάνα από πάνω αλλά εγώ δεν μασάω από γατοτσαμπουκάδες πορτοκαλιούς και είπα θα γίνουμε φιλαράκια ο κόσμος να χαλάσει  και σαν να πετυχαίνει το σχέδιο γιατί έχει αρχίσει η Τζίντζερ να με αφήνει να την μυρίσω και λίγο λίγο και η Μπρέιβ και πού θα πάει, θα τα καταφέρω να καταλάβουν ότι μόνο να παίξουμε θέλω και μέχρι που θα σας στείλω φωτογραφίες αγκαλιά μαζί τους και γειά σας τώρα, πάω να δω πού έχουν χωθεί να τα τσιγκλίσω λιγάκι!











«ΔΩΡΟΘΕΑ» – τίτλοι τέλους

Όλα τα πράγματα έχουν μια αρχή και ένα τέλος - και η συγγραφή ενός βιβλίου  δεν θα μπορούσε παρά να υπακούσει στον απαράβατο αυτόν κανόνα.

Έτσι η «Δωροθέα» μου έφτασε μόλις στο τέλος του συγγραφικής της πορείας και ετοιμάζεται να περάσει  στο επόμενο στάδιο, εκείνο του «χτενίσματος» και των δικών μου διορθώσεων, να συνεχίσει στο τρίτο, εκείνο της επιμέλειας και την έκδοσης, για να φτάσει πανέτοιμη στο τέταρτο - εκείνο του ταξιδιού και της άφιξης στα χέρια σας, για να σας κάνει κοινωνούς της γεμάτης ανατροπές  ζωής της.

Ανάμικτα τα συναισθήματα τώρα που το τρίτο μου μυθιστόρημα έφτασε στο τέλος του, όπως εξάλλου τα ένιωσα και με τα δύο προηγούμενα, «Το βαλς μιας ζωής» και το «Πάροδος Μουσών 9» - χαρά και ικανοποίηση για την ολοκλήρωσή του, προσδοκία και ευχή για μια επιτυχημένη πορεία στη συνέχεια αλλά και μια ακαθόριστη μελαγχολία για το τέλος ενός όμορφου ταξιδιού. Γιατί η «Δωροθέα» με συντρόφευσε και με ταξίδεψε όμορφα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα - όπως όμορφα ελπίζω κι εύχομαι να ταξιδέψει κι εσάς, τους αναγνώστες της.

Δωροθέα μου, αγαπημένη μου κόρη, καλό σου κατευόδιο!


Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018


Από την συνέντευξή μου στο Booksnmore 
 μέρος 4ο  και τελευταίο

Καριέρα ή οικογένεια; Τι από τα δυο επιλέγετε;

Ευτύχησα να μπορέσω να τα συνδυάσω και τα δύο στη ζωή μου - και γιατρός και σύζυγος και μητέρα - με προτεραιότητα πάντα στην οικογένεια, την οποία και θα επέλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη αν έπρεπε να αντιμετωπίσω αυτό το πολύ δύσκολο δίλημμα.

Τι σας ενοχλεί περισσότερο στους άλλους;

Όσα και εκείνα που με στενοχωρούν και ανέφερα παραπάνω - η αδικία, η αγένεια, η υποκρισία, η έλλειψη ενσυναίσθησης  για τα πλάσματα που υποφέρουν δίπλα μας (άνθρωποι και ζώα) και η εγκληματική μας  αδιαφορία για  το περιβάλλον που καταστρέφουμε συστηματικά.

Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σας πόθος;

Πολλοί - να φύγω από τη ζωή όρθια και με πλήρη επίγνωση της πραγματικότητας (κι ας είναι κι αύριο), να χαίρομαι τα παιδιά μου, να δω τα εγγόνια μου να μεγαλώνουν και να γίνονται όμορφοι άνθρωποι, να απολαμβάνω με τον σύντροφό μου την κάθε στιγμή της κάθε μέρας και, αν είμαι τυχερή, να προλάβω να εκδώσω όλα αυτά που έχω «υπό συγγραφή» στο συρτάρι της αναμονής.

Πείτε μας δυο πράγματα που δεν συγχωρείτε σε μια σχέση;

Την έλλειψη σεβασμού και την έλλειψη ειλικρίνειας.

Ένα όνειρο που είχατε από παιδί κι έχει πραγματοποιηθεί;

Να αποκτήσω μια όμορφη οικογένεια.

Ποια ήταν η τελευταία φορά που κλάψατε και γιατί;

Στην πρόσφατη τραγωδία με τον πύρινο όλεθρο και τις τραγικές απώλειες ανθρώπινων ζωών  στο Μάτι… ο λόγος είναι προφανής, δεν χρειάζεται να τον αναλύσω.

Ποια ήταν η τελευταία φορά που γελάσατε και γιατί;

Πριν λίγο με κάτι αστείο που μου είπαν τα εγγόνια μου στο Skype ( ζουν στην Γενεύη και μιλούμε σχεδόν καθημερινά μέσα από το διαδίκτυο).

Πείτε  μας μια μέρα της καθημερινότητάς σας;

Πολύ πρωινό ξύπνημα  (γύρω στις 6 με 6.30), βόλτα με τα σκυλιά, καφές με τον άντρα μου, ενασχόληση με τα «οικιακά» μου (γιατί κάποιος πρέπει να μαγειρεύει και να βάζει πλυντήρια), συνέχιση της συγγραφής του τρίτου μου βιβλίου που προανέφερα, επικοινωνία με φίλους (τηλεφωνικά ή μέσω facebοok) και ήσυχα απογεύματα και βράδια συντροφιά με τον άντρα μου ή και φίλους για ουζάκι στην παραλιακή.

Τι λατρεύετε περισσότερο;
Τον άντρα, τα παιδιά και τα εγγόνια μου.

Σε τι δεν μπορείτε να αντισταθείτε;

Στα γεμάτα παράπονο, φόβο και απορία μάτια ενός αδέσποτου.

Υπάρχει κάποιος λογοτεχνικός χαρακτήρας από το βιβλίο σας τον οποίο θα σκεφτόσασταν να ξαναζωντανέψετε και σε επόμενα βιβλία;

Αυτό έχει ήδη γίνει μιας και χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν στο πρώτο μου βιβλίο, «Το βαλς μιας ζωής», εμφανίζονται σε μικρότερους «ρόλους» στο «Πάροδος Μουσών 9» και συνεχίζουν να μας απασχολούν και στο τρίτο υπό συγγραφή βιβλίο μου, την «Δωροθέα». Πρόκειται ουσιαστικά για μια άτυπη τριλογία όπου το κάθε βιβλίο είναι αυτόνομο και δεν απαιτείται η γνώση του  προηγούμενου για να συμμετάσχει ο αναγνώστης στα δρώμενα - ωστόσο συναντά στις σελίδες του πρόσωπα που αγάπησε στο πρώτο ή/και στο δεύτερο.



Από την συνέντευξή μου στο Booksnmore – μέρος 3

Πόσα βιβλία έχετε γράψει και ποια είναι αυτά; 
Τα μέχρι στιγμής εκδοθέντα έργα μου είναι:
«Το βαλς μιας ζωής» (μυθιστόρημα, ΙΒΙΣΚΟΣ, 2010)
«Ψηφίδες» (ποίηση, BOOKSTARS, 2014) 
« Φρίντα και Βικτώρια» (νουβέλα, ΤΟΒΙΒΛΙΟ, 2014)
 «Βουκαμβίλιες και γεράνια» (ποίηση, ΤΟΒΙΒΛΙΟ, 2015)
«Η μετακόμιση των χρωμάτων» (διηγήματα, ΤΟΒΙΒΛΙΟ, 2016)
«Πάροδος Μουσών 9» (μυθιστόρημα, ΠΝΟΗ, 2017)
«Αποτυπώματα» (ποίηση, ΠΝΟΗ, 2018)
ενώ είναι έτοιμο προς έκδοση και  το τρίτο μου μυθιστόρημα. 
Τι αγαπήσατε περισσότερο στο τελευταίο βιβλίο σας;
Την αλήθεια του και την αναβίωση μέσα από τις σελίδες του της παλιάς Βέροιας, της πατρίδας μου.
Πώς αντιμετωπίζετε γενικά τις κριτικές, είτε θετικές είτε αρνητικές;
Με ιδιαίτερη προσοχή, σεβασμό και πολλές ευχαριστίες – μαθαίνουμε από τις κριτικές, κυρίως τις αρνητικές, όπως ακριβώς και από τα λάθη μας.
Τι προσφέρει το βιβλίο σας στον αναγνώστη;
Ένα όμορφο, θεωρώ, κι ενδιαφέρον ταξίδι στις ζωές τεσσάρων γυναικών (πραγματικές ιστορίες) με φόντο μια πανέμορφη πόλη και μια αλησμόνητη γειτονιά - μια  ευχάριστη απόδραση με πολλά ωστόσο διδάγματα και τοποθετήσεις πάνω σε καίρια ζητήματα της καθημερινότητάς μας.
Όταν γράφατε γνωρίζατε από πριν την ιστορία ή είχατε κατεύθυνση από τους ήρωες σας;
Στο μεγαλύτερο ποσοστό της  η ιστορία ήταν δεδομένη μιας και περιγράφει εν πολλοίς τη ζωή υπαρκτών προσώπων. Ωστόσο υπάρχουν κάποιες αλλαγές κατεύθυνσης που είτε υπαγορεύτηκαν από τους ίδιους τους ήρωες ή προέκυψαν συγγραφική αδεία και για την οικονομία του λόγου.
Το τέλος το ορίζετε εσείς ή ο ήρωας σας;
Στο συγκεκριμένο βιβλίο η ίδια η ζωή.
Ποια είναι η πιο ευτυχισμένη παιδική σας ανάμνηση;
Όλη η παιδική μου ηλικία μέχρι τα δώδεκα χρόνια μου, όταν ζούσα στη Βέροια της δεκαετίας του ’60.

Ποια ήταν η πιο σημαντική στιγμή της ζωής σας;

Όταν, πολύ νέοι ακόμη, αποφασίσαμε με τον άντρα μου να πορευτούμε μαζί στη ζωή.

Γίνατε αυτό που ονειρευόσασταν να γίνετε;

Σε έναν πολύ ικανοποιητικό βαθμό μιας και πάντα υπάρχουν τάλαντα που δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να αξιοποιηθούν και όνειρα που περιμένουν ακόμη την πραγμάτωσή τους – άλλωστε τι νόημα θα είχε η ζωή μας αν δεν συνεχίζαμε να κάνουμε όνειρα μέχρι την τελευταία μας ανάσα!

Ποιο είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο που αντιμετωπίσατε στη συγγραφή; Ή μετά τη συγγραφή;

Ο χρόνος - ποτέ δεν είναι αρκετός μιας και υπάρχουν πολλές και ποικίλες δραστηριότητες που καταναλώνουν μεγάλο μέρος του 24ώρου μου.


    




    















Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018


Από την συνέντευξή μου στο Books ‘n’ more – μέρος 2

Ποια μουσική σας αρέσει;

Η ελληνική σε κάθε της έκφραση.


Τι όνειρα έχετε για το μέλλον ;

Να είμαι υγιής πνευματικά και σωματικά, να πορεύομαι αρμονικά με τον σύντροφο της ζωής μου, να βλέπω τα παιδιά μου να προοδεύουν και τα εγγόνια μου να μεγαλώνουν όμορφα, να ασχολούμαι με πράγματα που με ευχαριστούν και με γεμίζουν και να ζω συνειδητά την κάθε στιγμή της κάθε μέρας.


Τι σας στενοχωρεί ;

Η αδικία, η αγένεια, η υποκρισία, η έλλειψη ενσυναίσθησης για τα πλάσματα που υποφέρουν δίπλα μας (άνθρωποι και ζώα) και η εγκληματική μας αδιαφορία για το περιβάλλον που καταστρέφουμε συστηματικά.


Πείτε μας τρία χαρακτηριστικά σας.

Είμαι παρορμητική, συμπονετική και φύσει αισιόδοξη.


Πώς μπορεί κάποιος να προμηθευτεί το βιβλίο σας;

Από τα Public, το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς του κατόπιν παραγγελίας και τον εκδοτικό μου οίκο ΠΝΟΗ στέλνοντας mail στο ekdoseis.pnoi@gmail.com ή στα τηλέφωνα 2102230206 - 6909152132


Ετοιμάζετε κάτι άλλο τώρα;

Το «Πάροδος Μουσών 9» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά μου. Προηγήθηκε «Το βαλς μιας ζωής» το 2010 και στα ενδιάμεσα χρόνια έχω εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, μια νουβέλα και μια συλλογή διηγημάτων.
Μέχρι το τέλος του χρόνου θα κυκλοφορήσει το τρίτο μου μυθιστόρημα που έχει τον προσωρινό τίτλο «Δωροθέα».


Πώς ξεκινήσατε τη συγγραφή;

Ορμώμενη από μια ακατανίκητη ανάγκη να εκφράσω μέσα από τον Λόγο όλα τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις εικόνες που συνωστίζονταν στο μυαλό και την ψυχή μου.




Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018


Από την συνέντευξή μου στο Booksnmore - μέρος 1
    Πείτε μας πως αποφασίσατε να γράψετε το βιβλίο σας;
Είχα βαθιά επιθυμία να απεικονίσω σε ένα μου βιβλίο την ζωή στην αγαπημένη μου πατρίδα, τη Βέροια, την δεκαετία του ’60 που ζούσα και μεγάλωνα εκεί καθώς και να καταγράψω τις ιστορίες τριών γυναικών του συγγενικού μου περιβάλλοντος, τις οποίες θεωρώ ιδιαίτερες και αρκετά ενδιαφέρουσες.
     Μέσα από το βιβλίο σας θέλετε να στείλετε κάποια μηνύματα;
Πάντα ένα αφήγημα περιλαμβάνει και μεταφέρει μηνύματα. Στο βιβλίο μου «Πάροδος Μουσών 9» το κυρίαρχο είναι η πίστη στον εαυτό μας και στη ζωή και η βεβαιότητα  πως όλα τα προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν καλύτερα και πιο αποτελεσματικά αν επιστρατεύσουμε την αισιοδοξία και τις κρυμμένες ψυχικές μας δυνάμεις.
     Ποια είναι η ανταπόκριση του κοινού μέχρι τώρα;
Πολύ θετική, έχει ανακαλύψει αυτό ακριβώς που σας αναφέρω πιο πάνω σαν μήνυμα συν την (κατά δηλώσεις αναγνωστών) ευχαρίστηση της ανάγνωσης ενός ενδιαφέροντος και καλογραμμένου μυθιστορήματος.

Ποιο είναι το συναίσθημα ενός συγγραφέα  που πιάνει πρώτη φορά το βιβλίο του στα χέρια του;

Το ίδιο περίπου με την αγαλλίαση να κρατάς αγκαλιά το πρώτο σου παιδί.

Πόσο ταυτίζεστε με την ηρωίδα- ήρωα του βιβλίου;

Οι ηρωίδες μου είναι τέσσερις (μάνα και τρεις κόρες), έχουν όλες στοιχεία του χαρακτήρα μου και εκφράζουν δικές μου θέσεις και απόψεις για τη ζωή γενικότερα.

Όταν ήσασταν μικρή  πώς φανταζόσασταν τον εαυτό σας;

Με μικρές παραλλαγές περίπου όπως είμαι τώρα - με μια όμορφη οικογένεια, μια γεμάτη ως τώρα ζωή και τη δυνατότητα να κάνω πράγματα που με ευχαριστούν και με εκφράζουν.


Είστε ευαίσθητη;

Έχετε πάρει ποτέ αρνητική απάντηση σε τούτη την ερώτηση; Έχω ευαισθησίες, ναι, κάποιες  από τις οποίες φροντίζω να κρατώ κρυμμένες - η ζωή δεν βλέπει πάντα με καλό μάτι τους ευαίσθητους ανθρώπους.


Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;

Να χάσω την δυνατότητα επικοινωνίας με τους αγαπημένους μου και γενικότερα με τους ανθρώπους γύρω μου.





Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018


Στον απόηχο της χθεσινής μέρας



Με εξαίρεση τις πρώτες δυο δεκαετίες της ζωής μας,
τις επόμενες τεσσεράμιση τις πορευτήκαμε μαζί.

Σ' ευχαριστώ καλέ μου που με αντέχεις τόσα χρόνια –
δεν είμαι δα κι ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου!!!




Τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα…  και βάλε!
Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια!

Όταν έκλεισα τα 30, συγχίστηκα. Για κάποιο λόγο με ενόχλησε πολύ αυτό το «3» που πήρε τη θέση του «2» μπροστά στα χρόνια μου . Ένιωσα σαν και να πέρασα μονομιάς την δεκαετία κι από 29 να έγινα 39 μέσα σε μια νύχτα - κι αυτό με ζόρισε πολύ. Άδικα, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια (κι όπως ήταν εξ αρχής έτσι κι αλλιώς) μιας και η δεκαετία των 30 υπήρξε από τις πλέον όμορφες και παραγωγικές της ζωής μου. Ωρίμασα σαν χαρακτήρας, βελτιώθηκα κι απόκτησα πολύτιμες εμπειρίες στην επιστήμη και τη δουλειά μου, χάρηκα το μεγάλωμα των παιδιών μου, εξέλιξα και εμπλούτισα την σχέση μου με τον άντρα μου.

Στα 40 δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Κάτι που είχα πάρει την κρυάδα στα 30, κάτι που είχα (είπαμε) ωριμάσει, κάτι το άσμα «οι 40ρες κάνουν για δύο 20ρες» και το οποίο πήρα στα πολύ σοβαρά (εξ άλλου έτσι κι ένιωθα), τα 40 τα πέρασα αβρόχοις ποσί - εν ολίγοις τα σνόμπαρα εντελώς!

Τα 50 τα πανηγύρισα. Είχα ήδη αντιληφθεί από τα μέσα της δεκαετίας των 40 ότι η ζωή τρέχει με τους δικούς της ρυθμούς χωρίς να σε υπολογίζει και πολύ, ότι αν δεν ζήσεις και εκτιμήσεις κάθε χρόνο που περνάει κινδυνεύεις να κοιμηθείς σαραντάρα και να ξυπνήσεις πενηντάρα χωρίς να το πάρεις χαμπάρι και να ψάχνεις να βρεις πού στην ευχή πήγε η δεκαετία- οπότε τον μισό αιώνα της ζωής μου τον γιόρτασα δεόντως και πανηγυρικά!

Την μέρα που έκλεινα τα 60 κοίταξα τον ήλιο που ανέτειλε, ευχαρίστησα με ευγνωμοσύνη τη ζωή που με αξίωσε να  δω το χάραμα από την κορυφή της έκτης δεκαετία μου και την αφετηρία της έβδομης, αναλογίστηκα ότι υπήρξε πολύ γενναιόδωρη (η ζωή) που μου επέτρεψε μέχρι εκείνη τη στιγμή να μετράω με δεκαετίες κι αποφάσισα να γίνω πιο συνετή, πιο νουνεχής (όπως έλεγε ο πατέρας μου) και να αρχίσω να μετρώ με πενταετίες πλέον και να την ευγνωμονώ (τη ζωή πάντα) αν μου επιτρέψει να τις διανύσω.

Σήμερα λοιπόν κλείνω την πρώτη τέτοια πενταετία - γίνομαι 65 χρόνων και βάζω σαν στόχο και σαν στοίχημα την επόμενη. Θα είμαι τυχερή και ευτυχής αν μπορέσω να την καβατζώσω ούσα υγιής (απαραίτητη προϋπόθεση για να αξίζει) και περιτριγυρισμένη από τους αγαπημένους μου. Να μπορώ να παρακολουθώ τα παιδιά μου να προοδεύουν, τα εγγόνια μου να μεγαλώνουν και να αγαλλιάζει η ψυχή μου, να χαίρομαι την συντροφιά των αδελφών και των φίλων μου και, πάνω απ’ όλα, να απολαμβάνω την αγάπη του καλού μου και την ανεκτίμητη εκείνη συντροφικότητα που χαρίζουν, πολύτιμο δώρο, τα τόσα πολλά (πάνω από 40) χρόνια που είμαστε μαζί.

Ένας ο στόχος - να ζούμε την κάθε μέρα σε όλες της τις εκφάνσεις. Όμορφες, δύσκολες, οδυνηρές, ευτυχισμένες, χαμογελαστές, σκυθρωπές, αισιόδοξες, μελαγχολικές - αλλά να τις ζούμε συνειδητά. Γιατί οι μέρες, τα χρόνια οι δεκαετίες τρέχουν ερήμην μας και παρά τη θέλησή μας - και το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να βιώνουμε τον χρόνο που περνά για να έχουμε όσο γίνεται πιο πολλά να αναθυμόμαστε εκεί, στο λιόγερμά του. Γιατί πρέπει να αδράχνουμε την κάθε μέρα από την στιγμή που θα μας κάνει την υπέρτατη χάρη να μας χαμογελάσει - carpe diem!

«Οι καιροί ου μενετοί» φίλοι μου! Ας το θυμόμαστε κάθε στιγμή και, κυρίως, κάθε που έχουμε γενέθλια - και ας τα απολαμβάνουμε χωρίς μιζέρια.

Να είστε όλοι πάντα καλά!


Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2018


Οι άθλοι του Ηρακλή

Τα πορτοκαλόγατα - μέρος α

Τώρα τι να πω γι αυτά τα πορτοκαλόγατα που μας κουβάλησε η μάνα από την Άνδρο και μας τα μπαστάκωσε στο σπίτι μας και αντί να πουν ευχαριστώ που τα έσωσε από την ερημιά του χειμώνα στο νησί και τα έβαλε και στο μεγάλο γατόσπιτο με καλαθάκια και μαξιλαράκια, αυτά τα αναρχικά μετακόμισαν από μόνα τους στο γυάλινο δωμάτιο που ήταν δικό μου όταν ήμουνα μωρό και αλωνίζουν στη βεράντα κι έκλεισε η μάνα όλα τα πορτάκια τριγύρω και δεν με αφήνει να πάω κοντά να τα ζουλήξω και να παίξουμε κι εκείνα τρέχουν και φεύγουν όταν με βλέπουν και τσαντίζομαι και μόνο η μάνα τους η Τζίντζερ δεν με φοβάται αλλά με χουγιάζει και σηκώνει και το χέρι της να με βαρέσει, δυόμισυ κιλά απολειφάδι, κι εγώ κάνω πίσω μπας και μου βγάλει και κανα μάτι και λέω του Ρόμπι να κάνουμε ενέδρα να τα τσακώσουμε αλλά αυτός με κοιτάζει αυστηρά και μου λέει ότι ποτέ δεν τα βάζουμε με ζωάκια πιο αδύναμα από μας και δεν καταλαβαίνει ότι εγώ θέλω μόνο να τα παίξω όπως παίζω με τον Σπίθα και τον Λέστερ -η άλλη η ακατάδεχτη η Ζενέβ με προγκάει- και εμπάση περιπτώσει (αυτό μάλλον λάθος το έγραψα αλλά δεν προλαβαίνω να μπω στον Γκούγκλη να δω το σωστό)  ίσα που κατάφερα να μάθω τα ονόματά τους που είναι και εγγλέζικα -χα χα οι λόρδοι- και το κοριτσάκι το λένε Brave γιατί είναι και το πιο θαρραλέο εδώ που τα λέμε μέχρι που αφήνει και τη μάνα να την χαϊδέψει και το ένα αγοράκι, που έχει ένα ματάκι μόνο γιατί έτσι γεννήθηκε και πολύ το λυπάμαι αλλά μου είπε ο σοφός Βούδας ο αδερφός μου ότι αυτούς που έχουν κάποιο ελάττωμα δεν πρέπει να τους λυπόμαστε αλλά να τους θαυμάζουμε που μπορούν και το ξεπερνούν και ζουν μια κανονική ζωή, και που λέτε αυτόν τον λένε Sparrow από ένα έργο με έναν πειρατή (κι αυτό ο Ρόμπι μου το είπε) και το άλλο αγοράκι, που είναι πολύ φοβιτσιάρικο και ίδρωσε η μάνα να το μαγκώσει και να το πάει στον γιατρό μου τον κύριο Διονύση να του κάνει εμβόλιο, το λένε Timmy από το timid  που θα πει ντροπαλός/φοβιτσιάρης στα αγγλικά ( τζάμπα το πήρα το lower? ) κι εκεί που πήγα να τους συστηθώ κι εγώ πως με λένε Ηρακλή εκείνα έκαναν μια μπραφ! κι εξαφανίστηκαν στον κήπο κι εγώ τα κυνήγησα αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία που θα σας την πω μια άλλη φορά, στο «πορτοκαλόγατα μέρος βου», γιατί τώρα μου μύρισαν οι κεφτέδες που τηγανίζει η μάνα και θα πάω στα μουλωχτά μπας και κλέψω κανέναν και γεια σας και καλό μεσημέρι!











Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018



Σχολικές αναμνήσεις - η διετής
(τι θυμάται κανείς καθώς ανοίγουν τα σχολεία…)

Πρωτοπήγα σχολείο στα τρία μου χρόνια μιας κι οι γονείς μου, δάσκαλοι εκείνη την εποχή στο Νησί, ένα χωριό έξω από τη Βέροια, δούλευαν πρωί και απόγευμα, κάτι σαν ολοήμερο, οπότε δεν είχαν πού να με αφήσουν και αναγκαστικά με έπαιρναν μαζί τους.

Το σχολείο είχε τρεις δασκάλους για έξι τάξεις - τα περίφημα τριθέσια εξατάξια. Η μάνα μου είχε πρώτη και δευτέρα, η κυρία Κατίνα Βαμβούδη τρίτη και τετάρτη και ο πατέρας μου πέμπτη και έκτη. Εγώ πήγα για δυο χρονιές άτυπα στην πρώτη τάξη, έμαθα να διαβάζω και να γράφω, κι όταν στα πέντε μου χρόνια έφτασε ο καιρός για την "τρίτη" πρώτη, αποφάσισε ο πατέρας μου (διευθυντής ων, άρα είχα τα μέσα) να παρακολουθήσω κανονικά τα μαθήματα της τάξης κι όχι σαν τουρίστας - αν και χωρίς επίσημη εγγραφή. Τέλειωσα λοιπόν κανονικά την πρώτη χωρίς ωστόσο να πάρω ενδεικτικό μιας και δεν ήμουν γραμμένη στο μαθητολόγιο.

Την επόμενη χρονιά μετακομίσαμε στη Βέροια, πήγα στο 5ο Δημοτικό Σχολείο στη Μπαρμπούτα, όπου τοποθετήθηκε ο πατέρας μου, γράφτηκα κανονικά στην πρώτη, παρακολούθησα τα μαθήματα της δευτέρας και πήρα ενδεικτικό της πρώτης. Έτσι συνέχισαν και οι υπόλοιπες τάξεις - παρακολουθούσα τα μαθήματα της παραπάνω τάξης ενώ ήμουν γραμμένη στην προηγούμενη κι έπαιρνα ενδεικτικό από αυτήν.

Μέχρι που φτάσαμε στο τέλος και τέλειωσα και την έκτη δημοτικού - αλλά, ούσα γραμμένη στην πέμπτη, είχα ενδεικτικό προαγωγής για την έκτη κι όχι απολυτήριο, άρα δεν μπορούσα να γραφτώ στο γυμνάσιο. Η μόνη λύση; Να ξανακάνω την έκτη, γραμμένη και επίσημα αυτή τη φορά. Καταλαβαίνετε την σύγχιση! Ξανά μανά την ίδια τάξη, με άλλους συμμαθητές και άλλον δάσκαλο, τον αείμνηστο Τάκη Κουτσαντώνη αυτή τη φορά, και με μένα να πηγαίνω βαριεστημένη σε μαθήματα που είχα μόλις ξανακάνει - χώρια η (καλοπροαίρετη μιας και ήταν γνωστό) καζούρα από τα παιδιά πως είχα μείνει στην ίδια τάξη και ήμουν διετής...

Κάποτε τέλειωσε και η "δεύτερη" έκτη, πήρα το περίφημο απολυτήριο και τον Σεπτέμβρη γράφτηκα περιχαρής και περήφανη στο Γυμνάσιο Θηλέων Βεροίας - για να το αποχαιρετήσω με θλίψη τα Χριστούγεννα, τρεις μόλις μήνες μετά, όταν μετατέθηκαν οι γονείς στην Αθήνα κι αναγκάστηκα με πόνο ψυχής να εγκαταλείψω για πάντα την πατρίδα της καρδιάς μου και να βουτήξω στα βαθιά νερά των σχολείων της μεγαλούπολης.

Αλλά αυτές είναι ιστορίες που θα τις πούμε κάποια επόμενη φορά.







Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018



Τζίντζερ

Διάλεξε την ψησταριά του σπιτιού μας στην Άνδρο για να φέρει στον κόσμο τα μωρά της αρχές καλοκαιριού - τρία πανέμορφα πορτοκαλογατάκια, ίδια η μάνα τους, αδέσποτη γατίτσα του οικισμού. Την «ανακαλύψαμε» όταν πήγαμε τον Ιούλιο και τη φροντίσαμε με πολλή αγάπη - έτσι τα μωρά της μεγάλωσαν με ασφάλεια κάτω από το άγρυπνο βλέμμα και την διαρκή επιμέλεια της μάνας τους, που τα θήλαζε, τα κανάκευε και τα δίδασκε πώς να επιβιώσουν σ’ αυτόν τον δύσκολο κόσμο. Ο πατέρας-γάτος πουθενά, εννοείται. Άφαντος μετά την τέλεση των «συζυγικών καθηκόντων», πήγε για φρέσκα αφήνοντας την μάνα να μεγαλώσει μόνη της τα παιδιά τους. Κι εκείνη τα κατάφερε περίφημα - κι ας είναι μόνο δύο χρόνων, μικρούλα κι αυτή.

Τα εγγόνια μου την ονόμασαν Τζίντζερ από ένα αγαπημένο τους καρτούν και την λάτρεψαν, κι αυτή και τα γατονάκια της. Τα τάιζαν, τα έπαιρναν αγκαλιά, τα έπαιζαν κι όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, η απόφαση ήταν ομόφωνη - η πορτοκαλί γατοοικογένεια θα έρχονταν μαζί μας στο Λαγονήσι. Προσαρμόστηκαν σχετικά σύντομα και εύκολα στις εδώ συνθήκες με τα πολυπληθή γατιά και σκυλιά, με τη μάνα να είναι συνέχεια σε επαγρύπνηση και να προστατεύει τα μωρά της από κάθε κίνδυνο, κυρίως από τις επισκέψεις του Ηρακλή, που επιμένει καλά και σώνει να γνωριστούν καλύτερα αλλά, άγαρμπος ων, μάλλον τα τρομάζει κι εξαφανίζονται στο λεπτό ενώ η Τζίντζερ μένει πίσω και τον αντιμετωπίζει θαρραλέα βγάζοντας νύχια και τρέποντάς τον σε άτακτη φυγή. Την θαυμάζω και τη σέβομαι απεριόριστα γι αυτή της την αφοσίωση και αυταπάρνηση.

Πόσες «Τζίντζερ» γύρω μας… Μανάδες με ένα, δύο ή περισσότερα παιδιά που ο πατέρας τους (και σύντροφός τους μέχρι κάποια στιγμή) αποφάσισε πως αρκετά ασχολήθηκε, καιρός να πάει για φρέσκα κι αυτός - σαν τον γάτο που λέγαμε. Χωρίς να σκεφτεί, τις περισσότερες φορές, τι θα απογίνουν τα παιδιά του, πώς θα τα μεγαλώσει η μάνα τους μόνη της, με τι ψυχικά αποθέματα όταν γυρίζει σπίτι από τη δουλειά κατάκοπη και πρέπει/θέλει να τους δώσει αγάπη και φροντίδα, με τι πόρους οικονομικούς σε τούτη τη δύσκολη περίοδο. Πατέρες-γάτοι που, στην καλύτερη, πετούν ένα ανεπαρκές ποσό χρημάτων στην πρώην οικογένειά τους, θεωρώντας πως έκαναν το καθήκον τους (και περιμένουν κι ευγνωμοσύνη από πάνω), και που, με την πρώτη ευκαιρία, το κόβουν κι αυτό. Το πώς τα βγάζει πέρα αυτή η γυναίκα-ήρωας με την κούραση, τα έξοδα, τα άγχη και τις ανασφάλειές της, με τον αγώνα για την σωστή αντιμετώπιση των χιλιάδων καθημερινών καταστάσεων που προκύπτουν όταν έχεις μικρά παιδιά (τραυματισμένα βαθιά από την διάλυση της οικογένειας), με την μοναξιά της όταν πέφτει η νύχτα και δεν έχει έναν ώμο να γύρει, με μόνο συντροφιά ένα μαξιλάρι μουσκεμένο καημό και φόβους - αυτό δεν τους απασχολεί. Γιατί είναι «γάτοι» - και κατά μία παράλογη, εξοργιστική, απάνθρωπη θα έλεγα, νοοτροπία και αντίληψη, η φροντίδα των παιδιών είναι ευθύνη της μάνας-γάτας… λες και τα έκανε μόνη της…

Μάνες-Τζίντζερ σας θαυμάζω, σας σέβομαι  και σας εκτιμώ απεριόριστα - και υποκλίνομαι μπροστά στην αυταπάρνηση και το μεγαλείο της ψυχής σας…



Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018


Οι άθλοι του Ηρακλή

Ο συναγερμός

Σας έχω αφήσει με την αγωνία για το τι έγινε με τον συναγερμό, το ξέρω,  αλλά δεν φταίω εγώ, η μάνα φταίει που έχει πάρει τον υπολογιστή εργολαβία και δεν αφήνει και καναν άλλον να γράψει κι ευτυχώς που ο μπαμπάς έχει δικό του και κάνει τις δουλειές του που είναι σοβαρές κι όχι σαν της μάνας που παρλάρει στο φέις αλλά κάνει κι αυτή κάτι σοβαρά πού και πού όπως κάτι κουβέντες με μια κυρία Δωροθέα που δεν την έχω δει βέβαια και ποτέ να έρθει να με χαϊδέψει αλλά η μάνα όλο και της μιλάει κι άντε να τελειώσουν την κουβέντα να παίρνουμε κι εμείς σειρά μέχρι που σκέφτομαι στα σοβαρά να τους ζητήσω να μου πάρουν ένα δικό μου λαπτοπάκι να κάνω τη δουλειά μου αλλά πάλι ξέφυγα από το θέμα μου που είναι ο συναγερμός και που λέτε τη μέρα που ήταν να φύγουμε από την Άνδρο με τα γατόνια τα πορτοκαλιά στο κλουβί (μου τα είχαν βάλει και στο πίσω κάθισμα ενώ εγώ κι ο Ρόμπι στο πορτμπαγκάζ και πείτε μου τώρα είναι να μην ξαναγίνω ο Τσες ο Γκεβάρας με τέτοια αδικία) κι ετοιμαζόμασταν να κατέβουμε στο λιμάνι άρχισε στα καλά καθούμενα να τσιρίζει ο συναγερμός ίου ίου ίου και πώς τούρθε δεν ξέρω γιατί ποτέ δεν βάραγε, είχε χαλάσει, αλλά τον έπιασε το γλυκύ του που έλεγαν και σε μια ταινία με έναν Αντωνάκη και μια Ελενίτσα και πάνω που σταμάταγε, ξεκίναγε πάλι και είπε η μάνα «πάμε να φύγουμε κι ας βαράει το ρημάδι, θα χάσουμε το βαπόρι» και πήγαμε στον ντόκο τσιρίζοντας σαν ασθενοφόρο που κουβαλάει έγκυο και γίναμε ρεζίλι αλλά ο μπαμπάς μου, που τα ξέρει όλα και τα μαστορεύει όλα, έδωσε τη λύση γιατί είχε πάρει μαζί του από το σπίτι ένα πράγμα που το λένε κοφτάκι και άνοιξε το καπό και βρήκε τη σειρήνα που γκάριζε αλλά είχε η ρημάδα 5-6 καλώδια όλα τα χρώματα και ποιο να κόψει για να το βουλώσει και ξαφνικά του ήρθε φλασιά από ένα έργο με εκείνον τον καταπληκτικό τύπο τον Τομ Κρουζ που πηδάει από τα αεροπλάνα και ανατινάζεται αλλά δεν παθαίνει τίποτε και χαλάει τις βόμβες κόβοντας πάντα το κόκκινο καλώδιο κι είπε κι ο μπαμπάς μου «θα κόψω το κόκκινο» και καθώς είχε πάρει πάλι μπρος το ίου ίου ίου κάνει μια χραπ! και το κόβει και ω του θαύματος (αυτό το λέει η μάνα, δεν ξέρω και πολύ καλά τι πα να πει) έσκασε η σειρήνα και βαράγανε παλαμάκια από τα διπλανά αμάξια που τους είχαμε πάρει τα αυτιά τόση ώρα κι έτσι μπήκαμε στο βαπόρι κι ήρθαμε σπίτι μας αλλιώς θα ξεμέναμε στο νησί γιατί σιγά να μη μας έβαζαν μέσα με τόσο τζερτζελέ και να το ξέρετε κι εσείς, πάντα το κόκκινο καλώδιο να κόβετε!