Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019


Το ξύλινο αυτοκινητάκι - κάπου στην Ελλάδα του 1948
(σκέψεις με φόντο μια φωτογραφία)

Μια φαρδιά σανίδα, μερικά καρφιά, δυο ξύλινοι «άξονες», τέσσερις ρόδες επίσης ξύλινες κι έτοιμο το αυτοκινητάκι. Φτιαγμένο από τα χέρια του εργάτη ή αγρότη ή μεροκαματιάρη πατέρα φάνταζε στα χέρια του μικρούλη σαν το καλύτερο αγιοβασιλιάτικο δώρο κι έπαιζε ευτυχισμένο μ’ αυτό με μια χαρά γνήσια, αυθεντική, μοναδική.

Άραγε μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο για τα παιδιά μας σήμερα; Για τα παιδιά που η πρόθυμη κι άφθονη προσφορά πολύπλοκων ακριβών παιχνιδιών έχει αμβλύνει αυτόν τον ενθουσιασμό, αυτή τη λαχτάρα για την απόκτησή τους;

Καλό ΣΚ – το τελευταίο του 2019!



Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019


Μέσα στα χαμόγελα και τις ευφρόσυνες γιορταστικές στιγμές ας στείλουμε τη σκέψη και την αγάπη μας στους "άλλους"... τους λιγότερο τυχερούς...

Σμύρνα, χρυσό και λίβανο

Αιώνες τώρα πορευόμαστε
Περιπλανώμενοι σε δύσβατα μονοπάτια
Χιονισμένων βουνοκορφών κι άνυδρων ερήμων,
Ψάχνοντας να βρούμε
Το Θείο Βρέφος
Ακολουθώντας το Αστέρι.


Κι όλο θαρρούμε πως κοντοζυγώνουμε
Στη φάτνη.
Κι όλο αναφτερώνουν οι ελπίδες μας,
Πως έφτασε η στιγμή
Να αποθέσουμε στα πόδια Του
Σμύρνα, χρυσό και λίβανο,
Όχι τόσο σαν δώρα σεβασμού κι αγάπης,
Όπως όλοι πιστεύουν λαθεμένα,
Μα πιότερο σαν αναθήματα ικεσίας
Για όσα λαχταρούμε να ‘ρθουνε
Σε τούτον το μίζερο πλανήτη.

Ακόμα δεν Το βρήκαμε
Το Βρέφος των ελπίδων και των προσδοκιών μας.
Κάποιες φορές Το είδαμε
Να μας κοιτάζει τρομαγμένο
Μέσα από τα μάτια μικρών παιδιών
Θαμμένων κάτω από ερείπια βομβαρδισμένων σπιτιών
Ή παιδιών που φόραγαν
Κίτρινα σωσίβια στο λιανό κορμί τους…
Κι άλλοτε πάλι να μας κοιτάζει με θλίψη κι απόγνωση
Μέσα από τα μάτια μανάδων
Που βύζαιναν αποστεωμένα μωρά
Σ’ ένα στεγνό, μαραμένο στήθος.

Κι ύστερα χανόταν πάλι…

Ωστόσο εμείς ακόμα επιμένουμε
Στην αέναη αναζήτησή Του,
Πάντα ακολουθώντας το Αστέρι.
Κι ας έχει λιγοστέψει η λάμψη του.
Κι ας κρύβει κάθε τόσο το πρόσωπό του
Πίσω από σύννεφα οργής και αγανάκτησης
Για όσα φοβερά αντικρίζει
Σε τούτον το μίζερο πλανήτη.

Επιμένουμε…
Κι ας έχει θαμπώσει ο χρυσός.
Κι ας έχει ξεθυμάνει η ευωδιά.
Στη σμύρνα και στο λίβανο…


*Από την ποιητική μου συλλογή «Αποτυπώματα», Εκδόσεις ΠΝΟΗ






Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019


Δυο Ελίτσες Μια Φορά

(σαν) Ένα Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι σε Εικόνες

Κάποτε, τα χρόνια τα παλιά, ήταν δυο μικρά παιδιά που είχαν δυο μεγάλους (έτσι τουλάχιστον τους έβλεπαν εκείνα, όπως όλα εξάλλου τα παιδιά) γονείς. Οι γονείς αυτοί λοιπόν κάθε Χριστούγεννα αγόραζαν για τα παιδιά τους ένα έλατο αληθινό (του φυτώριου, όχι του βουνού) και τους το στόλιζαν με φωτάκια και μπαλίτσες και πολύ το χαίρονταν τα παιδιά και χτυπούσαν παλαμάκια. Μόνο που στο τέλος των γιορτών έκλαιγαν γιατί το ελατάκι είχε μαραθεί και το έβαζε ο πατέρας τους στο τζάκι και το έκαιγε λέγοντας πως τουλάχιστον δεν θα πήγαινε χαμένο - αλλά τα παιδιά καθόλου δεν τα ζέσταινε η φωτιά από το αγαπημένο τους δεντράκι. Έτσι, όταν μεγάλωσαν λιγάκι, είπαν στους γονείς τους πως δεν ήθελαν πια ελατάκι αληθινό αλλά κάτι άλλο που θα σκέφτονταν εκείνοι σαν μεγάλοι και σοφοί που ήταν.

Οι γονείς, αφού τα αγκάλιασαν και τα φίλησαν που ήταν τόσο ευαίσθητα και πονετικά παιδάκια ακόμη και με τα δεντράκια, έβαλαν τα σοφά κεφάλια τους να σκεφτούν κι όταν γύρισαν από την αγορά έφεραν μαζί τους δυο γλάστρες που η κάθε μια είχε μέσα μια μικρή ελιά. Τα παιδιά απόρησαν αλλά εκείνοι τους εξήγησαν ότι ετούτη τη χρονιά και τις επόμενες θα στόλιζαν τις ελίτσες για δέντρα Χριστουγέννων και ότι μετά θα τις έβαζαν στη βεράντα να μεγαλώσουν σαν κανονικά δεντράκια κι ότι πήραν δυο, ένα για το καθένα τους, σαν δώρο για την όμορφη σκέψη που είχαν κάνει.

Έτσι κι έγινε. Οι ελίτσες στολίστηκαν κι ήταν πολύ πολύ όμορφες με τα φωτάκια και τις γιρλάντες τους. Κι όταν πέρασαν οι γιορτές πήραν τη θέση τους στη βεράντα μαζί με τα άλλα φυτά και μεγάλωναν ευτυχισμένες - και την άλλη χρονιά, τα άλλα Χριστούγεννα, στολίστηκαν και πάλι με φωτάκια και γυαλιστερές μπαλίτσες. 

Ήρθε όμως το άλλο καλοκαίρι και οι ελίτσες είχαν μεγαλώσει πολύ - κι έδειχναν να μη χωρούν άλλο στις μικρές, πια, γλάστρες τους και να στενοχωριούνται… σαν να μη μπορούσαν να ανασάνουν. Τα παιδιά το κατάλαβαν - πάντα τα παιδιά το καταλαβαίνουν γιατί μπορούν και μιλούν με όλα τα πλάσματα της Φύσης, ζώα και φυτά. Είπαν λοιπόν στους γονείς τους πως ήταν καιρός να φύγουν τα δεντράκια από εκείνες τις στενάχωρες γλάστρες και να πάνε να ζήσουν στον κήπο, στο χώμα, να απλώσουν ρίζες και να μεγαλώσουν όπως όλα τα άλλα αδέλφια και ξαδέλφια τους στα χωράφια και στις πλαγιές των βουνών.

Έτσι κι έγινε. Οι δυο ελίτσες φυτεύτηκαν στον κήπο από τον πατέρα των παιδιών κι εκείνα τον βοήθησαν, το καθένα με τη δικιά του - και μετά τις πότιζαν, τις φρόντιζαν, τους μιλούσαν με αγάπη. Κι εκείνες τα άκουγαν και έγερναν με ευγνωμοσύνη τα ασημοπράσινα φυλλαράκια τους και χάιδευαν με την ίδια αγάπη τα παιδικά προσωπάκια. Και μεγάλωναν και θέριευαν μέχρι που την άλλη χρονιά έβγαλαν και μικρά λευκά ανθάκια που στη συνέχεια τα έδεσαν σε μικρούς πράσινους καρπούς, μικρές πράσινες ελίτσες - για πρώτη φορά στην δεντρίσια τους ζωή.

Τα παιδιά πανηγύρισαν ετούτο τον θρίαμβο της Φύσης. Ήταν οι δικές τους ελίτσες, τα δικά τους μικρά δεντράκια, που ξεκίνησαν τη ζωή τους σαν Χριστουγεννιάτικα στολίδια και κατάφεραν να γίνουν εκείνο για το οποίο είχαν γεννηθεί - αληθινά δέντρα σε αληθινό χώμα με αληθινούς καρπούς! Μάζεψαν με προσοχή τις μικρές πράσινες ελίτσες κι ευχαρίστησαν τα δεντράκια τους για το υπέροχο δώρο που τους έκαναν - κι εκείνα θρόισαν τα ασημοπράσινα φύλλα και τους ψιθύρισαν το δικό τους ευχαριστώ για το δώρο ζωής που τους είχαν κάνει κι ότι ήταν πολύ ευτυχισμένα που τα παιδάκια τους, οι μικρές ελίτσες-καρποί, τα είχαν κάνει τόσο χαρούμενα.

Κι όταν ήρθαν τα άλλα Χριστούγεννα τα δυο παιδιά με μια φωνή ζήτησαν από τους γονείς τους να αγοράσουν ένα ψεύτικο δέντρο, άσπρο σαν το χιόνι που τόσο αγαπούσαν, και να το στολίσουν για χριστουγεννιάτικο. Έτσι κι έγινε κι έβαλαν το στολισμένο φωτερό κατάλευκο δέντρο δίπλα στο μεγάλο παράθυρο να το βλέπουν και οι ελίτσες-δεντράκια από τον κήπο και να θυμούνται τα χρόνια που ήταν κι οι ίδιες στολισμένες και να γιορτάζουν κι εκείνες μαζί τους, χαρούμενες πολύ που είχαν βρει πια τον δρόμο τους και την δική τους αληθινή γωνιά πάνω σε τούτη τη γη.

Κι ήταν τόσο όμορφα κι ευτυχισμένα για όλους εκείνα τα Χριστούγεννα!






Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019


Εμπιστεύτηκες… και σε ρήμαξαν…

Το «αμάρτημά» σου υπήρξε ότι εμπιστεύτηκες… κι αυτό στάθηκε μοιραίο για τη ζωή σου.

Εμπιστεύτηκες τα χάδια, τη φροντίδα, το χέρι που σου έδωσε να φας. Χωρίς να ξέρεις (και πώς άλλωστε) πως υπάρχουν κι αλλιώτικα χέρια… χέρια που χτυπούν, που βασανίζουν, που σκοτώνουν. Τα εμπιστεύτηκες κι εκείνα -κι εκείνα έβαλαν άγριο τέλος στη μικρή ζωούλα σου.

Όπως κι εμείς εξ άλλου. Εμπιστευόμαστε κι ονειρευόμαστε - κι είναι πολλές φορές  τα χάδια και τα λόγια ψεύτικα, τα χαμόγελα απατηλά. Και βάζουν άγριο τέλος στα όνειρα και την γαλήνη της ψυχής.

Γι αυτό φυλάξου, αθώο μου γατάκι… γι αυτό φυλάξου, καλόγνωμη ψυχή.