Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016



Σκέψεις, νεύρα κι όνειρα ατάκτως ερριμμένα

Θα το πνίξω το κοκκόρι του γείτονα, μα το Θεό... Έξι παρά η ώρα, αχάραγα, μαύρη μαυρίλα έξω κι αυτό λαλάει το ρημάδι! Λύσσα κακιά πια - κι έχω και τη μάνα μου να με συγχίζει ακόμα πιο πολύ «τι ωραία που με ξυπνάει το κοκκοράκι, μου θυμίζει το χωριό μου». Εμένα όμως μου θυμίζει κόκκορα κρασάτο με χοντρό μακαρόνι και τριμμένο κεφαλοτύρι - εκεί θα καταλήξει, θα γίνω κοκκοροκτόνος σαν τον βασιλοκτόνο στο “Game of Thrones”!

Τι ωραία σειρά κι αυτή, τι ωραίος άντρας ο Τζέιμι Λάνιστερ! Τι τόθελε το νταραβέρι μ’ αυτήν την αδελφή του τη μπίτσω τη Σέρσεϊ ο πανηλίθιος, ποτέ δεν το κατάλαβα. Αυτή τον κατέστρεψε... Αλλά βέβαια...  οι ακαμάτρες κι οι λωλές έχουν τις τύχες τις καλές, που λέει κι η γιαγιά μου - που δεν λέει ακριβώς ακαμάτρες, άλλο λέει, τέλος πάντων... πιπέρι στο στόμα!

Σαν τον πανηλίθιο τον ξάδερφό μου τον Δημητράκη, που τον σέρνει από τη μύτη αυτό το τσόκαρο που πήγε κι ερωτεύτηκε! Χα! Ας γελάσω! Τι ερωτεύτηκε από δαύτην δεν έχω καταλάβει ακόμα.  Κοντή, ένα κι είκοσι με ανάταση, και φαρδιά – πολύ φαρδιά, αδερφέ μου, ίσο ύψος ίσο πλάτος! Και με μουστάκι σαν του Καραϊσκάκη ένα πράμα... και να δεις που την κοιταζει στα μάτια ο χαλβάς!

Να θυμηθώ να πω της μάνας να κάνει κανα χαλβά, τον έχω πεθυμήσει,  κι άσε τη δίαιτα από Δευτέρα - μπας και δεν την αρχίσω καθόλου δηλαδή και γίνω κι εγώ σαν τη χοντρή του Δημητράκη να βρω τον καλό γαμπρό χε χε χε! Να σταματήσει κι η μάνα  να γκρινιάζει ότι με φάγαν τα μπαράκια, τα ξενύχτια κι ο Γιαννάκης ο Περπατητής χωρίς το ποθητό αποτέλεσμα – το τύλιγμα του κορόιδου δηλαδή!

Τι περπάτημα έχω να ρίξω πάλι σήμερα η έρμη... Τη μισή Γλυφάδα θα γυρίσω για να μοιράσω τα φυλλάδια της Pizza Inferno που μου φόρτωσε το αφεντικό χτες βράδυ. Κι είναι και βαριά τα άτιμα, ασήκωτο το σακίδιο μέχρι να ξεφορτωθώ τα μισά. Ευτυχώς έχει κάμποσες πολυκατοικίες και θα φύγουν δέκα δέκα στα γραμματοκιβώτια. Κι όλο αυτό για δυο ευρώ την ώρα... άει σιχτίρ... και για μια πιτσαρία με γρουσούζικο όνομα - άκου «πίτσα κόλαση»!

Σκέτη κόλαση οι γόβες που κυαλάρισα σ’ εκείνη τη βιτρίνα στη Λαμπράκη στο χτεσινό ξεποδάριασμα! Δωδεκάποντες, με δεσίματα μέχρι τον αστράγαλο, γεμάτες στρασάκια! Πολύ τις γουστάρω - αλλά και 145 ευρώ, ρε μίστερ! Σε ποια εποχή ζεις εσύ; Που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα; Αλλά τι λέω, βλακείες - για να τις πουλάει τόσο πα να πει ότι υπάρχουν τσέπες που τις αντέχουν ακόμα. Τσέπες που μπορούν να ψωνίζουν στη Λαμπράκη.

Ο Λαμπράκης δεν ήταν εκείνος που έτρεχε στον Μαραθώνιο με το σήμα της ειρήνης; Που τον δολοφόνησαν στη Θεσσαλονίκη με έναν τρίκυκλο; Θεσσαλονίκη... Εκεί έπρεπε να είμαι τώρα, φοιτήτρια - κι όχι να μοιράζω κωλοφυλλάδια. Και πέρασα, γαμώτο, πέρασα. Διάβασα, ξενύχτησα, ξοδεύτηκαν οι δικοί μου, στερήθηκαν τα πάντα για τα φροντιστήρια... αλλά πέρασα, που να πάρει. Όμως Θεσσαλονίκη... και πώς να πάω εκεί, με τι; Ο πατέρας με το ζόρι κάνει κάποια μεροκάματα το μήνα, η οικοδομή πέθανε πια, από τη σύνταξη της γιαγιάς κι από τα έτοιμα ζούμε - κι αυτά πόσο θα κρατήσουν...

Οπότε αντίο Νομική, αντίο όνειρα, αντίο φοιτητική ζωή. Καλημέρα μιζέρια, καλημέρα τρέξιμο για δουλειά, καλημέρα καταχνιά... Εικοσιένα χρονών και νιώθω γριά, σαν αυτούς που βγάζουν στο σίλβερ αλέρτ και λένε «χάθηκε ηλικιωμένος ετών 72» και σηκώνεται έξαλλη η γιαγιά από την πολυθρόνα της και τους μουτζώνει «ου να μου χαθείτε, χαϊβάνια, που θα με πείτε ηλικιωμένη» και εμείς γελάμε στα κρυφά για να μη μας περιλάβει κι εμάς! Να είσαι καλά, γιαγιούκα μου, μου έφτιαξες τη διάθεση που μου χάλασε το παλιοκοκκόρι!

Πω πω, εξήμιση η ώρα! Ωραίο το χουζούρι και το χαζολόγημα αλλά καιρός να σηκωνόμαστε, μανδάμ. Ρίξε λίγο νερό στα μούτρα σου, φτιάξε καναν καφέ, βάλε τα αθλητικούλια σου αντί τις γόβες τις δωδεκάποντες κι άντε να κατακτήσεις τη ζωή, μπροστά σου απλώνεται - ακόμα κι αν ξεκινάς με διαφημιστικά φυλλάδια!

Κόκκορας κρασάτος - δεν είναι κακή ιδέα χε χε χε!!! Θα το πω της μάνας!



Αναχωρήσεις / Departures

Τι κρύο κι αυτό σήμερα... Έχουν παγώσει τα πόδια μου κι ας φοράω διπλές κάλτσες. Τι να σου κάνουν κι αυτά, ακίνητα όλη μέρα με μόνη δραστηριότητα το γκάζι-φρένο-αμπραγιάζ. Δεν βοηθάει κι η ηλικία, βλέπεις,  στα 57 η κυκλοφορία στα κάτω άκρα αρχίζει και ρετάρει, είπε ο γιατρός. Πάγωσε κι ο καφές πριν καλά καλά τον ξεκινήσω - ο τρίτος απ’ όταν παρέλαβα τη βάρδια. Και σιγά τα αγώγια, τζάμπα η ταλαιπωρία και το ψοφόκρυο... Ποιος να ξεμυτίσει από το σπίτι του και πού να πάει τέτοια νύχτα, κοντεύουν μεσάνυχτα κι έχω βγάλει ίσα με 16 ευρώ... σωθήκαμε...

Ώπα! Αυτός εκεί στην άκρη, στο πεζοδρόμιο, μου κάνει νεύμα ή μου φαίνεται; Όχι, μου κάνει σήμα να σταματήσω. Κάνε, Θεούλη μου, να πηγαίνει Κηφισιά ή Γλυφάδα, δεν αντέχω τα ξεκίνα-σταμάτα μέσα στο Σύνταγμα και μέχρι την Πλάκα...
«Ελεύθερος;»
«Ελεύθερος, κύριε. Πού πάμε;»
«Αεροδρόμιο. Βενιζέλο»
«Αναχωρήσεις ή αφίξεις;»
«Αναχωρήσεις και γρήγορα»
«ΟΚ»

Τι αναχωρήσεις μου λέει τούτος; Ούτε βαλίτσα, ούτε σακ βουαγιάζ ούτε τίποτε. Πού θα πάει έτσι, με τα χέρια στις τσέπες, που λέει ο λόγος; Μπας και παίζει τίποτε ύποπτο; Να μου κοπανήσει καμιά στο κεφάλι και να με ληστέψει - χα, σώθηκε, τα 16 ευρώπουλα που έχω στο τασάκι! Τζάμπα θα πάω, και θα βλαστημάει κιόλας από πάνω. Για να τον κόψω καλύτερα, να του πιάσω και κουβέντα μήπως και βγάλω καμιάν άκρη.
 
«Παλιόκρυο σήμερα, ε;»
«.....»
«Κι αυτό το ψιλόβροχο σου τρυπάει τα κόκκαλα...»
«.....»

Μούγγα στη στρούγκα... δεν μου αρέσει αυτό, μια κουβέντα συνήθως τη λένε.

«Να ανοίξω το ράδιο; Σας πειράζει;»
«Κάνε ό,τι θες, μόνο άσε με ήσυχο»

Καλά ντε! Δεν σε είπαμε και καμπούρη! Δεν θέλεις κουβέντα, με γεια σου με χαρά σου. Θα βάλω σιγανά το ράδιο, να ακούω κάθε θόρυβο καλού κακού.
Καλοβαλμένος πάντως. Καμιά 30ριά τον κόβω, ίσα με τον γιόκα μου περίπου. Καλό μπουφάν, ακριβό, γενάκι περιποιημένο... δεν φαίνεται για κακοποιό στοιχείο, μόνο κομμάτι γαϊδούρι είναι. Αλλά πού να πηγαίνει χωρίς μπαγκάζια, μου λες;

Για να δούμε τι σταθμό θα ακούσουμε. Τραγούδια θα βάλω, οι ειδήσεις μου τη σπάνε, όλο μαυρίλα.

«Αγάπη πού ’γινες / δίκοπο μαχαίρι»

Αθάνατη Μελίνα! Καιρό είχα να σ’ ακούσω!

«Κλείστο!»
«Πώς είπατε;»
«Είπα κλείστο!»

Να το κλείσω, τι να κάνω. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο - αλλά τι τον πείραξε το τραγούδι; Και σαν να γυαλίζει το μάτι του - αγρίεψε ή βούρκωσε, να ανησυχήσω ή να ρωτήσω; Θα ρωτήσω.

«Είστε καλά;»
«.........»
«Συγγνώμη που ρωτάω αλλά... να, από ενδιαφέρον - έχω έναν γιο στην ηλικία σας περίπου και του μοιάζετε λιγάκι.»

Δεν μιλάει. Άσε, τζάμπα κόπος, δεν θέλει κουβέντες, πάει και τέλειωσε.

«Να του πείτε να φυλάγεται. Του γιου σας. Από τις γυναίκες. Όλες ψεύτρες κι άτιμες».

Έλα μου! Ξεκλείδωσε ο νέος μόλις του είπα ότι μοιάζει με τον γιο μου; Και τι είναι αυτό που πέταξε για τις γυναίκες;

«Γιατί τόση πίκρα, παλικάρι μου;»
«Γιατί με πούλησε... γιατί της έδωσα τα πάντα κι εκείνη με κορόιδευε από καιρό... Και συγγνώμη για την αγένεια πιο πριν, είμαι πολύ φορτωμένος...»
«Δεν πειράζει αγόρι μου, καταλαβαίνω. Πες πως είμαι ο πατέρας σου - κι οι πατεράδες καταλαβαίνουμε και προσπερνάμε».
«Έτσι θάλεγε κι ο πατέρας μου, αν ζούσε... Του φέρνετε λιγάκι, γι αυτό και σας τα λέω...»
Πολύ καημό το παλικάρι... και φαίνεται να θέλει να μιλήσει, να τα βγάλει από μέσα του.

«Αν δεν γίνομαι αδιάκριτος, και με όλο το θάρρος... γι αυτό πάμε στο αεροδρόμιο;»
«Γι αυτό... φεύγει σε λίγο... με τον άλλον... πάει να μείνει μαζί του... Αμερική, δεν θα την ξαναδώ. Γι αυτό θέλω να την προλάβω, να της μιλήσω, να την παρακαλέσω να μην το κάνει... να σκεφτεί όλα όσα ζήσαμε μαζί, να καταλάβει ότι κάνει μια τρέλα... ένας ενθουσιασμός είναι μόνο, που θα ξεθυμάνει και θα μείνει μόνο πίκρα... κι η χαμένη ζωή μας...»

Πόσο λάθος κάνεις, παλικάρι μου... Μόνος σου το είπες, είναι καιρός που σε κοροϊδεύει. Αποφασισμένη είναι και μην κάνεις τον κόπο να της μιλήσεις, να παρακαλέσεις. Θα ξεφτιλιστείς και θα μισήσεις κι εκείνη και τον εαυτό σου γι αυτό.

«Αγόρι μου... να σου δώσω μια συμβουλή; Μην το κάνεις... μη ξεπέσεις στα μάτια της, μη παρακαλέσεις. Δεν θα κερδίσεις τίποτε, πίστεψέ με. Δεν θα σου πω τα χιλιοειπωμένα ότι οι γυναίκες είναι άκαρδες, ότι δεν σου άξιζε αυτή που φεύγει, ότι θα σου περάσει γρήγορα, ότι θα βρεις δέκα που να σε αγαπούν πραγματικά να την αντικαταστήσεις. Και δεν θα στα πω γιατί είναι λόγια ψεύτικα, λόγια του αέρα - εκτός, ίσως, από το τελευταίο...αν και δεν χρειάζεσαι δέκα αλλά μονο μία που να σε αγαπά πραγματικά».

Δεν απαντά αλλά και δεν με αποπαίρνει... μπορεί και να τα σκέφτεται τα όσα λέω. Συνεχίζω κι ο Θεός βοηθός.

«Ούτε οι γυναίκες είναι άκαρδες, οι πιο πολλές τουλάχιστον, ούτε και δεν άξιζε η συγκεκριμένη - κάνεις τόσο αγώνα για να την κρατήσεις, πα να πει οτι κάτι άξιζε... για σένα και μέχρι τώρα τουλάχιστον. Κι ούτε θα σου περάσει γρήγορα, αυτό κανένας δεν το ξέρει, ούτε κι εσύ ο ίδιος. Μπορεί αύριο να απορείς που σήμερα σου στοιχίζει τόσο, μπορεί να είσαι κομμάτια για καιρό. Ένα είναι σίγουρο, ότι στην τελική θα ξεθωριάσουν όλα - κι εκείνη κι ο καημός σου. Το μόνο που δεν θα ξεθωριάσει αλλά θα ματώνει όλο και περισσότερο είναι η περηφάνεια σου, που θα τη λαβώσεις άγρια άμα πέσεις στα πόδια της να την παρακαλέσεις».

«Μα δεν μπορώ... δεν γίνεται... πρέπει να κάνω μια τελευταία προσπάθεια... αλλιώς θα αναρωτιέμαι σ’ όλη τη ζωή μου γιατί δεν την κράτησα έστω με το ζόρι....»

Βρε πείσμα. Αμετανόητος ο νέος - κι ανόητος μαζί. Θα  κάνω κι εγώ μια τελευταία προσπάθεια, παλικάρι μου, και μετά θα το βουλώσω. Ή που καταλαβαίνεις αυτά που σου λέω ή που είσαι χαμένη περίπτωση, λούζερ που λέει κι η μικρή μου κόρη. Και μετά κάνε ό,τι σε φωτίσει, το δικό σου το κεφάλι θα βαράς στον τοίχο.

«Δεν θα επιμείνω άλλο, είσαι ολόκληρος άντρας - κι, από όσο μπορώ να καταλάβω, και μορφωμένος, του κόσμου. Θα σου πώ μόνο κάτι που άκουσα στο ράδιο πριν λίγες μέρες σε μια από αυτές τις εκπομπές που έχουν τραγούδια κι ανάμεσα λένε διάφορα. Έλεγε λοιπόν μια κοπελιά “Αν αγαπάς κάποιον, άφησέ τον να φύγει. Αν ξαναγυρίσει, θα είναι δικός σου για πάντα - αν όχι, δεν σ’ αγάπησε ποτέ”. Κάπου θα το είχε διαβάσει κι αυτή αλλά μου φάνηκε τόσο πετυχημένο, που το θυμάμαι - συνήθως δεν ακούω καν τι λένε, μόνο τα τραγούδια».

Δεν μιλάει. Κοιτάζει έξω αφηρημένος τον προαστιακό που ταξιδεύει δίπλα μας. Πλησιάζουμε όπου νάναι στο αεροδρόμιο, θα την κάνει τη βλακεία και να μου το θυμάσαι, θα τη φάει τη σφαλιάρα από τη λεγάμενη και μπας και φάει και καμιά αληθινή από τον γόη που την ξεμυάλισε και θα θελήσει να υπερασπιστεί το κελεπούρι. Να τον αφήσω και να κατέβω κι εγώ, να κάνω κανα τσιγάρο της προκοπής με τον παγωμένο ρημαδοκαφέ μου και να ξεμουδιάσουν λιγάκι τα πόδια μου... ασήκωτα τα νιώθω.

«Φτάσαμε, παλικάρι μου. Σε ποια πύλη θέλεις να σ’ αφήσω;»

«Σε καμιά. Συνεχίστε, σας παρακαλώ, και πάρτε το δρόμο για Αθήνα. Επιστρέφουμε».











Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016



ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΥΣΩΝ 9

Σαν  σήμερα, πριν ένα χρόνο, είχα τη χαρά να κάνω την κεντρική παρουσίαση του δεύτερου μυθιστορήματός μου «Πάροδος Μουσών 9» με την πολύτιμη συμμετοχή των εκλεκτών μου φίλων Μιχάλη Μπουναρτζίδη, συγγραφέα (εισήγηση-σχολιασμός), Δημήτρη Αλεξανδρή και Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου, ηθοποιών (απόδοση αποσπασμάτων) και δεκάδων φίλων, που με τίμησαν με την παρουσία τους σε μια ιδιαίτερα όμορφη και ζεστή βραδιά στην «Αίγλη» του Ζαππείου.

Η «Πάροδος Μουσών 9» είναι ένα μυθιστόρημα με πάρα πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Διαδραματίζεται στη Βέροια της δεκαετίας του ’70, την πόλη-λίκνο των παιδικών μου χρόνων, την πατρίδα της καρδιάς μου. Η αυλή με τη μουριά στην πάροδο Μουσών είναι η αυλή που έπαιζα σαν παιδί. Το σπίτι, όπου μένουν οι ηρωίδες του βιβλίου, είναι το σπίτι που μεγάλωσα.

Οι τρεις αδελφές  της ιστορίας είναι πραγματικά πρόσωπα του συγγενικού και φιλικού μου περιβάλλοντος. Έζησαν τις ζωές που περιγράφω σε άλλες πόλεις, με άλλα ονόματα, χωρίς να γνωρίζονται καν μεταξύ τους - αλλά υπήρξαν στην πραγματικότητα, όπως και τα άλλα πρόσωπα που τις πλαισιώνουν. Μόνο η μάνα Ουρανία είναι φανταστικό πρόσωπο - η μάνα που θα μπορούσα να είμαι εγώ δεδομένων των συνθηκών της ιστορίας!

Ακόμη και η διεύθυνση/τίτλος του βιβλίου είναι παραλλαγή  της πραγματικής μου διεύθυνσης στη Βέροια – πάροδος Μιαούλη 5, μαγικές λέξεις για μένα!

Ευχαριστώ από καρδιάς όλους εσάς που διαβάσατε τις «Μούσες»μου, που μοιραστήκατε τις αναμνήσεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου και με τιμήσατε με τα τόσο κολακευτικά σχόλια και  επαίνους σας!

Να είστε όλες και όλοι πάντα καλά!





ΜΕΤΑΞΩΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

 (Αποσπάσματα από κείμενο του Γιάννη Τριάντη που πρωτοδημοσιεύτηκε στα «Επίκαιρα» την 25/11/2010 και που μου άρεσε ιδιαίτερα από την πρώτη φορά που το διάβασα.
Είχα την ευτυχία να γνωρίσω έναν τέτοιο μεταξωτό άνθρωπο - τον πατέρα μου!)

«Το είχε πει σε μια συνέντευξή του ο αείμνηστος Νίκος Καρούζος: «Μεταξωτοί άνθρωποι». 
Μιλούσε για κάποιους χωρικούς που είχε συναντήσει στη Λέσβο. Αγράμματοι ήταν, αλλά σοφοί. Και, προπάντων, τρυφεροί με τους άλλους. 
Απαλοί, χωρίς γωνίες που κόβουν, χωρίς καχυποψία, δίχως έπαρση και επιθετική ειρωνεία που πληγώνει. Μεταξωτοί άνθρωποι...

»Η μεταξωτή συμπεριφορά δεν παραπέμπει απαραιτήτως – η κυρίως – στο σαβουάρ βίβρ και στους «καλούς τρόπους» εν γένει. Τέμνεται σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά δεν αποτελεί αποτύπωμα διδαχθείσης μεθόδου για το φέρεσθαι. Εδώ, το «μετάξι» είναι αυτοφυές ή προϊόν δουλεμένου χαρακτήρα. Είναι ο τρόπος που ο άλλος βλέπει τους συνανθρώπους του. Είναι η θέαση του κόσμου χωρίς τα εγωιστικά γυαλιά του προσωπικού ωφελιμισμού. Είναι, ευρύτερα, η υποταγή του ατομικού συμφέροντος στη συλλογικότητα, χωρίς βέβαια η «μεταξωτή συμπεριφορά» να φτάνει σε σημείο υπονόμευσης προσωπικών δικαιωμάτων και δικαίων. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να αδικεί τον εαυτό του... 

Όμως, προσέξτε μια λεπτή απόχρωση: ποτέ ένας «μεταξωτός άνθρωπος» δεν νιώθει κορόιδο, όταν άλλοι τον προσπερνούν – στη σειρά μιας καντίνας η στην ιεραρχία – χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα και μεθόδους. Το «άφες αυτοίς» είναι ριζωμένο μέσα του. Αποτελεί μέρος του αξιακού του κώδικα. Ξέρει τι γίνεται στην «αγορά». Αλλά συνειδητά δεν συμμετέχει στο εξοντωτικό αυτό παιχνίδι. Απέχει χωρίς να κλαυθμηρίζει. Γιατί, εκτός από μετάξι, τέτοιοι άνθρωποι διαθέτουν και ένα σκληρό κοίτασμα, που τους επιτρέπει να είναι ταυτόχρονα στωικοί και γρανιτένιοι.

»Οι «μεταξωτοί άνθρωποι», λοιπόν. Που μιλούν ελάχιστα για τον εαυτό τους. Που χαίρονται με τις επιτυχίες των άλλων. Που δεν σπεύδουν χαιρέκακα να «κάνουν πλάκα», δήθεν χαριεντιζόμενοι, με εξωτερικά γνωρίσματα που πονάνε τους άλλους... Εκείνοι, που δεν σπερμολογούν διακινώντας φήμες. Εκείνοι που υπερασπίζονται σθεναρά κάποιον απόντα όταν λοιδορείται σε μια παρέα, χωρίς να είναι φίλος τους, αλλά επειδή νιώθουν ότι αδικείται... Οι μεταξωτοί άνθρωποι. Όσοι προσέχουν τι λες, και δεν είναι ωσεί παρόντες στην κουβέντα, με το μυαλό τους στο τι θα πουν οι ίδιοι για να εντυπωσιάσουν. Άνθρωποι με ανοιχτούς πόρους και πλατιά καρδιά... 

Υπεράνθρωποι; Όχι. Απλώς, μεταξωτοί... Φαίνονται από μακριά. Αρκεί να προσέξεις «μικρές», «ασήμαντες» κινήσεις στο φέρεσθαι των ανθρώπων…»