Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018


31 Οκτωβρίου σήμερα - Παγκόσμια Ημέρα Αποταμίευσης

«Φασούλι το φασούλι / γεμίζει το σακούλι» λέγαμε κάποτε - τότε που υπήρχε και φασούλι και σακούλι…
Σήμερα όλο αυτό ακούγεται σαν κακόγουστο αστείο - μιας και τα φασούλια δεν φτάνουν ούτε για να μας συντηρήσουν, πόσω μάλλον να φυλαχτούν, και το σακούλι είναι τρύπιο… άφαντο…
Πενήντα πέντε χρόνια πριν ένα δεκάχρονο κορίτσι υμνούσε την αποταμίευση - τα σημερινά παιδιά τι θα είχαν άραγε να καταθέσουν σε μια έκθεση με το ίδιο θέμα;


Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018


Ο μυστικός αρραβώνας
«Προχωρήσαμε προς το Λευκό Πύργο. Σουρούπωνε κι ο κόσμος είχε αρχίσει να πυκνώνει. Θυμήθηκα την πρώτη φορά που κάναμε βόλτα εδώ. Είχαν γίνει τόσα πολλά από τότε… 
Περπατούσαμε χωρίς να μιλάμε. Δε χρειάζονταν λόγια, μου ήταν αρκετό που κρατιόμασταν από το χέρι και ένιωθα αυτή την αόρατη, πανίσχυρη κλωστή να με δένει μαζί του. Ξαφνικά σταμάτησε και στράφηκε προς το μέρος μου μ’ ένα ανεξιχνίαστο ύφος. Τον κοίταξα απορημένη. 
«Υπάρχει και κάτι ακόμα που πρέπει να κάνω», είπε σοβαρά, «αλλά εδώ χρειάζομαι τη βοήθειά σου». Απόρησα περισσότερο αλλά δεν πρόλαβα να ρωτήσω. Από την τσέπη του έβγαλε ένα γκρενά κουτάκι και το άνοιξε. Μέσα έλαμπαν δυο βέρες. Πήρε τη μικρότερη, την πέρασε στο δάχτυλό μου -δεν τολμούσα ούτε να ανασάνω. 
«Από αυτή τη στιγμή είσαι η γυναίκα μου για πάντα και για τα πάντα», μου ψιθύρισε και με φίλησε απαλά. Ύστερα μου έτεινε το κουτάκι χωρίς να πει τίποτα. Μόνο χαμογελούσε. 
Πήρα την άλλη βέρα, την πέρασα στο δάχτυλό του και του είπα το ίδιο σιγανά «Είσαι ο άντρας μου, ήσουν από πάντα και θα είσαι για πάντα, σ’ αγαπώ τόσο πολύ!»

(Από το «Βαλς μιας ζωής» που είναι η ιστορία των γονιών μου)



Το ημερολόγιο έλεγε  28 Οκτωβρίου του 1951 όταν έγινε ο μυστικός τους αρραβώνας…
Το ημερολόγιο έλεγε  28 Οκτωβρίου του 2010 όταν Εκείνη έφυγε για το μακρινό ταξίδι…
Δεν το ήξερα μέχρι τότε. Μου το αποκάλυψε ο Πατέρας μου μέσα σε ένα παραμιλητό οδύνης καθώς την αποχαιρετούσε για στερνή φορά - κι έμεινα άφωνη κι εμβρόντητη μπροστά στα απίστευτα γυρίσματα της ζωής…
Καλή σου ανάπαυση, Μάνα μου…
Καλή ανάπαυση και στους δυο σας…



28η Οκτωβρίου - κάποτε…

Κάποτε η εθνική επέτειος ήταν γιορτή για μας τους μαθητές - και την περιμέναμε ανυπόμονα.
Γράφαμε εκθέσεις και καταθέταμε σκέψεις και συναισθήματα για την «ημέρα».
Ετοιμάζαμε τα θεατρικά με τους δασκάλους μας.
Κάναμε πρόβες στο σχολείο και στο σπίτι για τα ποιήματα που θα απαγγέλαμε.
Μαθαίναμε ή ξαναθυμόμασταν τα βήματα από τους δημοτικούς χορούς - μακεδονίτικος (ήμουν στη Βέροια τότε), τσάμικος, καλαματιανός.
Κάναμε πρόβες για την παρέλαση τραγουδώντας με ενθουσιασμό τα εμβατήρια - «Μακεδονία ξακουστή/του Αλεξάνδρου η χώρα», «Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν/σαν τον λίβα που καίει τα σπαρτά».
Την παραμονή της επετείου το σχολείο σημαιοστολίζονταν.
Οι γονείς έρχονταν με τα καλά τους να μας καμαρώσουν.
Βουρκώναμε στην έπαρση της Σημαίας μας και ριγούσαμε όταν ψάλαμε τον Εθνικό μας Ύμνο.
Ανεβαίναμε της σκηνή να πούμε το ποίημα μας με τρακ αλλά και συγκίνηση και χορεύαμε με καμάρι τους χορούς μας.
Ανήμερα την 28η παρελαύναμε περήφανα στην Μητροπόλεως με τον κόσμο παραταγμένο στα πεζοδρόμια να μας χειροκροτεί.
Στη συνέχεια σκορπίζανε τα τμήματα της παρέλασης, συναντούσαμε γονείς και φίλους και κατακλύζαμε τα ζαχαροπλαστεία της πόλης για ρεβανί και γαλακτομπούρεκο.

Κάποτε η 28η Οκτωβρίου ήταν γιορτή. Κάποτε…
Σήμερα; Τι από όλα αυτά βιώνουν τα παιδιά μας;

Και μη βιαστείτε να με πείτε παρωχημένη και γραφική - τη συγκίνηση στη θέα της Σημαίας μας και το ρίγος στο άκουσμα του Εθνικού μας Ύμνου θα έπρεπε να την βυζαίνουμε με το γάλα της μάνας μας…

Χρόνια πολλά, Πατρίδα μου!









Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018



Οι άθλοι του Ηρακλή - το ημερολόγιο

Μοναχούλι μου   10/4/2018

Το πλώτο πλάγμα που θυμάμαι θτη δωή μου είναι μια μεγάλη μαλλιαλή δεθτή αγκαλιά που ήμουνα μέθα χωμένοθ μαδί με άλλα μικλά μωλάκια θαν κι εμένα και πίναμε γαλατάκι κι αυτή την αγκαλιά τη λέγανε μαμά και πάνω πάνω είχε ένα όμολφο κεφάλι με κάτι γλυκά μάτια που μαθ κοίταδαν όλο αγάπη και μια μεγάλη δεθτή γλώθθα που μαθ έγλυφε κάθε λίγο κι ήμουνα τόθο μα τόθο ευτυχιθμένοθ και ήθυχοθ και αθφαλήθ αλλά αυτό δεν κλάτηθε πολύ γιατί ήλθε έναθ κακόθ άνθλωποθ και με πήλε από τη μαμά μου και με έβαλε θε ένα πλάγμα που το λένε αμάκθι κι εγώ φοβόμουνα και κλαπθούλιδα αλλά εκείνοθ δεν μου έδινε θημαθία και με πήγε θε ένα μέλοθ που δεν το ήκθελα και άνοικθε την πόλτα και με παλάτηθε στο δλόμο κι έφυγε κι εγώ θέληθα να τλέκθω πίθω του για να με πάει πάλι θτη μαμά μου αλλά τα ποδαλάκια μου είναι πολύ κοντά κι εγώ πολύ μικλόθ και δεν τα κατάφελα κι έμεινα μόνοθ μου και πολύ φοβόμουνα κι έκλαιγα αλλά δεν υπήλχε κανείθ εκεί κοντά κι άλχιθα να πελπατάω άκλη άκλη θτο δλόμο γιατί πελνούθαν κι άλλα αμάκθια και τα φοβόμουνα κι αυτά κι έτθι έφταθα μπλοθτά από ένα μεγάλο θπίτι κι είπα δεν αντέχω άλλο, εδώ θα κάτθω κι ό,τι θέλει αθ γίνει και τότε βγήκε από το θπίτι έναθ κύλιοθ που μετά έμαθα πωθ είναι γιατλόθ και τον λένε Διονύθη μαδί με μια κυλία που ήταν η θωτηλία μου γιατί μόλιθ με είδε είπε αναθτατωμένη «τι κάνεις εσύ εδώ μικρούλη μου;» και με πήρε αγκαλίτθα κι εγώ έτλεμα από φόβο και κούλαθη κι εκείνη με χάιδευε και μου έλεγε «μη φοβάσαι γλυκούλη μου, εγώ είμαι εδώ για σένα, θα σε πάρω μαζί μου κι όλα καλά θα πάνε, θα δεις» και με έβαλε θτο δικό της αμάκθι και με πήγε σε ένα άλλο θπίτι που ήταν πολύ δεθτό και μου έβαλε φαγάκι και νελάκι κι είχε κι άλλα δωάκια εκεί αλλά ήταν μεγάλα και τα φοβόμουνα που ήλθαν να με μυλίθουν και τότε με έβαλε σε ένα μικλό θπιτάκι δικό μου καταδικό μου για να μη φοβάμαι κι εγώ ένιωθα τόθη αθφάλεια και ανακούφιθη που  έγλυπθα με πολλή αγάπη το χέλι τηθ κυλίαθ κι εκείνη μου είπε «από δω και πέρα θα είμαι εγώ η μαμά σου γλυκούλη μου και θα σε λέω Ηρακλή που γιορτάζει σήμερα και να μη φοβάσαι τίποτε μωρό μου» κι εγώ πολύ χάληκα που θα έχω μια τόθο καλή μαμά να με αγαπάει κι ένα τόθο όμολφο όνομα, Ηλακλήθ,  κι έβγαλα έναν αναθτεναγμό ανακούφιθηθ και κοιμήθηκα κθελόθ γιατί ήμουνα τόθο μα τόθο κουλαθμένοθ… και θυγγνώμη που μιλάω έτθι αλλά είμαι πολύ μικλούληθ πελίπου 1,5 μηνόθ είπε ο γιατλόθ και μόνο δύο κιλάκια, αλλά θα μάθω γλήγολα να μιλάω καθαλά θαν τη μαμά μου!




Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018


Ελιγμοί

Σε παρακολουθώ από ώρα να με ακολουθείς. Ελίσσεσαι, με πλησιάζεις, απομακρύνεσαι. Αναρωτιέμαι πόσο θα κρατήσει αυτό. Για αναποφάσιστος μου κάνεις, σαν να μην ξέρεις κι εσύ ο ίδιος τι ακριβώς θέλεις - να με προσεγγίσεις με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό  και με τον κίνδυνο ορατό ή να αλλάξεις κατεύθυνση και να στοχεύσεις αλλού; Για νέος μου κάνεις επίσης, στα χρόνια των γιων μου πάνω κάτω -ίσως και μικρότερος- κι αρκετά φιγουρατζής. Ζόρικα τα πράγματα

Αρχίζω κι εκνευρίζομαι. Έλα ή φύγε, αρκετά το παίξαμε το παιχνιδάκι. Να ξέρω κι εγώ πώς θα κινηθώ. Και πάνω που το σκέφτομαι αυτό, σε βλέπω να με πλησιάζεις - αποφασισμένος αυτή τη φορά. Με πιάνει ταραχή. Οι σφυγμοί μου ανεβαίνουν. Τρέμουν τα χέρια μου. Παρακολουθώ με ένταση την κάθε σου κίνηση. Προσπαθώ να προβλέψω την επόμενη. Δεν είναι εύκολο, είσαι απρόβλεπτος. Και γι αυτό επικίνδυνος.

Με φτάνεις, σχεδόν με αγγίζεις. Μα δεν με κοιτάζεις. Έχεις την προσοχή σου στραμμένη σε κάτι μακρινό, κάπου στο βάθος. Με προσπερνάς. Τίποτε δεν συνέβη, τζάμπα η αγωνία μου. Συνειδητοποιώ πως για αρκετά δευτερόλεπτα κρατούσα την ανάσα μου. Αφήνω με ανακούφιση τον αέρα να βγει από μέσα μου. «Πάει, πέρασε κι αυτό» σκέφτομαι. Ο σφυγμός επανέρχεται στα φυσιολογικά του, τα χέρια ηρεμούν. Ηρεμώ κι εγώ και συνεχίζω την πορεία μου.

Τίποτε δεν έχω φοβηθεί  τόσο πολύ στην (οδηγική)  ζωή μου όσο τους φιγουρατζήδες με τα μηχανάκια!

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018


Τα χελιδόνια που έχασα...


Πάνε χρόνια, πολλά, που δεν βλέπω χελιδόνια - ίσως να μην έχουν πέρασμα από εδώ που μένω, ίσως κάποτε να είχαν και κάποιοι τα απόδιωξαν... δεν ξέρω.

Με θλίβει πολύ αυτό... Είχα μάθει στη Βέροια, παιδί τότε, να τα βλέπω όλο το καλοκαίρι, από άνοιξη μέχρι φθινόπωρο.. Να τα καλωσορίζουμε όλα τα παιδιά κάθε Απρίλη,να χαιρόμαστε που ξαναγύριζαν στις παλιές τους φωλιές, να παρακολουθούμε εντυπωσιασμένα το χτίσιμο των καινούργιων, να περιμένουμε με αγωνία και προσμονή να "σκάσουν" τα αυγουλάκια, να ξεφωνίζουμε από χαρά κι ενθουσιασμό μόλις βλέπαμε τα κεφαλάκια των νεοσσών να προβάλουν με ανοιχτά τα μικροσκοπικά πεινασμένα στόματα, να τα ενθαρρύνουμε τις πρώτες πτήσεις τους, να χειροκροτούμε με ενθουσιασμό τις πετυχημένες τους προσπάθειες και, τέλος, να τα αποχαιρετούμε με αγάπη και μια αδιόρατη θλίψη κάθε Οκτώβρη ευχόμενα καλό κατευόδιο και στο επανιδείν - και να τα περιμένουμε με λαχτάρα την επόμενη άνοιξη.

Τα θυμήθηκα όλα αυτά καθώς διάβαζα στο λησμονημένο τετράδιο την έκθεση που είχε γράψει 55 χρόνια πριν ένα δεκάχρονο κορίτσι...

Αγαπημένα μου χελιδόνια να είστε καλά όπου κι αν είστε!
Καλό σας κατευόδιο και μια ευχή από καρδιάς - εις το επανιδείν!




Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018


Από την ποιητική συλλογή μου "Αποτυπώματα",
αφιερωμένο στον άντρα μου για τα σημερινά του γενέθλια.
Χρόνια πολλά και όμορφα καλέ μου!


Ο καθρέφτης

Κάθε χρόνος που περνά 
Είναι κερδισμένος χρόνος 
Κάθε μέρα του 
Κι αυτό γίνεται ολοένα και πιο αισθητό 
Καθώς κυλά ο καιρός

Κι αν η σύγκριση του σήμερα 
Με παλιές νεανικές φωτογραφίες
Σε μελαγχολεί αναπόφευκτα 
Αναλογίσου τα κέρδη που αποκόμισες 
Στο διάβα της ζωής σου
Και χαμογέλα στον καθρέφτη σου

Και θα δεις να σου αντιγυρίζει το χαμόγελο 
Ο δροσερός νεανικός σου εαυτός 
Που κρύβεις πάντα μέσα σου
Η άφθαρτη ψυχή σου 
Που αντανακλάται μέσα από το γυαλί του










Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018


Οι άθλοι του Ηρακλή

Το ημερολόγιο

Αχ φίλοι μου δεν μπορώ να σας πω πόσο συγκινημένος και χαρούμενος αισθάνομαι σήμερα γιατί έλειπε η μάνα και είχε ξεχάσει το λάπτοπ ανοιχτό γιατί όταν φεύγει το κλείνει και μετά θέλει έναν κωδικό για να ανοίξει κι εγώ έχω σκάσει που δεν τον ξέρω να μπαίνω και μόνος μου αλλά σήμερα είπαμε το ξέχασε και μπήκα μέσα κι ανακάλυψα έναν φάκελο -όχι χάρτινο, που νόμισε ο Βούδας που έχει μεσάνυχτα από κομπιούτερ και πολύ χαίρομαι γιατί κάπου κάτι ξέρω παραπάνω από δαύτον- αλλά κομπιουτερένιο που έγραφε πάνω «pets» -που πα να πει πετς για όσους δεν το ξέρετε- και μέσα είχε έναν άλλον φάκελο που έγραφε «Ηρακλής» κι εκεί είχε  διάφορες φωτογραφίες μου αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μας, αυτές τις είχα δει κι άλλη φορά, είναι που βρήκα μέσα τι νομίζετε;;; το πρώτο μου ημερολόγιο, εκείνο που έγραφα στην αρχή αρχή όταν με έφερε η μάνα σ’ αυτό το σπίτι από το δρόμο που με μάζεψε κι εγώ δεν ήξερα κανένα από τα τόσα γατόσκυλα που κυκλοφορούν και τους φοβόμουν κιόλας που ήμουν δύο κιλά νιάνιαρο κι ακόμα και η Ζενέβ η ντελικάτη ήταν θηρίο μπροστά μου και τότε με κάθισε η μάνα μπροστά στο λάπτοπ και μου έδειξε πώς δουλεύει κι εγώ που έχω άι κιού 234 (αλήθεια), τόπιασα με την πρώτη και μου είπε κάτσε γράφε ημερολόγιο να σου περνά η ώρα μέχρι να μεγαλώσεις κι εγώ έγραφα όλα όσα γίνονταν και μετά το παράτησα γιατί μεγάλωσα κι άρχισα να κυνηγάω τα γατιά που είχε πολύ μεγαλύτερη πλάκα και πήγε η μάνα και το έχωσε μέσα στον φάκελο «pets» που λέγαμε και μετά το ξέχασε όπως κάνει συνήθως και γίνεται έξαλλος ο μπαμπάς και φωνάζει πάλι ταχτοποίησες τα χαρτιά μου και δεν ξέρεις πού τα έβαλες και δεν τα βρίσκω κι έτσι κι εγώ όλο το έψαχνα το ημερολόγιο και έσκαγα που δεν το ’βρισκα και με παρηγορούσε ο Ρόμπι ότι θα το βρει και θα το διαβάσει ο ιστορικός του μέλλοντος  και τι να τον κάνω εγώ δαύτον, του έλεγα, εγώ θέλω να το βρω να το διαβάσουν οι φίλοι μου του παρόντος και ω του θαύματος το βρήκα και καταχάρηκα αλλά μετά κόλλησα λιγάκι, πώς να σας πω πράγματα που έγιναν πολύ πολύ παλιά όταν ήμουν μικρός, τον Μάιο που μας πέρασε δηλαδή, θα ήταν πρωθύστερο (σκίζω στην καθαρεύουσα) κι ο Ρόμπι με κοίταξε περίεργα γιατί δεν ήξερε τι είναι αυτό και του εξήγησα και είπε ο Βούδας καλύτερα βρε χαζέ θα κάνεις και φλας μπακ όπως κάνει η μάνα στα βιβλία της και τόσο μου άρεσε η ιδέα που δεν νευρίασα που με είπε χαζό παρά κάθισα και τα ετοίμασα γιατί είχα και κάτι ορθογραφικά λάθη και λέω από μεθαύριο να αρχίσω να σας τα ανεβάζω αν δεν έχετε αντίρρηση δηλαδή μέχρι να κάνω κάποια καινούργια ματσολιά, για να μη ξεχνιόμαστε κιόλας, και καλή σας ημέρα!








Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018


Οι άθλοι του Ηρακλή
Μπετόβεν
Καλά, ε; το καλύτερο δώρο μου έκανε η θεία Ολυμπία, σ’ ευχαριστώ πολύ θειούλα μου, που έδωσε στη μάνα ένα γατονάκι τόσο δα που στην αρχή νόμισα ότι ήταν ψεύτικο τόσο μικρό που ήταν αλλά πήγα να το σκουντήσω εκεί που ήταν πάνω στο κρεβάτι κι εκείνο το σκασμένο έβγαλε μια φωνή και δεν θα το πιστέψετε αλλά αναφουφουλιάστηκε και του σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο κι έκανε κι ένα χουου και σήκωσε κι ένα ποδαράκι σαν σπιρτόξυλο να με βαρέσει κι εγώ έκανα πίσω μα την αλήθεια όχι γιατί φοβήθηκα, είμαι ατρόμητο παλικάρι εγώ, αλλά γιατί ξαφνιάστηκα μια σταλιά σκατό να μου σηκώνει ανάστημα κι εκεί μπήκε στη μέση ο Ρόμπις που έχει και εμπειρία από γατόνια μωρά με την Ζενέβ και τον Λέστερ και μου είπε πως θέλουν σιγά σιγά και με το μαλακό γιατί μας φοβούνται -ε, είμαστε και κομμάτι θεριά, δε λέω- και πως μπορεί να το παρακάνουμε με τις αγάπες και να τους κάνουμε κακό με τη γλωσσάρα μας που πάμε να τα γλύψουμε και τότε του είπα οκ, θα το μαγκώσω μαλακά από τον σβέρκο και πάνω που πήγα να το κάνω με πήρε χαμπάρι η μάνα κι έφτασε καλπάζοντας -μα τι φουλάρα ήταν κι αυτή- και με βούτηξε από το κολλάρο αλλά μαλακά αυτή και με τράβηξε λέγοντας «μη το γατί!» κι εγώ το ξέρω καλά αυτό το παράγγελμα, μου το τσαμπουνάει κάθε φορά που την πέφτω στα άλλα γατιά, το ’χω αυτό το συνήθειο για να λέμε και του στραβού το δίκιο, και μου έκανε ολόκληρο κήρυγμα για το πως να φέρομαι σε ένα γατομωρό και της υποσχέθηκα να προσέχω κι έτσι με άφησε, την άλλη μέρα όμως, να πάω κοντά του εκεί που το είχε ακουμπήσει σε ένα μαξιλάρι κι εκείνο σαν να ήταν λιγάκι πιο ψύχραιμο, σαν μικρός βουδάκος με κοίταζε, κι εγώ όμως κύριος, τον κοίταζα ήσυχα ήσυχα και δεν μου αγρίεψε κι έτσι ξεκινήσαμε τη φιλία μας αλλά όπως και να ’χει σκυλάκι είμαι κι εγώ, δεν είμαι άγιος, θέλω και να το ματσουλιάσω αλλά έχω και τον κέρβερο τον Ρόμπι να αρχίζει την σολομωνική και να μου κάνει κατήχηση και τη μάνα να εμφανίζεται εκεί που δεν την περιμένω κι έτσι μάλλον πρέπει να το πάρω απόφαση να μην το κυνηγάω γύρω τριγύρω…. ααα, και δεν σας είπα το καλύτερο, ξέρετε πώς το λένε; Μπετόβεν! χα χα χα, πιο μεγάλο το όνομα από το γατί και καλό σας απόγευμα, πάω να ψάξω κάτω από τα κρεβάτια μπας και το βρω να του δώσω σβουριχτά φιλιά!









Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018


Οι άθλοι του Ηρακλή
Τα αδέσποτα
Είμαι πολύ στεναχωρημένος σήμερα μα πάρα πολύ και θα σας πω το λόγο που δεν κάνω τρέλες ούτε βλακείες παρά κάθομαι σε μια γωνιά και κλαίω γιατί στη βόλτα που πήγαμε το πρωί με τη μάνα και τον Ρόμπι είδαμε δυο άγνωστα φιλαράκια που είχαν κομμένη την ουρά τους και είπε η μάνα έλεος, ελπίζω να μην είναι εγκατάλειψη, πάμε κοντά να δούμε αν έχουν κολάρο ή ταμπελάκι κι εγώ κοίταξα τον Ρόμπι όλο απορία γιατί δεν καταλάβαινα τίποτε και τον ρώτησα τι πα να πει εγκατάλειψη και τι σχέση έχει το ταμπελάκι που έχουμε κι οι δυο στο λαιμό μας κι εκείνος με κοίταξε με τόση μα τόση θλίψη που κόντεψα να βάλω τα κλάματα κι ας μην ήξερα γιατί και όση ώρα η μάνα προσπαθούσε να πλησιάσει τα σκυλάκια που όμως έφευγαν σαν τρομαγμένα και δεν την άφηνα να δει αν είχαν ταμπελάκι και άρχισε να τα βγάζει φωτογραφίες με το κινητό της ο αδελφός μου άρχισε να μου λέει με λυπημένη φωνή ότι υπάρχουν πολλά αδέλφια μας σκυλάκια και γατάκια που δεν έχουν σπίτι και οικογένεια σαν κι εμάς επειδή κάποιοι κακοί άνθρωποι τα παίρνουν από τις μαμάδες τους όταν είναι μωρά και τα παρατούν στο δρόμο ή κάτι άλλοι επίσης κακοί τα παίρνουν σπίτι τους και μετά τα βαριούνται και τα παρατούν κι αυτοί στο δρόμο και τα καημενάκια δεν έχουν να φάνε και πού να κοιμηθούν και ότι τα λένε αδέσποτα και κάποιοι άλλοι κακοί (πόσοι κακοί υπάρχουν στον κόσμο αλήθεια) τα κυνηγούν και τα χτυπούν κι όσο ο Ρόμπι μιλούσε τόσο βούρκωνα εγώ και στο τέλος έβαλα τα κλάματα πολύ δυνατά και ξαφνιάστηκε η μάνα που με άκουσε κι έτρεξε κοντά μου και τον ρώτησε τι του είπες του μωρού και κλαίει κι εκείνος της εξήγησε μαγκωμένος και μετά η μάνα μας πήρε και τους δυο αγκαλιά και βούρκωσε κι αυτή και είπε ότι δυστυχώς υπάρχει πολλή κακία στον κόσμο αλλά κι ευτυχώς υπάρχουν και καλοί άνθρωποι που προσπαθούν να βοηθήσουν όσο πιο πολλά αδέσποτα μπορούν κι ο Ρόμπι μου ψιθύρισε κρυφά καθώς γυρνούσαμε ότι κι εκείνος κι εγώ κι όλα τα γατόσκυλα στο σπίτι ήμασταν αδέσποτα κάποτε αλλά από τα τυχερά που βρήκαμε σπίτι και αγάπη κι εγώ τότε άρχισα να κλαίω πιο δυνατά ακόμα και πήγα και σωριάστηκα στα πλακάκια κι έμεινα εκεί όλη μέρα κι ούτε και το αγαπημένο μου κόκκαλο που μου έφερε η μάνα δεν με παρηγορούσε  και τελικά αποκοιμήθηκα με δάκρυα και με τη σκέψη μου στα αδέρφια μου τα αδέσποτα εκεί έξω… κι αν με αγαπάτε λιγάκι σας παρακαλώ να τα φροντίζετε φίλοι μου και, αν θέλετε, να τα πάρετε το σπίτι σας να έχουν κι εκείνα μια ζεστή αγκαλιά όπως εγώ… 



Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018


Τι βρίσκει κανείς σκαλίζοντας κούτες με παλιά πράγματα - 
μέχρι και 20φυλλα τετράδια εκθέσεων 55 χρόνια πίσω!

Ιδού το φθινόπωρο μέσα από τη ματιά 
ενός δεκάχρονου κοριτσιού!





Μπαμπά, ξεχνάω...


Ένα παλιότερο κείμενό μου με την ευκαιρία της προχθεσινής Παγκόσμιας Ημέρα των Ηλικιωμένων.
Μ
ε αγάπη και σεβασμό στους ηλικιωμένους μας - παρόντες ή απόντες… αλλά πάντα παρόντες!

Μπαμπά, ξεχνάω...

Θυμάσαι, πατέρα μου; Θυμάσαι που ξεχνούσες; Ξεκίνησε σταδιακά, αθόρυβα, ύπουλα με το που καβάτζωσες τα ογδόντα-κάτι. Πολύ καθυστερημένα, ευτυχώς - για σένα αλλά και για μένα.

Άρχισε με το να ξεχνάς να φέρεις ψωμί γυρνώντας από το καφενείο. Το θυμόσουν μόλις έφτανες στο σπίτι και με έβλεπες... και μαγκωνόσουν, μου ζητούσες συγγνώμη (χώμα γινόμουν που σε έβλεπα να νιώθεις τόσο αμήχανα) κι έφευγες τα μπρος πίσω να πας στο φούρνο - κρατούσαν γερά τα γέρικα πόδια κι ήσουν τόσο περήφανος γι αυτό.

Μετά άρχισαν κι άλλα... κι άλλα. Τι μέρα είναι, τι θα φάμε το μεσημέρι, τι κάνουν τα παιδιά. Στην αρχή, άσκεφτα κι απρόσεχτα, αγανακτούσα, σε μάλωνα - «μα τώρα στο είπα», σου έλεγα, «ξέχασες»; Μέχρι που είδα τη θλίψη και την αγωνία στο βλέμμα σου κι ένιωσα να λύνονται τα γόνατά μου. Μίσησα τον εαυτό μου για τούτη την επιπολαιότητα, την άθελη αναλγησία, την άκαιρη αντίδραση. Και μαζεύτηκα. Σού ’λεγα και σου ξανάλεγα τα ίδια και τα ίδια υπομονετικά κι απαντούσα στις ερωτήσεις σου σαν να τις άκουγα για πρώτη φορά. Κι εσύ έγραφες σε χαρτάκια αυτά που ήθελες να θυμηθείς και με κοιτούσες με ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη αλλά και μια αδιόρατη θυμηδία - σαν να μούλεγες «ξέρω ότι ξεχνάω, ξέρω πως μου λες και ξαναλές το ίδιο πράγμα, ξέρω πως με δουλεύεις λιγάκι... και σ’ ευχαριστώ που δεν αγανακτείς, που δεν υπογραμμίζεις την ανημπόρια μου».

Μπαμπά, ξεχνάω... Πού έβαλα τα κλειδιά, πώς τον λένε γμτ αυτόν τον ηθοποιό, πότε κανόνισα να πάω κομμωτήριο, τι ακριβώς πρέπει να ψωνίσω στο σουπερμάρκετ. Και καταγράφω αυτά που θεωρώ αναγκαία - στο κινητό, εξελιχθήκαμε βλέπεις από την εποχή με τα χαρτάκια. Και σε σκέφτομαι κάθε φορά που προσπαθώ να θυμηθώ κάτι, κάτι απλό, καθημερινό, αυτονόητο. Γιατί εκεί είναι το πρόβλημα, στα απλά και καθημερινά - τα σοβαρά και μόνιμα μια χαρά έχουν κολλήσει, καλώς ή κακώς. Έχει γεμίσει εν πολλοίς ο σκληρός, κάτι λίγα αποθέματα έχουν μείνει, και δεν μπορείς και να κάνεις delete σ’ ένα σωρό άχρηστα που έχεις συσσωρεύσει ώστε να αδειάσεις χώρο για όσα καινούργια και απαραίτητα ή ενδιαφέροντα θέλεις να καταγράψεις.

Μπαμπά, ξεχνάω...
Μαμά, γερνάω...

Και δεν με πειράζει που γερνάω, δικά μου τα χρόνια, τα έζησα όσο πιο καλά μπορούσα κι ευγνωμονώ τη ζωή που μου τα χάρισε. Ακόμα ακόμα δεν με πειράζει (και τόσο) που ξεχνάω, τουλάχιστον όσο περιορίζεται στα κλειδιά και στους ηθοποιούς. Αυτό που με πειράζει είναι η άσκεφτη αντίδραση ορισμένων στο απορημένο βλέμμα μου και η ελαφρώς ειρωνική και απαξιωτική ατάκα «μα στο είπα, δεν το θυμάσαι;» ειδικά όταν η «διακυβευόμενη» πληροφορία και γνώση είναι ασήμαντη, ανούσια, αδιάφορη. Όχι, δεν το θυμάμαι, δεν το κατέγραψα καν όταν μου το είπες. Επιλέγω να αφήνω χώρο στον σκληρό για πιο σοβαρά, πιο σημαντικά, πιο ενδιαφέροντα πράγματα - γιατί σκληρός είναι, πεπερασμένης (όσο κι αν είναι μικρή ή μεγάλη) χωρητικότητας και, ατυχώς, δεν έχει βρεθεί ακόμη τρόπος να φορτώνουμε καινούργια μνήμη, να προσθέτουμε gigabytes ή terabytes για να αποθηκεύουμε το κάθε τι που πέφτει στην αντίληψή μας.

Γι αυτό και μη μειδιάτε συγκαταβατικά αν δεν θυμάμαι πού πήγατε πρόπερσι διακοπές και τι φορούσε η κουμπάρα στο γάμο του ξαδέρφου σας!


Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018



Από την εισήγησή μου στη παρουσίαση του βιβλίου

«Όσα οι ψυχές δεν λησμονούν» της Δήμητρας Παναρίτη

Αθήνα 30/9/2017

Πολλαπλά τα επίπεδα του πονήματος της Δήμητρας Παναρίτη, πολλαπλές και οι αναγνώσεις του - κάτι που ισχύει, άλλωστε, για κάθε έργο που σέβεται τον εαυτό του και τον αναγνώστη του. Εγώ θα μείνω σε δύο από αυτά, τα πιο σημαντικά κατά τη γνώμη μου.

Και ξεκινώ από το δεύτερο κι ας είναι πρωθύστερο -δεύτερο με την έννοια της χρονικής στιγμής που έγινε αντιληπτό μιας και απαιτείται μελέτη του βιβλίου και αυξημένη προσοχή σε έννοιες πέρα από τα γεγονότα που τις πλαισιώνουν. Αναφέρομαι στις απόψεις, ιδέες, κοσμοθεωρίες αν θέλετε της συγγραφέως, οι οποίες βρίσκουν την ευκαιρία να διατυπωθούν και να ξεδιπλωθούν σε σημαντικές στιγμές της ιστορίας είτε δια στόματος κάποιου από τους ήρωες ή σαν συγγραφικές καταγραφές, σαν να μιλά η ίδια η ζωή δια στόματος και φωνής Δήμητρας. Η συγγραφέας με μεγάλη προσοχή και ιδιαίτερη ευαισθησία παρακολουθεί τις εξελίξεις στη χώρα μας τα τελευταία πενήντα χρόνια - ωστόσο δεν μένει απλός παρατηρητής. Εκφέρει άποψη βασισμένη σε προσεκτικές παρατηρήσεις και μετά από έντονο στοχασμό στηλιτεύει ή επαινεί, καταδικάζει ή συγχαίρει και συχνά αναδεικνύει τα θετικά εκείνα στοιχεία, τα συνήθως αφανή και αθόρυβα, τα οποία όμως είναι τόσο σημαντικά για να κρατήσουμε την ελπίδα για ένα πιο ανθρώπινο αύριο.

Το πρώτο επίπεδο τώρα, εκείνο που γίνεται άμεσα αντιληπτό από την πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου, είναι αυτή καθαυτή η ιστορία. Καταιγιστική δράση, συνεχείς εναλλαγές και ανατροπές, νέα πρόσωπα που έρχονται να πλαισιώσουν εκείνα που ήδη γνωρίσαμε, γεγονότα που αλλάζουν εκ βάθρων τη ζωή των ηρώων αλλά και της κοινωνίας. Ουσιαστικά αυτή η πεντηκονταετία με τις αλλαγές που επήλθαν στη χώρα μας κατά τητη διάρκειά της είναι η βάση, το πλαίσιο μέσα στο οποίο η Δήμητρα Παναρίτη τοποθετεί με δεξιοτεχνία και μαεστρία μία μία τις ψηφίδες της - άλλες πολύχρωμες και λαμπερές κι άλλες μουντές και γκρίζες, όπως αναφέραμε στην αρχή - και τις ενώνει με το μαγικό υλικό της έμπνευσης. Έτσι δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο ψηφιδωτό και μας το χαρίζει να το ατενίσουμε, να το ψηλαφίσουμε, να το οικειοποιηθούμε και να το απολαύσουμε. Ταξιδεύουμε στον χωροχρόνο και την ιστορία, βιώνουμε ξανά καταστάσεις οι παλιότεροι και ενημερώνονται οι νεότεροι, αγωνιούμε με τις εξελίξεις, παθιαζόμαστε με τους ήρωες αντιπαθώντας τους «κακούς» και στηρίζοντας ολόψυχα τους «καλούς» και ανυπομονούμε να δούμε τη συνέχεια και πώς -και εάν- η ζωή θα τιμωρήσει τους πρώτους και θα ανταμείψει τους δεύτερους. Θα το κάνει; Θα έλθει η δικαίωση; Θα ισχύσει το «δι' λέου κα φόβου περαίνουσα τν τν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» του αρχαίου ορισμού της τραγωδίας;