Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019


 
Ήσουν ξεχωριστός, ήσουν τρυφερός κι ευαίσθητος, ήσουν Κύριος με «Κ» κεφαλαίο – ήσουν πολύ αγαπημένος μου…

Η υπέροχη δημιουργία σου «Μια φορά θυμάμαι», από τα μουσικά ορόσημα των νεανικών μου χρόνων,  οδήγησε την πένα μου να γράψει τούτο το ποίημα. Στο αφιερώνω για καλό κατευόδιο…

Καλό σου ταξίδι Γιάννη Σπανέ…

Μια φορά θυμάμαι...  *

«Μια φορά θυμάμαι μ' αγαπούσες
τώρα βροχή...
μια φορά θυμάμαι μου μιλούσες
τώρα σιωπή...»

Σ’ εκείνους που αγαπήσαμε
Και μας αγάπησαν...

Κι αν έγιν’ η αγάπη βροχή
Και χάθηκε στη σκόνη του χρόνου
Κι αν έγιναν τα λόγια σιωπή
Και χάθηκαν στο θρόισμα τ’ ανέμου

Εμείς τους αγαπούμε πάντα
Για κείνο τ’ όμορφο που ζήσαμε μαζί
Κι ας έγινε βροχή...
Κι ας έπεσε σιωπή

Εμείς θα έχουμε στα χείλη
Τη γεύση εκείνης της βροχής
Και θ’ ακούμε τον άνεμο να ψιθυρίζει
Με τη δική τους τη φωνή...

*από τα «Αποτυπώματα»

https://www.youtube.com/watch?v=H-m42WC0NMk

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019


Μονάχα στ’ όνειρο



Ήρθες απόψε στ’ όνειρό μου

Μ’ αυτό σου το χαμόγελο

Που ακόμη και πάντα θα μου λείπει

Κι έδειχνες τόσο εύθραυστος



Τύλιξα  με λαχτάρα τα χέρια γύρω σου

Κι ένιωσα τόσο αδύνατους τους ώμους

Που δίστασα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου

Μη σε πονέσω



Μου έφτανε ωστόσο που σε άγγιζα

Που ένιωθα την λιπόσαρκη πλέον πλάτη

Κάτω από τα δάχτυλά μου

Όπως τότε στο καράβι - θυμάσαι;



Μου έφτανε να σε κοιτάζω στα μάτια

Και να βλέπω μέσα τους

Εκείνη την απέραντη αγάπη

Όπως εκείνη την στερνή φορά - θυμάσαι;



Έτσι με κοίταζες και τώρα

Και μου χαμογελούσες στοργικά

Σου χαμογέλασα θλιμμένα

Μέσα στον ύπνο μου κι εγώ



Και ξύπνησα με τούτο το χαμόγελο

Της αδιόρατης θλίψης

Παρηγορημένη ωστόσο που σ’ άγγιξα

Κι ας ήταν μονάχα στ’ όνειρο


Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019


Τον άρτον ημών

Λατρεύω το ψωμί σε κάθε του μορφή «ορίτζιναλ» - που πα να πει ρίχνω άκυρο στα πολυτελείας, τα άσπρα σαν μπαμπάκι/αραιά σαν αφρός/άνοστα σαν χορτάρι. Το ιδανικό ψωμί πρέπει να είναι ζυμωμένο με μεράκι, να έχει γεύση από αλεύρι κι ανθρώπινο μόχθο, μυρωδιά (ιδανικά) από χωριάτικο ξυλόφουρνο, κόρα τραγανή και ψίχα συμπαγή, στιβαρή. Να μοιάζει όσο γίνεται μ’ εκείνα τα παλιά που έφτιαχναν οι νοικοκυρές στα χωριά, πέντε πέντε στις λαμαρίνες, που τα φούρνιζαν με το ξυλόφτυαρο, που τα σκέπαζαν με τις πανιάρες και που τάιζαν μ’ αυτά τις πολυμελείς τους οικογένειες ολόκληρη τη βδομάδα.

Σαν εκείνα που έφτιαχνε η γιαγιά μου η Βασίλω στο Λεβίδι κι έπαιρνε μαζί του ο πατέρας μου κάθε Κυριακή που επέστρεφε από το χωριό στην Τρίπολη για να έχει να τρώει στη διάρκεια της βδομάδας ενόσω σπούδαζε στην Παιδαγωγική Ακαδημία - ψωμί κι ελιές όλα τα γεύματα όλες τις μέρες.

Φτιάχνω κι εγώ το ψωμί μας εδώ και πολύ καιρό. Καμία σχέση με το αγοραστό. Αλεύρι, νερό, μαγιά, λίγο αλάτι/ζάχαρη/λάδι. Απλές αγνές πρώτες ύλες ζυμωμένες με μεράκι και νοσταλγία. Υπάρχει και ξυλόφουρνος - εκείνος που έφτιαξε ο πατέρας μου με τα χέρια του πυρότουβλο στο πυρότουβλο και συντηρεί ευλαβικά ο άντρας μου και που μας έχει χαρίσει μοναδικά φαγητά και, όταν βολεύει να τον κάψουμε, ξεχωριστά ψωμιά. Και πάνω απ’ όλα έχω το ξυλόφτυαρο - εκείνο της γιαγιάς Βασίλως που πήρα από το χωριό και που δεν το χρησιμοποιώ από φόβο μην το χαλάσω. Κειμήλιο πολύτιμο εκατό χρόνια πίσω…

Γιατί τα μνημονεύω σήμερα όλα αυτά; Γιατί είναι η Παγκόσμια Μέρα Άρτου κι ήθελα να στείλω ετούτο το μήνυμα: φτιάξτε (αν και εφ’ όσον μπορείτε/θέλετε/έχετε κέφι και χρόνο) το δικό σας ψωμί. Τίποτε δεν συγκρίνεται με την μυρωδιά του φρεσκοψημένου καρβελιού καθώς βγαίνει από τον φούρνο, μοσχοβολάει το σπίτι κι όλη τη γειτονιά και σας χαρίζει το καλύτερο (για μένα) γεύμα - φρέσκο ζεστό ψωμί ζυμωτό χειροποίητο και φέτα ελληνική!







Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019


Άκουσα για πρώτη φορά το όνομά της το 2004, στους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Σοφία Κοκοσαλάκη, μια νέα γυναίκα 32 χρόνων που ανέλαβε, με πολλή επιτυχία, τον σχεδιασμό των κοστουμιών της τελετής έναρξης και λήξης και κατά καιρούς άκουγα για την επιτυχημένη καριέρα της στο εξωτερικό.

Χθες έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 47 χρόνων νικημένη από μια πολύ επιθετική, προφανώς, μορφή καρκίνου που διαγνώστηκε μόλις δυο μήνες πριν.

Πέρα από την ευχή για καλό της ταξίδι θα σταθώ σε ένα σημείο μιας συνέντευξης που είχε δώσει πέρσι στο «Κ» της Καθημερινής. "Έχω μια φαντασίωση, ότι μετά τα 89 μου θα πάω να μείνω στην Κρήτη". Ένα όνειρο που δεν έμελλε να βγει αληθινό - όπως τόσα και τόσα όνειρα όλων μας.

Πολύτιμη η κάθε μέρα μας. Δώρο χαρισμένο από τη ζωή. Ας την αξιοποιήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε. Να αγαπάμε τον εαυτό μας, να προσφέρουμε αγάπη, να έχουμε συμπόνια, να νοιαζόμαστε για τους άλλους, για κάθε πλάσμα που μας χρειάζεται.

Να απολαμβάνουμε την αγάπη που εισπράττουμε, να λέμε ευχαριστώ που αντικρίσαμε ξανά τον ήλιο, που είμαστε καλά. Να παραμερίσουμε τη μιζέρια, να αξιοποιήσουμε τον χρόνο που μας δίνεται, να είμαστε ευγνώμονες για τα όμορφα μικρά καθημερινά που ζούμε.

Να ζούμε συνειδητά την κάθε στιγμή - γιατί δεν ξέρουμε τι κρύβει το αύριο.


Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019


Δεν ξέρω γιατί



Μου ζήτησαν να χαμογελάσω

Δεν ξέρω γιατί

Για να βγω πιο όμορφη;

Για να πουν πως υπάρχει ελπίδα;

Για να κρύψουν τα μάτια μου;

Κι εγώ υπάκουσα

Δεν ξέρω γιατί

Κι ας έσταζαν τα δάκρυα

Στις άκρες του χαμόγελου

Μην το κοιτάτε

Είναι ψεύτικο

Κοιτάξτε τα μάτια μου

Μόνο

Εκεί είναι η αλήθεια

Με ρήμαξαν

Κι ακόμα

Δεν ξέρω γιατί…



Οι μεγάλοι μίλησαν


Είμαι μικρός
Πολύ μικρός
Πέντε χρόνων
Μου έλεγε η μάνα
Τις μέρες τις παλιές
Πριν την πλακώσει ο τοίχος

Είμαι μικρός
Πολύ μικρός
Και τίποτα δεν καταλαβαίνω 
Απ’ όλα αυτά 
Τα τόσο τρομαχτικά
Που ακούω και βλέπω
Φωτιές
Καπνοί
Φωνές
Το σπίτι μου έγινε τούβλα και σκόνη
Κόκκινα βαμμένα
Όχι από μπογιά
Από κάτι άλλο
Κάπου κει είναι η μάνα
Και το μωρό μας
Που το κράταγε αγκαλιά
Όταν άρχισαν οι βροντές
Μέσα στη νύχτα
Κι άστραφταν φώτα 
Κίτρινα και πορτοκαλί

Είμαι μικρός 
Πολύ μικρός
Και τίποτα δεν καταλαβαίνω
Απ’ τις κουβέντες των μεγάλων
Να τους σέβομαι
Μου έλεγε η μάνα
Τις μέρες τις παλιές
Πριν την πλακώσει ο τοίχος
Οι μεγάλοι μίλησαν
Κι είπαν ν’ ανάψουν οι φωτιές
Και να γίνει το σπίτι μου
Τούβλα και σκόνη
Είπαν πως δεν πειράζει 
Που έμεινε η μάνα εκεί
Μαζί με το μωρό μας

Είμαι μικρός 
Πολύ μικρός
Και τίποτε δεν  καταλαβαίνω
Από τα λόγια των μεγάλων
Κι ούτε θέλω να τους ακούω
Πια
Μόνο να θυμάμαι τη μάνα θέλω
Και το μωρό μας
Όχι κάτω από τα κόκκινα τούβλα
Που είναι τώρα
Αλλά να το κρατάει αγκαλιά
Στην πόρτα του σπιτιού μου
Που δεν υπάρχει πια
Και να μου χαμογελάει
Καθώς έφευγα 
Με τη σάκα στον ώμο

Είμαι μικρός
Πολύ μικρός
Και τίποτε δεν  καταλαβαίνω

Οι μεγάλοι μίλησαν
Κι η ζωή μου χάθηκε…



















Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019


"Ημέρα Ψυχικής Υγείας" η σημερινή - αφορμή να αναφερθώ στο πρόβλημα της Δωροθέας, της ηρωίδας του ομώνυμου βιβλίου μου, με ένα σχετικό απόσπασμα.

«Η φίλη μας πρέπει να υπήρξε από νεαρή ηλικία ένας άνθρωπος που θέλησε να ακολουθήσει τις κοινωνικές αξίες κατά γράμμα και έπεισε το “εγώ” της ότι η συμβατική συμπεριφορά απέναντι στους γονείς της και, αργότερα, σε σύζυγο και κοινωνία θα της χάριζε την ευτυχία. Έσπρωξε λοιπόν τις όποιες επαναστατικές της τάσεις πολύ βαθιά, σε καταστολή δηλαδή, σε σημείο που το “εγώ” της αποξενώθηκε από αυτά. Επειδή όμως το λογικό και συνειδησιακό κομμάτι της συνυπάρχει, όπως σε όλους μας, με ένα πολύ δυνατό υποσυνείδητο, στην περίπτωσή της, ορισμένες υπερφορτισμένες φορές το “εγώ” και το “υποσυνείδητο” πλησιάζουν το ένα με το άλλο, και η αντίδραση, όταν αυτές οι μη συμβατικές σκέψεις την πλημμυρίζουν, είναι τόσο δυνατή, που μοιάζει με έναν διαφορετικό εαυτό. Δημιουργείται δηλαδή μια διάσπαση του χαρακτήρα της.

Δεν θα έλεγα ότι είναι περίπτωση διπλής ή πολλαπλής προσωπικότητας – αυτή είναι μια πάθηση ιδιαίτερα σοβαρή και σπάνια. Παρ’ όλα αυτά, αυτό το ασανσέρ των αντίθετων σκέψεων και οι ανάλογες αντιδράσεις της επιβαρύνουν ιδιαίτερα την προσωπικότητά της και χρειάζεται μεγάλη προσοχή, γιατί αν δεν γίνει κατανοητό από την ίδια, θα της δημιουργήσει βαθύτερα προβλήματα, ιδίως καταθλιπτικού χαρακτήρα. Ίσως να είναι παράδοξο που ένας άνθρωπος ο οποίος έχει για σημαία στη ζωή του την καθωσπρέπει συμπεριφορά παρουσιάζει τέτοια θέματα, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι άλλες είναι οι κοινωνικές αξίες και άλλα τα “θέλω” του υποσυνείδητου». 




Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019


«Παγκόσμια Μέρα Εκπαιδευτικών» η σημερινή.

Κι εγώ κοιτάζω την φωτογραφία των δασκάλων γονιών μου από έναν περίπατό τους στο Νησί Ημαθίας, το χωριό που πρωτοδιορίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’50, και του Παρθενώνα που έφτιαξε ο πατέρας μου από γύψο στην αυλή του σχολείου. Κοιτάζω κι αναθυμιέμαι τις περιγραφές τους από εκείνη την εποχή - περιγραφές που κατέγραψα αυτούσιες στο πρώτο μου βιβλίο, «Το βαλς μιας ζωής».

Αφιερωμένο στους ηρωικούς δασκάλους παλιότερων εποχών που μεταλαμπάδευσαν ήθος και γνώση «στα παιδιά με τα τρύπια παπούτσια και τα μπαλωμένα ρούχα» των μετεμφυλιακών χρόνων.

Στα παιδιά που, διψασμένα για μάθηση, στοιβάζονταν τρία τρία σε φθαρμένα θρανία μέσα σε στενόχωρες αίθουσες.

Στα παιδιά που διάβαζαν νύχτα με το λυχνάρι γιατί έπρεπε να βοσκήσουν τα πρόβατα ή να θερίσουν το στάρι στα χωράφια στις ελεύθερες ώρες της μέρας.

Στα παιδιά που πρόκοψαν, που ανέβηκαν ψηλά, που έχτισαν την Ελλάδα μετά την λαίλαπα του πολέμου.

Στα παιδιά και τους δασκάλους τους - με σεβασμό κι ευγνωμοσύνη!



Από το "Βαλς μιας ζωής"

«Το σχολείο στο Νησί ήταν δίπλα στην εκκλησία του χωριού, τους Αγίους Αναργύρους, στον ίδιο περίβολο. Ήταν ένα μακρόστενο κτίριο, μονώροφο, με ένα μπαλκόνι σε όλο του το μήκος. Μια φαρδιά σκάλα στη μέση της πρόσοψης οδηγούσε στην μεγάλη δίφυλλη πόρτα που άνοιγε σ’ ένα μικρό χολ. Δεξιά από το χολ ήταν το γραφείο των δασκάλων. Δίπλα στο γραφείο, με είσοδο από το μπαλκόνι, βρισκόταν η μια αίθουσα διδασκαλίας. Αριστερά από την είσοδο βρίσκονταν οι άλλες δύο αίθουσες. Το σχολείο ήταν τριθέσιο εξατάξιο, με τις τάξεις να συστεγάζονται ανά δύο στην ίδια αίθουσα και με τον ίδιο δάσκαλο. Εκτός από τον Ορέστη και τη Χριστίνα στο χωριό υπηρετούσε άλλη μία δασκάλα, η Κατίνα Βαμβούδη από τη Θεσσαλονίκη. Οι δυο κοπέλες έγιναν γρήγορα φίλες, με την Κατίνα, νιόπαντρη τότε, να δίνει πολύτιμες συμβουλές στη Χριστίνα για τις δικές της ετοιμασίες.

Πίσω από το χολ της εισόδου του σχολείου υπήρχε ένα αρκετά ευρύχωρο δωμάτιο, που χρησίμευε για αποθήκη. Εκεί βρίσκονταν οι χάρτες, τα μεγάλα ξύλινα γεωμετρικά όργανα, σκηνικά ζωγραφισμένα από τον Ορέστη για τις σχολικές θεατρικές παραστάσεις, κούτες με ντοσιέ γεμάτα έγγραφα, μαθητολόγια περασμένων χρόνων, κουτιά με κιμωλίες, η σημαία των παρελάσεων και πολλά άλλα. Ορισμένα από αυτά, τα λιγότερο χρήσιμα, τα είχε μεταφέρει ο Ορέστης στο υπόστεγο με τα ξύλα, στην αυλή του σχολείου. Τα υπόλοιπα τα είχε τακτοποιήσει στην μία πλευρά του δωματίου, είχε καθαρίσει τον χώρο και είχε μεταφέρει εκεί, από την αρχή που διορίστηκε, τα λιγοστά του υπάρχοντα. Έτσι είχε εγκατασταθεί στην αποθήκη μια και δεν υπήρχε εκείνο τον καιρό διαθέσιμο οίκημα να μείνει - σε κάθε σπίτι του χωριού κατοικούσε κι από μια οικογένεια, πολυμελής κατά κανόνα.

Ο πρόεδρος της κοινότητας είχε αντιδράσει έντονα, λέγοντας πως είναι ντροπή για το χωριό να μη μπορεί να στεγάσει τον δάσκαλό του, και είχε κινητοποιηθεί για να του βρει δωμάτιο σε κάποιο σπίτι. Ο Ορέστης τον σταμάτησε, διαβεβαιώνοντάς τον πως είχε τακτοποιηθεί μια χαρά. Το “σπίτι” του, είπε, του έδινε την δυνατότητα να κάθεται ως αργά στο γραφείο διεκπεραιώνοντας την γραφειακή και γραμματειακή δουλειά του σχολείου ενώ ταυτόχρονα του παρείχε την απαραίτητη ησυχία για τα διαβάσματα και τις μελέτες του. Έτσι παρέμεινε εκεί».










Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή

Τα χρώματα

Όλη μέρα χτες παραφύλαγα τη μάνα πότε θα αφήσει το λάπτοπ για να κάτσω να σας γράψω για τα χρώματα αλλά πού εκείνη, την έχει πιάσει το συγγραφικό της κι όλο γράφει γράφει για μια Ολίβια κι έναν φάρο γι αυτό κι εγώ περίμενα που πήγε για ύπνο και σηκώθηκα σιγά σιγά κι έκατσα να σας τα πω κι ευτυχώς που στην αρχή κοιμάται βαθιά και δεν με πήρε χαμπάρι και που λέτε χτες ήταν η Μέρα του Μαύρου Σκύλου όπως μου είπε ο Ρόμπις που τα ξέρει όλα και τον ρώτησα τι πα να πει αυτό ότι γιορτάζουμε εμείς οι δυο κι ο Μαξ ο πατριάρχης που είναι μαύρος με λίγο άσπρο; αλλά εκείνος μου απάντησε ότι είναι μια γιορτή που υποστηρίζει τα μαύρα σκυλιά που είναι αδικημένα κι εγώ τον κοίταξα με ανοιχτό το στόμα σαν χάχας τι θα πει αδικημένα εμείς είμαστε πολύ ευτυχισμένα γιατί μας αγαπάει η μάνα κι ο πατέρας και περνάμε πολύ όμορφα στο σπίτι μας μαζί με τον Μαξ και την Κανέλλα και την ψιλοστριμμένη την Μελίτα και όοολα αυτά τα γατιά που κουβαλάει κάθε τόσο η μάνα όπως αυτά τα δυο καινούργια που είναι μια μπουκιά αλλά πολύ θαρραλέα, δεν με φοβούνται καθόλου κι ας χωράνε ολόκληρα μέσα στο στόμα μου, και τότε ο Βούδας μου εξήγησε ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που αντί να τους νοιάζει πόσο μοναχούλι και τρομαγμένο μπορεί να είναι ένα παρατημένο κουταβάκι όπως ήμασταν όλα εμείς όταν μας βρήκε η μάνα και μας πήρε σπίτι κοιτάζουν τι χρώμα είναι κι αν θα γίνει μεγάλο ή μικρό όταν μεγαλώσει κι αν δεν είναι άσπρο και φουντωτό και μικρόσωμο δεν το παίρνουν μαζί τους παρά το αφήνουν εκεί στην ερημιά ή στο κλουβί για χρόνια κι εγώ έγινα έξαλλος τι πα να πει μαύρο και άσπρο και μικρό και κουραφέξαλα, η καρδιά και η αγάπη δεν πρέπει να κάνει τέτοιες διακρίσεις κι όλα τα πλάσματα είναι μοναδικά κι αξίζουν να έχουν μια όμορφη ζωή όπως όλα τα αδεσποτάκια αξίζει να βρουν μια μεγάλη αγκαλιά γιατί έχουν πολλή αγάπη μέσα στους για να χαρίσουν στον άνθρωπο που θα τα πάρει κοντά του και δηλαδή τι; τα μαύρα σκυλάκια πρέπει να πεθάνουν;;; ή να ζουν μοναχούλια τους στο βουνό και να αρρωσταίνουν και να μην έχουν να φάνε; κι εκείνος με κοίταξε σκεφτικός και είπε σίγουρα όχι αλλά οι άνθρωποι είναι πολύ περίεργα πλάσματα και δεν σκέφτονται τόσο απλά και άδολα όπως εμείς τα σκυλιά, να σκεφτείς πως πριν από πολλά χρόνια οι άσπροι άνθρωποι θεωρούσαν τους μαύρους ανθρώπους πολύ κατώτερους και τους φέρονταν άσχημα και τους είχαν για σκλάβους και τους χτυπούσαν αλλά ευτυχώς αυτά έχουν τελειώσει τώρα αν και όχι εντελώς, υπάρχουν ακόμα πολλοί που δεν χωνεύουν τους μαύρους ανθρώπους κι ίσως κάπως έτσι να σκέφτονται και όσοι δεν χωνεύουν τα μαύρα σκυλιά, ότι είναι κατώτερα από τα άλλα τα άσπρα, κι εγώ του είπα τότε χα!!! ας γελάσω που θα μου πουν εμένα πως είμαι κατώτερος από τα άσπρα, κατώτερα είναι τα μούτρα τους και η κακιά και στεγνή ψυχή τους κι εγώ δεν βάζω κανέναν καλύτερα από σένα και τον Μαξούλη και μπορεί η μάνα να μην είναι μαύρη αλλά δεν πειράζει, πολύ την αγαπάω, και μετά θυμήθηκα που μας έλεγε μια μέρα που μας χάιδευε «black is beautiful» κι άρχισα να τρέχω πάνω κάτω φωνάζοντας black is beautiful, black is beautiful και να το λέτε κι εσείς αυτό και να το πιστεύετε και να πάτε όλοι να πάρετε από ένα μαύρο κουταβάκι και είμαστε τα πιο καλά σκυλάκια!!!