Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019


Της Άνοιξης αγριολούλουδο



Στη ρίζα σου μ’ απόθεσε η Μοίρα ν’ απαγκιάσω

Εσύ ελιά πολύχρονη κι εγώ μικρό λουλούδι

Σε στόλισα, με φύλαξες, χαρήκαμε τον  ήλιο

Κι αντάμα ψιθυρίσαμε της πλάσης το τραγούδι



Κι αν είν’ ο χρόνος σύντομος που θα ‘μαι στη σκιά σου

Γιατί ‘ναι η ζήση μου μικρή και σύντομα θα φύγω

Να με θυμάσαι λαχταρώ στα πόδια σου ανθισμένο

Που αγαπηθήκαμε πολύ κι ας ήτανε για λίγο…







Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019



Καλέ μου

Σήμερα κλείνουν 23 χρόνια από την ημέρα που ανέλαβες την διεύθυνση του Αναισθησιολογικού Τμήματος στο "Θριάσιο" Νοσοκομείο Ελευσίνας και, στη συνέχεια, δημιούργησες, οργάνωσες και λειτουργείς εκεί την Μονάδα Ανακούφισης Χρονίου Πόνου.

Για το τεράστιο κι ανεκτίμητο έργο σου όλα αυτά τα χρόνια αρμόδιοι να μιλήσουν είναι οι ασθενείς σου, οι συνάδελφοι και συνεργάτες σου και οι δεκάδες γιατροί, ειδικευόμενοι αναισθησιολόγοι και ειδικευμένοι πολλών ειδικοτήτων, που ωφελήθηκαν τα μέγιστα από την διδασκαλία και τις γνώσεις σου τόσο στον χώρο των χειρουργείων όσο και στα εκπαιδευτικά σεμινάρια που οργανώνεις επί σειρά ετών στο Νοσοκομείο που υπηρετείς από το 1996 με υψηλό αίσθημα ευθύνης.

Εγώ απλά θα καταθέσω την απεριόριστη εκτίμηση, σεβασμό και θαυμασμό για τον σύντροφο ζωής που χάρισε η Μοίρα!

Να είσαι πάντα καλά αγαπημένε μου!








Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή

Το κουβερτάκι

Τάβλεπα εγώ τα περίεργα μαλλιαρά χνουδωτά πεπονομπαλάκια που είχε αφήσει η μάνα πάνω στη συρταριέρα κι έλεγα αφού δεν τα έβαλε ΜΕΣΑ πα να πει ότι για μένα θα τα πήρε για να παίζω τώρα που έχει και βρωμόκαιρο και δεν μπορώ να βγω έξω να κυνηγάω τα αληθινά χνουδωτά μαλλιαρά γατόνια μας και πήγα να βουτήξω ένα να το ξεμαλλιάσω αλλά με είδε η μάνα -ποτέ δεν θα καταλάβω πώς τα βλέπει όλα, λες κι έχει μάτια στην πλάτη- κι έβαλε μια πιλάλα και μου το άρπαξε στο παρά πέντε -ωραία σειρά- και μου κούναγε το δάχτυλο και μη αυτό και μη αυτό και με ζάλισε κι αφού είναι μη τι τα αφήνεις κυρά μου όπου λάχει και πώς να το ξέρω ο έρμος ότι δεν κάνει να τα πειράξω και εν πάση περιπτώσει τι είναι αυτά τα μυστήρια να καταλάβω κι εγώ και μου είπε ότι λέγονται κουβάρια -όπως λέμε μαλλιά κουβάρια;- και τα πήρε για να φτιάξει ένα κουβερτάκι για το ανθρωποκουταβάκι εγγονάκι της κι όσο να πάρω χαμπάρι τι εννοεί πήρε ένα περίεργο ματσούκι κι άρχισε να το πηγαίνει πέρα δώθε και ω του θαύματος -αυτά τα μαθαίνω στα βιβλία που διαβάζω πριν τα φάω-  άρχισε να γίνεται το κουβάρι κάτι σαν φαρδιά ταινία κι εγώ έμεινα παγωτό για τα θαυμαστά που φτιάχνει η μάνα και μια στιγμή που τα άφησε στο κρεβάτι πήγα να τα μυρίσω κι άρπαξα και μια γωνίτσα να δω τι γεύση έχει αλλά πάλι με πήρε χαμπάρι κι ήρθε τρέχοντας κι είπε ποτέ ποτέ δεν πειράζουμε το κουβερτάκι του μωρού και τότε μ’ έπιασε κάτι περίεργο να θέλω να το αρπάξω και να το σκίσω να το κάνω κομματάκια και γιατί να έχει το ανθρωποκουταβάκι κι όχι κι εγώ και δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου γινόταν αλλά τότε ήρθε ο Βούδας και με πήρε παράμερα και μου είπε να μη ζηλεύω γιατί αυτό είχα πάθει, ζήλεια, και ξαναμένω παγωτό και ποια είναι αυτή η κυρία που δεν την ξέρω και μου εξήγησε ότι η ζήλεια είναι κάτι σαν αρρώστια αλλά δεν πονάει το κεφάλι σου μόνο η ψυχή σου που θέλει πράγματα που έχουν οι άλλοι και δεν έχεις εσύ κι ενώ θα πρέπει να χαίρεσαι με όσα έχεις εσύ τρώγεσαι με όσα έχουν οι άλλοι κι είναι πολύ κακιά αρρώστια που μόνο με όμορφες σκέψεις και με αγάπη για όλον τον κόσμο μπορείς να την πολεμήσεις κι εγώ του είπα ότι εγώ τους αγαπάω όλους ακόμα και τον Μαξ που με προγκάει αλλά θέλω και το κουβερτάκι κι εκείνος γέλασε και μου έδωσε μια χαϊδευτική φάπα με την πατουσάρα του και μου είπε καλός είσαι, μεγαλώνοντας θα στρώσεις και μετά μου έδειξε τα παιχνίδια μου λέγοντας είσαι τυχερός που έχεις τόσο πολλά παιχνίδια και δεν σου χρειάζεται κανένα κουβερτάκι για να παίζεις, άστο να ζεσταίνει το ανθρωποκουταβάκι και σαν να μου φάνηκε ότι ψιλοκατάλαβα τι πα να πει να είσαι ευχαριστημένος με ό,τι έχεις και να μη ζηλεύεις ό,τι δεν έχεις και πήγα και κάθισα φρόνιμα φρόνιμα δίπλα στα κουβάρια χωρίς να τα πειράζω αλλά μόνο τα κοίταζα και τότε με χάιδεψε η μάνα και μου είπε τι καλό σκυλάκο που έχω εγώ κι όταν τελειώσω αυτό το κουβερτάκι θα κάνω και για σένα ένα από ατσαλόνημα και πήδηξα εγώ από τη χαρά μου κι ας μην κατάλαβα τι εννοούσε μ’ αυτό το τελευταίο – ξέρετε εσείς τι είναι το ατσαλόνημα;;;


Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019


Μικρές δαγκωματιές

Είναι εκείνες 
Οι μικρές δαγκωματιές
Που ροκανίζουν ύπουλα κι αθόρυβα
Την ψυχή σου
Που δεν τις καταλαβαίνεις καν
Κι ωστόσο σε λιγοστεύουν
Σε σώνουν

Δόντια μικρά και κοφτερά
Κρυμμένα πίσω 
Από απατηλά χαμόγελα
Και λόγια περίτεχνα
Μικρές δαγκωματιές
Από μικρά πιράνχας
Που εισβάλλουν στη ζωή σου
Πολύχρωμα
Χαριτωμένα
Φιλικά

Κι εσύ 
Καλόπιστος ή αφελής
Ξεγελιέσαι
Και τα καλοδέχεσαι
Καλόγνωμα θαρρώντας τα
Κι εκείνα σε ροκανίζουν
Καθώς εσύ, αλλού στραμμένος,
Πασχίζεις να φυλάγεσαι 
Απ’ τις μεγάλες δαγκωματιές
Που ξέρεις -κι όχι πάντα-
Να αναγνωρίζεις

Ενώ αυτές 
Οι μικρές
Διόλου δεν σε υποψιάζουν
Και ξεγελούν τις άμυνές σου
Μέχρι που χάνονται
Κομμάτια της ψυχής σου
Κι εσύ μένεις λειψός
Κι απορημένος
Ψάχνοντας να βρεις
Τα πώς και τα γιατί

Μικρά δαγκώματα
Αθόρυβα
Ύπουλα
Μοιραία
Απ’ αυτά φυλάξου 
Απονήρευτη κι ανέμελη ψυχή

Απ’ τα μικρά θανατερά
πιράνχας…




Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή

Η εγκατάλειψη

Κι έχει βγει κι ένας ήλιος ντάλα μετά από μια βδομάδα βροχή και μούχλα και αέρα και κάνει τόσο ωραία μέρα που άραξα κι εγώ στη λιακάδα και μετά μπήκα μέσα και είπα στον Ρόμπι σήκω καημένε από το κρεβάτι να πάμε να λιαστούμε να φτιάξουμε και βιταμίνη Ντε να μη σκεβρώσουμε αλλά πού αυτός, βαριόταν και τανυζόταν τεμπέλικα παρέα με την Τζίντζερ, άλλη χουζουρλού αυτή, και πάω στη μάνα που κάτι διάβαζε στο φέις να της πω να τον σηκώσει με το ζόρι και τη βλέπω με πολύ συννεφιασμένη μούρη και ξαφνιάζομαι πώς το ’παθε αυτή που βλέπει ήλιο και χοροπηδάει και κρυφοκοιτάζω στο λάπτοπ να δω τι της χάλασε τη διάθεση και τι να δω! ήταν μια κυρία που έγραφε στον τοίχο της -καλά το λέω;- ότι πριν από κάτι μήνες έκανε ένα παιδάκι, λέει, και της είπε τότε ο γιατρός (όχι ο Διονύσης ο δικός μου, ένας άλλος) ότι το  ανθρωποκουταβάκι της μπορεί να πάθει κακό από τις τρίχες του σκυλάκου της του Αζώρ που τον είχε από μωρό στο σπίτι εδώ και τέσσερα χρόνια (τι βλάκας γιατρός) κι ότι θα πρέπει να έχει φύγει ο Αζώρ από το σπίτι πριν πάει το μωρό κι εκείνη δεν προλάβαινε να του βρει άλλη οικογένεια, λέει, κι έτσι πήρε τον σκυλάκο και τον πήγε σε μια μακρινή γειτονιά και τον άφησε μπας και πάθει τίποτε το ανθρωπομωρό της και πάει ο σκυλάκος, δεν τον ξαναείδε μετά από κάμποσο καιρό που ξαναπέρασε από κει γιατί πού να βρει τον δρόμο να γυρίσει ο καημενούλης κι ήταν και μια σταλίτσα, λέει, αλλά τώρα το έχει μετανιώσει -καλά κρασιά μετά από τόσους μήνες- και τον ψάχνει αλλά πουθενά ο Αζώρ και τον είχε και φωτογραφία μπας και τον έχει δει κανένας και γι αυτό είχε πάρει η μάνα ανάποδες και της τα είχε χώσει, ότι είναι έγκλημα αυτό που είχε κάνει κι αντί να προσπαθεί να σώσει κανα αδέσποτο από τον δρόμο εκείνη έκανε το ΔΙΚΟ της σκυλάκι αδέσποτο που σίγουρα θα έχει πάθει κάτι πολύ κακό αφού και μικράκι ήταν και δεν ήξερε από δρόμους και αν έπρεπε στ’ αλήθεια να φύγει από το σπίτι -που δεν το πιστεύει καθόλου αυτό η μάνα- και δεν προλάβαινε να του βρει άλλο σπίτι «να το πήγαινες στη μάνα σου, στην αδελφή σου, στη θεια σου για λίγες μέρες μέχρι να βρεις ή να το έβαζες έστω στο υπόγειο ή στην ταράτσα για λίγο» της έλεγε έξαλλη η μάνα «παρά που το άφησες εκεί έξω και το καταδίκασες» και μετά βρόντηξε το καπάκι του λάπτοπ κι άρχισε να πηγαίνει πάνω κάτω στην αυλή μουρμουρίζοντας κάτι λόγια που κι ο Ρόμπι κοκκίνισε κι εγώ πήγα και λούφαξα στον πάγκο κι έβαλα τα κλάματα  και γιατί την έβλεπα έτσι στεναχωρεμένη και γιατί σκεφτόμουν τον έρμο τον Αζώρ που μπορεί και να έχει πεθάνει κι αυτός σαν την Ζανέτ μας αλλά εκείνη τουλάχιστον πέθανε στην αγκαλιά της μάνας ενώ εκείνος ποιος ξέρει τι να τράβηξε έτσι καλομαθημένος που ήταν και δεν θέλω άλλο ήλιο, θέλω να βρέχει για να κλαίει κι ο ουρανός για τον φίλο μου τον Αζώρ… καημένε μου φιλαράκο…





Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019


Καλό σου ταξίδι αγαπημένε φίλε γείτονα...

Διπλανά τα σπίτια μας στο νησί. Μαζί υποδεχόμασταν τις ανατολές, μαζί απολαμβάναμε τα ηλιοβασιλέματα. 

Δεκαπέντε χρόνια γειτονίας και φιλίας, δεκαπέντε χρόνια συντροφιάς κι αξέχαστων στιγμών που σημαδεύτηκαν ανεξίτηλα από εκείνο το μοναδικό, το ανατρεπτικό σου χιούμορ...

Σήμερα θα σε συνοδεύσουμε στο τελευταίο σου ταξίδι...

Θα σου λείψει η Άνδρος, το ξέρω, την αγαπούσες πολύ - όπως θα λείψει αφόρητα η αγαπημένη σου παρουσία από την σύντροφό σου... τα παιδιά σου… τα εγγόνια σου που λάτρευες...

Όπως θα λείψεις αφόρητα από όλους εμάς, που θα σε "βλέπουμε" πάντα να αγναντεύεις το πέλαγο...

Καλό σου ταξίδι αγαπημένε φίλε γείτονα...
Καλό σου ταξίδι Γιώργο μας…







Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή
Η μέρα των εροτεβμένον

Κι εκεί που καθόμουνα ήσυχα ήσυχα κι έβλεπα τον Τομ να κυνηγάει τον Τζέρυ κι έλεγα τρέχα ποντικούλη γιατί εγώ πάντα είμαι με τον ποντικομικρούλη  παφ! πέφτουν οι διαφημίσεις και να οι καρδούλες και να τα λουλουδάκια και να τα σοκολατάκια και να η αφεντιά μου να κάθεται με το στόμα ανοιχτό σαν χάχας χωρίς να καταλαβαίνω προς τι όλο αυτό το λουλουδοκαρδουλομάνι και πάει και το μικυμάου και δεν είδα αν την σκαπούλαρε ο Τζέρυ και συγχίστηκα και ρωτάω τον Βούδα τι συμβαίνει, καρότο, και μου λέει πως είναι η μέρα των ερωτευμένων κι εκεί μπλοκάρω, τι πα να πει «εροτεβμένον», αλλά ούτε κι εκείνος ήξερε καλά καλά να μου πει οπότε πήγα στη μάνα που όλα τα ξέρει γιατί είναι σοφή κι εκείνη μου είπε ότι σήμερα είναι η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου που προστατεύει τους ερωτευμένους και πάλι την κοίταξα σαν χάνος και τότε με πήρε αγκαλιά και ήρθε και ο Ρόμπις ο ζηλιάρης και χώθηκε ανάμεσά μας για να ακούσει και μας εξήγησε πως όταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι κάνουν αγκαλίτσες και φιλάκια αυτό πα να πει ότι είναι ερωτευμένοι κι εγώ αμέσως ρώτησα δηλαδή σαν κι εμάς τους δυο; κι εκείνη γέλασε και είπε ότι εμείς είμαστε μάνα και γιος και αγαπιόμαστε αλλά ερωτευμένος θα είσαι όταν βρεις ένα σκυλάκι κοριτσάκι που να σου αρέσει και θα κάνετε αγκαλίτσες και είπα πφφφ! σιγά τα ωά, τα μόνα σκυλοκόριτσα που ξέρω είναι η στριμμένη η Μελίτα και η ακατάδεχτη η Νέλη και καθόλου δεν μου αρέσουν, όλο με προγκάνε και πού να βρω κάποιο άλλο να γνωρίσω άσε που δεν μ’ ενδιαφέρει και καθόλου, τα κορίτσια είναι μπελάς, και εν πάση περιπτώσει αυτό το «εροτεβμένι» το παθαίνουν μόνο μια μέρα τον χρόνο; και μου είπε γελώντας όχι, καλό μου, είναι συνέχεια ερωτευμένοι και τότε τι χαζομάρα είναι αυτή θα πρέπει κανονικά να γιορτάζουν κάθε μέρα κι εκεί συμφώνησε και η μάνα και ο Ρόμπις και μετά μου ήρθε μια φλασιά και είπα σοβαρά σοβαρά στη μάνα ότι εγώ είμαι ερωτευμένος με εκείνη και δε θέλω κανένα άλλο κοριτσάκι κι εκείνη χαμογέλασε και με χάιδεψε και μου είπε πως όλα τα αγοράκια όταν είναι μικρά έτσι νιώθουν, ερωτευμένα με την μαμά τους, αλλά μεγαλώνοντας ερωτεύονται ένα άλλο κοριτσάκι κι εγώ στραβομουτσούνιασα κι αποφάσισα να μη μεγαλώσω ποτέ, θα μείνω ένα τρελοκούταβο ερωτευμένο με τη μαμά του και της έσκασα ένα μεγάλο φιλί στη μουσούδα της και τώρα περιμένω να σταματήσει ο βρωμοαέρας να τρέξω στον κήπο και να κόψω ένα λουλουδάκι να της το πάω και θα της δώνω κάθε μέρα κι από ένα γιατί εγώ την αγαπάω συνέχεια κι όχι μια μέρα το χρόνο -άκου κει, η μέρα των εροτεβμένον!!!


Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019


Γιώργος - ένας ήσυχος άνθρωπος…

Κατηφόριζα βιαστικά την Μητροπόλεως σε μια από τις σπάνιες, πλέον,  επισκέψεις μου στο κέντρο της Αθήνας που, σχεδόν πάντα, έχουν να κάνουν με διεκπεραιώσεις υποθέσεων σε δημόσιες υπηρεσίες, καταστάσεις εκ προοιμίου ενοχλητικές και  εκνευριστικές και που εντείνουν την δυσφορία μου για τούτη την υποχρεωτική μου «άνοδο» στο κέντρο -προτιμώ, όσο μπορώ, να παραμένω νότια και εκτός «αστικού ιστού».
Είχα μόλις προσπεράσει ένα μικρομάγαζο που είχε μπουγάτσες σερραίικες -περισσότερο η όσφρηση το εντόπισε παρά η όραση έτσι όπως κατηφόριζα φουριόζα- και, ασυνείδητα, έκανα τη σκέψη «στην επιστροφή να μπω μέσα». Λίγο πιο κάτω, σε μια κόχη ακατοίκητης οικοδομής, καθόταν ένας  «ήσυχος άνθρωπος» -αυτή ήταν η πρώτη αυτόματη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό καθώς τον αντίκρυσα ακίνητο κι αμίλητο με σκυμμένο κεφάλι. Ούτε τενεκάκι για βοήθεια ούτε «προίκα» από κουβέρτες και άλλα σχετικά δίπλα του. Πέρασα μπροστά του, πάντα βιαστική, κι έριξα μια φευγαλέα ματιά ίσα για να δω ένα πολύχρωμο μπουφάν κι ένα κεφάλι με μακριά μαύρα μαλλιά γεμάτα άσπρες τρίχες διάσπαρτες. Ένας ακόμη άστεγος…
Τέλειωσα τη δουλειά μου στην δημόσια υπηρεσία -σύντομα κι αναίμακτα ευτυχώς- κι άρχισα να ανηφορίζω για το Σύνταγμα. Ο άστεγος ήταν πάντα εκεί, πάντα το ίδιο ακίνητος, μόνο που τώρα, προσπερνώντας, σαν να μου φάνηκε πως άκουσα ένα σιγανό «καλημέρα». Κοντοστάθηκα, γύρισα, εκείνος πάντα με σκυμμένο κεφάλι. Ταλαντεύτηκα, συνέχισα. Έφτασα στο μπουγατσάδικο, πήρα δυο μπουγάτσες και ξαναγύρισα. Κάθισα δίπλα του στο σκαλάκι, του έδωσα τη μία και του είπα «καλημέρα». Ξαφνιάστηκε. Γύρισε, με κοίταξε, άπλωσε ένα χέρι διστακτικό, την πήρε και μου χαμογέλασε δειλά. Ένα δόντι. Ένα μόνο -στο πρόσωπο ενός άντρα που ήταν δεν ήταν 40 χρόνων όπως  τον υπολόγισα παρά την ταλαιπωρημένη του εμφάνιση… Του χαμογέλασα με τη σειρά μου.
«Πώς σε λένε;»
«Γιώργο…»
«Πώς έγινε… θέλω να πω, ξέρω… καταλαβαίνω… αλλά…».

Μάγκωσα, ένιωσα άβολα, αμήχανα. Τι ρωτούσα τώρα κι εγώ… Ωστόσο ο Γιώργος μου ξαναχαμογέλασε ψύχραιμα.

«540 ευρώ το δίμηνο… Πώς να φτάσουν για σπίτι, για ηλεκτρικό, για όλα… κι από πάνω η απόλυση.Έτσι έγινε…»
Έτσι απλά, χωρίς αγανάκτηση. Χωρίς φωνές. Χωρίς καν παράπονο. Μια απέραντη παραίτηση μόνο. «Έτσι έγινε…» 
Τον παρατήρησα λιγάκι πιο καλά ενόσω μιλούσε. Παλιό χοντρό μπουφάν που έδειχνε παράταιρα καθαρό -σίγουρα δεν μπορούσε να το πλύνει, μάλλον το διατηρούσε καθαρό όσο πιο καλά γινόταν. Το ίδιο και τα μαλλιά του, το ίδιο και η όλη του εμφάνιση -ένας καθαρός ήσυχος άστεγος…
«Πολύ λυπάμαι…» είπα πάντα αμήχανα κι ακούστηκαν οι λέξεις τόσο μάταιες  και κούφιες στα ίδια μου τα αυτιά. Εκείνος μισοχαμογέλασε κι έκανε μια κίνηση αόριστη με το χέρι - κάτι σαν «δεν βαριέσαι», σαν «αυτά έχει η ζωή», σαν «νάσαι καλά κι ας μην το πιστεύεις…»
Σηκώθηκα, του έτεινα το χέρι. Ξαφνιάστηκε, σήκωσε τα μάτια -μαύρα, στο χρώμα του κάρβουνου… ή της απόγνωσης. Μου έδωσε το χέρι του σε μια χειραψία στιβαρή. Έβαλα στη χούφτα του ένα χαρτονόμισμα, μου το αντιγύρισε - «δεν χρειάζεται, μου έφερες την μπουγάτσα κι αυτό αρκεί». Επέμεινα. Ψιθύρισε ένα «ευχαριστώ» πιότερο με τα μάτια παρά με τη φωνή.
«Εύχομαι… εύχομαι να γίνουν λίγο καλύτερα τα πράγματα», ψέλλισα ανόητα, νιώθοντας συνεχώς και πιο αλλόκοτα, πιο άβολα. Ο Γιώργος χαμογέλασε ανεξιχνίαστα. «Καλή σου μέρα», μου είπε και ξανάσκυψε το κεφάλι.
Έφυγα σαν κυνηγημένη…
(η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο)

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019



«Το χρυσό σφυράκι
(παιδικό παραμύθι)
Ήταν κάποτε ένα μικρό κοριτσάκι που γεννήθηκε ανάπηρο, με καμπούρα στο σώμα του και ατροφικό χέρι. Ο πατέρας του, αγρότης, την απέρριψε με το που γεννήθηκε γιατί θα του ήταν άχρηστη σαν εργάτρια στο κτήμα και δεν έχανε ευκαιρία να την κακομεταχειρίζεται. Η μικρούλα όμως δεν τόβαλε κάτω και με όπλο το “χρυσό σφυράκι” της που από την μια “χτυπούσε” με αγάπη κι από την άλλη με προσευχή κατόρθωσε να τον μαλακώσει και να τον φέρει κοντά της».
Όλοι κρατούμε ένα σφυράκι στο χέρι, μόνο που είναι μισό μισό. Από την μια μεριά είναι χρυσό και “χτυπάει”  με αγάπη, με συμπόνια, με κατανόηση. Από την άλλη είναι ατσάλινο και “χτυπάει” με σκληρότητα, με αδικία, με απαξίωση. Κι αυτή του η πλευρά είναι πολύ πιο φθαρμένη από την άλλη…γιατί χρησιμοποιείται πολύ περισσότερο. Μας είναι τόσο πιο εύκολο να κρίνουμε, να κατακρίνουμε, να απαξιώνουμε, να πληγώνουμε, να αδιαφορούμε, να προσπερνούμε, να λοιδορούμε,  να γινόμαστε κήνσορες και τιμητές των άλλων εθελοτυφλώντας συστηματικά για τα δικά μας λάθη, παραλείψεις, αστοχίες…


Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019



Οι δυο μας…

>Λέω να κοιμηθούμε λιγάκι
>Μα δε νύχτωσε ακόμα
>Γι αυτό, κουτέ! Τη μέρα δεν μας πειράζει κανείς. Τη νύχτα να φοβάσαι
>Καλά λες. Τη μέρα όλοι είναι καλοί. Τη νύχτα αγριεύουν
>Άσε που τη νύχτα ψάχνεις πιο εύκολα στα σκουπίδια... χωρίς να σε κοιτάνε παράξενα ή να σε διώχνουν
>Θα πάμε πάλι παρέα απόψε; Νιώθω πιο καλά όταν είσαι κοντά μου
>Και βέβαια θα πάμε. Αλλιώς τι φιλαράκια θα ήμασταν... άντε, κοιμήσου τώρα
>Θα έχεις το νου σου μη μας πειράξει κανείς;
>Μη σε νοιάζει. Όσο είμαστε μαζί, μη φοβάσαι τίποτε
>Εσύ για μένα κι εγώ για σένα
>Οι δυο μας... κι όλοι οι άλλοι χωριστά
>Οι δυο μας... κοιμήσου τώρα, φιλαράκο
>Θα σε δω στα όνειρά μου
>Κι εκεί θα σε νοιάζομαι... καλόν ύπνο
>Καλόν ύπνο σκυλάκο μου… φιλαράκο μου...


Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή
Το μεγάλο ταξίδι
Σας τα έχει πει η μάνα για την Ζανετούλα μας, το ξέρω… εγώ την παρακάλεσα να σας τα πει εκείνη γιατί εμένα ήταν θολά τα ματάκια μου από το πολύ κλάμα κι έτρεμαν τα πατουσάκια μου κει δεν μπορούσα να γράψω γιατί το γατονάκι μας δεν είναι πια κοντά μας κι εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι έγινε και ξαφνικά την είδα στην αγκαλιά της μάνας που την κοίταζε με πολλή θλίψη και μετά σηκώθηκε και την έβαλε στο κρεβάτι και την τύλιξε ολόκληρη με το κουβερτάκι της κι εγώ ανησύχησα που δεν θα μπορεί να πάρει ανάσα κι έτρεξα να την ξετυλίξω αλλά η μάνα δεν με άφησε και με πήρε αγκαλιά και μένα και τον Ρόμπι και μας είπε πολύ λυπημένη ότι το Ζανετάκι μας πέθανε και δεν θα είναι πια μαζί μας κι εγώ πολύ ταράχτηκα, τι θα πει πέθανε και πού πήγε και τη ρώτησα μαγκωμένος μήπως έφυγε επειδή την κυνηγούσα να παίξουμε και την ζούλαγα αλλά μου είπε όχι, αρρώστησε από κάποιο μικρόβιο που έκανε κακό στην καρδούλα της και σταμάτησε να χτυπάει κι εγώ πολύ συγχίστηκα με μένα, πού ήμουν εγώ να το σκοτώσω αυτό το μικρόβιο που κάνω και το παλικάρι αλλά με χάιδεψε λέγοντας ότι τα μικρόβια είναι αόρατα και δεν καταλαβαίνω πώς ένα πράμα που δεν φαίνεται κάνει τόσο μεγάλο κακό αλλά δεν το ρώτησα γιατί εμένα με έκαιγε πού είχε πάει η Ζανέτ κι είπε η μάνα πως η ψυχούλα της πήγε στην χώρα του Ουράνιου Τόξου που είχαμε δει μια μέρα στον ουρανό μετά από μεγάλη βροχή κι εκεί έχει έναν απέραντο κήπο με λουλούδια κι όλο ήλιο και πάνε όλα τα ζωάκια όταν πεθαίνουν και κλείνουν για πάντα τα ματάκια τους και τρέχουν και παίζουν χαρούμενα και τότε σαν να παρηγορήθηκα λιγάκι γιατί πολύ της άρεσε της Ζανέτ μας να κάθεται στον κήπο με τη λιακάδα και πήγαμε με τον Ρόμπι και την φιλήσαμε και της είπαμε καλό ταξίδι για τον ουρανό αλλά αμέσως μετά ξανασυγχίστηκα γιατί την πήρε ο μπαμπάς έτσι τυλιγμένη και την έβαλε σε ένα λακουβάκι που είχε σκάψει στον κήπο κι εγώ του όρμησα και τον άρπαξα από το μανίκι, πού την βάζεις στο χώμα την Ζανετούλα μας, αλλά η μάνα με κράτησε και μου εξήγησε ότι η ψυχές πάνε στο Ουράνιο Τόξο και τα σώματα στην αγκαλιά της Μάνας Γης για να στηρίζουν τις ρίζες από τα λουλούδια του κήπου και μόνο έτσι τον άφησα γιατί η Ζανέτ μας αγαπούσε πολύ τα λουλούδια του κήπου  κι αφού η μάνα ακούμπησε ένα κλαράκι γαζία πάνω στο κορμάκι της την σκέπασε ο μπαμπάς με χώμα κι έβαλε από πάνω την αγαπημένη της πλάκα, εκείνη που καθόταν και λιαζότανε και για μια στιγμή σαν να μου φάνηκε πως την έβλεπα κι η μάνα έβαλε ακόμη ένα κλαράκι γαζία που μύριζε τόσο όμορφα πάνω στην πλάκα και σκέφτηκα ότι θα είναι χαρούμενη η γατίτσα μας  εκεί ψηλά που πήγε να βλέπει που στολίσαμε το σπιτάκι της με τόσο ωραία λουλούδια και πόσο πολύ την αγαπάμε και θα την αγαπάμε για πάντα γιατί είπε η μάνα πώς όσο θυμόμαστε κι έχουμε στη καρδιά μας τους αγαπημένους μας που πήγαν στο Ουράνιο Τόξο εκείνοι θα είναι συνέχεια κοντά μας και θα μας προσέχουν από εκεί ψηλά κι εγώ πάντα θα την αγαπάω και σας αφήνω τώρα, πάω να κόψω ένα τριαντάφυλλο που είδα το πρωί να της το πάω και να την θυμάστε κι εσείς και να την αγαπάτε γιατί ήταν πολύ γλυκό γατονάκι και τόσο όμορφο και παιχνιδιάρικο και δεν έπρεπε να πεθάνει τόσο  μικρούλι κι εγώ πάλι θα κλαίω τώρα…





Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019



Αδέσποτες ψυχές…

>Λέω να κοιμηθούμε λιγάκι
>Μα δε νύχτωσε ακόμα
>Γι αυτό, κουτέ! Τη μέρα δεν μας πειράζει κανείς. Τη νύχτα να φοβάσαι
>Καλά λες. Τη μέρα όλοι είναι καλοί. Τη νύχτα αγριεύουν
>Άσε που τη νύχτα ψάχνεις πιο εύκολα στα σκουπίδια... Χωρίς να σε κοιτάνε παράξενα ή να σε διώχνουν
>Θα πάμε πάλι παρέα απόψε; Νιώθω πιο καλά όταν είσαι κοντά μου
>Και βέβαια θα πάμε. Αλλιώς τι φιλαράκια θα ήμασταν... Άντε, κοιμήσου τώρα
>Θα έχεις το νου σου μη μας πειράξει κανείς;
>Μη σε νοιάζει. Όσο είμαστε μαζί, μη φοβάσαι τίποτε
>Εσύ για μένα κι εγώ για σένα
>Οι δυο μας... Κι όλοι οι άλλοι χωριστά
>Οι δυο μας... Κοιμήσου τώρα, φιλαράκο
>Θα σε δω στα όνειρά μου
>Κι εκεί θα σε νοιάζομαι... Καλόν ύπνο
>Καλόν ύπνο φιλαράκο μου...


Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019


Ζανέτ R.I.P.   7/2/2019

Έφυγες Ζανετούλι μου…
Πάνω που είχα αρχίσει 
Να αναθαρρεύω

Σε κρατούσα αγκαλιά 
Και με κοιτούσες παραπονεμένα
Απορημένα
Στην ίδια εκείνη αγκαλιά
Που σε κρατούσε σφιχτά τις νύχτες
Για να εμποδίσει το φευγιό σου

Μετρούσα τις ανάσες σου
Που όλο και λιγόστευαν
Ψηλαφούσα τους χτύπους τις καρδιάς σου
Μέχρι που σταμάτησαν να τις ακούνε
Τα δάχτυλά μου

Κι έσβησες ήσυχα
Παρηγορημένα
Αφήνοντας πίσω σου
Μια απέραντη θλίψη
Κι αγαπημένες  αναμνήσεις

Ήσουν για τόσο λίγο στη ζωή μας
Και την ομόρφυνες τόσο πολύ

Καλό σου ταξίδι 
Μικρό μου λατρεμένο γατονάκι
Καλό σου ταξίδι
Μωρό μου…



Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019


Οι άθλοι του Ηρακλή

Ζανέτ

Και στόλεγα βρε κοριτσάκι μου να πεις πως δεν στόλεγα, μην κάθεσαι Ζανέτ πολύ στον ήλιο γιατί ο ήλιος του χειμώνα είναι πονηρός, λέει η μάνα, και σε ξεγελάει που σε ζεσταίνει και παρακάθεσαι και μετά σε πιάνει πονοκέφαλος σαν τη μάνα που την πιάνει κάθε τόσο και κάνει ωχ το κεφάλι μου κι εγώ πάω και της γλύφω τα χέρια και της λέω σερακτίλ αγάπη μου, σερακτίλ -αυτό το είδα σε μια διαφήμιση στην τηλεόραση που έχει μια κυρία πολύ πονοκέφαλο- αλλά η μάνα μάλλον δεν έχει σερακτίλ και χαπακώνεται με κάτι άλλα και πάλι ξεφύγαμε από το θέμα που είναι η ξεροκέφαλη η Ζανέτ που έπρεπε να τη λένε Ζαν(αμπ)έτ έτσι τζαναμπέτω που είναι και δεν μ’ ακούει που θέλω το καλό της αλλά και ποιο παιδί ακούει τους μεγαλύτερους και σοφότερους όπως εγώ και να που αρρώστησε τελικά η Ζανετούλα κι όλο καθόταν ακούνητη κολλημένη στο καλοριφέρ κι ούτε έτρωγε που με ξεπερνάει και μένα σε λαιμαργία ούτε έπινε κι ανησύχησε η μάνα και την πήγε στον γιατρό μου τον κύριο Διονύση που της έβαλε θερμόμετρο και είχε 41,5 παρακαλώ κόντευε να βράσει και της είπε ο γιατρός ότι έχει μικρόβιο κι αμέσως ξεκίνησε τα φάρμακα και την τυλίγουμε πάλι σαν χοτ ντογκ για να τα πιει όχι σαν και μένα που μου ανοίγει η μάνα το στόμα και μου βάζει μια χαπάκλα να!!! και την καταπίνω στο πιτς φιτίλι -αυτό δεν ξέρω τι πα να πει αλλά το λέει η μάνα που τα ξέρει όλα- και γίνομαι καλά και που λέτε περάσαμε χτες σχεδόν όλη τη μέρα μέσα στο σπίτι κι ας είχε τι ωραία λιακάδα για να κάνουμε παρέα ο Βούδας κι εγώ στο Ζανετούλι που ήταν στα χάλια του τα μαύρα και δεν κουνιόταν παρά κοιμόταν όλη μέρα και πολύ στεναχωριέμαι γιατί και σήμερα τα ίδια χάλια έχει και της έδωσε η μάνα ένα υγρό που το λένε αλμόρα -άκου όνομα- με τη συριγγούλα τη μικρή για να μην αφυδατωθεί, λέει, και δεν καταλαβαίνω γιατί δεν την βουτάει στην μπανιέρα να γίνει μούλια, μουγιέ που λένε και τα ξαδερφάκια μου τα ανθρωποκουταβάκια της Ζενέβ -όχι της γάτας μας, της πόλης στην Ελβετία- όταν βρέχονται να δεις για πότε υδατώνεται η γατίτσα και τώρα θα την ξαναπάει στον κύριο Διονύση κι όλα αυτά γιατί δεν με άκουγε που της έλεγα να μην κάτσει πολύ στον ήλιο κι αυτά με τα μικρόβια εγώ τ’ ακούω βερεσέ που πα να πει στο τζάμπα όπως μου εξήγησε ο Ρόμπις ο σοφός άσε που μπορεί και να την έχουνε ματιάξει που είναι τόσο γλυκούλα κι ομορφούλα και καλά που το σκέφτηκα να πάω να βρω κανα ματόχαντρο ή κανα σκόρδο κι ας βρωμάει να της το κρεμάσω και να προσέχετε κι εσείς φίλοι μου τον ήλιο του χειμώνα που βαράει κατακέφαλα κι εσείς, γατάκια και κουταβάκια και  ανθρωποκουταβάκια φιλαράκια μου, να ακούτε τη μαμά σας και τα μεγαλύτερα αδέρφια σας και να μην κάνετε του κεφαλιού σας γιατί μετά αρρωσταίνετε και κάνετε ωχ ωχ ωχ και τώρα πάω να δω πώς είναι το Ζανετάκι και τα λέμε αργότερα που θα βγάλω καινούργιο ιατρικό ανακοινωθέν για να μην έχετε κι εσείς την αγωνία που ξέρω πόσο την αγαπάτε!




Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019



Του αγίου Τρύφωνος σήμερα…

Του αγίου Τρύφωνος σήμερα - η γιορτή σου, πατέρα μου…
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα σε σκέφτομαι ακόμα πιο πολύ, μου λείπεις ακόμα πιο οδυνηρά  κι αναζητώ να βρω κάτι καινούργιο, κάτι αλλιώτικο, κάτι πάντα μέσα από την ψυχή μου,  για να σου πω.
Φέτος το έκανε ο εγγονός σου ο Κωσταντής αυτό για μένα - με τα όσα ανέφερε για σένα σε ανύποπτο χρόνο σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό της δουλειάς του. Λόγια λιτά και δυνατά, από καρδιάς, που εκφράζουν τον απέραντο σεβασμό και την βαθιά (αμοιβαία σας) αγάπη που πάντα θα νιώθει για σένα. Τον Παππού του.

Να είσαι καλά, γιε μου…

CC (Work Journal):
If you were to tell one person
“thank you for helping me become
the person I am today” who would it
be and what did they do?

Konstantinos Anastasiou:
My grandfather. I’d be happy to
even have half his wisdom when I
reach his age. Besides assisting me
with core school aspects, he taught
me how to be the best man I can be. A
“Thank you” would not be enough.