Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016


Βαλίτσες κι όνειρα

Αστράφτει ολόκληρη. Καμαρώνει δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, που την συναγωνίζεται σε λάμψη και χρυσόσκονη. Πρόσκληση- πρόκληση να πάρεις το πρώτο αεροπλάνο και να βρεθείς αλλού. Μακριά ή κοντά δεν έχει σημασία - αρκεί να ζήσεις το αλλιώτικο, το γοητευτικό, το παραμύθι.

Κι αν δεν μπορείς, δεν πειράζει. Γέμισέ την με όνειρα, γράψε το όνομά σου στην ετικέτα και φόρτωσέ την στο έλκηθρο του ΆιΒασίλη - θα στο δανείσει αν του το ζητήσεις, δεν χαλάει χατίρι ο καλός μου. Δώσε το σήμα στα ανυπόμονα ελάφια και τα ασημένια κουδουνάκια τους θα ηχήσουν χαρούμενα καθώς θα αρχίσει να ανεβαίνει στον γεμάτο χιονονιφάδες ουρανό.

Καλά μας ταξίδια του νου και της φαντασίας φίλοι μου!


Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016


Τα Χριστούγεννα της νοσταλγίας


Θυμάμαι κάποια παλιά Χριστούγεννα. Βέροια, δεκαετία του ’60. Χιόνιζε από μέρες κι ήταν τα πάντα κάτασπρα – δέντρα, στέγες, δρόμοι. Τα κρύσταλλα κρέμονταν σαν λόγχες από την άκρη των κεραμιδιών κι έσταζαν σε χοντρές στάλες μ’ έναν ρυθμικό, μουσικό ήχο – πλοπ, πλοπ – ανοίγοντας τρύπες στο χιόνι που ήταν στρωμένο από κάτω. Τσουχτερό το κρύο κι οι καμινάδες της πόλης έστελναν στον παγωμένο αέρα τουλούπες καπνού από τα τζάκια και τις ξυλόσομπες που έκαιγαν μέρα νύχτα.


Αχάραγα ακόμη ξεκινήσαμε για την λειτουργία. Το καλντερίμι που πήγαινε από το σπίτι μου στην Κυριώτισσα, την εκκλησία της γειτονιάς μου, ήταν κατηφορικό και καλυμμένο με ένα λεπτό αλλά σκληρό στρώμα πάγου, σκέτο παγοδρόμιο. Κρατούσα σφιχτά το χέρι του πατέρα μου που περπατούσε προσεκτικά στην άκρη του δρόμου, εκεί που το χιόνι ήταν ακόμη κάπως μαλακό και γλιστρούσε λιγότερο, έχοντας στο πλευρό του την μάνα μου.


Ένα χλομό φεγγάρι στα μισά του και τα φωτισμένα καφασωτά παράθυρα των σπιτιών έριχναν ένα αδύναμο φως, ίσα να βλέπουμε πού πατάμε. Κάθε τόσο άνοιγε μια πόρτα κι έβγαιναν οι γείτονες, οικογένειες ολόκληρες, κι ενώνονταν με τον κόσμο που κατηφόριζε για την εκκλησία τυλιγμένος σε παλτά και κασκόλ και ανταλλάσσοντας καλημέρες και ευχές για την μεγάλη γιορτή.


Η Κυριώτισσα, κατάφωτη από τα δεκάδες κεριά που έκαιγαν στα μανουάλια και τους πολυέλαιους, έπλεε σαν καράβι στη σκοτεινιά της νύχτας. Μπαίνοντας μας τύλιξε με τους ήχους από τις ψαλμωδίες και με μια γλυκιά ζεστασιά, σαν στοργική αγκαλιά. Η ατμόσφαιρα κατανυκτική, η λειτουργία των Χριστουγέννων ξεχωριστή, η προσμονή των ανθρώπων για τον ερχομό του Θείου Βρέφους και της ελπίδας στις ψυχές και στις ζωές τους μοναδική και γνήσια.


Όμορφες μέρες, αξέχαστες...


Από την συλλογή διηγημάτων μου
«Η μετακόμιση των χρωμάτων»
Χρόνια πολλά, φίλοι μου!







Χριστούγεννα 2016



Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016


Ηλιοστάσια και ισημερίες

Χειμερινό ηλιοστάσιο σήμερα κι εγώ αρχίζω να ανεβαίνω από τον βυθό προς την επιφάνεια της θάλασσας.

Θυμάστε όταν ήμασταν παιδιά που παίρναμε βαθιά αναπνοή και βουτούσαμε κάθετα στη θάλασσα κρατώντας την ανάσα μας μέχρι να φτάσουμε βυθό, να πιάσουμε μια χούφτα άμμο και να αναδυθούμε στην επιφάνεια δείχνοντας θριαμβευτικά το λάφυρό μας;

Ε, κάπως έτσι αισθάνομαι κι εγώ κάθε 22 του Σεπτέμβρη, στην φθινοπωρινή ισημερία, που αρχίζει και μικραίνει η μέρα. Σαν να παίρνω βαθιά ανάσα και να κάνω μακροβούτι στην φθινοπωρινή/χειμωνιάτικη περίοδο του χρόνου. Κι όλο κατεβαίνω κι όλο σκοτεινιάζει κι όλο κρυώνει το νερό - μέχρι που φτάνω στον βυθό, στις 21 του Δεκέμβρη που είναι το χειμερινό ηλιοστάσιο, πιάνω άμμο κι αρχίζω να ανεβαίνω προς την επιφάνεια.

Κι εκεί που λέω ότι φτάνω στα όριά μου, έρχεται η εαρινή ισημερία στις 22 του Μάρτη και βγαίνω και πάλι στην επιφάνεια. Ξαναπαίρνω βαθιά ανάσα, χαιρετίζω τον ήλιο και την άνοιξη κι αρχίζω πανευτυχής να κολυμπώ με γοργούς ρυθμούς προς το θερινό ηλιοστάσιο. 21 Ιουνίου κι εγώ κάνω μια στάση και κοιτάζω γύρω μου - όλα φωτεινά, καλοκαιρινά, υπέροχα.

Συνεχίζω το κολύμπι αλλά σε πιο αργή κίνηση τώρα, με ράθυμες μικρές απλωτές - θέλω να καθυστερήσω όσο γίνεται τον χρόνο, να αργήσει η άλλη ισημερία, η «κακή», που θα με κάνει να καταδυθώ για άλλη μια φορά.

Χειμερινό ηλιοστάσιο σήμερα, φίλοι μου - καλή μας ανάδυση!



Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016




Εγώ και το ταξί

Σπάνια μιλώ με ταξιτζή.

Θα μου πεις, αφού σπάνια μπαίνεις σε ταξί, επόμενο είναι - μα δεν πάει έτσι. Και τις λίγες φορές που χρειάζομαι ταξί (κυκλοφορώ με το μετρό και με το deux pieds μου τις όποιες φορές ανεβαίνω κέντρο Αθήνα) μουγκή μπαίνω, μουγκή βγαίνω πέραν των οδηγιών πορείας και προορισμού. Ίσως γιατί κι ο ταξιτζής είναι επίσης μουγκός, απορροφημένος από τις μαύρες σκέψεις του για τη μαύρη κρίση και το μαύρο κι άραχλο μεροκάματο που θα μαυροβγάλει. Ή από τον άκρως ενδιαφέροντα ποδοσφαιρικό αγώνα Άνω Στραβαρίδας-Πανλεχριτιακού που παρακολουθεί μετ’ επιφωνημάτων ενθουσιασμού ή αποδοκιμασίας. Ή από τα καψουροτράγουδα «μέσα ντέρτια και καημοί» που σιγομουρμουρίζει φάλτσα. Σε κάθε περίπτωση έχω πιει το αμίλητο νερό σ’ όλη τη διαδρομή πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως η προχτεσινή για παράδειγμα.

Πλατεία Ομονοίας γύρω στις 12.30 το μεσημέρι. Χαμός - κίνηση, κόσμος, φασαρία. Ο πρώτος ταξιτζής που σταματάει στο σήμα μου δεν ενθουσιάζεται με τον προορισμό που του λέω και με παρατάει σύξυλη στο πεζοδρόμιο. Ο δεύτερος αντίθετα, ένα νεαρό παιδί γύρω στα 30, μου χαμογελά με ένα «όπου θέλετε κυρία μου» και ξεκινούμε. Ακούει το «Losing My Religion», πολύ αγαπημένο μου - και του το λέω, σπάζοντας την κλασσική μου μουγκαμάρα. Μου απαντά πως είναι η μουσική που του αρέσει κι αρχίζουμε μια συζήτηση περί μουσικής. Βγάζει μια καλλιέργεια και μια ευαισθησία η όλη διαχείριση της σκέψης και του λόγου του που με κάνει να τον ρωτήσω (αδιάκριτα, είναι αλήθεια αλλά πολύ αυθόρμητα) ποια σχολή τελείωσε. Γελά και μου απαντά «Πάντειο» - και η συζήτηση ανάβει για την κρίση και τις οδυνηρές επιπτώσεις στους νέους ανθρώπους χωρίς ωστόσο να μεμψιμοιρεί. Αντίθετα δηλώνει αισιόδοξος εφ’ όσον είναι καλά και μπορεί να την παλεύει με το ταξί.
Ένα παλιό αρχοντικό στη Μάρνη έτοιμο να καταρρεύσει στρέφει τη συζήτηση στα τόσα και τόσα υπέροχα νεοκλασσικά που κατεδάφισαν οι ανάλγητοι εγκληματίες εργολάβοι τις δεκαετίες του ’50 και ’60 στήνοντας στη θέση τους πολυκατοικίες-εκτρώματα και καταστρέφοντας ανεπανόρθωτα την Αθήνα ενώ η εικόνα της μελαμψής κοπέλας με τη μαντίλα και το μωρό στην αγκαλιά που περιμένει το φανάρι φέρνει αυτόματα στην κουβέντα μας το θέμα των μεταναστών και των προσφύγων.
Και κάπου εκεί, μετά από 20 λεπτά διαδρομής, σταμάτησε η ανταλλαγή απόψεων - είχα φτάσει στον προορισμό μου χωρίς να το καταλάβω καν. Πληρώνω το κόμιστρο ευχαριστώντας τον για την μεταφορά και την ενδιαφέρουσα συζήτηση, εκείνος με ευχαριστεί επίσης ανοίγοντας ευγενικά την πόρτα μου να κατέβω κι εγώ του εύχομαι καλές γιορτές και καλές και ασφαλείς διαδρομές. Χαμογελά και χάνεται στην κίνηση της Πατησίων κι εγώ σκέφτομαι τους γιους μου, στην ηλικία τους είναι πάνω κάτω.

Να είσαι καλά παλικάρι μου και καλή τύχη στη ζωή σου!