Πέμπτη 31 Μαΐου 2018


Ελληνίδα μάνα

Οι πανελλήνιες



-         Δεν διαβάζει σου λέω, καταλαβαίνεις;

-         Ομολογώ πως όχι έτσι μπερδεμένα που μου τα λες. Ηρέμησε κι έλα να το πάρουμε από την αρχή.

-         Ποια αρχή… Στο τέλος φτάσαμε και το βλέπω και οριστικό.

-         Ποιο τέλος βρε αδελφή, τι λες;

-         Το τέλος των προσπαθειών, του αγώνα, των ελπίδων και των προσδοκιών μας.

-         Ώπα! Τώρα είναι που δεν καταλαβαίνω γρυ έτσι δραματικά που μου τα παρουσιάζεις.

-         Δραματικά είναι από μόνα τους, δεν έχουν εμένα ανάγκη για να γίνουν.

-         Λοιπόν κόψε τη μελούρα και μίλα ξεκάθαρα μπας και βγάλω κάποια άκρη. Ποιος αγωνίζεται και γιατί έφτασε το τέλος;

-         Ο κανακάρης μου που δίνει πανελλήνιες και μαζί του κι εγώ κι ο πατέρας του.

-         Αχά! Δίνετε κι εσείς μαζί του;

-         Εμείς κι αν δίνουμε! Μόνο στην αίθουσα να γράψουμε που δεν θα μπούμε -όλα τα υπόλοιπα μαζί τα περνάμε. Τα νεύρα του, την αγωνία του, τα έξοδα (αυτά τα περνάμε μόνοι μας), το διάβασμα.

-         Εκτός από τα έξοδα, που έτσι κι αλλιώς δικά σας είναι, τα υπόλοιπα είναι δικά του κι εσείς απλά θα έπρεπε να δείχνετε κατανόηση και υπομονή κι όχι να τα περνάτε μαζί του, όπως λες. Ο καθένας με τις έγνοιες του και ο γιόκας σας με τις δικές του.

-         Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις.

-         Εγώ γιατί τα κατάφερα με το δικό μου το καμάρι; Αλλά πριν σου κάνω κήρυγμα, πες μου τι έλαχε και είσαι στα μαύρα πανιά;

-         Έλαχε πενταήμερη.

-         Παρακαλώ;

-         Αυτή η ρημάδα η πενταήμερη μας κατέστρεψε. Την βάζουνε και νωρίς βλέπεις, Μάρτη μήνα, για να μην ξεμυαλιστούν, λέει, καθώς θα κοντεύουν οι πανελλήνιες και να στρωθούν στο διάβασμα.

-         Σωστό αυτό.

-         Σωστό για προσγειωμένα παιδιά. Για κάτι φευγάτα σαν το δικό μου είναι καταστροφή. Γύρισε από την πενταήμερη έχοντας την αίσθηση ότι πάει, τέλειωσε η χρονιά, ό,τι είχαμε να κάνουμε το κάναμε και τέρμα τα διαβάσματα - σχολείου και πανελληνίων.

-         Κακό αυτό.

-         Ολέθριο. Και τι δεν έχουμε πει, και τι δεν έχουμε κάνει. Εκεί αυτός. «Όσο διάβασα, διάβασα» μας λέει, «τα ξέρω, πάω για να γράψω και να περάσω». Εν τω μεταξύ άλλα μας λένε οι καθηγητές στο φροντιστήριο - αλλά εκείνος πέρα βρέχει.

-         Τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει.

-         Τι να σου θυμίζει εσένα… Η δικιά σου η κόρη πέρασε με την πρώτη, άλλο αν έδωσε ξανά για να μπει σε καλύτερη σχολή.

-         Κάτι λάθος τα θυμάσαι αδελφή αλλά δεν σε παρεξηγώ, έχεις τον καημό σου να τα παραποιεί όλα.

-         Λάθος γιατί;

-         Γιατί πρώτον η κοράκλα μου έκανε μια από τα ίδια με τον δικό σου σε σχέση με την πενταήμερη, πανάθεμα τις εμπνεύσεις τους. «Κλείδωσε» μέσα της κι αποφάσισε πως ό,τι διάβασε, διάβασε και δεν γράφει άλλο το μυαλό της, τρομάρα της.

-         Και το δεύτερο;

-         Το δεύτερο; Πέρασε, όπως λες, αλλά πού; Ιχθυοκαλλιέργειες Μεσολογγίου! Όχι ότι έχω κάτι με τις ιχθυοκαλλιέργειες, μια χαρά σχολή είναι για όποιον έχει ανάλογα ενδιαφέροντα. Αλλά η Χρυσάνθη; Που δεν βάζει ψάρι στο στόμα της και την πιάνει αλλεργία με το που βλέπει λέπια; Δεν πήγε ποτέ, εννοείται, απλά ξανάδωσε αφού μας έφαγε τον μισό προϋπολογισμό σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα.

-         Τώρα που το λες θυμάμαι πως είχε περάσει μεγάλη απογοήτευση τότε η ανιψιά μου.

-         Μόνο απογοήτευση; Στο τσακ γλιτώσαμε την κατάθλιψη. Βέβαια! Και δεν ήταν μόνο που δεν πέρασε εκεί που ήθελε -ήταν πριν και πάνω απ’ όλα ο πληγωμένος της εγωισμός. Αυτή; Η πρώτη μαθήτρια στην τάξη; Που έπαιρνε τα 19ρια με μισή ώρα διάβασμα; Και που είχε την απόλυτη σιγουριά πως θα της ανοίξουν τις πύλες του πανεπιστημίου και θα της πουν «ορίστε, περάστε κυρία Αϊνστάιν χωρίς εξετάσεις»; Και να την πατήσει πού; Στα μαθηματικά, το δυνατό χαρτί της, και την πολιτική οικονομία, βιπεράκι για διάβασμα στην παραλία;

-         Και πώς το ξεπεράσατε;

-         Θυμάμαι σαν και τώρα τη στιγμή που με πήρε τηλέφωνο στη δουλειά η πεθερά μου - ήταν σπίτι τη μέρα που γύρισε το καμάρι μου από τα μαθηματικά. Ανάστατη η γυναίκα μου είπε «έλα αμέσως, η Χρυσάνθη δεν είναι καλά, έσπασε με μια κλωτσιά τη γλάστρα με το γεράνι και μετά κλείστηκε στο δωμάτιό της». Έφυγα άρον άρον από την Τράπεζα και πήγα σφαίρα στο σπίτι.

-         Και;

-         Είχε κλειδωθεί. Της είπα «ή ανοίγεις τώρα ή ξαναφεύγω για τη δουλειά μου, δεν έχω χρόνο και διάθεση για νάζια και υστερίες». Άνοιξε αμίλητη, τούμπανο στο κλάμα. Δεν μίλησε, δεν μίλησα. Την έβαλα στο αμάξι και πήγαμε σε μια καφετέρια στην παραλιακή. Αμίλητες πάντα. Πίναμε τον φραπέ αγναντεύοντας τη θάλασσα όταν ξέσπασε. Τάβαλε με τον εαυτό της και μόνο, τον έλουσε με όποιο κοσμητικό μπορείς να φανταστείς, ζήτησε συγγνώμη για τα «τζάμπα έξοδα» που είχαμε κάνει για χάρη της και στο τέλος με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο θλίψη κι απελπισία. «Την πάτησα μαμά… Τι θα κάνω τώρα;»

-         Κι εσύ;

-         Εγώ απλά την αγκάλιασα και της είπα ότι αυτό το μεγάλο χαστούκι στον εγωισμό και την περηφάνια της, το πρώτο στη ζωή της, θα ήταν πολύτιμο μάθημα αν αποφάσιζε να το δει στη σωστή του διάσταση. Ότι τα λάθη είναι μέσα στη ζωή μας αρκεί να διδασκόμαστε από αυτά κι ότι δεν πειράζει να πέφτουμε και να χτυπάμε αρκεί να σηκωνόμαστε αμέσως μετά.

-         Το κατάλαβε;

-         Απόλυτα. Απόδειξη ότι την επόμενη χρονιά πέρασε από τους πρώτους στην Διοίκηση Επιχειρήσεων που ήθελε πάντα.

-         Ωραία όλα αυτά, μια χαρά μπήκατε σε σειρά. Εμένα μου λες τι να κάνω με τον κανακάρη μου;

-         Δεν μπορείς να κάνεις και πολλά πέρα από υπομονή και ψυχραιμία -κι ας βράζεις μέσα σου. Μακάρι να καταλάβει έγκαιρα πως τώρα είναι η τελική ευθεία, τώρα πρέπει να φορτσάρει και να τα δώσει όλα, που λένε και στη γλώσσα τους, για να πετύχει τον στόχο του.

-         Αλλιώς;

-         Αλλιώς θα αναλάβει η ζωή να τον διδάξει όσα δεν μπόρεσες εσύ. Και τα μαθήματα της ζωής, πίστεψέ με, είναι πιο αποτελεσματικά και ανεξίτηλα από κάθε γονική διδαχή και νουθεσία.


Τετάρτη 30 Μαΐου 2018


Ρέκβιεμ για βαπόρι αγαπημένο…

Πόση θλίψη… και πόσος ανίσχυρος θυμός - να βλέπω την αγαπημένη μου «Πηνελόπη», το βαπόρι που χρόνια μας πηγαινόφερνε στην Άνδρο με τον ακόμη πιο αγαπημένο μου  καπετάν Αργύρη Χατζελένη στο τιμόνι, να σκουριάζει και να αργοπεθαίνει ξεχασμένο κάπου στον Σαρωνικό…

Το βαπόρι που στο κατάστρωμά του πήρα την απόφαση να γράψω το πρώτο μου βιβλίο, το «Βαλς μιας ζωής»… που από την πρύμνη του απολάμβανα την πανσέληνο σιγοτραγουδώντας «Θα πιω απόψε το φεγγάρι»… που περνούσε περήφανα μπροστά από το σπίτι μας και η βραχνή φωνή από την μπουρού του χαιρετούσε το νησί ξεσηκώνοντας  όλο το λιμάνι…

Πόσες αναμνήσεις… πόση θλίψη… πόσος ανίσχυρος θυμός…



«Νεκροταφεία πλοίων σε περιοχές όπως το Πέραμα, η Σαλαμίνα, η Ελευσίνα. Ξεχασμένα καράβια περήφανε που κάποτε όργωσαν τις θάλασσες. Τώρα παρατημένα στην φθορά του καιρού και της αλμύρας...

Σκουριασμένα από την αλμύρα, μισοβυθισμένα, ρημαγμένα αργοπεθαίνουν σιωπηλά, στα νεκροταφεία της Ελευσίνας, της Δραπετσώνας, της Σαλαμίνας και του Περάματος. Ξεχασμένοι απόμαχοι της θάλασσας κάνουν κουράγιο το ένα στο άλλο μέχρι να λιώσουν οι λαμαρίνες τους.

Ανάμεσα τους το παλιό αγαπημένο "Πηνελόπη" που χρόνια μάς ταξίδεψε στην Άνδρο. Και αγαπήθηκε έτσι καλοτάξιδο και θαλασσοβάπορο που ήταν. Περιμένει κι αυτό την τύχη του. 

Φτάνουν σ' ένα άδικο τέλος, που, μα το Θεό, δεν τους αξίζει!...»

Πηγή: http://enandro.gr/ 








Τετάρτη 23 Μαΐου 2018


Ελληνίδα μάνα

Το τοστάκι



-         Θεία SOS!

-         Τι έγινε κοριτσάκι μου; Γιατί τόση αναστάτωση;

-         Ο Πετράκος μου.

-         Έπαθε κάτι το παιδί; Πες μου, μη με τρελαίνεις.

-         Εκείνο τίποτε, ευτυχώς -εγώ θα πάθω καρδιακό εξ αιτίας του.

-         Καρδιακό από το δίχρονο; Μήπως υπερβάλλεις καλό μου;

-         Και λίγα λέω.  Θεία μου, δεν τρώει.

-         Καλά είπα ότι υπερβάλλεις. Μια χαρά είναι το μαναράκι μου, προχτές που τον έφερε η μάνα σου πολύ το χάρηκα το ζουμπουρλουδουκίνι μου! Φαίνεται να το τρώει όλο το φαγάκι του.

-         Ναι, καλά. Μήπως σου είπε η αδελφή σου και πώς το τρώει;

-         Δεν μπήκαμε και σε λεπτομέρειες. Φαντάζομαι με το κουτάλι.

-         Αχ θεία μου μην παίζεις με τον πόνο μου. Με παραμύθια το τρώει. Με καραγκιοζάκια. Με ξεγελάσματα. Ποιος; Ο Πετράκος που δεν τον πρόφταινα με την κρέμα, έπρεπε να έχω δυο κουτάλια να τον ταΐζω.

-         Έτσι ήξερα κι εγώ και πραγματικά απορώ. Τι έγινε και “στράβωσε” έτσι αυτό το καλόφαγο μωρό;

-         Έγινε γιαγιάδες.

-         Παρντόν, τι έγινε;

-         Οι γιαγιάδες, θεία μου - η αδελφή σου και η πεθερά μου. Από τότε που ξεκίνησα και πάλι να δουλεύω τον κρατούν εναλλάξ, μια βδομάδα η μια και μια η άλλη. Κι ενώ σέβονται σε γενικές γραμμές τις απόψεις μας σχετικά με το μεγάλωμα του παιδιού, παράπονο δεν έχω, στο θέμα του φαγητού λες κι έχουν συνεννοηθεί -τώρα που το σκέφτομαι, δεν το αποκλείω- να κάνουν του κεφαλιού τους και να μου σπάνε τα νεύρα.

-         Γιαγιάδες παιδάκι μου, τι περιμένεις. Και για την αδερφή μου το ξέρω, έτσι σε τάιζε και σένα, με τραγουδάκια και παραμύθια κι ένα σωρό αεροπλανικά μπας και δεν φας και την τελευταία κουταλιά.

-         Γι αυτό και μ’ έκανε ένα χοντρομπαλάδικο παιδάκι που είχε τεράστιο κόμπλεξ με το που πήγε στο σχολείο κι έπεφτε η καζούρα από τα άλλα παιδάκια, γι αυτό και στην εφηβεία σταμάτησα εντελώς να τρώω και κόντεψα να γίνω ανορεξική και στο τσακ τη γλίτωσα και μπόρεσα να βρω τον εαυτό μου… άσε.

-         Τάλεγα εγώ της μάνας σου αλλά ποιος άκουγε. Αλλά να σου βγει και η πεθερά τάλε κουάλε, τι να σου πω κοριτσάκι μου - σούτυχε λαχείο, να παίξεις λόττο.

-         Μη με πειράζεις καλέ θεία και πες μου τι να κάνω, εσύ που είσαι λογική και δεν είχες τέτοιες περιπέτειες με τα παιδιά σου.

-         Μπα, μην το λες. Μια από τα ίδια πέρασα κι εγώ με μάνες και πεθερές, έννοια σου. Καθώς μου τα λες, σαν να τις βλέπω -αναπαυμένες να είναι και οι δυο- να μπουκώνουν τον μεγάλο σου ξάδελφο με το κουτάλι της σούπας, έξι μηνών μωρό, μπας και δεν κατεβάσει την πιατάρα με την κρεατοχορτόσουπα. Κι εκείνο το έρμο ξεγελιόταν κι άνοιγε το στόμα - μέχρι που τις πήρε χαμπάρι και τις έπαιζε κομπολόι.

-         Κι ο μικρός; Τα ίδια;

-         Α, μ’ αυτόν τα βρήκαν σκούρα από την αρχή. Όταν δεν ήθελε άλλο, σφράγιζε το στόμα φερμουάρ και δεν το άνοιγε με τίποτε, που να έκαναν και κατακόρυφο μπροστά του!

-         Κι εσύ;

-         Εγώ υπομονή μιας και μου τα κρατούσαν για να πηγαίνω στην δουλειά, καλή ώρα - κι ας έβραζα που δεν εννοούσαν να καταλάβουν αυτά που τους έλεγα. Κι αυτές τέλος πάντων είχαν και το κατοχικό σύνδρομο, πάει στα κομμάτια. Η αδελφή μου όμως, μια ζωή μίζερη με το φαγητό, είναι εντελώς αδικαιολόγητη.

-         Το μεγάλο μου πρόβλημα είναι ότι το παιδί έμαθε έτσι και πρέπει να τα κάνω κι εγώ αυτά τα καραγκιοζάκια στο σπίτι, αλλιώς δεν τρώει. Εσύ τι έκανες αλήθεια;

-         Εγώ αγάπη μου είμαι του δόγματος “κανένας δεν πέθανε από την πείνα όταν υπάρχει φαγητό τριγύρω” και δεν έσκαγα και πολύ. Τα τάιζα όταν ήταν μικρά μέχρι εκεί που ήθελαν κι έτρωγαν επίσης όσο ήθελαν μόνα τους όταν μεγάλωσαν προς μεγάλη απελπισία των γιαγιάδων τους.

-         Και μια χαρά παλικάρια έγιναν τα ξαδέλφια μου, τρώνε απ’ όλα και είναι και στυλάκια.

-         Καλά -αυτό το “τρώνε απ’ όλα” άργησε να έρθει, δυσκολευτήκαμε πολύ να το πετύχουμε.

-         Αλήθεια; Γιατί;

-         Γιατί οι γιαγιάδες μόλις τα έβλεπαν να στραβομουτσουνιάζουν με κάποιο φαγητό είχαν αμέσως έτοιμη τη λύση. “Να σου φτιάξω ένα τοστάκι χαρά μου;” Άλλο που δεν ήθελε η χαρά τους, να κάνει πέρα τις μπάμιες και να την πέσει στο τοστάκι, οπότε ήρθαν και μιζέριασαν και μου κάνανε τα ίδια γυμνάσια και στο σπίτι.

-         Δηλαδή;

-         Είχα ας πούμε μπιφτέκια με μπάμιες. Τις μισούσαν τις μπάμιες, γι αυτό και τις αναφέρω. Έλεγαν με τη μία “μόνο μπιφτέκια” αλλά δεν τους περνούσε. Έβαζα δυο (στην κυριολεξία δυο) μπάμιες σε ένα μπολάκι κι έλεγα “πρώτα τις μπάμιες”. Έπρεπε να τους έβλεπες πώς τις έτρωγαν! Τις κατάπιναν αμάσητες με κλειστά τα μάτια και με μια έκφραση αηδίας και απελπισίας -αλλά τις κατάπιναν. Και μετά το μπιφτέκι.

-         Α τα έρημα!

-         Δεν γινόταν αλλιώς, αν υποχωρούσα θα ζούσαν μόνο με μπιφτέκια και πατάτες τηγανητές. Λίγη σαλάτα, κανα φρούτο με το ζόρι και η λύση τοστάκι πάντα σε πρώτη ζήτηση από τα καμάρια μου. Κάποιες φορές που ήμουν πολύ κουρασμένη ή απηυδισμένη τους άφηνα και πέρναγε το δικό τους -μέχρι λίγο μετά την εφηβεία όλα αυτά.

-         Γιατί, τι άλλαξε μετά;

-         Ανακάλυψαν τα γυμναστήρια και την υγιεινή διατροφή. Βέβαια! Όσα πάλευα και δεν πετύχαινα εγώ χρόνια τα κατάφερε ο γυμναστής εν μια νυκτί! Για πότε μπήκαν τα φρούτα και οι σαλάτες και τα λαδερά στην διατροφή τους ούτε και το κατάλαβα - πανευτυχής εγώ, εννοείται!

-         Οπότε να ελπίζω κι εγώ ότι θα καταφέρω κάποια μέρα να τρώει ο Πετράκος μου μόνος του και απ’ όλα σαν τα ξαδέλφια μου.

-         Αυτό σίγουρα. Μεγαλώνοντας οι λεβέντες μου έμαθαν να τρώνε σωστά  - διατηρώντας μια ιδιαίτερη συμπάθεια στο τοστάκι και μια απόλυτη απέχθεια στις μπάμιες!




Σάββατο 19 Μαΐου 2018


Καρπούζι και Βερσαλλίες

Το πρώτο καρπούζι για φέτος και με μεγάλη επιτυχία. Ώριμο, στη σωστή του φάση ανάπτυξης και πολύ γλυκό, πραγματικά γεύεσαι καλοκαίρι. Αγαπημένο φρούτο κι ας είναι «βουβό» -δεν ξέρεις τι θα σου βγει, εξ ου και η έκφραση «μάπα το καρπούζι». Ωστόσο υπάρχει κάποιο μικρό μυστικό που μπορεί να σε εξασφαλίσει κατά το δυνατόν για να το πετύχεις, να τρώγεται τουλάχιστον - ο ήχος του.

Μου το έμαθε ο πατέρας μου τα χρόνια εκείνα τα παλιά, που με δίδασκε τόσα και τόσα. «Το καρπούζι πρέπει να το χτυπάς με την παλάμη», μου έλεγε. «Όχι δυνατά, να το πονέσεις (!), αλλά απαλά και με το αυτί κολλημένο σχεδόν επάνω του. Αν ο ήχος είναι σκληρός, συμπαγής, τότε είναι άγουρο ακόμα και πολύ κακώς το κόψανε. Αν είναι υπόκωφος, σαν αντηχείο, τότε είναι ώριμο και κατά κανόνα γλυκό».

Θυμήθηκα τα λόγια του όταν, φοιτήτρια Ιατρικής ακόμη, μας μάθαιναν επίκρουση στην Παθολογία. Ξέρετε, αυτό που ακουμπάς την παλάμη σου στην πλάτη του ασθενή και με τον δείκτη του άλλου χεριού χτυπάς απαλά την ράχη της. Αν ο ήχος που έρχεται είναι συμπαγής, τότε υπάρχει πύκνωση στον πνεύμονα, άρα φλεγμονή, άρα πιθανή πνευμονία. Αν όμως ο ήχος είναι υπόκωφος, τότε ο πνεύμονας είναι μια χαρά γεμάτος αέρα, σαν αντηχείο, οπότε την γλιτώσαμε την πνευμονία και πάμε να ψάξουμε αλλού την αιτία του προβλήματος.

Αυτά τα πρακτικά (κι ας μην ήξερε από ιατρική) μου έμαθε ο πατέρας μου για το καρπούζι το οποίο, σημειωτέον, έτρωγε πάντα με πιρούνι και μαχαίρι. Όχι γιατί είχε γεννηθεί στις Βερσαλλίες, αγροτόπαιδο ήταν που με πολλές δυσκολίες και ξενύχτια στα χωράφια κατάφερε να σπουδάσει και να γίνει Δάσκαλος ( το Δ κεφαλαίο) κι αγροτόπαιδο είμαι κι εγώ - και περηφανεύομαι ιδιαίτερα γι αυτό, παιδιά της γης και οι δυο μας. Κι ενώ έτρωγε π.χ. τα παϊδάκια με το χέρι (όπως κι εγώ άλλωστε, αλλιώς δεν τα φχαριστιέμαι), στο καρπούζι είχε μια ιδιαιτερότητα -το ήθελε με πιρούνι και μαχαίρι.

Το τι τον πειράζαμε εγώ κι ο αδελφός μου  γι αυτό δεν λέγεται! Τι κόμη, τι μαρκήσιο, τι Βερσαλλίες του κολλάγαμε - αλλά εκείνος, ατάραχος, μας εξηγούσε απλά ότι τα κουκούτσια πρέπει να βγαίνουν πριν φτάσει το ζουμερό φρούτο στο στόμα μας κι όχι «να εκτοξεύονται μετά» όπως έλεγε χαρακτηριστικά, γι αυτό και επέμενε στο μαχαιροπίρουνο. Κι εμείς, παλιόπαιδα, για να τον πειράξουμε αρπάζαμε από μια φέτα και την μασουλούσαμε απολαυστικά με τα κόκκινα ζουμιά να λεκιάζουν την μπλούζα και τα κουκούτσια να «εκτοξεύονται» προς κάθε κατεύθυνση.

Πατέρα μου λατρεμένε, αν με βλέπεις από κάπου εκεί ψηλά, ελπίζω να χαίρεσαι που βελτιώθηκα σαν συμπεριφορά και χρησιμοποιώ τουλάχιστον το πιρούνι για να βγάζω τα κουκούτσια από το καρπούζι -το μαχαίρι το βαριέμαι, να σας πω- αν και πολύ θα ήθελα να κρατώ και πάλι μια φέτα στο χέρι και να την απολαμβάνω σαν και τότε που ήμουνα παιδί.

Έγινα, στην τελική,  κι εγώ εν μέρει «Βερσαλλίες»!


Πέμπτη 17 Μαΐου 2018


Μήπως;

Τα παιδιά μας σε μεγάλο ποσοστό απαξιώνουν πολλά από εκείνα που εμείς μάθαμε (και τους μάθαμε) πως είναι άξια σεβασμού και αγάπης: η ελληνική γλώσσα (βλέπε γκρίκλις), η ελληνική σημαία (βλέπε αδιαφορία στο αντίκρυσμά της), η ελληνική ιστορία (βλέπε τραγική άγνοια κεφαλαιωδών γεγονότων).

Και μεμφόμαστε γι αυτό το εκπαιδευτικό μας σύστημα (δικαίως σε μεγάλο βαθμό) και τα ίδια τα "αδιάφορα, κακομαθημένα, αλλοτριωμένα και αλωμένα" παιδιά μας.

Αλλά μήπως να το δούμε κι αλλιώς; Μήπως, πέρα από μια γενικότερη "επαναστατική και αντικονφορμιστική" αντίδραση, τα παιδιά μας βγάζουν μέσα από αυτήν την απαξίωση όλη τους την πίκρα και την απογοήτευση για το τέλμα που τα έχουμε οδηγήσει; Για την πατρίδα (όχι την Ιδέα αλλά την χειροπιαστή πραγματικότητα) έτσι όπως διαμορφώθηκε και που λίγο άπτεται όλων αυτών των ωραίων και ιδανικών που εμείς προσπαθήσαμε να τους διδάξουμε;

Λέω, μήπως;





Δευτέρα 14 Μαΐου 2018


Η μέσα σου Ιθάκη



Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη

Κοίταξε να χαρείς τ’ ατέλειωτο ταξίδι

Ακούμπα τις παλάμες στην κουπαστή του πλεούμενου

Κι άσε την ματιά σου να ταξιδέψει στο πέλαγο

Και στην μέσα σου Ιθάκη

Εκείνη που κουβαλάς στην ψυχή σου

Όλα τα χρόνια του ξενιτεμού



Γύρνα πίσω στα χρόνια τα παλιά

Τότε που, νιος ακόμα, την μετρούσες απ’ άκρη σ’ άκρη

Καβαλάρης παράτολμος σε περήφανο άτι

Κι εκείνη σου χάριζε αγάπη και γνώση

Και τους καρπούς της γης και της ψυχής της

Απλόχερα, αφειδώλευτα, ανυπόκριτα



Μη βιαστείς να φτάσεις στην Ιθάκη την σημερνή

Γιατί μπορεί πολλά να απογοητευτείς

Και να θλιβεί η καρδιά σου

Την Πηνελόπη μη στοχάσαι πως θάβρεις

Να σε καρτερά υπομονετικά στο υφάδι

Την πήρε ο Αντίνοος σε μέρη μακρινά

Και πια δεν σε συλλογάται



Κι ο γιος σου ο Τηλέμαχος

Π’ άφησες βυζασταρούδι ακόμη

Μην ξαφνιαστείς αν δεν σ’ αναγνωρίσει

Ή, ακόμα πιο πικρά,

Σ’ αναγνωρίσει και στρέψει αλλού τη ματιά

Γιατί χώρια σου μεγάλωσε

Και πια για πατέρα δεν σε ξέρει



Μονάχα ο Άργος, το κουτάβι σου,

Που χρόνια σε προσμένει να φανείς ξανά

Κρατά τη μυρωδιά σου στα γέρικα ρουθούνια του

Και θα σε θυμηθεί καθώς θα σκύψεις

Να τον χαϊδέψεις με μάτι θολό από το δάκρυ

Θα σου κουνήσει την ουρά μ’ αγάπη

Και θα σβήσει ευτυχισμένος που σε ξανάδε



Γι αυτό σου λέω, Δυσσέα ταξιδευτή,

Άσε το πλεούμενο να σε πάρει σε μέρη μακρινά

Και κράτα στην καρδιά και στην μέσα ματιά σου

Την Ιθάκη που σ’ ανάθρεψε κι αγάπησες πολύ

Κι αν σε φέρει η ρότα σου κάποια μέρα σιμά της

Άλλαξέ την κι απομακρύνσου σιωπηλά

Γιατί η Ιθάκη σου δεν θάναι ποτέ

Ίδια ξανά…







Ελληνίδα μάνα

Το μηχανάκι


-         Καλώς την, έλα μέσα. Να βάλω καφεδάκι;

-         Κάτι σε πιο δυνατό δεν έχεις; Κανα κονιακάκι ας πούμε;

-         Μπας και να φέρω και κανα παξιμαδάκι; Να τον κλάψουμε κανονικά;

-         Να «την» κλάψουμε πες καλύτερα.

-         Την ποιαν καλέ; Φιλενάδα με τρομάζεις!

-         Την ψυχική μου ηρεμία και γαλήνη -πάει, την έχασα οριστικά.

-         Θα σού ’λεγα καμιά βαριά κουβέντα τώρα, με κοψοχόλιασες , αλλά σέβομαι το εκρού του νεκρού που έχει η φάτσα σου… ήμαρτον Κύριε κουβέντα που πιάσαμε πρωινιάτικα…

-         Θα το φέρεις εκείνο το ρημαδοκονιάκ να σου πω;

-         Το φέρνω, ξεκίνα εσύ να λες.

-         Ο Σωκράτης θέλει μηχανάκι.

-         Ο γιος σου;

-         Αμ’ ποιος, ο πεθερός μου, που τούχει και τ’ όνομα; Τον φαντάζεσαι στα 80-λάκα του να καβαλάει μηχανή;

-         Κομματάκι δύσκολο, δε λέω -αν και υπάρχουν 80ρηδες που το λέει η περδικούλα τους και το κουλαντρίζουν το δίτροχο.

-         Άσε τώρα τον πεθερό μου και πες μου τι να κάνω με το γιο μου.

-         Τι εννοείς τι να κάνεις;

-         Παιδάκι μου κατάλαβες τι σου είπα; Θέλει μη-χα-νή!

-         Και τι; Δεν σας βγαίνουν τα οικονομικά να την πάρει;

-         Αχ θα με τρελάνει αυτή! Αυτό είναι το θέμα μας;

-         Αλλά;

-         Το θέμα μας είναι ότι εγώ δεν θέλω ούτε να το ακούσω! Με πιάνει η καρδιά μου και μόνο που τον σκέφτομαι να κάνει σφήνες, να τον κλείνουν τα φορτηγά, να κάνει κόντρες στην παραλιακή… να, και τώρα που σου τα λέω μ’ έπιασε ταχυπαλμία, στο θεό οι σφύξεις.

-         Α, αυτό είναι;

-         Κοίτα, κοίτα αναισθησία! Εγώ της λέω ότι πάω να τρελαθώ κι αυτή ατάραχη.

-         Είναι γιατί τούτη την ταραχή την πέρασα πριν χρόνια, όταν βρέθηκα στην ίδια ακριβώς θέση με σένα, κι έχω αποχτήσει, ας πούμε, ανοσία.

-         Τι εννοείς, δεν καταλαβαίνω.

-         Βρε γλυκιά μου δεν έχει ο Βασίλης μου μηχανή;

-         Ναι αλλά είναι και κοντά 30 χρόνων, όχι σκάρτα δεκαοχτώ σαν τον δικό μου.

-         Ναι αλλά την έχει από τα δεκαοχτώ του -σε ρούμπωσα!

-         Αλήθεια; Κι εσύ τι έκανες όταν ήρθε και στη ζήτησε σε τέτοια ηλικία;

-         Και να ήταν και δεκαοχτώ όταν μας πρωτομίλησε για μηχανή καλά θα ήταν! Από τα δεκάξι άρχισε το ψηστήρι -βλέπεις από τότε μπορούν να βγάλουν δίπλωμα για 50ρι μηχανάκι, όλα τα έμαθα η δόλια- χώρια που από παιδί είχε τρέλα με τις μηχανές, από τα λέγκο ακόμα και τα μάτσμποξ αργότερα. Α, κι ένα δωμάτιο με μηχανοαφίσες σε κάθε τοίχο.

-         Φανατικός λάτρης δηλαδή.

-         Τι σου λέω τόση ώρα. Στα δεκάξι του λοιπόν ήταν ανήλικος, δεν του δώσαμε συγκατάθεση, λύσσαξε αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε -εκτός βέβαια να καβαλάει τα μηχανάκια των φίλων του κρυφά κι εγώ να τρελαίνομαι.

-         Και μετά;

-         Μετά έγινε δεκαοχτώ και δεν μας είχε ανάγκη για συγκατάθεση. Μας είχε ωστόσο για να του δώσουμε τα λεφτά για να την πάρει, πράγμα που αρνηθήκαμε φυσικά, και του αντιπροτείναμε να του πάρουμε αμάξι - ήταν βλέπεις πριν τα μνημόνια.

-         Και;

-         Εκεί αυτός, κολλημένος με τη μηχανή. Πήγε και δούλεψε παράλληλα με τις σπουδές του σε διάφορες δουλειές, τα έβγαλε μόνος του, έβγαλε και το δίπλωμα και μια μέρα μας αρριβάρησε πάνω σ’ έναν μαύρο διάολο με δυο ρόδες περιχαρής και περήφανος!

-         Πω πω… φαντάζομαι λαχτάρα.

-         Και λίγα λες. Μετά το πρώτο εγκεφαλικό μπροστά στο τετελεσμένο προσπάθησα να τον φέρω λιγάκι στα νερά μου, να συνεννοηθούμε όσο γινόταν τέλος πάντων - και κάτι κατάφερα, δεν μπορώ να πω.

-         Δηλαδή;

-         Μου υποσχέθηκε ότι δεν θα τρέχει, ότι θα μένει στη δεξιά λωρίδα, ότι θα πηγαίνει πίσω από τα αυτοκίνητα κι όχι ανάμεσα, ότι θα φοράει πάντα το κράνος και θα με παίρνει τηλέφωνο μόλις φτάνει όπου πάει.

-         Και τα τήρησε;

-         Για τα πρώτα δεν ξέρω, δεν είχα τρόπο να ελέγξω. Το κράνος το φορούσε φεύγοντας, ελπίζω να μην το έβγαζε στην πρώτη στροφή και να το κρατά στον αγκώνα σαν καλάθι με αυγά.

-         Τηλεφωνούσε τουλάχιστον;

-         Στην αρχή ναι - ένα γρήγορο «ΟΚ» και τόκλεινε μπας και εκτεθεί στα φιλαράκια του, ότι έδινε και καλά αναφορά. Μετά το ξεχνούσε - και περίμενα εγώ κι έβαζα διάφορα με το μυαλό μου και πού να πάρω εγώ τηλέφωνο, θα γινόταν του μνημονίου, και καθόμουν ξύπνια ως τις 3-4 το πρωί μέχρι να δω την πόρτα να ανοίγει… μέχρι που συνήθισα πια και το πήρα απόφαση ότι έτσι θα ήταν τα πράγματα πλέον και δεν είχε νόημα να ξενυχτάω, ούτως ή άλλως δεν βοηθούσε σε τίποτε. Μέχρι και που πήρα την απόφαση να ανέβω κι εγώ μια φορά, να δω τι διάολο βρίσκουν σ’ αυτόν τον διάολο.

-         Μη μου πεις!

-         Μωρέ θα σου πω! Όχι τίποτε μακρινό, μη φανταστείς, μέχρι το εκλογικό κέντρο τότε που κάναμε τις εκλογές, ούτε μισό χιλιόμετρο από το σπίτι.

-         Και;

-         Όμορφα ήταν, δεν μπορώ να πω. Μια αίσθηση ελευθερίας, αυτή η άμεση επαφή με τον γύρω κόσμο κι όχι θωρακισμένη μέσα σε ένα αμάξι, κάπου άρχισα να τον καταλαβαίνω. Αλλά και η τρομάρα, τρομάρα. Τον έπρηξα τον έρμο. “Πρόσεχε, φανάρι!”,  “πιο σιγά, θα πέσουμε!”,  “το νου σου στον παππού με τη μαγκούρα” - σαν υστερικιά έκανα, πάλι καλά που δεν μου κατέβασε κανα καντήλι. Εννοείται ότι γύρισα με τα πόδια, να περπατήσω και καλά - και δεν είχε καμία αντίρρηση, εννοείται κι αυτό!

-         Σε θαυμάζω για την ψυχραιμία και το κουράγιο σου.

-         Τίποτε από τα δύο - ακόμα η καρδιά μου πηγαίνει στην Κούλουρη κάθε που είναι έξω με τη μηχανή και χτυπάει το τηλέφωνο και βλέπω στην οθόνη το κινητό του. Αλλά είπαμε - υποτάχθηκα στην αναγκαιότητα, έσφιξα καρδιά και δόντια, του δίνω την ευχή μου κρυφά όταν φεύγει και προχωρώ στις καθημερινές μου ασχολίες.

-         Εγώ δεν μπορώ, αδύνατον…

-         Τίποτε δεν είναι αδύνατον αρκεί να το δεις ψύχραιμα και με μια αποδοχή κατά κάποιο τρόπο. Μεγαλώνουν τα παιδιά μας, φιλενάδα, και δεν μπορούμε να τα έχουμε αιώνια κάτω από τη φτερούγα μας - ανοίγουν τις δικές τους φτερούγες και το μόνο που μας μένει είναι να τα κατευοδώνουμε και να ευχόμαστε ούριο άνεμο σ’ αυτό τους το πέταγμα.