Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018


Ελληνίδα μάνα

Η καμπαρετζού

-         Καλημέρα φιλενάδα, τι μου κάνεις;

-         Βρε καλώς την, βρε καλώς την! Έλα, πέρνα μέσα, μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε! Πού εξαφανίστηκες ένα μήνα τώρα;

-         Έλειπα - και συγγνώμη βρε καλή μου που δεν σου είπα τίποτε πριν φύγω αλλά ήταν ζόρικα τα πράματα και δεν ήξερα πού θα με βγάλει… και φοβόμουν μήπως και προσπαθήσεις να μου αλλάξεις γνώμη…

-         Φιλενάδα με τρομάζεις. Τι είναι αυτό το τόσο σοβαρό που δεν ήθελες να μου πεις και γιατί να σου αλλάξω γνώμη;

-         Γιατί δεν το λες και το πιο λογικό πράγμα στον κόσμο αυτό που έζησα, δεν ήταν εύκολη απόφαση κι ακόμα και τώρα αναρωτιέμαι πώς και το κουτούρησα κι ευλογώ την τύχη μου που μου βγήκε σε καλό τελικά.

-         Μ’ έχει φάει η περιέργεια και η αγωνία - για λέγε!

-         Πρόκειται για τον Βασίλη.

-         Τον γιο σου; Έπαθε τίποτε το παιδί;

-         Τώρα είναι καλά - αλλά πέρασα και πέρασε μεγάλο λούκι.

-         Δηλαδή;

-         Είναι τώρα ο τρίτος χρόνος που σπουδάζει στην Πάτρα. Στην αρχή τον είχα μεγάλη έγνοια, άμαθο δεκαοχτάρικο ήταν όταν έφυγε, αλλά αποδείχτηκε συνετός και συνεπής κι έτσι ξένοιασα λιγάκι.

-         Μέχρι εδώ μια χαρά σας βρίσκω.

-         Μέχρι εδώ κι εγώ μια χαρά ήμουνα. Αλλά εδώ και τρεις μήνες άλλαξε συμπεριφορά. Δεν τον έβρισκα στο τηλέφωνο αργά το βράδυ, που τον έπαιρνα πάντα, τον άκουγα περίεργα, τον ρωτούσα πώς πάει η σχολή και μου τα μάσαγε και γενικά μου μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά ότι κάτι δεν πάει καλά.

-         Οπότε;

-         Οπότε έριξα τα μούτρα μου και πήρα έναν φίλο του τηλέφωνο.

-         Και;

-         Στην αρχή μου τα μάσαγε κι αυτός αλλά εγώ επέμεινα και τελικά μου αποκάλυψε ότι ο κανακάρης μου είχε μπλεξίματα με μια γυναίκα.

-         Εντάξει, συμβαίνουν αυτά.

-         Συμβαίνουν, ναι. Αλλά άμα σου πω τι εστί η γυνή, θα πέσεις κάτω ξερή όπως έπεσα κι εγώ.

-         Τόσο χάλια;

-         Και χειρότερα. Η λεγάμενη είναι, πρόσεξε, τριάντα-κάμποσο και χορεύτρια σε καμπαρέ!

-         Α πα πα… με καμπαρετζού τάμπλεξε το παιδί; Κι εσύ τι έκανες;

-         Μετά το παρ’ ολίγον εγκεφαλικό; Τα μάζεψα κι έφυγα σφαίρα για Πάτρα. Το καμάρι μου δεν με περίμενε βέβαια και μούρθε ξημερώματα με κάτι μαύρους κύκλους να κάτω από τα μάτια.

-         Φαντάζομαι σκηνικό.

-         Φτωχή κάθε φαντασία. Τον άρπαξα από τα μούτρα, ήταν και εξοντωμένος, μου τα ξεφούρνισε χαρτί και καλαμάρι. Κι εκεί που ήμουν έτοιμη να αρχίσω το κήρυγμα και τις απειλές τύπου διακοπή επιχορήγησης, μου δηλώνει το νιάνιαρο ότι αυτή και καλά είναι η γυναίκα της ζωής του κι ότι αν τη χάσει θα κόψει φλέβες και να μην κάνω τον κόπο να τον αρχίσω στο μπλα μπλα κι άλλα τέτοια χαρωπά.

-         Κι εσύ;

-         Εγώ μετά το δεύτερο παρ’ ολίγον εγκεφαλικό πήρα βαθιές ανάσες, άλλαξα γραμμή πλεύσης (γιατί αυτά τα βλαμμένα είναι ικανά να κάνουν απύθμενες βλακείες πάνω στην τρέλα τους) του είπα ξερά «αυτό θα το δούμε» και πήγα να βρω τον φίλο του.

-         Και τον βρήκες;

-         Όχι μόνο τον βρήκα αλλά του ξεκόλλησα και την πληροφορία πώς λέγεται και πού δουλεύει η εν λόγω «κυρία».

-         Φοβερή σε βρίσκω!

-         Για το παιδί μου μιλάμε, φιλενάδα… Κάτι τέτοιες ιστορίες γύρευε πού μπορούν να καταλήξουν.

-         Και μετά;

-         Την έστησα το βράδυ έξω από το κέντρο που δούλευε. Κάτι τεράστιες φωτογραφίες με την αλογομούρη της, σχεδόν τσίτσιδη με τη «στολή εργασίας» και το όνομα φαρδύ πλατύ από κάτω, οπότε δεν δυσκολεύτηκα να την αναγνωρίσω όταν την είδα να αριβάρει με μια κουρσάρα δέκα μέτρα που οδηγούσε ένας κουραδόμαγκας με λαδωμένο μαλλί και μαύρο γυαλί ντάλα νύχτα.

-         Νταβατζής;

-         Αλλά τι; Πνευματικός της καθοδηγητής;

-         Και;

-         Την άφησε κι έφυγε και, καθώς ερχόταν σεινάμενη και κουνάμενη, της βγήκα μπροστά. Ξαφνιάστηκε. Της είπα στεγνά ποια είμαι και ν’ αφήσει τον γιο μου ήσυχο. Κάγχασε. «Ο γιος σου είναι που μου έχει κολλήσει σαν βδέλλα, κυρά μου», μου είπε. «Δεν λέω, νόστιμο παλικαράκι και στα ντουζένια του, μια χαρά καλοπερνάμε, οπότε γιατί θες να μας το χαλάσεις;» Μαύρισε το μάτι μου. «Κεριά και λιβάνια στον τάφο σου θα σου ανάψω, πρόστυχη», ούρλιαξα εκτός εαυτού. «Να αφήσεις το παιδί μου ήσυχο αλλιώς δεν ξέρω τι είμαι ικανή να κάνω».

-         Πω πω σκηνικό… Κι εκείνη τι απάντησε;

-         Έβαλε τα γέλια. «Δεν μας λες κι εμάς μανδάμ τι θα κάνεις, έτσι για να γελάσουμε; Μπας και θα μας καταγγείλεις στην πολιτσία; Ενήλικο είναι το αγοράκι σου, ξέρεις, δεν το αποπλανήσαμε» και φύσηξε στα μούτρα μου τον καπνό από το τσιγάρο της - λέρα σου λέω.

-         Καλά… έχω μείνει. Κι εσύ;

-         Με το τρίτο εγκεφαλικό επί θύραις πέρασαν αστραπή μπροστά από τα μάτια μου όλοι οι τρόποι να την καθαρίσω - μαχαίρι, καραμπίνα, δηλητήριο, να τη σπρώξω στον γκρεμό, να την πατήσω με το αμάξι, να την πνίξω στη μπανιέρα … ό,τι μπορείς να φανταστείς.

-         Δεν σε πιστεύω!

-         Γιατί, με πιστεύω εγώ; Θόλωσα σου λέω, σάλταρα - και ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν στο μυαλό μου κι ήξερα πια τι έπρεπε να πω και να κάνω.

-         Περιμένω με αγωνία.

-         Ένιωσα να ξεφουσκώνει όλη μου η ένταση και να μένει μόνο μια ψυχρή οργή. Πλησίασα την μούρη μου στη δική της και της είπα σιγανά και παγωμένα. «Σε καμία αστυνομία δεν θα πάω. Θα σε παραφυλάω νύχτα μέρα - μα εδώ, μα έξω από το σπίτι σου. Πού θα πάει, κάποια στιγμή θα σε πετύχω μονάχη και λιάδα. Και τότε θα ρίξω βιτριόλι σ’ αυτήν την αλογίσια μούρη σου και θα σε κάνω να μη γνωρίζεις τη φάτσα σου στον καθρέφτη. Γκέγκε; Θα περιμένω όσο κι αν χρειαστεί αν πρόκειται να γλιτώσω το παιδί μου από τα νύχια σου. Συνεννοηθήκαμε;»

-         Βιτριόλι; Πώς σούρθε χριστιανή μου; Κι εκείνη τσίμπησε;

-         Δεν ξέρω κι εγώ πώς μούρθε. Όσο για κείνη, φαίνεται πως είχα την άγρια όψη της τρελής που δεν λογαριάζει τίποτε, ήταν κι οι λέξεις μου κοφτές και σφυριχτές, κι ήρθε κι άλλαξε χρώμα. «Χάρισμά σου το κωλοπαίδι σου», μου είπε περιφρονητικά αλλά με μια σκιά φόβου στη φωνή, «μπλεξίματα με τρελές δεν θέλω» και χάθηκε πίσω από την πόρτα του μπαρ.

-         Και τόκανε;

-         Τόκανε λέει! Τον σχόλασε την άλλη μέρα. Ο δικός μου στα πατώματα, να πεθάνει λέμε. Αρρώστησε με ψηλό πυρετό, δεν έτρωγε, όλη μέρα έκλαιγε, τι να στα λέω… κόντεψα να το χάσω το παιδί μου, γι αυτό κι έμεινα ένα μήνα στην Πάτρα. Αλλά γιατρεύτηκε τελικά - σώμα και ψυχή. Κι όταν μου είπε προχθές «σ’ ευχαριστώ μάνα» δεν χρειάστηκε να ρωτήσω τι και γιατί. Απλά τον αγκάλιασα και πήρα το πρώτο λεωφορείο για το σπίτι μου.

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018



Στο παρακάτω link του Bookia μπορείτε να δείτε αναλυτικά όλα τα μέχρι στιγμής έργα μου,
ατομικά και συμμετοχές σε συλλογικές εκδόσεις.

Ευχαριστώ θερμά, Παναγιώτης Σιδηρόπουλος και Popi Xofaki
για την τόσο εμπεριστατωμένη, πλήρη και καλαίσθητη παρουσίαση! 


 

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018


Με αφορμή την σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου μέρος της δεύτερης σκηνής από το (άτιτλο ακόμη) θεατρικό μου που περιμένει στο συρτάρι τη σειρά του!


ΘΕΑΤΡΙΚΟ - ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ


(Μια παρέα τεσσάρων παιδιών, δύο  αγόρια και δύο κορίτσια, γύρω από ένα τραπεζάκι στο καφέ «Γοργόνα». Καπνοί από τσιγάρα, καφέδες, φωνές τριγύρω και η μουσική στη διαπασών - κάποιο τραγούδι της Μαντόνα. Η Βαλέρια μπαίνει,  πάει κατ’ ευθείαν στην παρέα της και σωριάζεται σε μια πολυθρόνα φωνάζοντας «Θανάσηηη... καφέ!!!»)


«Κεφάκια βλέπω.»

«Κόφτο Νικόλα γιατί εσύ θα την πληρώσεις.»

«Τι έγινε ρε φιλενάδα; Πάλι ανάποδα ξύπνησες;»

«Δεν ξύπνησα, Εριέττα, με ξύπνησε το αστέρι από δω. Αχάραγα!»

«Ε όχι και αχάγαγα. Έντεκα η ώρα ήταν, πείτε καλέ και σεις κάτι που την ακούτε να λέει μπούγδες και την αφήνετε…»

«Έντεκα είναι αξημέρωτα για την Βαλέρια, ακόμα να το μάθεις ρε συ Ειρήνη;»

«Γι αυτό σε πάω ρε Μήτσο, γιατί με καταλαβαίνεις, μεγάλε».

«Μμμμ! Το ίδιο ανεπγόκοπος είναι κι αυτός, γι αυτό ταιγιάζετε. Ο κόσμος κοιμάται τη νύχτα και ξυπνάει πγωι, όχι μεσημέγι.»

«Και σένα μαρή τι σε κόφτει τι ώρα θα ξυπνήσω; Παιδονόμο σε βάλανε; Αφού σου είπα, ξενύχτησα».

«Με τον... λεγάμενο;»

«Άσε ρε Εριέττα! Άσε γιατί... ως εδώ είμαι. Έγινε του μνημονίου».

«Τσακωθήκατε πάλι; Αμάν ρε συ Βαλέρια, έλεος δηλαδή. Ούτε έξι μήνες δεν τάχετε κι έχετε ρίξει καυγάδες χρόνων».

«Μού ’κατσε μαλάκας, τι θες τώρα».

«Να πάρεις μια απόφαση και να ηρεμήσεις, αυτό θέλω. Κι άστο αυτό το ρημάδι κάτω, τώρα το ’σβησες».

«Μην κάνεις σαν τη μάνα μου, να χαρείς. Θανάσηηηη! Θα τον φέρεις εκείνον τον ρημαδοκαφέ ή θα πάω απέναντι στο περίπτερο;»

«Νεύγα, πολλά νεύγα έχεις κι ο καφές θα σε χαλάσει χειγότεγα. Να πάγεις σοκολάτα να σε καλμάγει».

«Ρηνούλα! Κανόνισε να την πληρώσεις εσύ.  Τι με αγριοκοιτάς ρε Νικόλα, εμ με ξύπνησε εμ με συγχίζει. Καλά, οκ, συγνώμη παιδιά αλλά τα νεύρα μου είναι γκιπούρ. Έλα μαρή, μη σουφρώνεις τα χείλη σα μωρό... άντε, με συχωρείς, εντάξει; Εντάξει λέω;»

«...νταξ…»

«Θα μας πεις τι έγινε με τον έτσι;  Άντε, μπας και ξεφορτώσεις μέχρι νάρθουν κι οι άλλοι για να πούμε τα σοβαρά».

«Μπράβο ρε Μήτσο! Και σε θεωρούσα και φίλο. Τα δικά μου δηλαδή δεν είναι σοβαρά; Για την πλάκα μου χαλιέμαι; Και πού είναι οι άλλοι για νάχουμε καλό ρώτημα;»

« Η Μυρτώ είναι στο δρόμο, πήρε τηλέφωνο, κι ο Στάθης έστειλε μήνυμα ότι του χάλασε το μηχανάκι και προσπαθεί να το βάλει μπρος»

«Καλά κουκούλια. Εγώ λέω ν’ αρχίσουμε χωρίς να τους περιμένουμε και μετά τους λέμε τι αποφασίσαμε»

«Κάτσε ρε Βαλέρια με τα αποφασίζομεν και διατάσσομεν. Ή είμαστε παρέα ή δεν είμαστε. Εγώ λέω να μας πεις τα δικά σου κι έρχονται και οι άλλοι.»

«Να κόψεις τα μεσημεριανάδικα, Νικόλα, σκέτη Κατίνα έγινες.»

«Τώγα γιατί γίνεσαι άδικη; Από ενδιαφέγον το λέει κι όχι για κουτσομπολιό. Πες τα να ξαλαφγώσεις μπας κι ηγεμήσεις και μπογέσουμε να κανονίσουμε εκείνη τη γημάδα την εκδγομή.»

« Πάει καλάααα. Έχουμε και λέμε. Με τον Σωτήρη είμαστε μαζί από την Πρωτοχρονιά, κοντά εξάμηνο. Τα ξέρετε αυτά, προχωρώ στο παρασύνθημα. Ωραίος τύπος, μηχανή χιλιάρα δικιά του, ΤΕΙ φυσικοθεραπεία με καμιά εικοσαριά μαθήματα στη ράδα. Καλό χαρτζιλίκι, δικηγόρος ο μπαμπάς, πολύ καλό κρεβάτι».

«Τζακ ποτ δηλαδή! Ωραίος, ματσωμένος και μάτσο. Πού χαλάει η συνταγή;»

«Ζηλεύει Μητσάρα μου! Πράσινος γίνεται έτσι και δει να με κοιτάζει κανένας. Σκηνές απείρου κάλλους. Και να πείτε ρε παιδιά ότι ξενοκοιτάζω... ότι δίνω πάτημα... Με ξέρετε δα. Αν δεν γούσταρα, θα τον σχόλαγα και θα πήγαινα παρακάτω. Για να είμαι μαζί σου, μαλάκα, σε κάνω κέφι... Κι αν μου τελειώσει, θα πάρεις το πασαπόρτι σου μετ’ επαίνων, που λένε, και άντε γεια. Οπότε - τι με πρήζεις;»



Η πρώτη σκηνή εδώ:














Κυριακή 25 Μαρτίου 2018


Οι πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου
Την είδα για πρώτη φορά όταν, εικοσιδυό χρόνων κοριτσόπουλο,  με πήγε ο καλός μου στο σπίτι του να με γνωρίσει  στη μητέρα του. Μια μεγάλη αφίσα με τους «Πειρασμούς του Αγίου Αντωνίου» του Νταλί πάνω από το γραφείο του. Την αντιπάθησα με την πρώτη ματιά, αυτόματα κι αυθόρμητα. Αυτά τα μακριά σαν κλωστές πόδια μου θύμιζαν αράχνες και με ανατρίχιαζαν - όπως και τα αντίστοιχα έντομα εξ άλλου. Αγριεύτηκα, πώς να σας το πω!
Ωστόσο δεν μίλησα, τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή. Κάτι η φυσική μου διακριτικότητα, κάτι η παρουσία της μετέπειτα πεθεράς μου (ε, δεν λες και μπροστά της ότι απεχθάνεσαι κάτι που έχει στο δωμάτιό του ο γιος της) την παρέκαμψα με μια απλή γκριμάτσα αποδοκιμασίας - που δεν πέρασε όμως απαρατήρητη από τον καλό μου, o οποίος κι άρχισε να μου εξηγεί τα τι και τα πώς της αφίσας. Δεν με έπεισε, εννοείται, του είπα πως γούστα είναι αυτά, ο καθένας έχει δικαίωμα να αντικρίζει αυτό που επιλέγει κάθε πρωί που ανοίγει το μάτι του κι άλλα τέτοια δημοκρατικά και ανεξίθρησκα, μη παραλείποντας ωστόσο να προσθέσω ότι εγώ θα σκιαζόμουν αν έβλεπα όλα αυτά τα αραχνοπόδαρα πλάσματα κάθε που θα σήκωνα τα μάτια από το διάβασμα!
Με τον καιρό τη συνήθισα - μέχρι που δεν την έβλεπα καν. Εννοείται πως αντιστάθηκα σθεναρά στην πρότασή του να μεταφερθεί στο δικό μας σπιτικό, όταν το στήσαμε πέντε χρόνια μετά, κι έτσι παρέμεινε στο πατρικό του. Μέχρι που μετακόμισε κι η πεθερά μου κι έχασα τα ίχνη της αφίσας - όχι βέβαια ότι την αναζήτησα ποτέ ή είχα καμιά σκοτούρα για το τι απέγινε. Όλο και σε κάποια αποθήκη θα είχε καταχωνιαστεί γιατί, σίγουρα, δεν θα την είχε πετάξει ο άντρας μου την ανάμνηση των νεανικών του χρόνων!
Και την είδα ξανά προχτές! Μαζί με κάτι άλλα πράγματα που έφερε από την αποθήκη του σπιτιού της Αθήνας, μου κουβάλησε και την αφίσα. Κι αν σας πω ότι καταχάρηκα που την είδα, θα με πιστέψετε; Με μιας ξανάγινα εκείνο το κοριτσόπουλο, διακτινίστηκα στο φοιτητικό δωμάτιο του καλού μου, είδα την πεθερά μου (ας είναι αναπαυμένη) να μου φέρνει γλυκό του κουταλιού και να μου χαμογελά μ’ εκείνα τα πανέμορφα γαλάζια μάτια της και τον άντρα μου, παλικαρόπουλο με πυκνά μαύρα μαλλιά και γένια, να μου σχεδιάζει σε χαρτί την πορεία των νεύρων (δίναμε Νευρολογία - ζόρικο όσο να πεις) και να μου σκάει και κανα πεταχτό φιλί όταν η μάνα του (έκανε πως) δεν έβλεπε!
Την καλωσόρισα λοιπόν την παλιά μου αντιπάθεια - ειλικρινά και με ενθουσιασμό. Γιατί δεν είναι πλέον απλά μια αφίσα με (για μένα) απωθητικό θέμα. Είναι το παράθυρο που ανοίγει διάπλατα και μου φανερώνει χρόνια παλιά, εικόνες νοσταλγικές, αναμνήσεις λησμονημένες, που αναδύθηκαν ωστόσο ολοζώντανες και μόνο στη θωριά της. Και δεν θα την καταχωνιάσω ξανά, σας βεβαιώνω. Κάπου θα την βολέψω για να μπορώ να τη βλέπω και να αναθυμιέμαι - να αναθυμόμαστε!



Σάββατο 24 Μαρτίου 2018


Χαμαίμηλον το ταπεινόν



Σας έβαζε η μαμά σας, εσάς τους παλιότερους, να μαζεύετε χαμομήλια; 

Θυμάμαι τη Βέροια των παιδικών μου χρόνων να στολίζεται σαν νύφη από τα αμέτρητα ταπεινά λευκοκίτρινα χαμομηλάκια κι εμείς, τα παιδιά, να ξαμολιόμαστε με ένα καλαθάκι στο χέρι στις αλάνες, στα χωμάτινα "πεζοδρόμια", στην περίμετρο της μεγάλης μας αυλής, που είχε γλιτώσει από το ποδοβολητό των παιχνιδιών μας κι είχε γίνει καταπράσινη, και να τα κορφολογούμε με την "ειδική" τεχνική που ξέρουμε όλοι όσοι έχουμε μαζέψει έστω και μια φορά στη ζωή μας.

Έπειτα η μάνα τα άπλωνε πάνω σε εφημερίδες να τα αποξηράνει και να τα φυλάξει στη συνέχεια σε γυάλινα βαζάκια, να τα έχουμε όλο το χειμώνα. Και μοσχοβολούσε το σπίτι από το υπέροχο, λεπτό, αλησμόνητο άρωμά τους όπως μοσχοβολούσε και το καυτό ρόφημα που μαλάκωνε τον πονεμένο μας λαιμό, καταπολεμούσε τον βήχα, ζέσταινε ευεργετικά το στήθος. Ή, χλιαρό εκχύλισμα, ανακούφιζε το πονεμένο δόντι και θεράπευε το "κριθαράκι" στο μάτι. Και πόσα και πόσα ακόμη!

Την νοστάλγησα εκείνη την μοναδική, αξέχαστη μυρωδιά, την μοναδική, αξέχαστη γεύση τώρα το απόγευμα που είδα τα πρώτα χαμομήλια στην μεγάλη αλάνα που πάμε βόλτα με τον Ρόμπι. Έσκυψα, τα μύρισα, τα χάιδεψα, τα καλωσόρισα στην Άνοιξη και τους έκλεισα ραντεβού - όταν πλημμυρίσουν τα χωράφια να πάω για συλλογή να έχω απόθεμα για τον χειμώνα.







Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018


Ελληνίδα μάνα

Τα ταπεράκια



-         Έχω δυο εισιτήρια για θέατρο για σήμερα το απόγευμα, είσαι;

-         Είμαι, άκου λέει! Θέατρο κα τζάμπα, πώς να πεις όχι; Αλλά θα πω όχι… δυστυχώς..

-         Γιατί χριστιανή μου;

-         Γιατί εκτός από θεατρόφιλη είμαι και μάνα.

-         Και λοιπόν; Οι μάνες δεν πάνε θέατρο;

-         Οι μάνες μαγειρεύουν.

-         Σαφώς - αλλά πρέπει να μαγειρέψεις σήμερα που είναι το θέατρο; Σου  έκατσε ξαφνικό τραπέζι;

-         Ξαφνικό ταξίδι μου έκατσε, του Νάσου - και θα μαγειρεύω όλη νύχτα, μέχρι αύριο το πρωί.

-         Του άντρα σου; Όλη νύχτα; Τώρα είναι που δεν καταλαβαίνω τίποτε!

-         Φεύγει αύριο εκτάκτως με το καράβι για Τεργέστη, να δει την Μαρία, κι έχω πλακωθεί στα μαγειρέματα από το πρωί.

-         Πώς πάει αλήθεια το κοριτσάκι σας με τις σπουδές;

-         Ζόρικη η ιατρική αλλά μέχρι στιγμής τα πάει μια χαρά. Μόνο που δεν πολυτρώει, ξέρεις τώρα πώς είναι τα παιδιά, γι αυτό και της στέλνω μερικά ταπεράκια με σπιτικό φαγητό να έχει να πορεύεται.

-         Όταν λες σπιτικό φαγητό;

-         Να - παστίτσιο, σουτζουκάκια, μια σπανακόπιτα που της αρέσει, μοσχάρι κοκκινιστό, τέτοια.

-         Δεν τα λες και λίγα! Όπως τ’ ακούω, μιλάμε για πολλά ταπεράκια!

-         Υπολογίζω καμιά δεκαπενταριά - τα μοιράζω σε πολλές δόσεις να τα βάλει στην κατάψυξη να της κρατήσουν κανα μήνα.

-         Ολόκληρη επιχείρηση δηλαδή! Και πού θα τα βάλει όλα αυτά ο χριστιανός;

-         Στο πορτ-μπαγκάζ μέσα σε κούτα, παίρνει το αυτοκίνητο μαζί.

-         Και πάει με το καράβι; Χαρά στο κουράγιο του τόσες ώρες, τι λέω, μέρες ταξίδι. Πώς και δεν πάει με το αεροπλάνο;

-         Ο Νάσος! Σε αεροπλάνο! Λες κι έχει μπει ποτέ εκτός από μια φορά που χρειάστηκε να πάμε επειγόντως στην Ρόδο γιατί έπαθε εγκεφαλικό η μάνα του και με το καράβι μπορεί και να μην την προλαβαίναμε. Πήρε ένα κουτί λεξοτανίλ, ήπιε μισό μπουκάλι ουίσκι πριν την πτήση και σ’ όλη τη διάρκειά της (και σιγά την διάρκεια δηλαδή) μουρμούριζε προσευχές κι είχε μια μούρη κόκκινη προς το μπλαβί - μέχρι που είπα, θα το πάθει κι εκείνος το εγκεφαλικό και θα τρέχω και δεν θα φτάνω.

-         Άσχετο - την γλίτωσε η πεθερά;

-         Παθαίνουν τίποτε οι πεθερές; Ο γιος της κόντεψε να μου μείνει στα χέρια! Εννοείται πως γυρίσαμε με το καράβι, δυο μέρες ταξίδι. Κι αυτός είναι και ο βασικός λόγος που έστειλε το παιδί στην Τεργέστη ενώ εκείνη ήθελε να πάει στη Ρώμη -για να πηγαίνει με το καράβι να τη βλέπει, σε αεροπλάνο με την καμία.

-         Για πες τώρα για το αυριανό καράβι. Πού θα τα βάλει τόσα ταπεράκια, θα βρωμίσουν τα φαγιά μέχρι να φτάσει.

-         Δεν κατάλαβες!  Έχει κάνει κονέ από προηγούμενες φορές και με τον καπετάνιο και με τον ύπαρχο και, κυρίως, με τον μάγειρα. Θα του τα βάλουν στο ψυγείο και μια χαρά θα φτάσουν, φρέσκα φρέσκα.

-         Κατάλαβα… Πάντως χαρά στο κουράγιο σου φιλενάδα, τόσα μαγειρέματα.

-         Γιατί, εσύ δεν το κάνεις για την Ελένη σου; Που είναι και πιο εύκολο, δυο ώρες δρόμος είναι η Πάτρα.

-         Να στέλνω φαγητά; Όχι αγάπη μου. Όχι γιατί βαριέμαι αλλά από άποψη.

-         Δεν καταλαβαίνω.

-         Από τη στιγμή που πέρασε σε άλλη πόλη και φτιάξαμε το σπίτι της με όλα τα κομφόρ, ανέλαβε και τις ευθύνες της. Δεν έχει μόνο πλεονεκτήματα η ανεξαρτησία, έχει και τις ευθύνες της. Να πληρώσει το νοίκι της, τη ΔΕΗ και τα κοινόχρηστα και να προμηθεύεται τα προς το ζην αναγκαία. Εννοείται πως της στέλνουμε χρήματα αλλά μέχρις εκεί - τα υπόλοιπα, μαζί και το μαγείρεμα, είναι δική της υπόθεση.

-         Και ήξερε να μαγειρεύει;

-         Μια μακαρονάδα την ήξερε - κι αυγά ομελέτα. Τον πρώτο καιρό έτρωγε βρώμικα μέχρι που τα σιχάθηκε, πήρε και 2-3 κιλά, και να δεις τι καλά που στρώθηκε - μέχρι σπανακόρυζο έμαθε να κάνει, που το λατρεύει.

-         Τι μου λες! Η δικιά μας ούτε αυγό μάτι!

-         Αφού της τα στέλνεις έτοιμα, γιατί να ζοριστεί; Ας είναι καλά η μάνα!

-         Και θες να πεις ότι δεν στέλνεις τίποτε;

-         Για να στείλω όχι. Όταν πηγαίνω, μια κάθε 3-4 μήνες, της μαγειρεύω μερικά πιο δύσκολα όπως μουσακά και ντολμάδες, δεν είμαι δα και τόσο ανάλγητη! Τα βάζω στην κατάψυξη, περνάει κανα δυο βδομάδες και μετά αναλαμβάνει και πάλι την κατσαρόλα της.

-         Λες να το δοκιμάσω κι εγώ;

-         Δεν λέω τίποτε. Κάθε παιδί με τα χούγια του και κάθε γονιός με τις αδυναμίες και τις απόψεις του. Απλά θεωρώ πως η φοιτητική ζωή μακριά από το πατρικό είναι μια μοναδική ευκαιρία να τεστάρουν τις δυνατότητές και τις αντοχές τους και να αναλάβουν από νωρίς και τις ευθύνες τους - και στο φαγητό!


Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018


Εαρινή Ισημερία

Ναι, ξέρω πως χτες ήταν η ισημερία - αλλά για μένα σήμερα αρχίζει η Άνοιξη. Σήμερα που η μέρα είναι λίγο, τόσο δα, πιο μεγάλη από τη νύχτα, που πήρε κεφάλι, που όσο πάει και θα μεγαλώνει - και μαζί της  θα μεγαλώνει και ο δείκτης ευφορίας μου καθώς θα έχει η ζωή μου περισσότερες ώρες με φως.

Ταιριάζουμε κάπου σ’ αυτό με τις μαργαρίτες - που τη νύχτα μαζεύουν τα πέταλά τους κι αποσύρονται σε αναμονή του επόμενου πρωινού, όταν ο ήλιος θα φωτίσει ξανά τον κόσμο τους και θ’ αρχίσουν πάλι να χαμογελούν. Η δική μου η μέρα ξεκινά με την εαρινή ισημερία, πανηγυρίζει το θερινό ηλιοστάσιο, μπαίνει σε μια φάση λυκόφωτος με την φθινοπωρινή ισημερία και γέρνει να κοιμηθεί στο χειμερινό ηλιοστάσιο, στα τέλη του Δεκέμβρη.

Συμβολικά, θα μου πείτε, όλα αυτά. Γιατί να χαίρεσαι στις 22 Μάρτη, ας πούμε, κι όχι στις 20 ή τις 24; Σωστό από μια πλευρά. Αλλά μήπως και δεν είναι η ζωή μας γεμάτη συμβολισμούς; Ψάξτε λιγάκι την καθημερινότητά σας και θα ξαφνιαστείτε με τους πόσους θα συναντήσετε. Έτσι και για μένα οι ισημερίες και τα ηλιοστάσια είναι σύμβολα, ορόσημα, ημέρες αναφοράς - και σήμερα ζω το πιο όμορφο από αυτά: το ορόσημο της ανανέωσης και της προσμονής αυτού που ονομάζω και γιορτάζω «κάθε μέρα και περισσότερο φως».


Τρίτη 13 Μαρτίου 2018


Ελληνίδα μάνα

Η Μάτα Χάρι

-         Έλα χριστιανή μου τόση ώρα; Σήκωσέ το επιτέλους το ρημάδι, τι κάνεις και δεν το ακούς;

-         Σοβαρά θέλεις τώρα να σου πω τι έκανα;

-         Εκατό φορές χτύπησε, πού ήσουν και με έχεις στο περίμενε;

-         Θα στο πω όσο πιο ευγενικά μπορώ - εκεί που ακόμα κι ο βασιλιάς πάει μονάχος…

-         Α…

-         Αλάτια! Κι εν πάση περιπτώσει γιατί τόση πρεμούρα;

-         Έλυσα το μυστήριο της Νταίζης! Αλλά δεν προλαβαίνω να έρθω από κει να στα πω, περιμένω τον άντρα μου, αλλά και δεν γινόταν να το κρατήσω μέσα μου, οπότε κάτσε κάτω να στα πω!

-         Έλυσες το ποιο της ποιας;

-         Το μυστήριο της Νταίζης παιδί μου! Τι σου έλεγα τις προάλλες; Ότι παίρνει κάποιος περίεργος και ζητάει τη Νταίζη και του λέω λάθος και μου λέει συγγνώμη και κλείνει;

-         Κάτι θυμάμαι αλλά μου λες τόσα παλαβά που μάλλον το προσπέρασα διακριτικά. Και τι έγινε - όλοι παίρνουμε λάθος και ζητάμε συγγνώμη.

-         Να μου κάνεις τη χάρη! Άκου παλαβά! Και δεν είναι εκεί το θέμα μας κι αυτός δεν πήρε μια και δυο αλλά τουλάχιστον τέσσερις φορές μετρημένες!

-         Καλά, ότι τις μέτρησες είμαι σίγουρη - αλλά τι πα να πει αυτό;

-         Πα να πει ότι δεν είναι λάθος! Και εντελώς γκαγκά να είσαι, τέσσερις φορές λάθος τον ίδιο αριθμό δεν κάνεις!

-         Τώρα ένα δίκιο εδώ τόχεις, ομολογώ. Και για λέγε, ποια είναι η Νταίζη;

-         Το Ριτάκι!

-         Το δικό σου το Ριτάκι; Η Μαργαριτούλα μας; Κι από πού ως πού Νταίζη;

-         Έχω από καιρό ψυλλιαστεί ότι κάτι συμβαίνει. Εδώ και δυο μήνες, λίγο μετά που πέρασε στο Πολυτεχνείο, σαν να την βλέπω αλλαγμένη. Κάτι αφηρημάδες, κάτι στεναγμοί, κάτι ψου ψου ψου στο τηλέφωνο, πολύ ήθελα να μπω σε υποψίες;

-         Καλά, όντως δεν θες και πολύ εσύ. Και σιγά τις υποψίες - κάνα τσιμπηματάκι θα έχει το κοριτσάκι σου, τι πιο φυσικό! Νέα είναι, νόστιμη είναι, φοιτήτρια είναι, νααα οι συμφοιτητές-υποψήφιοι μνηστήρες!

-         Τσιμπηματάκι; Με άντρα;

-         Όχι, με μπετονιέρα! Με άντρα βέβαια… ελπίζω τουλάχιστον!

-         Όχι η κόρη μου, είναι πολύ μικρή για τέτοια!

-         Σιγά μαρή! Όταν εσύ τάμπλεξες με τον πατέρα της στα 16 σου και σε κυνηγούσε η μάνα σου με τον πλάστη δεν ήσουν μικρή;

-         Άλλο εγώ.

-         Άλογο εσύ, κοίτα μη γίνει μουλάρι η μικρή και πεισμώσει και τρέχεις και δεν φτάνεις.

-         Να τελειώσει τις σπουδές της πρώτα και μετά να μπλέξει. Η Αρχιτεκτονική δεν είναι παίξε γέλασε για να ασχολείται και με αγάπες και λουλούδια, δεν θα πάρει ποτέ της πτυχίο.

-         Αχαχούχα! Μας βγήκες και τροχονόμος αισθημάτων τώρα, περάστε εσείς, περιμένετε εσείς, άλλος έχει προτεραιότητα. Φιλενάδα σύνελθε. Φυσιολογικό κοριτσάκι είναι το Ριτάκι σου, κάπου χτύπησε η καρδούλα του πιο γρήγορα, άστην να το ζήσει. Το πιο πιθανό είναι να τον έχει σχολάσει πριν τελειώσει το έτος - αλλά κι αν κρατήσει, θα πει ότι είναι το τυχερό της.

-         Λες;

-         Λέω - αλλά πες μου εσύ τώρα, πού κολλάει η Νταίζη και η Αγκάθα Κρίστι που ξύπνησε μέσα σου;

-         Α ναι! Που λες, όπως ξέρεις εκεί που μένουμε δεν πιάνουν τα κινητά, δεν έχουμε σήμα. Οπότε η μικρά έχει μόνο το σταθερό για να παίρνει και να την παίρνουν, κατάλαβες;

-         Όχι, ομολογώ. Για γίνε πιο σαφής.

-         Παιδάκι μου το τηλέφωνο στο σπίτι το σηκώνω κατά κανόνα εγώ.

-         Γνωστή η εξάρτησή σου.

-         Άσε τις μπηχτές και δώσε βάση. Το σηκώνω εγώ - οπότε πώς να τη ζητήσει ο φέρελπις νέος; Ως Ρίτα; Θα καρφωθούν. Πετάει λοιπόν ένα «Νταίζη» κι ένα «συγγνώμη» μετά και νομίζουν ότι με ξεγέλασαν!

-         Την Μάτα Χάρι; Αλίμονο! Αλλά δεν κατάλαβα - το «Νταίζη» πού κολλάει;

-         Στην Μαργαρίτα παιδάκι μου - Νταίζη στα αγγλικά!

-         Με ρούμπωσες τώρα.

-         Ε καλά! Τι τάχουμε τα λόουερ! Ρωτά η μικρή «ποιος ήταν», λέω εγώ «ζητούν μια Νταίζη, λάθος», καταλαβαίνει εκείνη και τον παίρνει μόλις στρίψω γωνία.

-         Είσαι δαιμονία, σε παραδέχομαι. Και τι θα κάνεις τώρα που έλυσες το μυστήριο;

-         Σκέφτομαι την επόμενη φορά να του πω «περιμένετε», να φωνάξω «Μαργαρίτα σε ζητούν» και να πάθουν πλάκα - πώς σου φαίνεται;

-         Ασύλληπτα βλακώδες! Για να κάνεις το κομμάτι σου, ότι και καλά είσαι ξύπνια και τους κατάλαβες, θα τους φέρεις σε δύσκολη θέση και, κυρίως, θα χάσεις εντελώς την εμπιστοσύνη της κόρης σου.

-         Οπότε;

-         Οπότε την πιάνεις και της εξηγείσαι και της λες πως δεν χρειάζεται να κρύβονται κι ότι μάνα είσαι και καταλαβαίνεις. Τέλος πάντων θα βρεις τρόπο να της το πεις - αρκεί να χωνέψεις ένα πράγμα.

-         Ποιο;

-         Ότι το κοριτσάκι σου μεγάλωσε κι οφείλεις και εμπιστοσύνη να της έχεις και να την αφήσεις να ζήσει τα πρώτα της σκιρτήματα. Καλές οι σπουδές αλλά η ζωή έχει τις δικές της απαιτήσεις και δεν τηρεί ωρολόγιο πρόγραμμα. Κατάλαβες, Μάτα Χάρι;