Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015



Χρόνια χιονισμένα

Χιόνια μας προμήνυσε η φίλη μου η Χριστίνα η Σούζη του ΣΚΑΙ, που πολύ την συμπαθώ, και πράγματι ο καιρός το γύρισε σε χιονιά, ακόμα και στην Αθήνα.

Κι εγώ, δίπλα στο τζάκι το αναμμένο, κοιτάζω τούτη την τσαλακωμένη φωτογραφία, που ανακάλυψα πριν χρόνια μέσα σ’ένα ξεχασμένο κουτί μαζί με πολλές άλλες, κι αναθυμιέμαι τα χρόνια μου τα παιδικά.

Βέροια, δεκαετία του ’60. Όταν άρχιζε να χιονίζει, ξεχνούσε να σταματήσει. Το μισό μέτρο ήταν συνηθισμένη κατάσταση - συχνά έφτανε πολύ παραπάνω. Οι ξυλόσομπες μπουμπούνιζανκαταβροχθίζοντας χοντρά κούτσουρα και οι Kresky (αλήθεια, τις θυμάστε οι παλιότεροι;) κατάπιναν το πετρέλαιο σαν αναψυκτικό! Τα μπουριά, απαραίτητο ντεκόρ σε κάθε σπίτι, κάπνιζαν ολημερίς κι ολονυχτίς σκορπώντας τουλούπες καπνού στον παγωμένο αέρα - αλλά ούτε σκέψη και έγνοια για νέφος, το Βέρμιο και τα πυκνά του δάση στέκονταν άγρυπνοι φρουροί της καθαρής μας ατμόσφαιρας!

Κι εμείς; Τα παιδιά; Τι κάναμε με τόση παγωνιά και χιόνι;

Ποιος μας έπιανε εμάς! Γυρνούσαμε από το σχολείο (ΑΝ πηγαίναμε και δεν είχε κλείσει λόγω πάγου στα καλντερίμια), πετούσαμε την τσάντα σε μια γωνιά και ξαμολιόμασταν στις αυλές και τις ρούγες. Με γάντια και σκουφιά και μάλλινα παλτά (δεν υπήρχαν τότε αδιάβροχα φουσκωτά μπουφάν – ΝΑΙ, είμαι τόοσο μεγάλη!), με πουλόβερ πλεγμενα από τις μανάδες μας και φουστίτσες από μέσα τα κορίτσια (δεν φορούσαμε τότε παντελόνια) και τα πόδια να κρυώνουν μέσα στα μποτάκια, με τις μάλλινες κάλτσες να μουσκεύουν με το πρώτο βούλιαγμα στο χιόνι - όπως εξ άλλου και τα γαντάκια με τον πρώτο χιονοπόλεμο!

Και να κοκκινίζουν τα χέρια και τα μάγουλα και να ξεφωνίζουμε εμείς φτιάχνοντας χιονόμπαλες να κατατροπώσουμε τον κάτω μαχαλά! Και να μπαίνουμε κάθε τόσο στα σπίτια μας για να αλλάξουμε γάντια και κάλτσες (τα προηγούμενα βρεγμένα άχνιζαν κοντα στις σόμπες) και να ξαναβγαίνουμε τρεχάλα έξω, με τις μανάδες να φωνάζουν «θα πουντιάσεις, παλιόπαιδο» - μα ποιος τις άκουγε!

Και να γυρνάμε κατάκοπα, κατακόκκινα, καταμουσκεμένα μόλις έπεφτε το σούρουπο στη θαλπωρή του σπιτιού, με τη σόμπα να έχει πυρώσει μέχρι το καπάκι με τους ομόκεντρους κύκλους και τη μάνα να έχει έτοιμο το καψαλισμένο ψωμί. Και να απλώνουμε τα χέρια στο μπουρί κι εκείνη να φωνάζει «μηηη...θα κάνεις χιονίστρες, σιγά σιγα να τα ζεστάνεις». Και να τρώμε τσάι με ψωμί και κασέρι καθισμένα κατάχαμα, στην κουρελού. Και να είμαστε τόσο, μα τόσο ευτυχισμένα!

Χρόνια μου παιδικά, αλησμόνητα – χιονισμένα, κι όμως τόσο ζεστά και ανεκτίμητα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου