Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016



Αναχωρήσεις / Departures

Τι κρύο κι αυτό σήμερα... Έχουν παγώσει τα πόδια μου κι ας φοράω διπλές κάλτσες. Τι να σου κάνουν κι αυτά, ακίνητα όλη μέρα με μόνη δραστηριότητα το γκάζι-φρένο-αμπραγιάζ. Δεν βοηθάει κι η ηλικία, βλέπεις,  στα 57 η κυκλοφορία στα κάτω άκρα αρχίζει και ρετάρει, είπε ο γιατρός. Πάγωσε κι ο καφές πριν καλά καλά τον ξεκινήσω - ο τρίτος απ’ όταν παρέλαβα τη βάρδια. Και σιγά τα αγώγια, τζάμπα η ταλαιπωρία και το ψοφόκρυο... Ποιος να ξεμυτίσει από το σπίτι του και πού να πάει τέτοια νύχτα, κοντεύουν μεσάνυχτα κι έχω βγάλει ίσα με 16 ευρώ... σωθήκαμε...

Ώπα! Αυτός εκεί στην άκρη, στο πεζοδρόμιο, μου κάνει νεύμα ή μου φαίνεται; Όχι, μου κάνει σήμα να σταματήσω. Κάνε, Θεούλη μου, να πηγαίνει Κηφισιά ή Γλυφάδα, δεν αντέχω τα ξεκίνα-σταμάτα μέσα στο Σύνταγμα και μέχρι την Πλάκα...
«Ελεύθερος;»
«Ελεύθερος, κύριε. Πού πάμε;»
«Αεροδρόμιο. Βενιζέλο»
«Αναχωρήσεις ή αφίξεις;»
«Αναχωρήσεις και γρήγορα»
«ΟΚ»

Τι αναχωρήσεις μου λέει τούτος; Ούτε βαλίτσα, ούτε σακ βουαγιάζ ούτε τίποτε. Πού θα πάει έτσι, με τα χέρια στις τσέπες, που λέει ο λόγος; Μπας και παίζει τίποτε ύποπτο; Να μου κοπανήσει καμιά στο κεφάλι και να με ληστέψει - χα, σώθηκε, τα 16 ευρώπουλα που έχω στο τασάκι! Τζάμπα θα πάω, και θα βλαστημάει κιόλας από πάνω. Για να τον κόψω καλύτερα, να του πιάσω και κουβέντα μήπως και βγάλω καμιάν άκρη.
 
«Παλιόκρυο σήμερα, ε;»
«.....»
«Κι αυτό το ψιλόβροχο σου τρυπάει τα κόκκαλα...»
«.....»

Μούγγα στη στρούγκα... δεν μου αρέσει αυτό, μια κουβέντα συνήθως τη λένε.

«Να ανοίξω το ράδιο; Σας πειράζει;»
«Κάνε ό,τι θες, μόνο άσε με ήσυχο»

Καλά ντε! Δεν σε είπαμε και καμπούρη! Δεν θέλεις κουβέντα, με γεια σου με χαρά σου. Θα βάλω σιγανά το ράδιο, να ακούω κάθε θόρυβο καλού κακού.
Καλοβαλμένος πάντως. Καμιά 30ριά τον κόβω, ίσα με τον γιόκα μου περίπου. Καλό μπουφάν, ακριβό, γενάκι περιποιημένο... δεν φαίνεται για κακοποιό στοιχείο, μόνο κομμάτι γαϊδούρι είναι. Αλλά πού να πηγαίνει χωρίς μπαγκάζια, μου λες;

Για να δούμε τι σταθμό θα ακούσουμε. Τραγούδια θα βάλω, οι ειδήσεις μου τη σπάνε, όλο μαυρίλα.

«Αγάπη πού ’γινες / δίκοπο μαχαίρι»

Αθάνατη Μελίνα! Καιρό είχα να σ’ ακούσω!

«Κλείστο!»
«Πώς είπατε;»
«Είπα κλείστο!»

Να το κλείσω, τι να κάνω. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο - αλλά τι τον πείραξε το τραγούδι; Και σαν να γυαλίζει το μάτι του - αγρίεψε ή βούρκωσε, να ανησυχήσω ή να ρωτήσω; Θα ρωτήσω.

«Είστε καλά;»
«.........»
«Συγγνώμη που ρωτάω αλλά... να, από ενδιαφέρον - έχω έναν γιο στην ηλικία σας περίπου και του μοιάζετε λιγάκι.»

Δεν μιλάει. Άσε, τζάμπα κόπος, δεν θέλει κουβέντες, πάει και τέλειωσε.

«Να του πείτε να φυλάγεται. Του γιου σας. Από τις γυναίκες. Όλες ψεύτρες κι άτιμες».

Έλα μου! Ξεκλείδωσε ο νέος μόλις του είπα ότι μοιάζει με τον γιο μου; Και τι είναι αυτό που πέταξε για τις γυναίκες;

«Γιατί τόση πίκρα, παλικάρι μου;»
«Γιατί με πούλησε... γιατί της έδωσα τα πάντα κι εκείνη με κορόιδευε από καιρό... Και συγγνώμη για την αγένεια πιο πριν, είμαι πολύ φορτωμένος...»
«Δεν πειράζει αγόρι μου, καταλαβαίνω. Πες πως είμαι ο πατέρας σου - κι οι πατεράδες καταλαβαίνουμε και προσπερνάμε».
«Έτσι θάλεγε κι ο πατέρας μου, αν ζούσε... Του φέρνετε λιγάκι, γι αυτό και σας τα λέω...»
Πολύ καημό το παλικάρι... και φαίνεται να θέλει να μιλήσει, να τα βγάλει από μέσα του.

«Αν δεν γίνομαι αδιάκριτος, και με όλο το θάρρος... γι αυτό πάμε στο αεροδρόμιο;»
«Γι αυτό... φεύγει σε λίγο... με τον άλλον... πάει να μείνει μαζί του... Αμερική, δεν θα την ξαναδώ. Γι αυτό θέλω να την προλάβω, να της μιλήσω, να την παρακαλέσω να μην το κάνει... να σκεφτεί όλα όσα ζήσαμε μαζί, να καταλάβει ότι κάνει μια τρέλα... ένας ενθουσιασμός είναι μόνο, που θα ξεθυμάνει και θα μείνει μόνο πίκρα... κι η χαμένη ζωή μας...»

Πόσο λάθος κάνεις, παλικάρι μου... Μόνος σου το είπες, είναι καιρός που σε κοροϊδεύει. Αποφασισμένη είναι και μην κάνεις τον κόπο να της μιλήσεις, να παρακαλέσεις. Θα ξεφτιλιστείς και θα μισήσεις κι εκείνη και τον εαυτό σου γι αυτό.

«Αγόρι μου... να σου δώσω μια συμβουλή; Μην το κάνεις... μη ξεπέσεις στα μάτια της, μη παρακαλέσεις. Δεν θα κερδίσεις τίποτε, πίστεψέ με. Δεν θα σου πω τα χιλιοειπωμένα ότι οι γυναίκες είναι άκαρδες, ότι δεν σου άξιζε αυτή που φεύγει, ότι θα σου περάσει γρήγορα, ότι θα βρεις δέκα που να σε αγαπούν πραγματικά να την αντικαταστήσεις. Και δεν θα στα πω γιατί είναι λόγια ψεύτικα, λόγια του αέρα - εκτός, ίσως, από το τελευταίο...αν και δεν χρειάζεσαι δέκα αλλά μονο μία που να σε αγαπά πραγματικά».

Δεν απαντά αλλά και δεν με αποπαίρνει... μπορεί και να τα σκέφτεται τα όσα λέω. Συνεχίζω κι ο Θεός βοηθός.

«Ούτε οι γυναίκες είναι άκαρδες, οι πιο πολλές τουλάχιστον, ούτε και δεν άξιζε η συγκεκριμένη - κάνεις τόσο αγώνα για να την κρατήσεις, πα να πει οτι κάτι άξιζε... για σένα και μέχρι τώρα τουλάχιστον. Κι ούτε θα σου περάσει γρήγορα, αυτό κανένας δεν το ξέρει, ούτε κι εσύ ο ίδιος. Μπορεί αύριο να απορείς που σήμερα σου στοιχίζει τόσο, μπορεί να είσαι κομμάτια για καιρό. Ένα είναι σίγουρο, ότι στην τελική θα ξεθωριάσουν όλα - κι εκείνη κι ο καημός σου. Το μόνο που δεν θα ξεθωριάσει αλλά θα ματώνει όλο και περισσότερο είναι η περηφάνεια σου, που θα τη λαβώσεις άγρια άμα πέσεις στα πόδια της να την παρακαλέσεις».

«Μα δεν μπορώ... δεν γίνεται... πρέπει να κάνω μια τελευταία προσπάθεια... αλλιώς θα αναρωτιέμαι σ’ όλη τη ζωή μου γιατί δεν την κράτησα έστω με το ζόρι....»

Βρε πείσμα. Αμετανόητος ο νέος - κι ανόητος μαζί. Θα  κάνω κι εγώ μια τελευταία προσπάθεια, παλικάρι μου, και μετά θα το βουλώσω. Ή που καταλαβαίνεις αυτά που σου λέω ή που είσαι χαμένη περίπτωση, λούζερ που λέει κι η μικρή μου κόρη. Και μετά κάνε ό,τι σε φωτίσει, το δικό σου το κεφάλι θα βαράς στον τοίχο.

«Δεν θα επιμείνω άλλο, είσαι ολόκληρος άντρας - κι, από όσο μπορώ να καταλάβω, και μορφωμένος, του κόσμου. Θα σου πώ μόνο κάτι που άκουσα στο ράδιο πριν λίγες μέρες σε μια από αυτές τις εκπομπές που έχουν τραγούδια κι ανάμεσα λένε διάφορα. Έλεγε λοιπόν μια κοπελιά “Αν αγαπάς κάποιον, άφησέ τον να φύγει. Αν ξαναγυρίσει, θα είναι δικός σου για πάντα - αν όχι, δεν σ’ αγάπησε ποτέ”. Κάπου θα το είχε διαβάσει κι αυτή αλλά μου φάνηκε τόσο πετυχημένο, που το θυμάμαι - συνήθως δεν ακούω καν τι λένε, μόνο τα τραγούδια».

Δεν μιλάει. Κοιτάζει έξω αφηρημένος τον προαστιακό που ταξιδεύει δίπλα μας. Πλησιάζουμε όπου νάναι στο αεροδρόμιο, θα την κάνει τη βλακεία και να μου το θυμάσαι, θα τη φάει τη σφαλιάρα από τη λεγάμενη και μπας και φάει και καμιά αληθινή από τον γόη που την ξεμυάλισε και θα θελήσει να υπερασπιστεί το κελεπούρι. Να τον αφήσω και να κατέβω κι εγώ, να κάνω κανα τσιγάρο της προκοπής με τον παγωμένο ρημαδοκαφέ μου και να ξεμουδιάσουν λιγάκι τα πόδια μου... ασήκωτα τα νιώθω.

«Φτάσαμε, παλικάρι μου. Σε ποια πύλη θέλεις να σ’ αφήσω;»

«Σε καμιά. Συνεχίστε, σας παρακαλώ, και πάρτε το δρόμο για Αθήνα. Επιστρέφουμε».











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου