Κυριακή 25 Ιουνίου 2017


Καλό σου κατευόδιο, Όλγα μου αγαπημένη

Πριν λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή η κυρία Όλγα. Φίλη αδελφικές με τη μάνα μου, την Χριστίνα, από τα χρόνια που υπηρετούσαν οι γονείς μου σαν δάσκαλοι στο χωριό έξω από τη Βέροια, και κουμπάρες, μιας και η μάνα μου είχε βαφτίσει τον πρωτογιό της, τον Δημήτρη. Η κυρία Όλγα έφυγε πλήρης ημερών και με πλήρη διαύγεια περιτριγυρισμένη από τα παιδιά, τα εγγόνια, τη δισεγγονή της και όλους τους συγγενείς και φίλους, τους οποίους αποχαιρέτησε έναν έναν με χαμόγελο και ευχές. Έφυγε περήφανη, όπως περήφανη έζησε όλη της τη ζωή.
Είχα την τύχη και την ευλογία να τη δω και να την αγκαλιάσω ένα μήνα πριν, στην επίσκεψή μου στη Βέροια, και να πάρω την ευχή της, που κρατώ στην καρδιά μου σαν φυλαχτό - όπως κρατώ στη μνήμη μου τη μορφή της και το τόσο ζωντανό και σοφό της βλέμμα.

Καλό σου ταξίδι, αγαπημένη μου Όλγα - ήσουν ο τελευταίος κρίκος που με συνέδεε με το χωριό όπου έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Να δώσεις την αγάπη μου στη μάνα και τον πατέρα μου και να με σκεπάζετε με την δική σας από εκεί ψηλά.

Κι εγώ, σαν αποχαιρετισμό, σου αφιερώνω το κομμάτι από το βιβλίο μου «Το βαλς μιας ζωής» που αναφέρεται σε σένα και στον Θανάση, τον σύντροφό σου ολόκληρης ζωής που πέρασε τη Μεγάλη Πύλη λίγα χρόνια πριν.

Καλό Παράδεισο σε όλους, ακριβοί μου!

«Τώρα ήταν μόνη, ολομόναχη, σ’ ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη του χωριού, χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με κανέναν. Το κοντινότερο σπίτι ήταν του Θανάση Ντόλα, αλλά κι αυτό απείχε τουλάχιστον πενήντα μέτρα από το δικό της. Ακόμα κι αν ο Θανάσης έλειπε στο καφενείο θα ήταν σίγουρα εκεί οι γονείς του και η Όλγα, η γυναίκα του. Πώς να πάει όμως; Δεν τολμούσε να βγει από την ασφάλεια του μικρού σπιτιού όσο κι αν η κραυγή του λύκου την είχε αναστατώσει. Κι ο Ορέστης θα αργούσε να έρθει. Ένιωσε τον πανικό να απλώνεται μέχρι τις άκρες των δαχτύλων της και τους σφυγμούς της να διπλασιάζονται.

“Ψυχραιμία”, σκέφτηκε. “Πρέπει να μείνω ψύχραιμη για να μπορέσω να σκεφτώ τι να κάνω. Όσο είμαι μέσα στο σπίτι δεν κινδυνεύω”. Πήρε βαθιά ανάσα και πήγε ξανά στο παράθυρο.  Διστακτικά, με χέρι που έτρεμε, παραμέρισε πάλι το κουρτινάκι. Το τοπίο έξω δεν είχε αλλάξει σε τίποτε. Το ίδιο χλωμό μισοφέγγαρο φώτιζε το ίδιο βρώμικο χιόνι κι ο  δρόμος,  έρημος όπως και πριν, δεν είχε κανένα σημείο ζωής. Ησύχασε λίγο. “Μπορεί να ήταν και ιδέα μου”, σκέφτηκε. “Τόσες ώρες μόνη μου, μπορεί να μου παίζει παιχνίδια το μυαλό μου. Καλά θα κάνω να κοιτάξω τη σόμπα και να ψήσω την πίττα, θα έρθει ο Ορέστης και θα πεινάει”. Έκανε ν’ αφήσει την κουρτίνα. Και τότε τον είδε.

Το ζώο ήταν μεγαλόσωμο. Στεκόταν ακίνητο στην άκρη του δρόμου δίπλα σε κάτι θάμνους, με το κεφάλι σηκωμένο ψηλά, τα αυτιά όρθια και τη μύτη να οσμίζεται τον παγωμένο αέρα. Τα μάτια του γυάλισαν για μια στιγμή στο φεγγαρόφωτο, η Χριστίνα σκέφτηκε παράλογα “εμένα κοιτάει” κι ένιωσε την καρδιά της να κλωτσάει στο στήθος της. Την ίδια στιγμή ο λύκος άνοιξε το στόμα του κι έβγαλε ένα ακόμα μακρόσυρτο ουρλιαχτό».





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου