Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017


Απόσπασμα από το τρίτο (υπό συγγραφή) βιβλίο μου με προσωρινό τίτλο «Δωροθέα» που βρίσκεται περίπου στα μισά του και προχωρά με γρήγορους ρυθμούς τώρα που οι «Μούσες» μου βαδίζουν πλέον τον δικό τους δρόμο.




«Η Δωροθέα κοίταξε γύρω της πανικόβλητη. Ψηλά δέντρα, αγκαθωτοί θάμνοι και πυκνή βλάστηση παντού. Και υγρασία. Τα ρούχα της κολλούσαν πάνω της σαν να είχε κάνει βουτιά σε νερό. Ή σαν να είχε μόλις βρέξει. Δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν. Και το πιο τρομαχτικό ήταν ότι δεν είχε ιδέα πώς είχε βρεθεί εκεί. Πουθενά μονοπάτι. Ένας ήλιος μακρινός, χλωμός, ανήμπορος να φωτίσει και να ζεστάνει το μισοσκόταδο που την τριγύριζε. Και ησυχία. Απόλυτη, αλλόκοτη. Ούτε πουλιά, ούτε έντομα, ούτε νερά να τρέχουν.



Άπλωσε τα χέρια να παραμερίσει κάποια κλαδιά που της έφραζαν το δρόμο. Γρατζουνίστηκε,  γέμισε αίματα. Ωστόσο συνέχισε με πείσμα, με μανία. Έπρεπε να βγει από κει, να φτάσει σε κάποιο δρόμο, να καταλάβει πού βρίσκεται. Έπρεπε να γυρίσει σπίτι έγκαιρα, τα κορίτσια θα έρχονταν όπου να ’ναι από το σχολείο κι ο άντρας της από τη δουλειά. Έπρεπε να στρώσει τραπέζι, θα πεινούσαν. Έπεσε, σηκώθηκε, προχώρησε λιγάκι. Πίσω από κάτι θάμνους σαν να της φάνηκε πως το φως ήταν λίγο περισσότερο. Αναθάρρησε. Δρόμος, σκέφτηκε, πρέπει να φτάσω οπωσδήποτε.



Την επόμενη στιγμή βρέθηκε σ’ ένα ξέφωτο. Μεγάλο, σαν το πάρκο που πήγαινε τα παιδιά να παίξουν. Έκανε να το διασχίσει, βέβαιη πως στην άλλη άκρη του ήταν ο δρόμος που έψαχνε. Και τότε είδε τις κόρες της. Στέκονταν στην απέναντι μεριά πιασμένες χέρι χέρι και η Αννούλα είχε το αρκουδάκι της αγκαλιά. Την κοίταζαν μ’ ένα παράξενο βλέμμα, σαν να μην την γνώριζαν, σαν κάτι να προσπαθούσαν να της πουν.  Άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους - ίσα που πρόλαβε να κάνει δυο τρία βήματα. Ξαφνικά ένιωσε τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της και να βουλιάζει σε κάτι περίεργο. Κοίταξε γύρω της μπερδεμένη. Βρισκόταν μέσα σε άμμο. Υγρή, μαλακή, ζεστή».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου