Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

Ο γάμος

 Ο γάμος *

 Το λαντό έφτασε στους Αγίους Πάντες ακριβώς στις έξι με το καμπανάκι του να κουδουνίζει χαρούμενα. Ο δασάρχης κατέβηκε κι έδωσε το χέρι του στη νύφη να την βοηθήσει. Η Χριστίνα μάζεψε το νυφικό της και κατέβηκε κι αυτή. Ο πατέρας της την πήρε από το χέρι κι άρχισαν να ανεβαίνουν τα σκαλιά της εκκλησίας. Εκείνη κοίταξε προς τα πάνω κι είδε την μικρή ομάδα των καλεσμένων να την περιμένει χαμογελώντας. Κι η εικόνα πάγωσε, όπως τότε, στο Περβόλι. Ταμπλό βιβάν. Έμεινε να το παρατηρεί.

Ο Ορέστης, σοβαρός μέσα στο σκούρο γαμπριάτικο κοστούμι του - της φάνηκε τόσο όμορφος, τόσο επίσημος. Ο άντρας της!

Ο κουμπάρος δίπλα του, ο Χρήστος Αντωνιάδης, φαινόταν αληθινά ευτυχής που όλη αυτή η περιπέτεια (στην οποία είχε τόσο ενεργό συμμετοχή) έφτανε σε αίσιο τέλος.

Η μάνα της με την Ευγενία, συγκινημένες, έδειχναν ευτυχισμένες και, στο βάθος, ανακουφισμένες που είχαν πάει όλα τόσο καλά – μέχρι στιγμής τουλάχιστον.

Πιο κει η πεθερά της με τον αδελφό του Ορέστη την κοίταζαν και χαμογελούσαν - κι είχε μια ζεστασιά αυτό το χαμόγελο που σχεδόν την ξάφνιασε.

Τελευταίο είδε τον αδελφό της. Ο Στέφανος στεκόταν στη είσοδο της εκκλησίας με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και με μια έκφραση που η Χριστίνα ερμήνευσε σαν απρόθυμη αποδοχή του αναπόφευκτου, κάτι σαν «ας τελειώνουμε μ’ αυτή την ιστορία».

Η Ευτέρπη έλειπε από το ταμπλό. Πάλι. Όπως τότε, που την φυγάδευαν βίαια από το σπίτι. Ίδιοι σχεδόν οι πρωταγωνιστές, αλλιώτικες οι καταστάσεις. Μια σκάλα και τώρα στο σκηνικό, μόνο που τώρα την ανέβαινε. Για μια στιγμή οι δυο εικόνες σαν να συγχωνεύτηκαν, σαν δυο διαφορετικές διαφάνειες να έπεσαν η μια πάνω στην άλλη και να έγιναν μια, ασαφής και θολή.

«Χριστίνα!» Η φωνή του πατέρα της, απόμακρη, την ξανάφερε στην πραγματικότητα. Γύρισε. Τον είδε να την κοιτάζει με απορία. Του χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Πάμε, πατέρα», του είπε. «Μας περιμένουν».                     

Από το μυστήριο λίγα πράγματα θυμόταν. Αποσπασματικά. Ασύνδετα. Τον παπά να της δίνει κρασί να πιει. Τον Χρήστο να αλλάζει τα στέφανα. Το χέρι του Ορέστη να σφίγγει το δικό της. Τη μάνα της βουρκωμένη. «Ούτε γάμος άκλαυτος», σκέφτηκε και χαμογέλασε αχνά. Το «Ησαΐα χόρευε». Τα ρύζια που πετούσε η Ευγενία σημαδεύοντάς την.

Ο πατέρας κι ο αδελφός της δεν ήταν στις θύμησες.

 *Από το πρώτο μου μυθιστόρημα, "Το βαλς μιας ζωής", που μιλάει για την δυνατή ιστορία αγάπης των γονιών μου.






 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου