Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

«Κάηκαν σπίτια»

 

«Κάηκαν σπίτια» λένε στις ειδήσεις…

Χαλάσματα που ακόμη καπνίζουν. Η στέγη έχει βουλιάξει, έχει γκρεμιστεί και πατάς με κόπο πάνω στα σπασμένα κεραμίδια που καίνε ακόμη. Τα παράθυρα χάσκουν ορθάνοιχτα, με καμένα τα κουφώματα σαν στόματα μαυρισμένα που ακόμη ουρλιάζουν την απόγνωση της πύρινης καταστροφής. Θυμάσαι που μάγκωνε το παντζούρι του δωματίου σου και παιδευόσουν να το ανοίξεις; Δεν θα σε παιδέψει ξανά, δεν υπάρχει πια.

Όπως δεν υπάρχει και το δωμάτιό σου εξ άλλου. Όπως δεν υπάρχει ό,τι αγαπημένο είχες μέσα σ’ αυτό. Η φωτογραφία του γάμου σου στο κομοδίνο, οι πίνακες του πατέρα σου στους τοίχους. Δεν υπάρχει κομοδίνο, δεν υπάρχει κρεββάτι, δεν υπάρχουν τοίχοι. Ούτε το μικρό γραφειάκι στη γωνιά. Το λάπτοπ σου, γεμάτο  πολύτιμες για σένα καταγραφές και φωτογραφίες, ανεκτίμητες και πλέον οριστικά χαμένες, δεν το διακρίνεις καν μέσα στα κάρβουνα.

Προχωράς πατώντας στάχτες κι αποκαΐδια. Το δωμάτιο του παιδιού. Θυμάσαι με πόση αγάπη το είχες φτιάξει; Τίποτε δεν γλίτωσε. Το κρεββάτι, το γραφείο. Η φωτογραφία της αποφοίτησής του στον τοίχο. Το αρκουδάκι που κοιμόταν αγκαλιά σαν ήταν μωρό και που το φύλαγες σαν κόρη οφθαλμού κι ας είχε χάσει το ένα του μάτι. Τον έπαινο για την καλύτερη έκθεση που είχε πάρει στο δημοτικό. Το μετάλλιο που είχε πάρει στο γυμνάσιο όταν κέρδισε η ομάδα του στο μπάσκετ.

Προχωράς προς το σαλόνι. Όλεθρος. Θυμάσαι που τσακωνόσασταν για το χρώμα στις κουρτίνες; Δεν υπάρχουν κουρτίνες, δεν υπάρχει τίποτε. Μόνο όγκοι μαυρισμένοι που κάποτε ήταν τα έπιπλα, εκείνα που ψάχνατε μήνες για να τα βρείτε. Ταχύνεις το βήμα, αρχίζεις να λυγίζεις, δεν θα αντέξεις για πολύ, πρέπει να τελειώνεις μ’ αυτό το μακάβριο οδοιπορικό σε έναν κόσμο οριστικά χαμένο. Οριστικά καμένο.

Προσπερνάς βιαστικά την πόρτα του μπάνιου ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά σ’ εκείνο που κάποτε ήταν ο αγαπημένος σου μπρούτζινος καθρέφτης με τα σκαλίσματα και που τώρα είναι μια άμορφη μάζα πάνω σε ραγισμένα πλακάκια. Διασχίζεις την κουζίνα αποφεύγοντας να κοιτάξεις το λιωμένο ψυγείο, τον γκρεμισμένο πάγκο, τα ψηφιδωτά πλακάκια που κείτονται θρύψαλα στο καρβουνιασμένο πάτωμα και που τόσο τα καμάρωνες. Θυμάσαι πόσο πολύ είχατε ψάξει μέχρι να τα βρείτε κι αυτά;

Βγαίνεις στην πίσω βεράντα. Αποκαΐδια η κουνιστή πολυθρόνα που ρέμβαζες το φεγγάρι. Λυγισμένα τα κάγκελα που ακουμπούσες κι αγνάντευες μέχρι ως κάτω τη θάλασσα. Καρβουνιασμένη η κόκκινη βουκαμβίλια που τόσο αγαπούσες και καμάρωνες. Που ανέβαινε από κάτω, από τον κήπο, μέχρι σχεδόν πάνω στην σκεπή. Την σκεπή που δεν υπάρχει πια να στεγάσει εσένα, τους αγαπημένους σου, την ζωή σου. Την ζωή που ήξερες και που αποχαιρέτισες οριστικά την στιγμή που άρπαξες αλλόφρων τον σκύλο και τα κλειδιά του αυτοκινήτου κι έφυγες αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα.

Κι εκεί, δίπλα στην βουκαμβίλια που καπνίζει ακόμη, καταρρέεις. Λες κι αυτό το φυτό, το μέχρι χτες γεμάτο λουλούδια και ζωή που σε κοιτάζει με παράπονο, να σου έδωσε την χαριστική βολή. Καταρρέεις πάνω στα μαυρισμένα πλακάκια με βουβά αναφιλητά. Στα ρουθούνια σου η φριχτή μυρωδιά του καμένου. Στα αυτιά σου το τίποτα, δεν ακούγονται πια τα πουλιά και τα τζιτζίκια. Στα μάτια σου δάκρυα ανεξέλεγκτα που πασχίζουν να ξεπλύνουν τις εικόνες που μόλις αντίκρισες, να δώσουν διέξοδο στο ποτάμι της απόγνωσης που φουσκώνει στην ψυχή σου.

Κάηκαν σπίτια.

Κάηκαν ψυχές…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου