Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Ο μολυβένιος στρατιώτης

Ήταν κάποτε, είκοσι πέντε μολυβένια στρατιωτάκια, όλα αδελφάκια, φτιάχτηκαν όλα απ’ το ίδιο παλιό μολυβένιο κουτάλι. Είχαν όπλα επ’ ώμου, το σώμα στητό, μπλε και κόκκινη φορούσαν στολή.  Η πρώτη φωνή που άκουσαν, ήταν: «Μολυβένιοι Στρατιώτες!», η χαρούμενη κραυγή ενός παιδιού, όταν άνοιξε το καπάκι του κουτιού που ήταν βαλμένοι.  Ήταν δώρο για τα γενέθλια του και τους έβαλε όλους στο τραπέζι έναν-έναν.

Τα στρατιωτάκια ήταν τα ίδια ακριβώς, εκτός από ένα, που έμεινε στο καλούπι τελευταίο, και δεν περίσσεψε μολύβι αρκετό να φτιάξουν το πόδι του. Κι έτσι τον άφησαν να στέκεται στο ένα πόδι και ήταν γι’ αυτό ξεχωριστός.

Το τραπέζι που έστησε το παιδί τους μολυβένιους στρατιώτες, ήταν γεμάτο παιχνίδια, μα το πιο όμορφο, ένα μικρό χάρτινο κάστρο. Ήταν υπέροχο. Μέσα απ’ τα μικρά παράθυρα του κάστρου, έβλεπες μέσα τα δωμάτια του. Μπροστά από το κάστρο μια σειρά μικρά δέντρα, γύρω από ένα κομμάτι καθρέπτη – έμοιαζε με διάφανη λίμνη. Κύκνοι φτιαγμένοι από κερί, κολυμπούσαν στον καθρέπτη της λίμνης. Όλα αυτά ήταν πολύ όμορφα, μα το πιο όμορφο ήταν μια δεσποινίδα, που στεκόταν στην ανοιχτή πόρτα του κάστρου.

Ήταν φτιαγμένη από χαρτί, φορούσε ένα φόρεμα αληθινή μουσελίνα, μια λεπτή μπλε κορδέλα στους ώμους της, σαν σάλι, κι από πάνω ένα γυαλιστερό ρόδο, μεγάλο, σαν το πρόσωπο της. Η δεσποινίς ήταν χορεύτρια, είχε στις μύτες το ένα της πόδι και το άλλο τόσο ψηλά, που ο μολυβένιος στρατιώτης δεν μπορούσε να το δει καθόλου, και νόμιζε, πως κι εκείνη, επίσης, είχε ένα πόδι.

«Αυτή είναι γυναίκα για μένα», σκέφτηκε, «αλλά έχει τόση μεγαλοπρέπεια• ζει και σε κάστρο, εγώ έχω μόνο ένα κουτί να κοιμάμαι,
 εικοσιπέντε αδέλφια ζούμε μαζί στο κουτί, δεν υπάρχει χώρος για εκείνην. Όμως, πρέπει να την γνωρίσω». Έτσι κρύφτηκε στο τραπέζι, πίσω από μια ταμπακιέρα, να κρυφοβλέπει την όμορφη χορεύτρια, που ακόμα στεκόταν στο ένα της πόδι, χωρίς να χάνει καθόλου την ισορροπία της.

Όταν ήρθε το βράδυ, οι υπόλοιποι μολυβένιοι στρατιώτες μπήκαν στο κουτί και οι άνθρωποι του σπιτιού πήγαν για ύπνο. Αμέσως τα παιχνίδια άρχισαν να παίζουν, να κάνουν επισκέψεις, να ανταλλάσουν δώρα, να υποκρίνονται πως μαλώνουν. Οι μολυβένιοι στρατιώτες κροτάλιζαν μέσα στο κουτί τους• ήθελαν να βγουν και να διασκεδάσουν κι εκείνοι, αλλά δεν μπορούσαν ν’ ανοίξουν το κουτί. 

Οι καρυοθραύστες έπαιζαν κουτσό και το μολύβι χοροπηδούσε στο τραπέζι. Είχε τόση φασαρία που το καναρίνι ξύπνησε κι άρχισε ν’ απαγγέλει ποιήματα. Μόνο ο μολυβένιος στρατιώτης και η χορεύτρια έμειναν ακίνητοι. Εκείνη στεκόταν στις μύτες, με τα πόδια τεντωμένα, όπως κι εκείνος στο ένα του πόδι. Καθόλου δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της, ούτε για μια στιγμή.

Το ρολόι χτύπησε 12, κι ο άνεμος απότομα άνοιξε την ταμπακιέρα. Όμως αντί για καπνό, πετάχτηκε έξω ένα μαύρο ξωτικό – με το ελατήριο του, ο Φασουλής.
«Μολυβένιε Στρατιώτη, μη ζητάς να πάρεις, ό,τι δε σου ανήκει», είπε το μαύρο ξωτικό.
Μα ο Μολυβένιος Στρατιώτης έκανε πως δεν άκουσε.
«Πολύ καλά, περίμενε μέχρι αύριο και θα δεις», είπε το ξωτικό.
Όταν τα παιδιά μπήκαν το άλλο πρωί, έβαλαν τον μολυβένιο στρατιώτη στο ανοιχτό παράθυρο.
Ήταν ο Φασουλής που το έκανε ή ο αέρας; Άγνωστο.
Μα το παράθυρο έκλεισε με δύναμη και ο μολυβένιος στρατιώτης έπεσε έξω, απ’ το τρίτο πάτωμα κάτω με το κεφάλι. Άσχημο πέσιμο. Το κράνος κι η ξιφολόγχη του σφηνώθηκαν στις πλάκες του πεζοδρομίου και το ένα του πόδι βρέθηκε στον αέρα.

Η υπηρέτρια και το παιδί κατέβηκαν αμέσως κάτω να τον βρουν, όμως πουθενά δεν τον έβλεπαν, αν και κάποια στιγμή, παραλίγο να τον πατήσουν. Αν είχε φωνάξει: «Εδώ είμαι», θα ήταν τώρα καλά, αλλά φορούσε τη στολή του κι ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτό, να φωνάξει βοήθεια.

Τότε άρχισε να βρέχει, κι οι σταγόνες έπεφταν τόσο γρήγορα, ώσπου βράχηκαν όλα. Πέρασαν από εκεί δύο παιδιά, κι ένα απ’ αυτά είπε: «Κοίτα, ένας μολυβένιος στρατιώτης. Έπρεπε να ‘χει μια βάρκα να ταξιδεύει.»
Έτσι τα παιδιά φτιάξαν μια βάρκα από χαρτί, έβαλαν μέσα τον στρατιώτη και την βαρκούλα να πλέει σ’ ένα χαντάκι νερό. Τα παιδιά, πήγαν στο πλάι και χτυπούσαν παλαμάκια χαρούμενα. «Μπράβο! Τέλεια!» Τι κύματα σήκωνε το χαντάκι! Πόσο γρήγορα το ρεύμα κυλούσε! Η βροχή ήταν πολύ δυνατή.

Η χάρτινη βάρκα ανέβηκε, έπεσε, γύρισε γύρω μερικές φορές, τόσο γρήγορα, ο μολυβένιος στρατιώτης τρεμόπαιξε, όμως έμεινε ακλόνητος, δεν έχασε το θάρρος του, κράτησε το κεφάλι μπροστά και το όπλο στον ώμο του. Ξαφνικά, η βάρκα βρέθηκε κάτω από μια γέφυρα, που κατέληγε στον υπόνομο. Και σκοτάδι έγινε ξανά, όπως μες στο κουτί του μολυβένιου στρατιώτη.
Που πηγαίνω, τώρα; σκέφτηκε. «Το μαύρο ξωτικό φταίει, είμαι σίγουρος. Αχ, και να ‘ταν μαζί μου η χορεύτρια , δε θα μ’ ένοιαζε το σκοτάδι καθόλου»

Ξαφνικά, εμφανίστηκε ένας τεράστιος αρουραίος, που ζούσε μέσα στον υπόνομο.
 «Διαβατήριο έχετε;», ρώτησε ο αρουραίος, «Δώστε το μου αμέσως». Αλλά ο μολυβένιος στρατιώτης παρέμεινε σιωπηλός, κρατώντας το όπλο του, πιο σφιχτά από ποτέ. Η βάρκα γλίστρησε, ο αρουραίος την ακολούθησε. Πως τα δόντια του έτριζαν, σαν ξύλα και άχυρα: «Σταματήστε τον, σταματήστε τον, δεν πλήρωσε διόδια, δεν έδειξε διαβατήριο». Μα το ρεύμα γινόταν ολοένα πιο δυνατό, πιο δυνατό. Ο μολυβένιος στρατιώτης με δυσκολία έβλεπε την λάμψη του ήλιου. Μετά άκουσε ένα μουγκρητό απαίσιο τόσο – να φοβίσει και τον γενναιότερο άντρα. 
Στο τέλος του υπονόμου, το τούνελ κατέληγε σ’ ένα μεγάλο κανάλι κι από κει στον γκρεμό, και ήταν για εκείνον όπως για εμάς ένας καταρράκτης.

Να σταματήσει αδύνατον, η βάρκα γκρεμίστηκε κι ο καημένος στρατιώτης μπορούσε τον εαυτό του μόνο να κρατήσει, όσο πιο αλύγιστος μπορούσε, χωρίς να κουνήσει το φρύδι του καν, ή να δείξει πως φοβάται. Η βάρκα στριφογύρισε τρεις ή τέσσερις φορές και πλημμύρισε μέσα παντού με νερό• τίποτα πια δεν την έσωζε, απ’ το να βυθιστεί. Τώρα ο στρατιώτης στέκονταν στο νερό μέχρι το λαιμό, πιο βαθιά ολοένα βούλιαζε η βάρκα, μέχρι που το νερό κάλυψε το κεφάλι του. Έφερε στο νου του, την όμορφη χορεύτρια που δε θα ξανάβλεπε ποτέ και τα λόγια ενός τραγουδιού αντηχούσαν στ’ αυτιά του:
«Αντίο, μαχητή! Πάντα γενναίος, νικητής μέχρι τέλους!»

Ύστερα το χαρτί έγινε κομματάκια, ο στρατιώτης βούλιαξε στο νερό και αμέσως μετά, ένα ψάρι τον κατάπιε μεγάλο. Τι σκοτάδι μέσα εκεί! Πιο σκοτάδι απ’ ότι στο τούνελ, πιο λίγο είχε χώρο εκεί, αλλά ο στρατιώτης συνέχισε ορθός να κρατάει το όπλο επ’ ώμου. Μα το ψάρι κολύμπησε πέρα δώθε, κάνοντας κινήσεις τόσο αρμονικές. Μετά από λίγο, μια λάμψη από φως τον διαπέρασε, η μέρα πλησίαζε, μια φωνή ακούστηκε: «Επιτέλους! Να ‘τος, ο μολυβένιος στρατιώτης». Το ψάρι είχε πιαστεί, πήγε στην αγορά και πουλήθηκε στη μαγείρισσα, που στην κουζίνα το έκοψε στα δύο μ’ ένα μεγάλο μαχαίρι.


Πήρε τον στρατιώτη στο ένα της χέρι και τον πήγε στο δωμάτιο. Ήταν όλοι ανήσυχοι να δουν τον φοβερό στρατιώτη που ταξίδεψε μέσα στο ψάρι, μα εκείνος δεν ήταν καθόλου περήφανος. Στο τραπέζι τον έβαλαν και – τι περίεργα πράγματα συμβαίνουν στον κόσμο! – ήταν πάλι στο ίδιο δωμάτιο, από εκεί που είχε πέσει, ήταν εκεί τα ίδια παιδιά, τα ίδια παιχνίδια, πάνω στο τραπέζι, και η πανέμορφη χορεύτρια μπροστά στην πόρτα του κάστρου. Στο ένα πόδι στεκόταν ακόμη, τεντωμένο το άλλο, έτσι ήταν το ίδιο αλύγιστη όπως εκείνος. Η χορεύτρια τον άγγιξε ίσα-ίσα, να την προσέξει• αυτός πήγε να βάλει τα κλάματα• μα κρατήθηκε. Την κοίταξε μόνο, έτσι μείναν κι οι δυο σιωπηλοί.

Ένα παιδί, ξαφνικά, πήρε τον μολυβένιο στρατιώτη και τον πέταξε μέσα στο φούρνο. Δεν είχε λόγο κανένα να το κάνει, ίσως πάλι να κρυβόταν πίσω απ’ την πράξη αυτή, το μαύρο ξωτικό. Οι φλόγες έζωσαν τον μολυβένιο στρατιώτη, η ζέστη ήταν απαίσια, όμως, αν ήταν απ’ την φωτιά ή απ’ την φωτιά της αγάπης του, δεν μπορούσε να διακρίνει. Γρήγορα, της στολής τα χρώματα χάθηκαν, όμως, ήταν απ’ το ταξίδι ή απ’ τη λύπη του, κανένας δεν ήξερε. Κοίταξε την δεσποινίδα, τον κοίταξε κι εκείνη. Έλιωνε τώρα, όμως ακόμα αλύγιστα κρατούσε το όπλο στον ώμο.

Ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα του δωματίου κι ο αέρας πήρε την χορεύτρια , η χορεύτρια πέταξε, σαν συλφίδα που έχει φτερά, μες στη φωτιά, πλάι στον μολυβένιο στρατιώτη, που είχε αρχίσει να χάνεται.
Όταν το πρωί η υπηρέτρια πήγε ν’ αδειάσει τις στάχτες, βρήκε μέσα εκεί έναν βόλο σε σχήμα μολυβένιας καρδιάς.
Μα απ’ την χορεύτρια δεν έμεινε τίποτα, εκτός απ’ το ρόδο που την στόλιζε, μαύρο κι αυτό και καμένο σαν κάρβουνο.



Hans Christian Andersen (1838)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου